Ηλίανθοι στο φανάρι

Ηλίανθοι στο φανάρι

Ξύπνησα με τη θλίψη να με περιβάλει, κουκούλι αραχνοΰφαντο.

Ώσπου η γη να μη γυρίζει πια... / Θα σ ᾿ αγαπώ...

Αγαπιέται ο ήλιος. Καίει και μ᾿αρέσει. Σύννεφα στο γαλανό ουρανό. Ριχτάρι στα κάγκελα. Βαθύ δαμασκηνί.
Ο αέρας πηγαινοφέρνει τη σακούλα τζάμπο από την κουζίνα στο διάδρομο. Χσσσσ χσσσσ. Χορεύει το ξύλινο αλογάκι, το τρένο... Νταν νταν νταν. Μεσημέρι. Ηλιοβασίλεμα. Απόψε δεν θέλω να δω.
Ξάστερη νύχτα. Η Μεγάλη και η μικρή άρκτος. Μια φέτα φεγγαριού, άλως.

Απόψε θα᾿ θελα κάτι χαρούμενο να ονειρευτώ... να μεθύσω, να τα σπάσω και να πιω...

Αίσθημα χαμένου χρόνου. Κλεμμένες στιγμές ζωής. Προκρίθηκαν άλλες, με σατέν κορδέλες. Τόποι με ευφάνταστα ονόματα, υποσχέσεις Παραδείσου.
Παράδεισος είναι οι άνθρωποι. Το ελάχιστο του ελαχίστου αρκεί.
Ο γιος τσιγαρίζει κιμά, μετράει το ρύζι. Καθαρίζω τις πιπεριές. Ο μικρός ανάβει το φούρνο. Καλή όρεξη.
Βαρετό αφτερνούν. Ταινίες ξαναϊδωμένες. Φεγγάρι στο παράθυρο. Αεροπλάνα έρχονται, φεύγουν. Κίνηση στον ουρανό, η μεγάλη άρκτος. Είκοσι Καλοκαίρια δεν την πρόσεχα. Αόμματη. Με την κουρτίνα στο μάτι. Γλαύκωμα ανεγχείρητο. Καταρράκτης.
Η Παναγία του Χάρου κρατάει στα χέρια τον Χριστό εσταυρωμένο. Στους Λειψούς. Βλασταίνουν οι ξεροί κρίνοι του επιταφίου. Κάθε χρόνο.
Ντοκιμαντέρ για το Μυστρά. Αγία Σοφία, Αγία Παρασκευή, Άγιοι Θεόδωροι... Παντάνασσα. Ζήτησα ευχή, αγόρασα μενταγιόν. Ήταν μπλεγμένο το σκοινί, πήγα να το ξεμπλέξω. Με σταμάτησε η μοναχή, «εγώ θα το κάνω παιδί μου», είπε. Αυτό το παιδί μου με έσφαξε.
«Κυριακή στο χωριό». Κούρεντα Ιωαννίνων. «Χαρά μας που ήρθατε», λέει ο πρόεδρος. Θεατρικός σύλλογος δήμου Ζίτσας. Όμορφη πόλη... ήσουν το κέντρο του κόσμου, κάποτε σ' όλη τη γη...
Φουστανέλες στον αέρα, γυροβολιές. Κλαρίνο Σάββας Τσιάτρας. Θα χορέψουν και οι καρέκλες... «Έως πενήντα», είπε η Πολιτική προστασία. «Τριάντα, είκοσι, δέκα, πέντε».
Ένα κορίτσι πλένει στη νεροτριβή. Βελέντζα πορτοκαλί. Την κουβαλάει με το καρότσι, βαριά.
Τη βάζουν να αρμέξει τη Μαγδάλω. Γωγώ Τσαμπά, ωπωπωπωπωπωπωπωπωωω. Ένας κρατάει τη γίδα από τα κέρατα, άλλος την στριμώχνει. «Τελείωσα», λέει το κορίτσι. «Να φέρουμε άλλη», απαπαπαπαπαπαπαπα. «Έλα Μαγδαληνή», λέει ο κύριος Κώστας κι αρπάζει την επόμενη γίδα. Όλες έτσι τις βάφτισαν.

Τραπέζι γεμάτο φαγητά. Λαγός στιφάδο. Γαλακτομπούρεκο. Τυρόπιτα, μακαρονόπιτα. Κοφτόπιτα με πλιγούρι, αυγά και τυρί. Πρωτοχρονιάτικη πίτα με φλουρί. Γιαπράκια, τηγανιτολουκουμάδες με μέλι και καρύδι. Τα σπάργανα του Χριστού, αντράκλα. Γιαχνί με κρεμμύδι ψιλοκομμένο και κρέας γίδινο. Συμμετέχω. Γεμιστά με κιμά και ρύζι. Ορφανά τέλος. Αγαπημένο φαγητό της μικρής Αγγελικής είναι το κοκορέτσι. Διαφημίσεις, να χωνέψουμε. Νυχτολούλουδο ανθισμένο.

Άιντε πήγαινα το δρόμο δρόμο... Γιάννη μου το Γιάννη μου το μαντήλι σου....

Αυτά τα Γιάννινα αγαπώ. Άιντε. Έλα. Γεια σου.

Τηλεφωνεί η πεθερά. «Το χορτάρι μεγάλωσε, να πάμε να ρίξουμε φάρμακο, φαρμάκι, να μην ξαναβγεί, τι το θέλει; Δέκα έφυγαν αυτή τη χρονιά. Καλά είναι, πονάνε τα πόδια, βάζει αλοιφή, λάδι. Τι πόνος είναι αυτός τώρα στα ενενήντα δύο». «Κάνε υπομονή Κυρά - Βαγγελιώ, λέω, λέμε μασλάτια». Το γιο της ήθελε.
Το φεγγάρι μεγαλώνει. Ο πολικός δείχνει το Βορρά.

«Πόσα όμορφα πράγματα ζήσαμε» ήταν η πρώτη σκέψη το πρωί.

Θαυμάζω. Ωραίο μπλε λουλουδάκι βγάζει ο τηλέγραφος. Σαν λαγουδάκι μοιάζει, σαν μελισσάκι. Επίμονος. Ανθεκτικός. Γεμίζει ο τόπος. Ο μωβ - ροζ ούτε απλώνει, ούτε δίνει από κάτω. Δύσκολος.
Ηλιοτρόπια ανθισμένα. Απότιστα, αραιωμένα. Δεν θα τα μαζέψουν. Δικαιολογούν την επιδότηση. Πόση ομορφιά. Τροφή για πετεινά του ουρανού. Ζήτω η αγρανάπαυση.

Ζέστη. Βαριεστημένοι πωλητές, πελάτες. Δεν έχει Ασφοδίλια, μενεξέδες, μήτε υάκινθους. Στο τέλος της λαϊκής μια γιαγιά έχει μεσημεράκια. Κι ένας παππούς σε κεσεδάκια. Αγοράζω το αγκάθι του Χριστού. Ο ανθοπώλης δίνει οδηγίες πλεύσης. Ήλιο χρειάζεται. Πήρα κι έναν τηλέγραφο ροζ - μωβ. Δυο μίνι κυπαρίσσια.
Μπουκαμβίλια στο πίσω κάθισμα αυτοκινήτου. Φούξια. Αυτή κι ο οδηγός. Ταξί. Λευκοί κρίνοι στα χέρια ανθοπώλισσας. Με τι καμάρι τους κρατούσε! Τους σήκωνε ψηλά, έκοβε τα κοτσάνια. Τσακ. Τσακ. Ηλίανθοι στο φανάρι. Στην αγκαλιά νεαρής. Πράσινο. Περνάμε απέναντι.
Ωραίες μάσκες παιδικές. Στο νηπιαγωγείο θα παίζουν μασκοφόρους εκδικητές, Ζορό, κακούς. Βρήκα ρούχα φτηνά σ ᾿ ένα μαγαζάκι. Η πωλήτρια - ιδιοκτήτρια είχε τα πόδια πάνω στο γραφείο. Δεν περίμενε ν ᾿ αγοράσω. Με γέμισε ευχές. «Καλοφόρετα, υγεία, να τα χαρείτε, να ξανάρθετε...». Είπαμε για την αγορά, τον Κόβιντ, τα παιδιά.
Στην είσοδο πολυκαταστήματος σεκιουριτάς με τη μάσκα κολιέ. Η κοπέλα τη φορούσε κάτω από τη μύτη. Ένας την είχε ξεχάσει, φώναζε: «Χυμό να πάρεις μαμά, πατατάκια, διάφορα». Θα ήταν πενήντα. Δεν αγόρασα ζελεδάκια, με επηρέασε. Πήρα μπισκότα γεμιστά με σοκολάτα και χαλβά.

Μετανάστες στην άκρη του δρόμου. Δυο δυο, τρεις τρεις, με ένα μπουκάλι νερό στο χέρι. Βγαίνουν μέσα από χωράφια, πίσω από σπίτια. Κοιτάμε, δεν κοιτάνε. Νέα, όμορφα παλληκάρια. Έρχονται απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη... Η ζωή περπατάει στην άκρη του δρόμου.

«ΜΕΡΑ 25, Σήκω και πολέμα, Σ᾿αγαπώ, Είσαι έρωτας, Όλυ κάτι... Επιγραφές στα στηθαία.

Τανγκό στο ραδιόφωνο.

Χθες μεσάνυχτα και κάτι κατηφόρισα... τραγουδούσε ο Μίμης Σουλιώτης με τον Αλκίνοο παρέα. Εμείς σεκόντο. Παύση.
Με το άγαλμα στο δρόμο προχώρησε και ο Γιάννης Πουλόπουλος. Καληνύχτα Γιάννη.
Χωρίς φεγγάρι απόψε. Συννεφιά. Βροχή. Χαλάζι.
Σπρώξε, τράβα, τον φάγαμε τον Αύγουστο.
Η καλή γατούλα, έρχεται στην πόρτα. Βάζει το πόδι, την μουσούδα, Ό χ ι, λέμε. Η κακή γατούλα ρίχνει τις γλάστρες από τα περβάζια.
Με κέρασαν καφέ και γλυκό κεράσι από το Πήλιο. Σπιτικό.

Άγιε Φανούριε.

Σε είδα στον ύπνο μου. Ένοιωσα ότι ελευθερώθηκα από κάτι. Δεν μου έδωσε χαρά. Η ελευθερία καμιά φορά βαραίνει. Η ζωή μοιάζει επίπεδη, όλα γίνονται ίσα, όμοια, αδιάφορα. Το μικρό, το μεγάλο, το σημαντικό, το ασήμαντο εξαφανίζονται.

Άλλος για Χίο τράβηξε κι άλλος για Μυτιλήνη...

Κάποιοι πάνε ταξίδι στον Ειρηνικό, τον Ατλαντικό, στις Μαλδίβες, στο Μάτσου Πίτσου...
Οι Ιφιγένειες βάφονται στα καμαρίνια.
Καιρός να παίξουμε εαυτόν. Η μπάλα στη σέντρα. Σφύριξε...

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: