Δ΄
Συνέχεια από Χάρτης#83
___________
Επιπρόσθετα στοιχεία για την υπόθεση ότι ο Αθανάσιος Ψαλίδας είναι ο πιθανός συγγραφέας της «Αληθούς Ηστορίας/Ανώνυμου του 1789»: οι εξωκειμενικές σχέσεις με τον Ανδρέα Λασκαράτο και οι διακειμενικές σχέσεις με τον «Πνίχτη»
1. «Αληθής Ηστορία/Ανώνυμος του 1789» και «Ο Πνίχτης»: ιστορικά και γραμματολογικά στοιχεία
α. Η σχέση του Αθανάσιου Ψαλίδα και του Ανδρέα Λασκαράτου
Η Κουρμαντζή-Παναγιωτάκου είναι η πρώτη ερευνήτρια που αποδίδει τη συγγραφή της «Αληθούς Ηστορίας» στον Αθανάσιο Ψαλίδα.[1]
Οι ενδεχόμενες επιδράσεις που άσκησε η «Αληθής Ηστορία» στον «Πνίχτη» του Ανδρέα Λασκαράτου (1811- 1901), οι οποίες θα παρουσιαστούν στη συνέχεια, αποδεικνύουν και επιβεβαιώνουν ότι ο Ψαλίδας είναι ο συγγραφέας του ανώνυμου έργου με δεδομένα: α) τη σχέση του Ψαλίδα και του Λασκαράτου με την πιθανή και επακόλουθη απόκτηση και ανάγνωση της «Αληθούς Ηστορίας» από τον Λασκαράτο (εξωκειμενικές σχέσεις/εξωκειμενικά αποδεικτικά στοιχεία), και β) των διακειμενικών σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ της «Αληθούς Ηστορίας» και του «Πνίχτη» (ενδοκειμενικές σχέσεις/ενδοκειμενικά αποδεικτικά στοιχεία).
Ο Λασκαράτος είναι πολύ πιθανό να διάβασε την «Αληθή Ηστορία» χάρη στον Vicentio Nannuzi ή «Ναννούτση», όπως τον αποκαλεί ο Λασκαράτος στην αυτοβιογραφία του.[2] Ο Nannuzi ήταν Ιταλός λόγιος, που είχε καταφύγει στα Επτάνησα εξαιτίας της υποταγής της Τοσκάνης στην Αυστρία.[3] Ο Nannuzi έκανε ιδιαίτερα μαθήματα και είχε διδάξει σε δημόσια και ιδιωτικά σχολεία στην Κέρκυρα, τη Λευκάδα, την Ιθάκη και την Κεφαλλονιά, ενώ παράλληλα έγραφε και λογοτεχνικά έργα.[4] Ο Λασκαράτος συνδέεται με τον Nannuzi και τον Ψαλίδα ως εξής: α) ο Nannuzi φιλοξενήθηκε στην Κέρκυρα στο σπίτι του Δημήτριου Κοργιαλένιου, μετέπειτα πεθερού του Λασκαράτου, β) ο Nannuzi υπήρξε φίλος του Ψαλίδα, μάλιστα διαδέχθηκε τον Ψαλίδα στη διεύθυνση του Σχολείου στη Λευκάδα μετά τον θάνατο του Ψαλίδα το 1829 και γ) ο Nannuzi υπήρξε δάσκαλος του Λασκαράτου, όταν ο Λασκαράτος πήγε το 1828 στην Κέρκυρα ως προστατευόμενος του θείου του Κόντε Δημητρίου Δελλαδέτσιμα.[5]
Επομένως υπάρχουν πολλές πιθανότητες ο Nannuzi ως φίλος του Ψαλίδα, να είχε στην κατοχή του ένα αντίτυπο της «Αληθούς Ηστορίας», που του το είχε δώσει ο ίδιος ο Ψαλίδας, και το οποίο στη συνέχεια ο Nannuzi έδωσε να διαβάσει ο μαθητής του Λασκαράτος. Άλλωστε ο Λασκαράτος στην αυτοβιογραφία του εξομολογείται, ότι ο Nannuzi τού δίδαξε «στη σάτυρα παραγγέλματα», και είναι γνωστό ότι ο Nannuzi έμαθε στον Λασκαράτο «τα μυστικά της ιταλικής σάτιρας» και γενικότερα ανέπτυξε μαζί του μια «λογοτεχνική μαθητεία» ιταλικών και ελληνικών έργων.[6]
Οπότε, αυτές οι οδηγίες και αυτή η «λογοτεχνική μαθητεία» θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν και την ανάγνωση άλλων ελληνικών σατιρικών κειμένων, όπως είναι η σατιρική «Αληθής Ηστορία».

β. Γραμματολογικά στοιχεία
Ο Ανδρέας Λασκαράτος κατά πάσα πιθανότητα επηρεάζεται στον «Πνίχτη» από την «Αληθή Ηστορία», την οποία μιμείται δημιουργικά. Η «Αληθής Ηστορία» αποτελεί ίσως μια πηγή έμπνευσης από την οποία ο Λασκαράτος ενδέχεται να άντλησε βασικά μοτίβα της πλοκής και της υπόθεσης, και τα ενσωμάτωσε, αναπτύσσοντάς τα, στο πλαίσιο της δικής του σάτιρας, για να ασκήσει κοινωνική κριτική και να προκαλέσει τον προβληματισμό μέσω του γέλιου.
Η «Αληθής Ηστορία» παραδίδεται ανώνυμη, αχρονολόγητη, ακέφαλη και κολοβή, σαν σπάραγμα ή ημιτελές μυθιστόρημα και χαρακτηρίζεται κρυπτική και αινιγματική.[7]
Αρχικά απαρτιζόταν από δύο μέρη: το πρώτο τιτλοφορείται «Αληθής Ηστορία» και το δεύτερο, το οποίο δεν διασώζεται, ονομαζόταν «Συλλο<γισμοί>».[8]
Αναφορικά με το δεύτερο μέρος είτε χάθηκε είτε κάποιος το αφαίρεσε.[9]
Ο Δημαράς ανακάλυψε το έργο και το εξέδωσε στο «Επίμετρο» του βιβλίου του Νεοελληνικός Διαφωτισμός, δίνοντάς του τον συμβατικό τίτλο «Ο Ανώνυμος του 1789».[10] Βέβαια ο συγκεκριμένος τίτλος ήταν περιττός, αφού το χειρόγραφο τιτλοφορείται «Αληθής Ηστορία». Το έργο αποτελεί προοδευτικό και ανατρεπτικό παράδειγμα Φαναριωτισμού, ριζοσπαστισμού και λιμπερτινισμού, φιλοσοφικής και προσωπικής σάτιρας, αφού καταδικάζει την ψευτοευλάβεια και τη φιλοχρηματία των ιερέων, ασκώντας ταυτόχρονα άμεση κοινωνική κριτική.[11]
Ο «Πνίχτης» θεωρείται η «πιο εμπνευσμένη σάτιρα του Λασκαράτου», που αναφέρεται στον πνίχτη, δηλαδή στον «αδικητή», ο οποίος φαντάζεται, ότι ανεβαίνει πάνω στα κέρατα του Διαβόλου, βλέπει το καΐκι του Χάροντα, και διακρίνει τους καλούς από τους κακούς.[12] Ο Λασκαράτος στην «Υπόθεση» που έγραψε ο ίδιος, και παρατίθεται πριν την έκδοση του κειμένου, αναφέρει ότι ο «Πνίχτης» δεν βασίζεται ούτε σε ιστορικά στοιχεία, ούτε σε πραγματικό πρόσωπο, αλλά σε «σκόρπιες εντύπωσες» από την κοινωνία, η συσσώρευση των οποίων δημιούργησε το «ιδανικό πρόσωπο» του ήρωα.[13] Αποτελεί ένα ποιητικό έργο σε «σοβαρό και αστείο» ύφος, που γράφτηκε μάλλον το 1839.[14]
Η μελέτη της «Αληθούς Ηστορίας» βασίστηκε στη φωτομηχανική επανέκδοση του Δημαρά, ενώ του «Πνίχτη» στη μεταθανάτια έκδοση των Ποιημάτων.[15]
2. «Αληθής Ηστορία» και «Ο Πνίχτης»: σύνοψη του περιεχομένου
Στην «Αληθή Ηστορία» η τριτοπρόσωπη αφήγηση ξεκινά στην «επαρχία της ανυπάρκτου» στην πόλη «Νούλλα».[16]
Ο μελλοθάνατος «Μπαρών Μουσταφάς αγάς» καλεί τον παπά Παγκράτιο για να του δώσει το «πασαπόρτι» για τον Κάτω Κόσμο και εξομολογείται σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση τη ζωή του.[17]
Σε λίγο ο Μουσταφά πεθαίνει, ακούγεται ένας θόρυβος, σπάνε τα τζάμια και εμφανίζονται μέσα στο σπίτι Άγγελοι και Διάβολοι, οι οποίοι ζυγίζοντας τις πράξεις του νεκρού μαλώνουν για το ποιός θα τον πάρει μαζί του.[18] Ο Μουσταφά διαλέγει τους Διαβόλους και τους ζητάει να επισκεφθούν τους φίλους του.[19] Σε αυτό το σημείο η αφήγηση γίνεται πρωτοπρόσωπη, ο αφηγητής αναφέρει ότι οι Διάβολοι πήραν και τον ίδιο μαζί ως φίλο του Μουσταφά για να καταγράψει τα «συμβάντα», και στη συνέχεια η αφήγηση μετατρέπεται σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο.[20]
Αρχικά τα πρόσωπα του έργου πετάνε κυρίως πάνω από τα Βαλκάνια αναζητώντας τους φίλους του Μουσταφά. Μετά φτάνουν στην Παγδάτ, δηλαδή στη Βαγδάτη, όπου συναντούν τον Τάνταλο, έπειτα πηγαίνουν στη Νανιδαπόγ, δηλαδή στη Μολδαβία, όπου βλέπουν το παράνομο ζευγάρι του παντρεμένου Μελχισεδέκ να συνευρίσκεται ερωτικά με την παντρεμένη Ζωίτζα, και τον σύζυγό της Κορνέλιο να τους ανακαλύπτει.[21]
Κατόπιν επισκέπτονται τον φιλάργυρο Μητραχάναγα/Μητραχανεφέντη, ο οποίος μετράει τα κλεμμένα φλουριά από το τζαμί της Σαλιγκό, και συναντούν το Μεθοδίδιο και το Κυριάκιο, που συζητούν για τα εσώρουχα των κοριτσιών της Συναγωγής.[22]
Στη συνέχεια φτάνουν στο σπίτι του Παπαναστασακίφιλου, που εξομολογείται σε ένα γράμμα τον έρωτά του, ενώ η επόμενη στάση είναι στον Ποστελνικοβενιεροδημιτράκιο, ο οποίος διαβάζει Βολταίρο και στον Δανιηλιερομοναχοθαυμαστάνθρωπο, που μελετάει Ανακρέοντα.[23] Ακόμη επισκέπτονται τον λόγιο Θωμά Κάρα και τον Γεωργάκη τον γραμματικό.[24] Επιπλέον συναντούν μια πανάσχημη γυναίκα σε μια τοποθεσία που αναδίδει δυσωδία, και αργότερα φτάνοντας στον Κοπόν του Ιασίου,[25]
αντικρίζουν την πανέμορφη Ρωξάνδρα, την οποία ο αφηγητής ερωτεύεται.[26]
Η περιπλάνηση ολοκληρώνεται όταν η παρέα επιστρέφει στη Νούλλα για να αφήσει τον αφηγητή, και οι Διάβολοι με τον Μουσταφά πηγαίνουν στον Κάτω Κόσμο.[27] Τότε ο αφηγητής γράφει ότι ξυπνάει από το όνειρο, ενώ καταγράφονται και ορισμένες μαθηματικές πράξεις.[28]
Ο «Πνίχτης» του Λασκαράτου είναι γραμμένος σε τριτοπρόσωπη αφήγηση. Κάθε στροφή αποτελείται από έξι στίχους με πλεχτή ομοιοκαταληξία στους πρώτους τέσσερις στίχους και με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία στον πέμπτο και έκτο στίχο. Το ποιητικό υποκείμενο ανεβαίνει πάνω στα κέρατα του Διαβόλου, παρατηρεί όσους επιβιβάζονται στο καΐκι του Χάρου και παρατηρεί ότι περιμένουν την άφιξη του μισάνθρωπου και κακού Πνίχτη.[29] Στο σπίτι του Πνίχτη ακούγεται θόρυβος και το σπίτι κουνιέται σαν να γίνεται σεισμός, εμφανίζονται οι Άγγελοι, ο μελλοθάνατος Πνίχτης αγχώνεται και φοβάται, επειδή οι κακές πράξεις που έχει διαπράξει τον βασανίζουν και εξαιτίας αυτών ο Άγγελος αποχωρεί.[30]
Γύρω από τον μελλοθάνατο Πνίχτη έχουν συγκεντρωθεί διάφοροι νεκροί, που τους έχει αδικήσει ή τους έχει κλέψει ή τους χρωστάει χρήματα, και τον μουτζώνουν ή τον δέρνουν.[31]
Με αφορμή τον Πνίχτη ο αφηγητής αναφέρεται στον μελλοθάνατο Ξάνθο, ο οποίος αρρώστησε εξαιτίας κάποιου σεξουαλικώς μεταδιδόμενου αφροδίσιου νοσήματος («πιασμένος στ’ αφροδίσιο δίχτυ»), κάλεσε έναν παπά για να εξομολογηθεί, αλλά σε λίγο πέθανε, και ενώ εμφανίζεται μετανιωμένος για τα λάθη του, λέει ότι δεν φταίει ο ίδιος αλλά οι γυναίκες που τον έβαζαν σε πειρασμό.[32] Έπειτα, εμφανίζεται ανάμεσα στους νεκρούς μια πανέμορφη γυναίκα, όμως όταν μαθαίνει ότι τη λένε Μαρκόλφη, απομακρύνεται από κοντά της.[33]
Στη συνέχεια το ποιητικό υποκείμενο ζητάει από τον Διάβολο να το μεταφέρει στην Κόλαση, ο Διάβολος σφυρίζει, εμφανίζεται χαλάζι και σεισμός και προβάλει ένα ιπτάμενο καράβι, το «Μέγα- Κοσμοράμμα», μέσα στο οποίο υπάρχουν διάφορες σπηλιές και βρίσκονται οι αιώνια και μεταθανάτια τιμωρημένοι.[34] Τότε έρχεται ο Χάρος με ένα νεκρό μωρό στην αγκαλιά, το οποίο η Εκκλησία θεωρούσε αφορισμένο, επειδή δεν πρόλαβε να βαφτιστεί, ο Διάβολος χάρηκε που θα το πάρει ο ίδιος, αλλά τελικά η ψυχή του μωρού πέταξε στην αγκαλιά του Αγγέλου στον Παράδεισο, και ο Διάβολος εκνευρίστηκε με αυτήν την εξέλιξη.[35]
Στη συνέχεια τα πρόσωπα του έργου αντικρίζουν τον Πνίχτη, που ο Διάβολος τον βασανίζει με διάφορες σωματικές τιμωρίες.[36] Το ποίημα ολοκληρώνεται όταν το ποιητικό υποκείμενο βλέποντας τον Πνίχτη να βασανίζεται στον Κάτω Κόσμο, επιστρέφει στους ζωντανούς.[37]
3. Διακειμενικές σχέσεις μεταξύ της «Αληθούς Ηστορίας» και του «Πνίχτη»
α. Ο παρατηρητής αφηγητής των νεκρών πρωταγωνιστών
Και στα δύο έργα ο αφηγητής είναι ζωντανός και περιγράφει ιστορίες μεταξύ νεκρών, τις οποίες έζησε ως αυτόπτης μάρτυρας. Ειδικότερα, στην «Αληθή Ηστορία» ο αφηγητής αναφέρει ότι ο Μουσταφά και οι Διάβολοι τον πήραν μαζί τους για να γράψει «τα Συμβάντα», δηλαδή τις περιπλανήσεις του νεκρού Μουσταφά και των Διαβόλων.[38] Στον «Πνίχτη» το ποιητικό υποκείμενο λέει ότι θα γράψει για τον νεκρό Πνίχτη και για τον τρόπο που ο Διάβολος πήρε την ψυχή του.[39] Όμως στη συνέχεια, με αφορμή τον νεκρό Πνίχτη, το ποιητικό υποκείμενο παρουσιάζει και ιστορίες άλλων νεκρών, όπως του Ξάνθου, του μωρού και της Μαρκόλφης.
β. Η παρουσία του Διαβόλου
Και στα δύο έργα ο Διάβολος και οι Δαίμονες έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, αφού είναι παρόντες σε όλη τη διάρκεια της υπόθεσης. Στην «Αληθή Ηστορία» οι Διάβολοι εμφανίζονται τη στιγμή του θανάτου του Μουσταφά, όταν μαλώνουν με τους Αγγέλους για το ποιος θα τον κερδίσει, και μετά όχι μόνο περιπλανιούνται με τον Μουσταφά και τον αφηγητή αναζητώντας τους φίλους του Μουσταφά, αλλά συνομιλούν με τους ήρωες, μεταξύ τους και με τα άλλα δαιμόνια πνεύματα.[40] Στον «Πνίχτη» ο αφηγητής ανεβαίνει πάνω στα κέρατα του Διαβόλου και μαζί περιπλανιούνται στον Άδη και στην Κόλαση, αναζητώντας τον Πνίχτη, αλλά παράλληλα παρακολουθώντας και τους άλλους νεκρούς.
γ. Η πτήση με τον Διάβολο
Μολονότι στον «Πνίχτη» δεν αναφέρεται πουθενά ξεκάθαρα και άμεσα, ότι το ποιητικό υποκείμενο πετάει μαζί με τον Διάβολο, η πτήση εικάζεται από τη στιγμή που στην αρχή του ποιήματος το ποιητικό υποκείμενο αναφέρει ότι ανεβαίνει στα κέρατα του Διαβόλου για να βλέπει καλύτερα τον Άδη, και μετά ο Διάβολος περιπλανιέται μαζί του στην Κόλαση δείχνοντάς του τον Πνίχτη, τους άλλους νεκρούς και τα μέρη της Κόλασης. Αντίστοιχα στην «Αληθή Ηστορία» ο αφηγητής γράφει χαρακτηριστικά ότι οι Διάβολοι μαζί με τον ίδιο, «πέρνωντές τον [Μουσταφά] να απαιτούν άρχισαν», δηλαδή πετούσαν σε περιοχές του Πάνω Κόσμου.[41]
Φυσικά, κοινό πρότυπο και των δύο νεοελληνικών έργων είναι πιθανότατα το μυθιστόρημα του Λεσάζ Ο Κουτσός διάβολος (Alain-René Lesage, Le Diable boiteux, 1707), όπου παρουσιάζονται η ιπτάμενη περιπλάνηση των ηρώων και οι φανταστικές περιπέτειές τους με τη συνοδεία ενός διαβόλου.
δ. Οι νεκροί ήρωες
Στην «Αληθή Ηστορία» ο πρωταγωνιστής Μουσταφά είναι νεκρός, το ίδιο συμβαίνει και στον «Πνίχτη», όπου όλοι οι ήρωες του έργου είναι νεκροί και βρίσκονται στον Άδη ή στην Κόλαση.
ε. Οι θόρυβοι τη στιγμή του θανάτου
Και στα δύο έργα η στιγμή του θανάτου ή η μετάβαση στην Κόλαση συνδέεται με θόρυβο και με σεισμό. Στην «Αληθή Ηστορία», όταν ο Μουσταφά πεθαίνει και εμφανίζονται στο σπίτι του οι Άγγελοι και οι Διάβολοι, «ευθὺς ένας κρότος ακολουθεί, τα Γιαλία των παραθύρων συντρίβονται [...] το σπήτι τρέμει».[42] Αντίστοιχα και στον «Πνίχτη» την ώρα του θανάτου του, ο Πνίχτης «ακούει βόγγους, κ’ έχτυπους, και γέλοια […] και το σπήτι να σειέται όχ τα θεμέλια […] σκιούντ’ οι Ουρανοί».[43]
στ. Η εμφάνιση και η αποχώρηση του Αγγέλου εξαιτίας της επιλογής του Διαβόλου
Και στα δύο έργα οι Άγγελοι εμφανίζονται τη στιγμή που ο ήρωας πεθαίνει, όμως φεύγουν όταν διαπιστώνουν τον ανήθικο χαρακτήρα και τις κακές πράξεις των νεκρών. Επίσης και στις δύο περιπτώσεις οι ήρωες διώχνουν τους Αγγέλους, επειδή προτιμούν τους Διαβόλους και την Κόλαση για ευνόητους λόγους. Ειδικότερα στην «Αληθή Ηστορία» οι Άγγελοι εμφανίζονται, όταν πεθαίνει ο Μουσταφά, εξετάζουν τη διαγωγή του νεκρού ζυγίζοντας τις πράξεις του, μαλώνουν, βρίζονται και χτυπιούνται με τους Διαβόλους και τελικά φεύγουν, όταν ο Μουσταφά τους διώχνει, λέγοντας: «Κουμπάροι κυρ αγγέλοι δείξετε μοι ταις πλάταις σας, εγὼ υπάγω με τους κυρ θείους μου διαβόλους, και εν τω άμα οι άγγελοι αφανείς έγιναν».[44]
Αντίστοιχα στο έργο του Λασκαράτου τη στιγμή που πέθανε ο Πνίχτης, ο Άγγελος εμφανίζεται μπροστά του, παρακαλεί τον Θεό για συγχώρεση και σωτηρία της ψυχής του νεκρού, όμως η ψυχή του Πνίχτη είναι κολασμένη και δεν μπορεί να συγχωρεθεί.[45] Μάλλον και ο Πνίχτης όπως και ο Μουσταφά επιλέγει τον Διάβολο, γι’ αυτό και ο Άγγελος φεύγει θυμωμένος, αφού το ποιητικό υποκείμενο αναφέρει ότι «Μέσ’ στην καρδιὰ του κολασμένου Πνίχτη [...] ξάναρχα ο λοησμόςτου τότε ρίχτει/ σε δολερὰ σατανικὰ ζιζάνια [...] Του Αγγέλουτου το πρόσωπο σκεπάζει/ τότες άγιος θυμός [...] προς τον αιώνιον τα φτερὰ τεινάζει/ αλλοίμονον αχάριστη ανθρωπότη/ πώς τολμάς να πικρένης τη Θεότη!/ τα έσπλαχνα δώρα ενὸς Θεού ευεργέτη/ στα πόδια του πετάς έτσι με μιάς;! [...] στου Αγγέλου τη φυγή το δρόμο ανοίγει».[46]
ζ. Η εξομολόγηση του αμαρτωλού μελλοθάνατου στον παπά
Και στα δύο έργα οι μελλοθάνατοι αμαρτωλοί καλούν παπάδες για να εξομολογηθούν λίγο πριν πεθάνουν. Στην «Αληθή Ηστορία» ο Μουσταφά καλεί τον παπά Παγκράτιο «δια να λάβη ένα πασαπόρτι δια τα εκείθεν» και ο Παγκράτιος όταν φτάνει, κρεμάει την αγιαστήρα του στο λαιμό, προτρέπει τον μελλοθάνατο να εξομολογηθεί ζητώντας του χρήματα, και μετά αφού πληρώθηκε, του διαβάζει ευχές και ευλογίες «μουτζόνωντάς τον τριοδακτυλώς».[47] Σκοπός του Μουσταφά, που καλεί τον παπά για εξομολόγηση, είναι να μετατεθεί η ώρα του θανάτου του και να ζήσει παραπάνω.[48] Τελικά όμως, μόλις ολοκληρώνει την εξομολόγηση και πληρώνει τον Παγκράτιο, κατευθείαν πεθαίνει. Αντίστοιχα στον «Πνίχτη» ο μελλοθάνατος Ξάνθος καλεί τον πνευματικό, ο παπάς τον ευλογεί, του διαβάζει ευχές, φοράει το πετραχήλι και τον σταυρώνει με δύο δάχτυλα.[49] Ο Ξάνθος στοχεύει στη μετάνοια και τη διόρθωση της ψυχής του, αλλά δεν τα πετυχαίνει και παραμένει αμετανόητος.[50]
η. Η απελευθέρωση της ψυχής από τον πρωκτό
Και στα δύο έργα οι μελλοθάνατοι ήρωες όταν πεθαίνουν, η ψυχή τους απελευθερώνεται όχι μέσα από το στόμα, όπως είναι το αναμενόμενο, αλλά από τον πρωκτό. Η συγκεκριμένη γκροτέσκα αναφορά σημαίνει, ότι αφού η ψυχή απελευθερώνεται από τον πρωκτό, τότε παραδίδεται στον Διάβολο.[51] Στην «Αληθή Ηστορία» ο Μουσταφά «τον επαράκαλεσε να αναβάλη τον καιρὸν έως εις την ώραν του θανάτου του, με το να εδύνατο εισέτι να ζήση μερικὰς ώρας, και δυνατὸν να υπάγη εκεί οπού και ο βασιλεὺς πεζὸς να υπάγη βιάζεται, και ημπορούσε να απετάξη από την κάτω τρύπαν […] και ευθὺς ο [...] Μουσταφάς [...] τέθνηκεν», δηλαδή πέθανε κατά την αφόδευση.[52] Η φράση «να υπάγη εκεί οπού και ο βασιλεὺς πεζὸς να υπάγη βιάζεται» παραπέμπει στη γαλλική παροιμία là où le roi va seul («εκεί όπου ο βασιλιάς πηγαίνει μόνος»), η οποία συνδέεται με την αντίστοιχη ελληνική παροιμία «εκεί όπου και ο βασιλιάς πηγαίνει μόνος του», δηλαδή στην τουαλέτα. Στον «Πνίχτη» ο Ξάνθος στην ώρα του θανάτου «η κοιλιά <του> φουσκώνει,/ κ’ εγύρισε κ’ εδάγκασε το στρώμα,/ κ’ έρριξε μία!... μα μία! ... ο λιγερόςμου,/ σα νάφηνε μ’ εδαύτη ’γεια του Κόσμου./ Ξαφνιάζεται ο παπάς [...] κ’ ενώ το πνεύμα εκείνο επιτιμίζει,/ σφίγγει το άναδεμα όξου οχ το ’σωβράκι», δηλαδή πεθαίνει την ώρα που αερίζεται.[53]
θ. Τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα αφροδίσια νοσήματα
Και στα δύο κείμενα οι ήρωες πάσχουν από σεξουαλικώς μεταδιδόμενες ασθένειες και αφροδίσια νοσήματα. Στην «Αληθή Ηστορία» ο Μουσταφά είναι «περίφημος εις την πουτομετρίαν» και «προφέσορ της Μαλιφράνιζας, γονορέας, σκολομαντίου».[54] Ο Μαυρέλος διαφωνεί ότι η λέξη πουτομετρία
σημαίνει τη «δοκιμή πολλών γυναικών με σκοπό την εκτίμηση του εύρους ή του βάθους του οργάνου της καθεμιάς (αιδιομετρία)», υποστηρίζοντας ότι η λέξη δεν σημαίνει «πόρνη», αλλά αποτελεί διαλεκτικό τύπο της λέξης αιδοίο (πούτκα, πουτί, πυττί, πούττος).[55]
Πράγματι, εδώ ο αφηγητής αναφέρεται στο αιδοίο και όχι στις πόρνες. Ο Μαυρέλος συνεχίζει προσθέτοντας ότι, ο συγγραφέας με αυτήν την αναφορά σατιρίζει αναμφισβήτητα το εκπαιδευτικό σύστημα υιοθετώντας μια «επιθετική λιβελλογραφική στάση», αφού παρομοιάζει την εκπαιδευτική κατάσταση με πορνείο, κάνοντας λόγο για τις πόρνες, την Πούλλα (που σημαίνει «πέος»), για τις σπουδές του Μουσταφά στην ακαδημία του Ποδοροσίου, στην ιδιότητα και στα αντικείμενα των σπουδών του, που αφορούν αφροδίσια νοσήματα.[56]
Όμως, κατά πάσα πιθανότητα εδώ ο αφηγητής δεν σατιρίζει το εκπαιδευτικό σύστημα. Αντίθετα σατιρίζει και με ειρωνικό τρόπο υπαινίσσεται, ότι ο Μουσταφά αντί να σπουδάσει στην ακαδημία του Ποδοροσίου, όπως τον έστειλαν οι γονείς του να κάνει, επισκεπτόταν τις πόρνες στα πορνεία της περιοχής του Ποδοροσίου, από όπου και κόλλησε τα διάφορα αφροδίσια νοσήματα. Επομένως αποτελεί προσωπική σάτιρα.
Αντίστοιχα και στον «Πνίχτη» ο Ξάνθος πέθανε «πιασμένος στ’ αφροδίσιο δίχτυ» επειδή «επίστευε τυφλὰ του γυναικώνε/μα στο τέλος μιανὴς τέτοιας δουλειάς/ τὸν εκακομοιριάσαν’ το φτωχόνε,/ και η τρέλεςτου τον είχαν’ στο κρεββάτι/ όντις άκουσε του Άδη τον περάτη».[57] Στη συνέχεια ο Ξάνθος εξομολογείται: «Αγάπαα μία πονόμιζα κοπέλα [...] μα δεν έπρεπε εκείνη η κολασμένη/ να μου το πή πώς .......!».[58] Στον «Πνίχτη» δεν γίνεται πουθενά άμεση αναφορά στα αφροδίσια νοσήματα, ωστόσο αφενός με το «αφροδίσιο δίχτυ», που αποτέλεσε και την αιτία θανάτου του Ξάνθου, μάλλον ο Λασκαράτος υπαινίσσεται με αυτή τη μεταφορά την ονομασία των αφροδίσιων νοσημάτων και αφετέρου, όταν ο Ξάνθος χαρακτηρίζει αμαρτωλή την κοπέλα και την κατηγορεί ότι δεν του είπε «πως….», αυτό ίσως σημαίνει ότι συνευρέθηκε σεξουαλικά μαζί της, η ίδια δεν τον ενημέρωσε ότι ήταν άρρωστη, και κόλλησε κάποιο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα μέσω αυτής από τους άλλους συντρόφους της.
ι. Η περιγραφή της πανέμορφης γυναίκας
Και στα δύο έργα υπάρχει η περιγραφή μιας πανέμορφης γυναίκας με παραπλήσιο τρόπο, αφού οι αφηγητές δεν μπορούν να περιγράψουν με λόγια την ομορφιά που αντικρίζουν. Στην «Αληθή Ηστορία» η πανέμορφη γυναίκα είναι η Ρωξάνδρα από την Κωνσταντινούπολη.[59] Ο αφηγητής την περιγράφει ως τέταρτη Χάρη, ως γυναίκα με θεϊκό περπάτημα και ανάστημα, με χάρες και κάλλη.[60] Επίσης αναφέρει ότι δεν μπορεί να αποτυπώσει την ομορφιά της με λόγια, επειδή η περιγραφή της θα είναι πολύ κατώτερη του πρωτότυπου, ότι για να τη φανταστεί κάποιος πρέπει να σκεφτεί όλες τις χάρες ενωμένες μαζί, αλλά και πάλι η εικόνα αυτή δεν θα αποτυπώσει την ομορφιά της.[61]
Αντίστοιχα και το ποιητικό υποκείμενο στον «Πνίχτη» αναφέρει ότι αντικρίζει μια γυναίκα που την περιγράφει ως «λαμπρό φάσμα», το πλέον αγαπητό και όμορφο πλάσμα.[62] Επιπλέον, όπως στην περίπτωση της «Αληθούς Ηστορίας», το ποιητικό υποκείμενο δεν μπορεί να περιγράψει την ομορφιά της, αφού την αναπαράσταση του κάλλους της θα την αδικούσαν ακόμη και εκατό ζωγράφοι.[63]
Η πανέμορφη γυναίκα του «Πνίχτη» ονομάζεται Μαρκόλφη και το ποιητικό υποκείμενο μαθαίνει ότι αυτή ξεφάντωνε, έκανε ό, τι ήθελε, είχε πολλούς φίλους και κορόιδευε τους άνδρες.[64] Μάλιστα όταν το ποιητικό υποκείμενο μαθαίνει το όνομά της, απομακρύνεται από κοντά της.[65] Εδώ το όνομα της πανέμορφης γυναίκας δεν παραπέμπει στη σύζυγο του Μπερτόλδου, από το ομώνυμο έργο, δηλαδή τη Μαρκόλφα, η οποία σε αντίθεση με τη Μαρκόλφη ήταν πανάσχημη, σοφή, αστεία, και πιστή στον άνδρα της Μπερτόλδο.[66] Ο Λασκαράτος μπορεί να υπαινίσσεται τη σημασία της αρχικής, μεσαιωνικής μορφής του ονόματος του Μπερτόλδου, τον «Μαρκόλφο», που είχε συνδεθεί με την πανουργία, και επομένως να υπονοεί ότι η Μαρκόλφη είναι μια πανούργα γυναίκα.
ια. Ο έρωτας του αφηγητή και του ποιητικού υποκειμένου για την πανέμορφη γυναίκα
Και στα δύο έργα ο αφηγητής και το ποιητικό υποκείμενο ερωτεύονται κεραυνοβόλα με την πρώτη ματιά τις πανέμορφες γυναίκες. Στην «Αληθή Ηστορία» ο αφηγητής αντικρίζοντας την Ρωξάνδρα νιώθει μια σύγχυση και μια αλλαγή στην καρδιά και στις αισθήσεις του, ενθουσιάζεται, χάνει το μυαλό του, εξουσιάζεται, ξεχνάει όλες τις προηγούμενες ιδέες του, μέσα του δημιουργούνται νέες αισθήσεις, νιώθει ότι πληγώνεται από τα «φαρμακερά βέλη των θελγητρώντης» και ότι η καρδιά του σκλαβώνεται.[67] Στον «Πνίχτη» ο αφηγητής εξομολογείται πως μόλις την είδε την ερωτεύτηκε, επειδή ταυτόχρονα εμφανίστηκε μπροστά του ο θεός Έρωτας.[68]
ιβ. Η επιστροφή του αφηγητή και του ποιητικού υποκειμένου στους ζωντανούς
Και τα δύο έργα ολοκληρώνονται με τον ίδιο τρόπο, αφού ο αφηγητής και το ποιητικό υποκείμενο επιστρέφουν στον κόσμο των ζωντανών. Στην περίπτωση της «Αληθούς Ηστορίας» αρχικά οι Διάβολοι, μόλις ολοκληρώθηκε η επίσκεψη σε όλους τους φίλους του Μουσταφά, επιστρέφουν τον αφηγητή στη Νούλλα και μετά ο αφηγητής αναφέρει ότι ξύπνησε, και ότι όλα όσα είδε ήταν τελικά ένα όνειρο.[69] Στον «Πνίχτη» το ποιητικό υποκείμενο λέει ότι μόλις είδε τον Πνίχτη στην Κόλαση, έφυγε και επέστρεψε στον κόσμο των ζωντανών, γιατί είναι «βαρεμένος/ σαν εκείνους που αφού συλλυπηθούνε,/ τρέχουνε καψιομένοι να ‘γδυθούνε».[70]
ιγ. Η αλληγορία, η σάτιρα, οι συμβολισμοί του έργου και ο ανώνυμος πρωταγωνιστής
Τέλος ακόμη μια ομοιότητα μεταξύ των δύο έργων είναι το γεγονός ότι και τα δύο χρησιμοποιούν έναν ανώνυμο ή ψευδώνυμο πρωταγωνιστή, είτε επειδή ο συγγραφέας θέλει να αποκρύψει την πραγματική ταυτότητα του προσώπου, όπως συμβαίνει στην «Αληθή Ηστορία», είτε επειδή ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τον ήρωα ως χαρακτηριστικό παράδειγμα και εκπρόσωπο πολλών άλλων ανθρώπων, όπως συμβαίνει στον «Πνίχτη».
Επίσης, και τα δύο έργα οι συγγραφείς τα έγραψαν με σκοπό τη σάτιρα και την άσκηση κοινωνικής κριτικής, και επιθυμούσαν όχι μόνο να προκαλέσουν το γέλιο, αλλά να καλλιεργήσουν την κριτική σκέψη και τον προβληματισμό των αναγνωστών, και να θίξουν κοινωνικά ζητήματα της σύγχρονής τους καθημερινότητας, όπως η φιλαργυρία, οι κλοπές, οι αδικίες κ.τλ.
Επιπλέον και τα δύο έργα χρησιμοποιούν τους νεκρούς ως σύμβολα αφενός της ματαιότητας της ζωής και αφετέρου της εστίασης στη μεταθανάτια αιώνια τιμωρία των κακών και μοχθηρών ανθρώπων. Γενικά και τα δύο έργα χρησιμοποιούν ως μέσο τη φαντασία και δημιουργούν αλληγορικές ιστορίες, προκειμένου να μιλήσουν για θέματα ρεαλιστικά, καθημερινά αλλά και δυσάρεστα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Ανεμούδη-Αρζόγλου, Κ. (1981) «Δύο μεταφράσεις του Ανδρέα Λασκαράτου στο κερκυραϊκό Almanacco per l'anno 1831», Ο Ερανιστής, 17, 146- 161.
[Croce, G. C.] (1842) Βίος του Μπερτολδίνου υιού του Πανούργου Μπερτολδίνου, και αι γελοιόταται αυτού απλότητες. Άμα δε και αι οξείαι, και φρόνιμο. Γνώμαι της Μαρκόλφας. Βιβλιάριον χαριέστατον νυν τέταρτον τύποις εκδοθέν και δι' ωραίων εικόνων στολισθέν. Βενετία: Νικόλαος Γλυκής.
Δημαράς, Κ. Θ. (1969) «Ο Ανώνυμος του 1789 (πρόδρομη ανακοίνωση)», Ο Ερανιστής, Ζ΄ (37), 27– 30.
Δημαράς, Κ. Θ. (1989) Νεοελληνικός Διαφωτισμός, 5η
έκδ. Ερμής.
Ζερβός, Ι. (1970) Ανδρέας Λασκαράτος. Αθήνα: Παρνασσός.
Κεχαγιόγλου, Γ. (1999) «Γρηγόριος Κωνσταντάς (;)» στο Βαγενάς, Ν., Δάλλας, Γ., Στεργιόπουλος, Κ. & Μουλλάς, Π. (επιμ.) Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ώς τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Τόμος Β΄, 2. 15ος αιώνας- 1830. Αθήνα: Σοκόλης, 46-57.
Κεχαγιόγλου, Γ. (2001) Πεζογραφική Ανθολογία. Αφηγηματικός Γραπτός Νεοελληνικός Λόγος. Βιβλίο Δεύτερο. Από τη Γαλλική Επανάσταση ώς τη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης/ Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].
Κουρμαντζή-Παναγιωτάκου, Ε. (1991) Η πνευματική κίνηση στα Γιάννινα από τα τέλη του 18ου
αιώνα έως τις πρώτες δεκαετίες του 19ου. Γιάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Κουρμαντζή-Παναγιωτάκου, Ε. (2007) Η Νεοελληνική αναγέννηση στα Γιάννενα. Από τον πάροικο έμπορο στον Αθ. Ψαλίδα και τον Ιω. Βηλαρά (17ος- αρχές 19ου
αιώνα). Gutenberg.
Λασκαράτος, Α. (1905) Στιχουργήματα διάφορα. Έκδοσις β΄. Πάτρα: [χ.ε.].
Λασκαράτος, Α. (1915) Ποιήματα. Φέξης.
Μαυρέλος, Ν. (2016) «Η επαρχία της ανυπάρκτου». Είδη, διακείμενα, γλώσσα και νεοτερική ιδεολογία στην Αληθή Ιστορία («Ανώνυμος του 1789»). Σοκόλης.
Μαυρέλος, Ν. (2021) «Η «ευωδία της αδικίας»: η κοινωνική πλευρά των επαναστατικών τάσεων στον λεγόμενο «Ανώνυμο του 1789»», Χάρτης, 33. Ανακτήθηκε 26/2/2023, από εδώ.
Πολίτης, Α. (2008) «Ματθαίος, Επίσκοπος Μυρέων ο Γ΄. Οπαδοί και αντίπαλοι του Διαφωτισμού στην Πάτμο και στης ηγεμονίες στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα», Μνήμων, 29, 43-62.
Ταμπάκη, Α. (2006) «Νεοελληνικός Διαφωτισμός: ο διάλογος με τη δυτική παιδεία», Δίκη, 6, 751-766.
Tonnet, H. (2001) Ιστορία του ελληνικού μυθιστορήματος.Πατάκης.