Ο διπλός ρόλος του Ερωτόκριτου: ήρωας επικού ποιήματος και κρητικής όπερας

Θεόφιλος Χατζημιχαήλ: «Ερωτόκριτος και Αρετούσα»
Θεόφιλος Χατζημιχαήλ: «Ερωτόκριτος και Αρετούσα»

Όταν ο Βιτσέντζος Κορνάρος έγραφε τον Ερωτόκριτο, θα ήταν αδύνατο να φανταστεί την τύχη του έργου του, ότι θα γινόταν ένα δημιούργημα διαχρονικό, μέρος της λαϊκής μας παράδοσης, που η αξία του παραμένει αναλλοίωτη στο χρόνο. Πρόκειται για ένα έμμετρο μυθιστόρημα που εκτείνεται σε 10.012 δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους και αποτελεί ένα από τα κορυφαία έργα της Νεολληνικής Λογοτεχνίας. Γράφτηκε στη Σητεία και στο Ηράκλειο γύρω στο 1600 μ.Χ., στην ακμή της Κρητικής Αναγέννησης και αφηγείται τον μεγάλο έρωτα του Ερωτόκριτου, ενός νέου που είχε όλες τις χάρες, αλλά δεν ήταν βασιλόπουλο, και της βασιλοπούλας Αρετούσας. Η υπόθεσή του οργανώνεται σε πέντε ενότητες με θέματα τον έρωτα, την παλικαριά, τη δοκιμασία, τον πόλεμο και τη λύτρωση.[1]
Στο άκουσμα του, ο Σεφέρης, στην παιδική του ηλικία, ενθουσιαζόταν, όπως γράφει και ο ίδιος: «Μια φυλλάδα ελεεινά τυπωμένη σε χαρτί εφημερίδας, […] Τις περισσότερες φορές το πουλούσαν γυρολόγοι. Θυμάμαι, παιδί στη Σμύρνη, κάθε απόγεμα, την ίδια ώρα, την ίδια φωνή στο δρόμο: “Έχω βιβλία διάφορα! Τον Ερωτόκριτο![…] Την εποχή εκείνη οι άθλιες αυτές εκδόσεις με γοητεύανε. Στο ξώφυλλο ο Ερωτόκριτος, ένας λεβέντης κοιτάζοντας αγριωπά και κάπως λοξά, με περικεφαλαία θυσανωτή, μ’ αναδιπλωμένο μανδύα πάνω απ’ το θώρακα,[…]Ήταν για μένα η ίδια ψυχή με τον Διγενή και τον Μεγαλέξαντρο, ένας τρίδυμος αδερφός.»[2]

Ο Βιτσέντζος Κορνάρος γράφει τον Ερωτόκριτο χρησιμοποιώντας το κρητικό ιδίωμα της Ανατολικής Κρήτης προφανώς με σκοπό να το προστατέψει από λόγιες και ξένες λέξεις, από το μεικτό ιδίωμα που επιχειρούν άλλοι ποιητές. Το ποίημα χαρακτηρίζεται από ομοιοκατάληκτα δίστιχα και τετραπλές ρίμες εκφράζοντας τις πιο λεπτές αποχρώσεις, χωρίς όμως να χάνει ποτέ τη φυσικότητά της. Ο στίχος είναι ρυθμικός, χάρη στην ποικιλία των τόνων και την τήρηση της αρμονίας στον αριθμό των λέξεων ανά στίχο και δίστιχο. Ίσως γι’ αυτό ο Γιώργος Σεφέρης κάνει λόγο για «ποιητικό βηματισμό, έναν ίσο και χαμηλό τόνο που είναι από τα πιο χαριτωμένα πράγματα που μας προσφέρει η ποίηση».[3]

Το όνομα Ερωτόκριτος αιχμαλωτίζει το βλέμμα του συγγραφέα, καθώς αποτελεί το πιο ουσιαστικό σημείο-διδασκαλία για τη σημασία του ποιήματος. Η λέξη είναι σύνθετη: προέρχεται από τις λέξεις έρως - κριτος < κρίνω και σημαίνει αυτός που βασανίζεται από έρωτα. Η εικόνα αυτή του Ερωτόκριτου, του λεβέντη, όπως περιγράφει ο Σεφέρης φαίνεται να ενέπνευσε και το μεγάλο Έλληνα συνθέτη με καταγωγή από το Ρέθυμνο, Νίκο Μαμαγκάκη. Ο συνθέτης χρησιμοποιεί τον οφθαλμό σαν τον ήλιο (le sens comme rayon de l’œil-soleil). Το ρήμα “βλέπω” σημαίνει εκπέμπω το φως και δημιουργώ την εικόνα για την οποία μιλάω. Ο Jacques Bril υποστηρίζει ότι σε πολλές γλώσσες η ετυμολογία των δύο λέξεων “μάτι” και “ήλιος” είναι συμβολικά ισοδύναμες. Η εικόνα αντανακλάται στα μάτια του μουσουργού και δημιουργεί την δική του ερμηνεία, αναζωπυρώνοντας τη φαντασία του, σα να αναπηδούν σπίθες φωτός στη σκέψη του φέρνοντας μπροστά την εικόνα εκείνη, τη βιωματική, οδηγώντας τον σε μια απόλυτη ευχαρίστηση της αντίληψης της σημασίας του έργου που συνθέτει, τη χαρά της γέννησης, δημιουργώντας μια απεικονιστική μουσική. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και τη λέξη ωτίον (ήλιος-ωτίον) καθώς ο Μαμαγκάκης ακροάται ταυτόχρονα τη μελωδία της εικόνας συνθέτοντας την όπερά του.[4]

Νίκος Μαμαγκάκης (1929-2013)

Σύμφωνα με τη Σαμαρά, γράφει η Φελοπούλου, «ο καλλιτέχνης είναι σαν τον Περσέα που πρέπει να περάσει δύο στάδια: να δει το κείμενο του άλλου, όπως ο Περσέας το κεφάλι της Μέδουσας, όχι κατάματα, γιατί δεν θα κατέληγε στη δημιουργικότητα, αλλά μέσα από έναν καθρέφτη –τη δική του ασπίδα που λάμπει– και στη συνέχεια να το προσφέρει στην Αθηνά. Το κείμενό του δεν θα είναι πλέον το κείμενο ενός άλλου, αλλά πρωτότυπο και θα μπορεί να διακοσμήσει την ασπίδα της θεάς της σοφίας.»[5]

Εφαρμόζοντας τη θεωρία της διατεχνικότητας, που υποστηρίζει ότι σύμφωνα με την παιδεία που έχει ο καθένας μας, μελετώντας ένα λογοτεχνικό έργο, μπορεί να σκεφτεί ταυτόχρονα ένα μουσικό κομμάτι ή έναν πίνακα ζωγραφικής ή ένα γλυπτό ή ακόμα και ένα άλλο κείμενο ή ποίημα,[6] μελετάμε πώς ο Μαμαγκάκης αιχμαλωτίζει τα λεκτικά σημεία του επικού ποιήματος, που τα χαρακτηρίζει η ακρίβεια και η δυναμική, τα ακροάζεται και τα μεταφέρει στη σκηνική δράση, στην όπερά του, δημιουργώντας το Χορό των λέξεων με κρητικούς ρυθμούς.
Οι εσωτερικές διδασκαλίες του ποιήματος δραστηριοποιούν το συναίσθημα του μουσουργού, ξυπνούν το κρυφό εγώ του, τα δύσκολα παιδικά χρόνια που πέρασε στη γερμανική κατοχή και λειτουργούν ως παυσίλυπο, αφού η θεματολογία του έργου είναι η ελευθερία και η αγάπη, τα δύο ιδανικά που αναζητά ο κάθε άνθρωπος, τον οποίο τον κατευθύνει ο συνθέτης για να δράσει πνευματικά παρακολουθώντας την όπερά του. Όπως λέει και ο ίδιος σε συνέντευξή του ότι όσα έχει ζήσει περνούν μέσα από αυτό το φίλτρο, της μουσικής.[7] Και ως γεννημένος κρητικός είναι αναμενόμενο να επηρεαστεί από τα ακούσματα του τόπου του και μετά από τέσσερις αιώνες της δημιουργίας του έπους Ερωτόκριτος, να συνθέσει την επική του όπερα με τον ίδιο τίτλο και να μεταδώσει στον αναγνώστη-ακροατή τα ίδια συναισθήματα που αγγίζουν την ελληνική ψυχή με αυτά του Κορνάρου.

Όπως λέει και ο ίδιος «δανείστηκα μόνο το άρωμά του, δεν το έχω μεταχειριστεί ούτε μια φορά αυτούσια, αντίθετα έχω επινοήσει ένα πλήθος από νέα μοντέλα (παραλλαγές) πάνω στους δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Σ’ αυτή την εκδοχή που την θεωρώ και την πιο επιτυχή το έργο έχει ανανεωθεί εκ βάθρων. Ο Γ. Σεφέρης ονομάζει όαση τον Ερωτόκριτο μου αυτό, για τρεις φωνές και πέντε όργανα και σε ένα μπιλιέτο που μου έστειλε μου λέει «Μαμαγκάκη, το έργο σου είναι γραμμένο με γνώση και με τρόπο». Ο σπουδαίος φιλόλογος, καθηγητής Στυλιανός Αλεξίου στον πρόλογό του για τον Ερωτόκριτο αναφέρει τη μπαλάντα για τρεις φωνές και πέντε όργανα καθώς και την όπερα Ερωτόκριτος – Αρετούσα το 1985 σαν τα μοναδικά μουσικά επιτεύγματα γύρω από τον Ερωτόκριτο στους τέσσερις αιώνες ζωής του έργου.»[8]

Ο νους μου τα βουνά κρατεί και μες στα δάση μπαίνει
κι όντε πετά στον ουρανό στα βάθη κατεβαίνει.
Μακάρι τούτα στην αρχή να τα `θελα κατέχει
τα όσ’ η αγάπη βάσανα κι ο πόθος πίκρες έχει.

             ( στίχοι της όπερας Ερωτόκριτος του Μαμαγκάκη )

«Ο Ερωτόκριτος», εξώφυλλου του Νίκου Κούνδουρου για τον δίσκο LP

Ο Μαμαγκάκης συνθέτει την όπερά του σα να χρησιμοποιεί το μαγικό «αν» του Stanislavski, που βρίσκεται ανάμεσα στην αλήθεια της ζωής και τη σκηνική αλήθεια.[9] Σα να θέτει το ερώτημα, αν ήμουνα στη θέση του Ερωτόκριτου, πώς θα ένιωθα;
Και έτσι, δημιουργεί τον ήρωα Ερωτόκριτο σα να είναι ο ίδιος ο μουσουργός.
Η δυναμική έναρξη της επικής όπερας με το άκουσμα της κρητικής λύρας προϊδεάζει τον ακροατή για την εξέλιξη του έργου. Δίνεται η εντύπωση ότι το παλικάρι της εικόνας ζωντανεύει και ιππεύει το άλογό του με θάρρος έτοιμο να πολεμήσει για την αγάπη του. Η επιβλητική φωνή του ηθοποιού που υποδύεται τον Ερωτόκριτο επιβεβαιώνει το θάρρος και την παλικαριά του ήρωα.

Η μουσική αποτελεί αρχικά έκφραση συναισθημάτων και ιδεών, όμως μελετώντας τη μουσική δημιουργία στα βάθη των αιώνων θα παρατηρούσε κανείς ότι πάντα υπάρχει στους συνθέτες έντονη η επιθυμία να «αναπαραστήσουν» εικόνες μέσω της μουσικής, πράγμα που αποτελεί παραδοσιακά πεδίο των εικαστικών τεχνών. Η γέννηση αισθημάτων αγάπης, η αναζήτηση της λύτρωσης και ο αγώνας για τον αγνό έρωτα που προσδοκά να μεταδώσει ο Μαμαγκάκης στους Έλληνες, είναι αυτά που αναζητά ο κάθε άνθρωπος τον οποίο τον κατευθύνει να δράσει πνευματικά και να γευτεί ωραίες ή τραγικές στιγμές της ζωής παρακολουθώντας την όπερά του.



Ανακοίνωση στο International Conference in Athens, “Musicology and Music in Cultural Context” στις 20-21 Φεβρουαρίου 2025)