Λουί Αραγκόν: C [ Οι Γέφυρες του Σε ]

Λουί Αραγκόν: C [ Οι Γέφυρες του Σε ]

Πέρασα τις Γέφυρες του Σε
– και έτσι η ιστορία άρχισε.

Ένα τραγούδι για άλλες εποχές,
έναν ιππότη με λαβωματιές,

και ένα ρόδο στο χώμα ριχτό·
τον κορσέ μιας γυναίκας λυτό.

Για το κάστρο ενός παράφρονα
δούκα, με κύκνους στην τάφρο.

Για κείνο το λιβάδι, όπου θα στη-
σει το χορό της η Αιώνια Μνηστή.

Και ήπια, σαν το γάλα δροσερό,
το τραγούδι εκείνων των καιρών.

Οι σκέψεις μου πάνε με τα κύματα
του Λίγηρα, έως τα γερτά οχήματα,

τα όπλα – που έχουνε πια σιγήσει·
τα δάκρυα που δεν έχουν σβήσει.

Γαλλία μου προδομένη! Για σε
– πέρασα τις Γέφυρες του Σε.

Λουί Aραγκόν
Λουί Aραγκόν

Σημείωμα:

Το 1940, όταν οι γερμανικές φάλαγγες μπαίνουν πια στο Παρίσι κι εδραιώνεται το κατοχικό καθεστώς (Κυβέρνηση του Βισύ), ο Γάλλος ποιητής Λουί Αραγκόν καταφέρνει και περνάει στις μη κατακτημένες περιοχές του γαλλικού Νότου (Ελεύθερη Ζώνη). Μαζί με τη γυναίκα του Έλσα Τριολέ πρωτοστατούν στην ίδρυση και τη δράση της –αντιστασιακής– Επιτροπής Συγγραφέων της Ελεύθερης Ζώνης. Το 1942 εκδίδει τη συλλογή Τα μάτια της Έλσας – όπου περιλαμβάνεται και το ποίημα που έχει τον τίτλο «C».
Το ποίημα χτίζεται σε εννέα δίστιχα με αυστηρή και αποκλειστική ρίμα (εν προκειμένω, σε «σε/c»)· κάτι που για το ασκημένο γαλλικό αυτί θυμίζει τη μεσαιωνική ποιητική φόρμα «lai», ένα είδος που υπηρέτησαν οι τροβαδούροι της Προβηγκίας. (Η παρούσα ελληνική απόδοση κρατάει τα εννέα δίστιχα και τη ζευγαρωτή ρίμα, όχι όμως και την αποκλειστική).
Ο τίτλος παραπέμπει στις «Γέφυρες του Καίσαρα» (César), τις γέφυρες που έχτισε ο Ιούλιος Καίσαρας στο Ρήνο ποταμό ύστερα από τη νίκη του επί των Γαλατών. Ο θρύλος θέλει έναν Γαλάτη αρχηγό να κόβει το χέρι του τεχνίτη που πήγαινε να χαράξει στη γέφυρα το όνομα του Καίσαρα· έτσι πρόλαβε να χαραχτεί μόνο το πρώτο γράμμα («C»).
Η πρώτη στροφή ξεκινάει με τον πρωτοπρόσωπο, αφηγηματικό στίχο, «πέρασα τις Γέφυρες του Σε»· κι ευθύς πετυχαίνει μια μετάβαση, όχι τόσο στο χώρο (πέρασμα της γέφυρας), όσο στο χρόνο: Μας μεταφέρει στο Μεσαίωνα, στον ιπποτικό έρωτα (που δίνεται ως «fin’amor», εκλεπτυσμένος, μαζί όμως και σωματικός: βλ. «ρόδο»/«λυτός κορσές») και στα «τραγούδια των παλιών καιρών», με τα οποία έχει γαλουχηθεί (σαν γάλα μητρικό) ο ποιητής. Υπονοείται η μάχη με έναν «παράφρονα δούκα»· κι εικονίζεται μια ιδεατή γυναικεία φιγούρα, η «Αιώνια Μνηστή».
Στο ποίημα υφαίνεται ένα σχέδιο ερωτικής, και εντέλει ηθικής - πολιτικής προσήλωσης: Γίνεται καθαρό πλέον αυτό, όταν στο ποίημα εισβάλει προς το κλείσιμο ξανά το ιστορικό παρόν: tα «παραδομένα όπλα», τα νωπά ακόμη δάκρυα και η «προδομένη» Γαλλία-Γυναίκα. Ο τελικός στίχος ταυτίζεται με τον πρώτο, επαναφέροντας έτσι την τρέχουσα στιγμή και το προσωπικό πλαίσιο δράσης (και αποστολής).
Εφόσον το ποίημα διαβαστεί, όπως ο συγγραφέας μας βάζει να το κάνουμε, στο πλαίσιο του ιπποτισμού, ενθαρρύνεται μια ακόμη εδώ συσχέτιση: με το επεισόδιο από τον Λάνσελοτ του Γάλλου ποιητή του 12ου αιώνα Κρετιέν ντε Τρουά. Όπου ο Λάνσελοτ αναδέχεται το χρέος να διαβεί έναν ποταμό επάνω στη λάμα ενός ξίφους για να σώσει τη Γκουίνεβιρ. Ο Αραγκόν, στα 1940, στα «μεσάνυχτα του αιώνα», ακολουθεί εδώ πιστά τον βηματισμό («σε αυστηρή και αποκλειστική ρίμα») του Ιππότη - Άντρα - Τροβαδούρου που χρίζει ως ποιητική του persona: Περνάει τον Λίγηρα ποταμό για να βρεθεί στην νότια, ελεύθερη Γαλλία, ώστε να αναλάβει αγωνιστική - αντιστασιακή δράση. Δεν λέει εξάλλου κάτι διαφορετικό και στο κλείσιμο ενός άλλου ποιήματός του, από την ίδια συλλογή (Παράπονο για την τέταρτη επέτειο μιας αγάπης):

«η Γαλλία και ο έρωτας τα ίδια δάκρυα κλαίνε
τίποτα δεν τελειώνει με τα τραγούδια».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: