Καθώς διάβαζα και προσπαθούσα να συγκεντρωθώ ένας άνθρωπος με παρατηρούσε στον χώρο της βιβλιοθήκης, ούτε από πολύ μακριά ούτε από πολύ κοντά. Κάθε φορά που σήκωνα το βλέμμα μου τον έβλεπα εκεί, απέναντι, σα φασματικό και σαν να διέθετε μόνο πρόσωπο. Το σώμα του ήταν σχεδόν απροσδιόριστο όπως και το τι φορούσε. Έβλεπα μόνο ότι ήταν διοπτροφόρος και δεν μπορούσα να καταλάβω ποια πρόθεση είχε να με παρατηρεί έτσι μέσα στο πλήθος.
Μου φάνηκε πως κάτι ήξερε για μένα, πως κάτι ήξερε γενικά, πως ήταν γνώστης. Οι ώρες περνούσαν και εκείνος ήταν εκεί ανάμεσα στους θαμώνες να με παρατηρεί κάπως αόριστα, δίχως όμως να καρφώνει το βλέμμα του στο δικό μου ― σχεδόν ποτέ δεν έγινε αυτό.
Διέκρινα πάντως στο πρόσωπό του ένα μείγμα συμπάθειας και ειρωνείας απέναντί μου, σα να με ξεχώριζε από το λοιπό πλήθος και να απηύθυνε αυτές του τις διαθέσεις μόνο σε μένα.
Τότε σκέφτηκα μια συνάντηση μαζί του. Θα μπορούσαν να διαλευκανθούν πολλά πράγματα σ’ αυτήν, ποιος ήταν και τι έκανε στη ζωή, σε κείνη την περίοδο της ζωής του, τοποθετημένος στον χώρο και στον χρόνο. Ή μήπως δεν ήταν τοποθετημένος σ’ αυτές τις διαστάσεις τόσο έντονα όπως ήμουν εγώ, όπως και οι άλλοι, οι υπόλοιποι αναγνώστες, τόσο έντονα προσδιορισμένοι από την ηλικιακή τους κατάσταση και τον συγκεκριμένο σκοπό επίσκεψης εκεί.
Κατά περίεργο τρόπο, παρόλο που με κοιτούσε, δεν τον έβρισκα αδιάκριτο ή απαράδεκτο, όπως θα έκανα αν ήταν οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος και θα ένιωθα γι’ αυτόν αποτροπιασμό και θυμό. Εξάλλου, θα μπορούσα να του διαφύγω άνετα. Να μετακινηθώ και να καθίσω πίσω από αυτόν ή να αντιστραφώ και να καθίσω με την πλάτη απέναντί του.
Όμως συνέχισα ανενόχλητος την εργασία μου, σα να μην υπήρχε αυτός ο άγνωστος που δεν μου ήταν τόσο ενοχλητικός, έτσι αόριστα που καθόταν και έτσι αόριστο που ήταν το βλέμμα του, αν μπορούσε να το χαρακτηρίσει κανείς βλέμμα. Μου φάνηκε πως, επειδή δεν ήταν σκυμμένος σε κάποιο βιβλίο ―αν έβλεπα καλά δεν είχε τίποτε μπροστά του― είχε έρθει εκεί χωρίς σκοπό, ή για κάποιον άγνωστο, κρυμμένο σκοπό που ίσως ―τόλμησα να σκεφτώ― σχετιζόταν μαζί μου. Τότε σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να είμαι πιο εστιασμένος στη δουλειά μου, να μην τριγυρίζει το βλέμμα έξω απ’ το σκοπό μου, που ήταν η επισταμένη αναζήτηση σε κείνο το βιβλίο, ανοιγμένο ακριβώς μπροστά μου.
Το βιβλίο αυτό ήταν εμβριθέστατο, θεωρείτο από τα δύσκολα. Δίδασκε μια νέα, εντελώς πρωτοποριακή μέθοδο προσέγγισης ενός πολύ παλαιού, απροσδιορίστου χρόνου, προβλήματος. Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν το πρόβλημα υπό εξέταση δεν ήταν πρόβλημα, αλλά τότε όλα θα ήταν μάταια (όλες οι προσπάθειες που είχαν γίνει για να το επιλύσουν) και απόδιωχνα αυτή τη σκέψη που μου είχε δημιουργηθεί και όχι μόνο μια φορά.
Έτσι, επικέντρωσα όλες τις διανοητικές μου δυνάμεις στο να καταλάβω τις δύσκολες νέες λέξεις, που απέδιδαν τις νέες έννοιες. Όταν σήκωσα το βλέμμα μου, κάτι που επιθυμούσα να κάνω για ώρα πριν, ήταν η στιγμή που ο κύριος σηκωνόταν σε αργή κίνηση από την καρέκλα του και κινούταν προς τα έξω, αφήνοντας πίσω το τραπέζι του. Τώρα περπατούσε πάντα αργά στο διάδρομο της βιβλιοθήκης. Παρορμητικά, από ένα μεγάλο ένστικτο σηκώθηκα και εγώ –όχι ακριβώς από την επιθυμία να τον συναντήσω– γιατί δεν πίστευα στις συναντήσεις, πίστευα ότι περισσότερα κρύβουν παρά δείχνουν στις γνωριμίες των ανθρώπων, αλλά ασυναίσθητα τον ακολούθησα για να δω πού κατευθύνεται. Αυτή η διαδικασία διήρκεσε για πολύ καιρό, τον ακολουθούσα και αυτός προπορευόταν. Ούτε μια στιγμή αυτός δεν είχε γυρίσει να κοιτάξει πίσω, όμως κάτι μου έλεγε πως ήξερε ότι τον ακολουθούσα, πως υπήρχε μεταξύ μας μια άρρητη συνεννόηση για άγνωστο μέχρι στιγμής λόγο. Ο κύριος χάθηκε σε μια αίθουσα παρακείμενη της βιβλιοθήκης και ξαφνικά βρεθήκαμε μαζί εκεί και σταθήκαμε στις άκρες της. Το δωμάτιο έμοιαζε με ευρύχωρο δωμάτιο μεσαιωνικού μοναστηριού, οι τοίχοι ήταν σχεδόν γυμνοί από ανθρώπινη παρουσία, θα μπορούσε να είναι τοίχοι ενός παλιού ναού ή ενός κάστρου. Υπήρχαν εκεί μέσα κάποια αντικείμενα, ένα τηλεσκόπιο πρωτόγονο κι ένα τραπέζι μπροστά από ένα μικρό παράθυρο.
Ο κύριος κοίταξε έξω από το παράθυρο με την πλάτη πάντα γυρισμένη προς εμένα. Μου φάνηκε σα να είπε: εδώ είναι. Η νύχτα είχε βαθύνει, ο ουρανός ήταν σκούρος και έναστρος. Τότε σκέφτηκα ότι η ρήση του σχετιζόταν με την παρατήρηση του ουρανού. Μετά σκέφτηκα ότι εδώ δεν υπάρχει γνώση, βρίσκομαι έξω από τον χώρο της βιβλιοθήκης και αισθάνθηκα αμηχανία, όμως η οικειότητά μου προς τον άγνωστο με κρατούσε εκεί.
Η γνώση είναι κρυμμένη, είπε αυτή τη φορά, γυρίζοντας το σώμα του προς το μέρος μου.
Πραγματικά εκεί δεν υπήρχε ούτε ένα βιβλίο, μόνο γυμνοί τοίχοι, το παρατηρητήριο, το τραπέζι και ο έναστρος ουρανός.
Εδώ δεν υπάρχει γνώση, αντιγύρισα.
Εδώ δεν υπάρχει αποθηκευμένη γνώση, απάντησε. Όπως βλέπετε όλα είναι γυμνά, όπως τότε που άρχισε ο κόσμος. Οι προσθήκες έρχονται μετά, αν έρθουν. Σε λίγο θα έρθει ―αν είμαστε τυχεροί― κάποιο πουλί και θα έχει κι αυτό έναν ήχο γυμνό σαν αυτό το δωμάτιο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει γνώση.
Ποια γνώση εννοείτε;
Κοιτάξτε, η δεδομένη γνώση έχει αποθηκευτεί πολύ καιρό πριν, είναι εκεί που την αφήσαμε, πίσω μας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι εδώ δεν υπάρχει τίποτε. Αυτό το τίποτε είναι πολύ σημαντικό, πρέπει να περπατήσει κανείς πολύ ―όπως περπατήσαμε για παράδειγμα εμείς― για να φτάσει σ’ αυτή. Κι όμως πολλές προσπάθειες έχουν γίνει σ’ αυτό το δωμάτιο. Όπως βλέπετε, το τραπέζι και το τηλεσκόπιο είναι παλιά, αδιευκρίνιστου χρόνου.
Κύριε, ξέρετε πόσο προσπαθώ.
Ξέρω. Ξέρω όμως ότι κάποια στιγμή θα φύγετε από κείνη τη γνώση.
Δηλαδή;
Τη γνώση που έχετε αποθηκεύσει. Πόσες μέρες και πόσες ώρες αφιερώσατε σ’ αυτήν, σκεφτείτε, και πόσες θ’ αφιερώσετε ακόμα.
Ως πότε θα γίνεται αυτό;
Δεν ξέρω, υποθέτω όμως μέχρι κάποιο σημείο. Ήδη είστε σε διαδικασία αμφισβήτησης.
Ακούστηκε πετάρισμα φτερών και ένα σκουρόχρωμο λεπτό πουλί κάθισε στο παράθυρο. Λόγω της σκίασης δεν βλέπαμε τα μάτια του. Τότε έβγαλε έναν ήχο γυμνό, πρωτόγνωρο και τόσο κοντινό, σαν αυτόν που με είχε προειδοποιήσει.
Ακούστε, είπε.
Πόσο όμορφο είναι, σκέφτηκα.
Αυτό το πλάσμα μέσα στη νύχτα και αυτός ο πρωτόγνωρος ξερός ήχος. Αυτή η ηχώ είναι πολύτιμη. Ξέρετε πόσες φορές έχει ακουστεί κι όμως αυτή εδώ είναι σαν την πρώτη φορά. Επειδή τίποτε δεν έχει αλλάξει. Μήπως κανείς θα μπορούσε να προσθέσει ή ν’ αφαιρέσει κάτι απ’ αυτόν τον ήχο;
Αμφιβάλλω.
Ξέρετε, δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι κατέχω ακόμη τη γνώση. Μόνο προσπαθώ, απάντησα.
Γιατί;
Γιατί έχω απορίες. Αλλά ομολογώ, μερικές φορές τυχαίνει να διαβάζω πράγματα που ούτε καν αναρωτιέμαι, για τα οποία δεν διερωτήθηκα.
Δεν μου απάντησε αλλά κατένευσε με κατανόηση.
Ήσασταν ειρωνικός απέναντί μου, εκεί στη βιβλιοθήκη. Μην αρνηθείτε, το είδα στο βλέμμα σας.
Σ’ αυτό το σημείο δεν απάντησε, δεν προσπάθησε ν’ αντιδράσει, όμως είδα στο βλέμμα του εκείνη την κατανόηση που διέκρινα και πριν να γίνεται όλο και πιο μεγάλη.
Σας συμμερίζομαι, είπε, αλλά…. Και κοίταξε από το παράθυρο το θέαμα του νυχτερινού ουρανού.
Κουράζομαι για όλο αυτό ξέρετε, και δεν είμαι ο μόνος. Δεκάδες άνθρωποι σαν εμένα κουράζονται για την αποθηκευμένη γνώση.
Πρέπει να μείνετε εδώ, μου είπε. Ήρθα για να σας οδηγήσω σ’ αυτό το δωμάτιο. Συνεχίστε αυτό που κάνετε, αλλά περάστε χρόνο και σε αυτό το δωμάτιο. Μέχρι εντέλει ν’ απομονωθείτε σ’ αυτό, ψιθύρισε. Μη φοβάστε. Αυτό δεν είναι απομόνωση, είναι το δωμάτιο, αν θέλετε, της ανακάλυψης. Όσοι έχουν έρθει εδώ πριν από σας έχουν κάτι ανακαλύψει.
Δίχως αμφιβολία μου το λέτε για να κάνετε πιο δελεαστική την προτροπή σας.
Θα μπορούσε να είναι κι έτσι, απάντησε μέσα στη σκέψη μου.
Δεν τον ξαναείδα όσες φορές κι αν επισκέφτηκα τη βιβλιοθήκη για τις καθιερωμένες μου αναζητήσεις. Η σχέση μου με το δωμάτιο όμως έχει γίνει σταθερή. Πηγαίνω και κάθομαι εκεί ατέλειωτες ώρες, σα να χάνεται ο χρόνος δίπλα μου, αλλά δεν έχω καταλάβει ακόμη τη σημασία αυτού του χρόνου μου εκεί.
Πηγαίνετε, εξακολουθώ ν’ ακούω τη φωνή του μέσα μου, και υπακούω σ’ αυτή την προτροπή.
Το φάντασμα της βιβλιοθήκης