Ο Κωστής Παλαμάς και η ποιητική της «γραμμένης φλόγας»

Εγώ ήμουν η μεγάλη / του πάθους τρικυμιά

______________
[ Από το ποίημα «Όσο περνάν τα χρόνια μου», Η πολιτεία και η μοναξιά, 1912]

Ο Κ. Παλαμάς και η Α. Ρέσσου



«[…] μια φλόγα σα γραμμένη να’ναι αιώνια [...]»
«Και στοχαστής παρθενικός της ομορφιάς σου
στο φτωχικό ντιβάνι που το κάνεις θρόνο,
με τη φωτιά της φαντασίας μου θα πυρώνω,
άυ
λο φιλί τα γόνατά σου!»

_____________________
Από το [αδημοσίευτο] ποίημα «Στο φτωχικό ντιβάνι», Αρχείο Ρέσσου (17.3.1925)
ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ



«Ο Ποιητής όσον βαθύτερον αισθάνεται, τόσον βαθύτερον σκέπτεται, και όσον σκέπτεται, τόσον αισθάνεται [...] Έκτισε το παλάτι του επάνω εις τα σύνορα του νοητού και του αισθητού κόσμου» (Κωστής Παλαμάς, Η Ποιητική μου, 29). Η θέση του συν-αισθήματος, η «στοχαστική συγκίνηση» κατά τον ποιητή Κωστή Παλαμά είναι θεμελιώδης στην ποιητική διαδικασία και τη δημιουργική διεργασία, ουσιαστικά ταυτίζεται με αυτήν. Μάλιστα το «Πάθος», στην πιο αγνή του μορφή, πριν αγγιχτεί από τη διαδικασία της πλαστικής μορφοποίησής του σε Λόγο, στέκεται, κατά τον ποιητή, ακόμη και πάνω από αυτήν: «Μα, ποιος το ξέρει, πιο πολύ, κι απάνου κι από τ’ άστρα,/ κι από της Τέχνης τγν κορφή κι απ’ της Ιδέας το βάθος,/ μην είναι η θέαινα η φωτιά, και η πλάστρα και η χαλάστρα,/ πιο απάνου κι απ’ την Αρετή, τέλος κι αρχή το ΠΑΘΟΣ» («Αφιέρωμα», Οι Καημοί της Λιμνοθάλασσας, 1912). Άλλωστε, ο εξίσου μεγάλος καθ’ ημάς Γιώργος Σεφέρης, καταφάσκοντας το σκεπτικό του Α.Α. Ρίτσαρντς, υιοθέτησε τον ορισμό του για την ποίηση ως «υπέρτατη μορφή της συγκινησιακής χρήσης της γλώσσας». Η οπτική αυτή είναι βέβαια επηρεασμένη και από τους Γάλλους συμβολιστές και αντικατοπτρίζει ή συνοψίζει, παράλληλα, μια θεωρητική παράδοση στοχασμού για το ποιητικό που πρώτοι ανέδειξαν και καθιέρωσαν οι Γερμανοί και οι Άγγλοι ρομαντικοί.

Στο πρώτο τέταρτο του 20ού αι., εποχή που ο Παλαμάς γράφει τα ωριμότερα ποιήματά του και έχει διαμορφώσει την ποιητική του, η σχετική προσέγγιση αρχίζει να παίρνει στην ιστορία των ιδεών μια πιο συστηματική και αυτονομημένη μορφή. Στο πλαίσιο αυτό, ο R.G. Collingwood (1889-1943), καθηγητής φιλοσοφίας στην Οξφόρδη με έργο κυρίως στη φιλοσοφία της τέχνης και ειδικότερα στην ποιητική –αξιοσημείωτες είναι οι ερμηνευτικές αναγνώσεις του στην Έρημη χώρα του T.Σ. Έλιοτ– συνοψίζοντας προηγούμενες σχετικές προσεγγίσεις, ορίζει την τέχνη, και δη την ποίηση, ως «συναίσθημα που καθίσταται συνειδητό και, ακολούθως, εκφράζεται, μέσω της γλωσσικής φόρμας (μορφής)» (Οι αρχές της τέχνης, The Principles of Art, 1938). Η παραγωγή τέχνης, και ειδικότερα της τέχνης του λόγου, σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, συνοψίζεται στην έκφραση του συναισθήματος. Η έκφραση αυτή, μάλιστα, κατά τον Collingwood ισοδυναμεί με τη συνειδητοποίησή του και κινείται πέρα από την «καλή» ή «κακή» τέχνη/ποίηση, θέση που απηχεί εκείνη του ιταλού ιδεαλιστή φιλοσόφου, ιστορικού και πολιτικού Benedetto Croce (1866-1952). Ομοίως, ο περιώνυμος Roger Fry (1866-1934), στο κομβικό για την αισθητική δοκίμιό του, Όραμα και Σχεδιασμός (Vision and Design, 1909), τονίζει εμφατικά ότι η τέχνη εκτιμά το συναίσθημα για αυτό που είναι, ενώ η ηθική αποτιμά το συναίσθημα βασιζόμενη στην (αντί-)δράση που αυτό μπορεί να προκαλέσει. Απηχώντας τον Τολστόι του Τι είναι τέχνη (1898), δοκιμίου καίριου για τη δημιουργική διαδικασία, ορίζει την ποιητική και, ευρύτερα, την καλλιτεχνική πράξη ως «(επι)κοινωνία αισθημάτων», προσυπογράφοντας, με τον μεγάλο Ρώσο λογοτέχνη, την απόφανση ότι ο σκοπός της τέχνης συνίσταται στο να κατανοήσει ο δημιουργός αυτό που νιώθει (το δεδομένο συναίσθημα) και να το εκφράσει με δημιουργικό τρόπο –τη στιγμή που οποιαδήποτε επιχειρηματολογία επ’ αυτού θα το είχε καταστήσει δυσνόητο και ασαφές–, ώστε να μπολιάσει με αυτό τον αναγνώστη/θεατή, δηλαδή να το (επι)κοινωνήσει.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, υπάρχει η εικόνα, οι δεδομένες συνθήκες, οι περιστάσεις. Τα ερεθίσματα αυτά προσλαμβάνονται αισθητηριακά, κυρίως μέσω της όρασης, και «μεταφράζονται» ως αισθήματα. Τα αισθήματα, δημόσιου θα λέγαμε χαρακτήρα προσλήψεις, που αυτόματα δημιουργούνται στον προσλαμβάνοντα, ενεργοποιούν συναισθήματα ιδιωτικά, εξατομικευμένα, με διαφορετικές ποιότητες και χαρακτηριστικά στον καθέναν. «Κάθε έργο λόγου και τέχνης», τονίζει ο Maurice Denis (1870-1943) στο κορυφαίο δοκίμιό του για τον Σεζάν (1907), «είναι το συναισθηματικό ανάλογο, […] μια καρικατούρα του αισθήματος που γεννά η πρόσληψη μέσω των αισθήσεων». Συνιστά, επομένως, το πλαστικό, λεκτικό ή ηχητικό εκτύπωμά του, ανάλογα με τη μορφή της εκάστοτε τέχνης. Το δημιούργημα αυτό μπορεί να αναπαράγει σε όποιον το κοινωνεί, το γεύεται, μετέχει σε αυτό, το αρχικό συναίσθημα του δημιουργού-ποιητή, με την ευρεία έννοια του όρου, χωρίς να είναι απαραίτητη η εκ νέου εμπειρία του αρχικού ερεθίσματος αυτού καθ’ αυτού. Επομένως, το έργο τέχνης, και της τέχνης του λόγου, είναι η μετάφραση, η κωδικοποίηση θα λέγαμε καλύτερα, ενός ατομικού συναισθήματος, ανάλογα με τα μέσα, τους τρόπους και την επάρκεια του δημιουργού, το οποίο, με τη σειρά του, απευθύνεται, σαν ανοιχτή χειρονομία, στον αναγνώστη/θεατή/ακροατή προκειμένου αυτός να το συλλάβει και να το αποκωδικοποιήσει με τους δικούς του όρους.

«Μα και τι άλλο είναι στην πηγή της η Τέχνη, του έρωτα η αδερφή, παρά ένας βαθύς σαρκικός ερεθισμός, που πασαλείφτηκε στο δρόμο και που μεταμορφώθηκε […];» σημειώνει ο Παλαμάς στην Ποιητική του (σ. 82) αριστοτεχνικά συνοψίζοντας την κυρίαρχη αντίληψη περί δημιουργικότητας στην εποχή του. Το «πασάλειμμα στον δρόμο» του αρχικού ερεθισμού, πολύ κοντά στην «καρικατούρα» του Denis, συνοψίζει, με όρους εργασίας θα λέγαμε, τα στάδια ―αρχικό ερέθισμα/ πρόσληψη/ αίσθημα/ συναίσθημα― στην παραγωγή του έργου δημιουργίας. Ο Παλαμάς φαίνεται, σύμφωνα με την Ποιητική του, να γνωρίζει καλά ότι «στο βάθος όλων αυτών (της δημιουργικής, ποιητικής διαδικασίας) παραμονεύει και βαρυγκωμά» το συναίσθημα, που πάντα εκκινεί από τον αρχικό «σαρκικό», υλικό ερεθισμό, ο οποίος τρέφει δημιουργικά τον «φυσιοκρατικό, προχριστιανικό, καλογερικό» ηδονισμό του δημιουργού-ποιητή (Ποιητική, 125, 166). Το μέγα ερώτημα, επομένως, του ποιήματος, το μέγα διακύβευμα της ποίησης, τουλάχιστον για τον Παλαμά, είναι πώς ο ποιητής με την «παραστατική του δύναμη» και «παρακινημένος από την ατομική του συγκίνηση», που έχουν ερεθίσει τα συναισθήματα, φτάνει στη «στοχαστική», «διανοητική», «φιλοσοφική συγκίνηση», που απευθύνεται στον μέγα Άλλον «μ’ ὅλο τὸ νοῦ καὶ μ’ ὅλη τὴν καρδιά» (Η Ασάλευτη Ζωή, 1903) προκειμένου, αντίστοιχα, να τον δονήσει όσο και όπως μπορεί, ανάλογα με τη σκευή του (Ποιητική, 49, 51, 135).

Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η καθοριστική για το έργο του Παλαμά διάδραση με τις λεγόμενες «Μούσες» του, διάδραση εξαιρετικά περίπλοκη που η πλήρης ανάπτυξή της ξεπερνά κατά πολύ τη στόχευση του παρόντος κειμένου: «Δεν είμαι μπαίγνιο της Α΄ ή Β΄ γυναίκας […] Δεν έχω ευνοούμενες, όπως λέτε», θα γράψει εμφατικά ο ίδιος σε επιστολή στην κόρη του Ναυσικά. «Κρίμα που δεν το καταλάβατε, κρίμα για την πεζή αντίληψη της ζωής που δείχνετε, η οποία περνά έξω απ’ τα πράγματα […] αντίθετα με την ποιητική αντίληψη της ζωής, που είναι το κοίταγμα των πραγμάτων απ’ τη βαθιά και ωραία τους όψη, που είναι η μόνη αληθινή. Αυτή την όψη αναζητώ, και στο έργο μου και στις σχέσεις μου, και στις μούσες μου…».

«Ασύγκριτη, αβασίλευτη και πάντα μοναχή» («Μελωδικά κομμάτια», αδημοσίευτο ποίημα του Κωστή Παλαμά από το Αρχείο Ρέσσου) η μορφή της εκάστοτε Μούσας του Παλαμά, ως ενσάρκωση, ως εναλλακτική της παρουσίας τής ιδανικής γυναίκας-έμπνευσης υποβάλλει και συνέχει τους στίχους του. Για τον ποιητή η αλληλεπίδραση με την εκάστοτε Μούσα πυροδοτεί το κοίταγμα των πραγμάτων με τη συνδρομή της έντασης, όπως θα σημειώσει ο ίδιος (Ποιητική, 81) δηλαδή «απ’ τη βαθιά και ωραία τους όψη, που είναι η μόνη αληθινή», συλλαμβάνοντας την «πλατωνική ιδέα πολύ περισσότερο από τα πρόσωπα και τα ορατά τριγύρω παρά από τα ιδεατά από πάνω» (Ποιητική, 112). Η μορφή της Μούσας, και όλα όσα αυτή εκκινεί ως παρουσία, εγκαθίστανται κάτω απ’ το δέρμα της ύπαρξής του, των περιστάσεων του βίου του, πίσω από τις μορφές των πραγματικών προσώπων της ζωής του, καταυγάζοντας κάθε δημιουργικό σκοπό ως μία εκ νέου ανασύσταση της γλώσσας, των μέσων που διαθέτει ένας ποιητής για να κοιτάζει τον κόσμο κατάματα σε όλη την εσχατολογική αλήθεια του, συν-κινώντας, δηλαδή συντονίζοντας και εξυψώνοντας στον παλμό της ίδιας συχνότητας την ύπαρξή του στο σύνολό της.

«Η ποίηση», θα τονίσει ο ρηξικέλευθος Άγγλος πολιτικός, παραδόξως, φιλόσοφος John Stuart Mill (1806-1873) στο ιδιαίτερα επιδραστικό για τη λογοτεχνία δοκίμιό του What is poetry (1833), «είναι ενέργεια επί του συναισθήματος, η ανάσυρση εικόνων στον νου με σκοπό την ανάληψη δράσης σε σχέση με τα συναισθήματα (που αυτές γεννούν)». Η ποίηση ορίζεται με σαφήνεια ως γλώσσα που ενεργοποιείται από το συναίσθημα, το οποίο, προηγουμένως, έχει πυροδοτηθεί από τη σύλληψη της εικόνας και τη φαντασία. Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι ότι ο Mill, από τους πρώτους που αναπτύσσουν τόσο αναλυτικά και εμπεριστατωμένα, με όρους επιστημονικούς, το θέμα, συσχετίζει τη διαδικασία αυτή με την αλήθεια, επισημαίνοντας ότι η ποίηση, αν και αποτέλεσμα, εν τέλει, της σκέψης, δεν εξασφαλίζει την επιστημονική αλήθεια, αλλά, υπό μία έννοια, προετοιμάζει τον νου να δεχτεί ή μάλλον, ορθότερα, να στοχαστεί την υπαρξιακή αλήθεια. Είναι αυτό που ο Denis επισημαίνει ως τη μετάβαση του νου, μέσω του συναισθήματος και των διεργασιών που αυτό έχει εκκινήσει, στην κατανόηση των συνθηκών, του πράγματος και του λόγου του – μια εναλλακτική μορφή του αληθινού.

Συνοψίζοντας, για να επιστρέψουμε στον Παλαμά: «Ο Ποιητής όσον βαθύτερον αισθάνεται, τόσον βαθύτερον σκέπτεται και όσον βαθύτερον σκέπτεται, τόσον βαθύτερον αισθάνεται». «Νουν, καρδία και αισθήσεις, όλα τα θέτει εις ενέργειαν ο Ποιητής», παρακινημένος από την ατομική του συγκίνηση (Ποιητική, 29). «Η σκέψη είναι το ίδιο το αίσθημα σε ανώτερο βαθμό και σε όλη του τη δύναμη» (πρόλογος από τον Δωδεκάλογο του Γύφτου). Η πρόσληψη μέσω των αισθήσεων, η αρχική, ατομική, συγκίνηση συντονίζει όλη την ύπαρξη του ποιητή, φλογίζει το συναίσθημά του κι αυτό στοχάζεται, φλογίζει τη σκέψη του κι αυτή συναισθάνεται και στην ένταση αυτή, που γεννά αισθήματα/σκέψεις μετατρέποντας την απλή συγκίνηση σε «συγκίνηση στοχαστική, φιλοσοφική», ο ποιητής ―«ο Λόγος με του αισθήματος το πύρινο το σκάψε» («Επίλογος», Ανέκδοτα Ποιήματα 1901-1940)― δαπανά όλη την ενέργειά του, υπόκειται στο πάθος αυτό με όλο το πάθος του, με όλη την ύπαρξή του, προκαλώντας έτσι να αναδυθούν, με τον δικό του, άλλον, «εναλλακτικό», ποιητικό τρόπο η αλήθεια και η ομορφιά– “the impassionate truth” όπως έξοχα θα την ορίσει ο Mill: η αλήθεια του πάθους, η αλήθεια ως αποτέλεσμα πάθους, η λυρική αλήθεια, θα μπορούσαμε να πούμε, κατά το «λυρική Σκέψη» (Ποιητική, 53) του Παλαμά. «Η μούσα που στοχάζεται» ονομάζει τη μία από τις κεντρικές φωνές του ποιήματός του «Μυστικά μιλήματα» (1906) από τη συλλογή Η Πολιτεία και η Μοναξιά.

Στην ίδια κατεύθυνση ο μεγάλος William Wordsworth (1770-1850) στον πρόλογό του από τις Λυρικές Μπαλάντες (1800), αφού αναλύει με σαφήνεια τη διαδικασία του ποιητικού ως εκπορευόμενη από τη διάχυση εξαιρετικά δυνατών συναισθημάτων, ορίζει ως καλά (good) τα ποιήματα εκείνα που έχει παράξει ο αποτραβηγμένος άνθρωπος, ο δημιουργός που κατέχεται, υπερχειλίζει από μια συναισθηματική ευαισθησία πέρα από την κοινή, που όμως τη συνδυάζει με στοχασμό βαθύ και επίπονο. Αυτά ακριβώς είναι τα ποιήματα που αξίζουν (are valued): εκείνα όπου ο δημιουργός κατά τη συγγραφή τους έχει τόσο βαθιά και τόσο επίπονα στοχασθεί πάνω στο συναίσθημά του, που η αρχική, συγκεκριμένη πηγή της γένεσής τους έχει εξαλειφθεί και, έτσι, ο κάθε αναγνώστης μπορεί πια να ταυτιστεί με αυτά, ανατρέχοντας στο δικό του υπαρξιακό σύμπαν και αναζητώντας τις δικές του προσωπικές πηγές-αφορμές όχι, ίσως, για τη σύνθεση ενός πρωτότυπου ποιήματος, αλλά για τη βιωματική εμπειρία του ποιητικού λόγου (ενός άλλου) τον οποίο οικειοποιείται, λυτρώνει (πληρώνει) και λυτρώνεται (πληρώνεται) από αυτόν. Εδώ ακριβώς συνίσταται και η απόλαυση που μας χαρίζει ένα ποίημα. Κι από εδώ ακριβώς πηγάζει το γεγονός ότι ένα ποίημα μπορεί μεν να αφορμάται από τη συγκίνηση, ακόμη και την ερωτική συγκίνηση, ως απάντηση σε έναν αρχικό ερεθισμό, αλλά να εκφράζει εν τέλει την Ιδέα, την «πλατωνική» ανώτερη Ιδέα, που οπωσδήποτε ξεπερνά κάθε τι το τετριμμένα ερωτικό – αλλά και κάθε ιδεολογία ή γνώμη που θα εξέφραζε ένα άλλο είδος λόγου, μέσω της Σκέψης, όπως εμφατικά τονίζει ο Παλαμάς: «Η λέξη Σκέψη (είναι) από τις μεστωμένες με νοήματα. Εδώ δεν είναι απλά ο στοχασμός [...] συμβολίζει την ίδια την ποίηση, τη σύνθεση, στην ανώτερη ενέργειά της, απ’ όλα του νου τα κοιτάγματα, απ’ όλα της καρδιάς τα κινήματα. Μόνον οι ανίδειοι ή κακοθελητές θα την ανακατώσουν, τη Μούσα τούτη Σκέψη, με τη μεθοδική, λογαριασμένη, και δίχως πάθος, ιδεολογία του λογικευόμενου» (Ποιητική, 52-53).

Το έργο αυτό, η εργασία αυτή, είναι σκληρή. Απομυζά όλη την υπαρξιακή ενέργεια τού δημιουργού-ποιητή. Είναι το «εξουθένωμά» του, για να θυμηθούμε τον Όμηρο στη μετάφραση του Πολυλά (Ιλιάδα, Α 517). Ο ποιητής είναι εργάτης, δουλευτής, στρατιώτης: «Κι ο Ποιητής πολέμαρχος/ περνάει αρματοδρόμος/ σκλάβος ο κόσμος πίσω του/ των Ιδε΄βν [...]» (Ίαμβοι και Ανάπαιστοι, 1897). Ενίοτε μάλιστα νιώθει και «δεσμώτης» αυτής της «ποθεινής δουλείας» («Δουλεία Ποθεινή», ανέκδοτο ποίημα του 1875, Ανέκδοτα Ποιήματα 1868-1878). «Ξέρετε πως ένα ποίημα δεν είναι μόνο γέννημα πάθους, είναι και κατόρθωμα ενός δουλευτή, που με το γλωσσικό υλικό το πλάθει και το χτίζει, που με τη γλώσσα κάνει το στίχο, πολλές φορές ύστερα από πάλεμα φριχτό [..] (Ποιητική, 71). Αναφέρει χαρακτηριστικά στο ποίημα «Κορφοβούνι» από τη συλλογή Περάσματα και Χαιρετισμοί (1931): «Τον ήρωα μια και τον ποιητή / χάρη γεννάει. Σταυραδερφοί. / Η λύρα κι η παλληκαριά / μαγίστρες είναι στα θεριά [...]». Το υλικό του ποιητή είναι η γλώσσα, οι λέξεις. Υλικό ατίθασο και επίμονο, με ζωή δική του. «Ό,τι ξεχύνεται στο στίχο», ό,τι «έγινεν από σκέψη αίσθημα και από αίσθημα πάθος» (Ποιητική, 112) οφείλει να τιθασευτεί, να δαμαστεί, να οργανωθεί και να υποστεί τις δεσμεύσεις του μέτρου, της μουσικότητας, του ρυθμού, αυτό το παράδοξο: να γίνει «στίχος από πάθος» και μάλιστα «μεθοδικά, λογαριασμένα και δίχως πάθος (!)» (Ποιητική, 53).
Η διαδικασία αυτή, προκειμένου να ευδοκιμήσει, έχει ανάγκη από δύο παραμέτρους, που, μάλιστα, φαντάζουν εκ πρώτης όψεως εκ διαμέτρου αντίθετες: τη μοναξιά, «θέλω μόνος, θέλω πρώτος» («Ορφικός Ύμνος», Η Ασάλευτη Ζωή, 1904) και τον Άλλον. Στην ποίηση, αναφέρει ο Mill, «το συναίσθημα εξομολογείται στο συναίσθημα» σε συνθήκες ακραίας μοναξιάς για τον ποιητή. Κι όμως, ενώ εκείνος γράφει ―Παλαμάς στο κελί του― πλήρως ανίδεος για τον οποιονδήποτε αναγνώστη, το ποίημα «χρειάζεται απαραίτητα κάποιο ποσό ενέργειας ανάλογης προς την ενέργεια του ποιητή από μέρος του ανθρώπου που θέλει να χαρεί τον ποιητή», σημειώνει ο ίδιος ο Παλαμάς (Ποιητική, 107). Ο μεγάλος τιμώμενος της ποίησης, τελικά, είναι ο αναγνώστης, ο αποδέκτης του ποιήματος. Σε κείνον δίνεται, χαρίζεται ο ποιητής, εκείνον «δοξάζει» η διάδραση με το ποίημα. Μέσα του θα αντηχήσει το ποιητικό έργο, το ηχείο της ύπαρξής του θα δονήσει μορφικά-ρυθμικά και νοηματικά το ποίημα. «Πάσχει» ο ποιητής «χαλιναγωγώντας το αίσθημα» και ακόλουθα το συναίσθημά του (Ποιητική, 29) και το πάθος αυτό, το πάθημα αυτό, βρίσκει τη λύση του, την πλήρωσή του στον επαρκή αναγνώστη που θα το δεξιωθεί, θα το αναλάβει, θα πάθει, με τη σειρά του και με τον δικό του τρόπο μαζί με τον ποιητή, και, εν τέλει, θα το πληρώσει, θα το τελειώσει, θα το «μεταφράσει» κατά τον Denis, θα ολοκληρώσει τον προσωπικό του κύκλο προς την (ποιητική) αλήθεια και την ομορφιά.
Από εδώ ακριβώς, από την αντίληψη αυτή, πηγάζει ο συμμετοχικός χαρακτήρας του ποιητικού. «Η τέχνη, και δη η ποιητική, είναι το φάρμακο της κοινότητας ενάντια στη διαφθορά, τη διάβρωση, την παρακμή της συνείδησης, ατομικής και συλλογικής» θα τονίσει εμφατικά ο Collingwood. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι, με βάση την προσέγγιση αυτή, ο ποιητής αναλαμβάνει τον αποστολικό, θα λέγαμε, ρόλο της «πεφωτισμένης» φωνής που εκστομίζει, επικαλούμενη εκ μέρους του συνόλου που μπορεί να εκπροσωπήσει, τις Ιδέες. Για τον Wordsworth, για παράδειγμα, θεμελιώδεις θεωρούνταν οι αξίες σε σχέση με τη φύση που θα μπορούσε ένας ποιητής να προπαγανδίσει στη Μεγάλη Βρετανία της εποχής. Για τον Παλαμά «αντικειμενικός» λυρισμός ήταν πάντα ο λυρισμός «του Μεγάλου Εγώ του Γένους», όπως εξαιρετικά εύστοχα παρατηρεί ο καθηγητής Κωνσταντίνος Κασίνης, η μεγάλη Ιδέα ήταν πάντα η Πατρίδα, συλλογική και ατομική, ό,τι αυτή μπορεί να ενσαρκώσει, η μύχια καταφυγή μας, ως αυτονομημένα πρόσωπα και ως πρόσωπα ενός έθνους, στις πιο συνειδητές και πιο ανομολόγητες συνθήκες που μπορούν να μας «αναπαύσουν» από τον κάματο της βιωτής και να εξασφαλίσουν τη συνέχεια της αθανασίας μέσα μας: «Ω Μούσα, έτσι κι εγώ είμαι σαν το νέο/ τον άμαθο Σαρακηνό, /  από τη δίψα μιας πατρίδας καίω / και μακριά είναι και πονώ» («Πολιτεία», Η Πολιτεία και η Μοναξιά, 1912). Όμως εδώ έχουμε περάσει σε άλλες επικράτειες που χρήζουν αυτόνομης και συστηματικής πραγμάτευσης, θα τις αδικούσαμε αν στεκόμασταν σε αυτές μόνο ακροθιγώς. Αυτό που θα άξιζε να κρατήσουμε είναι ότι η συνεύρεση του συναισθήματος/σκέψη, που έχει ενεργοποιήσει το αίσθημα, με το υλικό πεδίο γλώσσα, απορροφά σε τέτοιον βαθμό τον ποιητή Παλαμά, «όλα του νου τα κοιτάγματα (γιατί στο συναίσθημα/σκέψη ο νους προσλαμβάνει τις ποιότητες των αισθήσεων), όλα της καρδιάς τα κινήματα (και η καρδιά/συναίσθηση προσλαμβάνει τις δημιουργικές, πλαστικές ιδιότητες του νου)» (Ποιητική, 53), ώστε η Μούσα, το αρχικό υλικό ερέθισμα που έδωσε το έναυσμα για να εκκινήσει όλη αυτή η πλαστική, η ποιητική (λογο-πλαστική/ποιητική) διαδικασία, να ταυτίζεται τελικά με την ίδια τη ρίμα, την ίδια την ποίηση: «[...] μεσ’ στις εννιὰ παλιές δεκάτη νέα Μούσα, ω Ρίμα!» («Χαιρετισμός της Ρίμας», Η Ασάλευτη Ζωή, 1904). Αυτή, με όλα όσα ενσαρκώνει, καθίσταται, εν τέλει, η μεγάλη ερωμένη του δημιουργικού νου.

«Παρατηρώ ότι το πνεύμα μου έχει ανάγκη για συναισθήματα σχεδόν όσο οι αισθήσεις μου» θα πει ο Ρεμπό στις περίφημες επιστολές του στον Paul Demeney (1871), εστιάζοντας, κυρίως, στο επίπονο της διαδικασίας της ποιητικής τέχνης. Για να συνεχίσει λέγοντας ότι ο δημιουργός, κατά κανόνα, κρατά το «φαρμακερό» κομμάτι της τέχνης για τον εαυτό του, χαρίζοντας στον αναγνώστη διηθημένες τις πιο λεπτές αποχρώσεις του συναισθήματος. Εργασία σκληρή, με τίμημα ακριβό. Αρχικά, την αγωνία του δημιουργού-ποιητή να εμπιστευτεί πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις, τον κόσμο που θα εγκολπωθεί προκειμένου να φτάσει στο συναίσθημα, και, δευτερευόντως, τον αγώνα του να μπορέσει να σηκώσει όλο αυτό το βάρος, να παραμείνει υγιής, λογικός, στον εαυτό του και έξω από τον εαυτό του, στα όρια, προσεκτικός, μέχρι να δημιουργήσει μέσα σε μια ηδονικά οδυνηρή περιπέτεια το ποίημα: «Ο Λόγος με του αισθήματος το πύρινο το σκάψε / το ποίημα φτέρωμα πουλιού, φωνή αηδονιού το γράψε, / το γράμμα και είναι πρόσωπο, κι η λέξη είναι μορφή. / Δεν είναι τίποτε πιο πέρα; Τίποτε, η κορφή» («Επίλογος», Ανέκδοτα 1901-1940).


Προσωπογραφία της Άρτεμης Ρέσσου
Προσωπογραφία της Άρτεμης Ρέσσου
Επίμετρο

Αφορμή για την παρούσα μικρή μελέτη υπήρξε ο εμπλουτισμός του Αρχείου του Ιδρύματος Κωστή Παλαμά με σύγχρονες φωτογραφικές αναπαραγωγές του Αρχείου της Αρτέμιδος Ρέσσου, μίας από τις Μούσες του Κωστή Παλαμά: τριάντα τρία (33) ποιήματα, είκοσι (21) χρονολογημένα και δώδεκα (12) αχρονολόγητα, ένα δελτάριο με δώδεκα στίχους με μολύβι, τριάντα εννέα (39) επιστολές. Τα ποιήματα, από τα οποία δώδεκα (12) παραμένουν αδημοσίευτα, χρονολογούνται από τις 12 Αυγούστου του 1926 και μέχρι το 1935, οι επιστολές, στο σύνολό τους πλην μίας αδημοσίευτες, μέχρι και το 1939. Ο ποιητής Κωστής Παλαμάς απευθύνει φλόγα τη σκέψη του στην Αρτέμιδα Ρέσσου, μετέπειτα κυρία Γεωργίου Κατσαρά, την οποία γνώρισε στην Αιδηψό, όπου παραθέριζε με τους γονείς της, το καλοκαίρι του 1926. Το Αρχείο της Αρτέμιδος Ρέσσου συμπληρώνουν επτά (7) φωτογραφίες, μία προσωπογραφία της Αρτέμιδος καθώς και μία φωτογραφία σχεδίου με το πορτρέτο του Παλαμά φιλοτεχνημένο από τον ζωγράφο Κωνσταντίνο (Κώστα) Μαλέα με ιδιόχειρη αφιέρωση.
Το Αρχείο Ρέσσου δεν είναι άγνωστο στην παλαμική έρευνα: ο καθηγητής Φώτης Δημητρακόπουλος δημοσίευσε στην Επιστημονική Επετηρίδα του Πανεπιστημίου Αθηνών (1992-1995) πολύ μικρό μέρος των τεκμηρίων του [Φ. Δημητρακόπουλος «Άγνωστα γράμματα και ποιήματα του Κωστή Παλαμά», Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, περ. Β΄, τόμ. 30 (1992-1995), σ. 181-205]. Το Ίδρυμα Κωστή Παλαμά σχεδιάζει να συμπεριλάβει το αδημοσίευτο και ήδη δημοσιευμένο υλικό του Αρχείου στις επικείμενες κριτικές εκδόσεις των Απάντων του ποιητή που επιμελείται. Στο Επίμετρο αυτό δημοσιεύονται πλήρη δύο από τα αδημοσίευτα ποιήματα του Αρχείου Ρέσσου που φωτίζουν, με τον τρόπο τους, την παλαμική Ποιητική, όπως αυτή σχολιάζεται στο δοκίμιο αυτό.



Δυο αδημοσίευτα ποιήματα του Κωστή Παλαμά


Στο φτωχικό ντιβάνι

Λυγίσου ολογυρτή στο φτωχικό ντιβάνι,
σα να βρίσκεσαι μόνη με το λογισμό σου,
στα πόδια σου ας δεθούν τα χέρια σου στεφάνι,
βαθιά στο εγώ σου παραδώσου.

              *

Τα τέλια του βιολιού που είν’ η χρυσή φωνή σου
με το δοξάρι μη τ’ αγγίζεις της καρδιάς,
το θάμπος φέρε μου της ήσυχης βραδιάς,
γύρε και αμίλητη κοιμήσου.

              *

Μα η κοιμισμένη ή ξυπνητή, την όψη κράτα
σαν ταξιδεύτρα σ’ αλαφρόνειρου φτερά,
κράτα δεμένα τ’ ανθισμένα σου τα νιάτα,
προς μια θυσία σαν προσφορά.

        *

Είμαι ή δεν είμαι εμπρός σου, μη φροντίσεις, δώσε,
θεία σου τη γύμνια, δείξου σε όλη σου τη χάρη
και μ’ όσα κρύβει μυστικά –παρακαλώ Σε–
για να γενούν λατρείας τροπάρι.

                *

Και στοχαστής παρθενικός της ομορφιάς σου
στο φτωχικό ντιβάνι που το κάνεις θρόνο,
με τη φωτιά της φαντασίας μου θα πυρώνω
άυλο φιλί, τα γόνατά σου.

                [ 17.3.27 ]


[ Άτιτλο ]

Κι αν ήρθες κι αν ξανάρθες, η ίδια. Σα φιλιά στα χείλη
τρέμουν τα λόγια σου. Με πας, αγκάλιασμα τ’ Απρίλη,
στον έρωτα, στο χάιδεμα, στη γλύκα σε γυρεύω
στον ξύπνο μου και σ’ αγαπώ, στον ύπνο σε λατρεύω
στη μέρα μου είσαι ο ίσκιος μου, φέγγεις τη νύχτα μου, άστρο.
Κι αν είμαι για ν’ αντισταθώ, με κλιείς, κυκλώπειο κάστρο.
Λαχτάρα μου η φροντίδα σου κι ο πόθος μου σε ξέρει
φωτιά στη ζέστα της γωνιάς, δροσιά στου Μάη τ’ αγέρι
και τώρα στην αρρώστια μου και με τον πυρετό μου,
κι αν πάω κι αργά κι αν πάω ταχιά, και για το θάνατό μου,
θα να είν’ ο θάνατος για με και το στερνό το βύθος,
εκστατικός αναπαμός, το ερωτικό σου στήθος. 


                [ Τρίτη 18 Ιουνίου 1935 ]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: