«Το κενό εξουσίας» ή «Το άρθρο των πυγολαμπίδων»

Μετάφραση: Ευαγγελία Πολύμου

Ο Παζολίνι και οι πυγολαμπίδες


Σου απα­γό­ρευ­σαν να λά­μπεις / κι όμως εσύ λά­μπεις.
ΠΑΖΟΛΙΝΙ

Οι πυ­γο­λα­μπί­δες, αυ­τά τα μι­κρο­σκο­πι­κά θαύ­μα­τα της φύ­σης που τρε­μο­φέγ­γουν στο σκο­τά­δι, πο­τέ δεν έπα­ψαν να απο­τε­λούν πη­γή έμπνευ­σης για ποι­η­τές και πε­ζο­γρά­φους. Εί­ναι έντο­μα κο­λε­ό­πτε­ρα της οι­κο­γέ­νειας Λα­μπυ­ρί­δες, που δεν ξε­περ­νούν το ένα με ενά­μι­σι εκα­το­στό, και φω­σφο­ρί­ζουν χά­ρη στο έν­ζυ­μο λου­σι­φε­ρά­ση που δρα πά­νω στη λου­σι­φε­ρί­νη — πα­ρου­σία οξυ­γό­νου — στο πί­σω μέ­ρος της ου­ράς τους: με αυ­τή τη βιο­φω­ταύ­γεια οι πυ­γο­λα­μπί­δες κα­λούν, σε συ­νεύ­ρε­ση ή χο­ρό, τους ερω­τι­κούς τους συ­ντρό­φους.
Οι πυ­γο­λα­μπί­δες ανα­δει­κνύ­ο­νται σε επα­να­λαμ­βα­νό­με­νο μο­τί­βο με συμ­βο­λι­κή αξία σε όλο το συγ­γρα­φι­κό και κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό έρ­γο του Πιερ Πά­ο­λο Πα­ζο­λί­νι (1922 - 1975), από τα νε­α­νι­κά του χρό­νια ως το τέ­λος της ζω­ής του. Στα κεί­με­νά του ο Πα­ζο­λί­νι ταυ­τί­ζει τον εαυ­τό του και την Αντί­στα­ση με το παλ­λό­με­νο φως των πυ­γο­λα­μπί­δων: οι πυ­γο­λα­μπί­δες ανά­γο­νται στα­δια­κά σε πο­λι­τι­κό και ιστο­ρι­κό ζη­τού­με­νο, με­τα­μορ­φώ­νο­νται σε αγνά και φω­το­βό­λα όντα που αντι­στέ­κο­νται στην εξα­θλί­ω­ση και το σκο­τά­δι που βυ­θί­ζει τη χώ­ρα ο φα­σι­σμός.
Ο Πα­ζο­λί­νι δη­μο­σιεύ­ει την 1η Φε­βρουα­ρί­ου 1975 στην εφη­με­ρί­δα Corriere della Sera ένα αλ­λη­γο­ρι­κό άρ­θρο «Το κε­νό εξου­σί­ας» (Il vuoto del potere), που μι­λά για τη με­τα­πο­λί­τευ­ση στην Ιτα­λία και τον πο­λι­τι­κό και κοι­νω­νι­κό ξε­πε­σμό της. Τον ίδιο χρό­νο, το ίδιο άρ­θρο αλ­λά με τον τί­τλο «Το άρ­θρο των πυ­γο­λα­μπί­δων» (L’articolo delle lucciole), θα συ­μπε­ρι­λη­φθεί στον τό­μο με τον τί­τλο Κουρ­σά­ρι­κα γρα­πτά (1975).[1] Λί­γους μή­νες αρ­γό­τε­ρα, τη νύ­χτα με­τα­ξύ 1 και 2 Νο­εμ­βρί­ου, ο Πα­ζο­λί­νι δο­λο­φο­νεί­ται.

Σε αυ­τό το άρ­θρο «Το κε­νό εξου­σί­ας» ή «Το άρ­θρο των πυ­γο­λα­μπί­δων» ο Πα­ζο­λί­νι, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας κα­τά τρό­πο ποι­η­τι­κό και με­τα­φο­ρι­κό την εξα­φά­νι­ση των πυ­γο­λα­μπί­δων λό­γω της μό­λυν­σης του πε­ρι­βάλ­λο­ντος και ει­δι­κά των υγρο­τό­πων της, επι­χει­ρεί μια κοι­νω­νιο­λο­γι­κή-φι­λο­σο­φι­κή ανά­λυ­ση της κοι­νω­νί­ας της δε­κα­ε­τί­ας του ’70. Κά­νει λό­γο για τρεις δια­κρι­τές πε­ριό­δους της ιστο­ρί­ας της Δη­μο­κρα­τί­ας στην Ιτα­λία: α) Πριν την εξα­φά­νι­ση των πυ­γο­λα­μπί­δων, β) Κα­τά τη διάρ­κεια της εξα­φά­νι­σης των πυ­γο­λα­μπί­δων και γ) Με­τά την εξα­φά­νι­ση των πυ­γο­λα­μπί­δων.
Η πε­ρί­ο­δος που προη­γεί­ται της εξα­φά­νι­σης συ­μπί­πτει με την κυ­ριαρ­χία του χρι­στια­νο­δη­μο­κρα­τι­κού κα­θε­στώ­τος που, κα­τά τον Πα­ζο­λί­νι, απο­τε­λεί συ­νέ­χεια του Ιτα­λι­κού νεο-φα­σι­σμού, θε­ω­ρεί δε το χρι­στια­νο­δη­μο­κρα­τι­κό κα­θε­στώς υπεύ­θυ­νο για τη συ­ντρι­βή του προ­λε­τα­ριά­του από την μπουρ­ζουα­ζία, τον κα­τα­πιε­στι­κό κρα­τι­κό κομ­φορ­μι­σμό: «Ο επαρ­χιω­τι­σμός, η χο­ντρο­κο­πιά και η άγνοια τό­σο των “ελίτ” όσο και, σε δια­φο­ρε­τι­κό επί­πε­δο, των μα­ζών, ήταν οι κοι­νοί τό­ποι και κα­τά τη διάρ­κεια του φα­σι­σμού όσο και κα­τά την πρώ­τη φά­ση της χρι­στια­νο­δη­μο­κρα­τι­κής κυ­ριαρ­χί­ας».
Κα­τά τη διάρ­κεια της εξα­φά­νι­σης κα­νείς ―ού­τε καν οι δια­νο­ού­με­νοι― δεν αντι­λή­φθη­κε ότι οι πυ­γο­λα­μπί­δες αφα­νί­ζο­νταν λί­γο λί­γο, κα­νείς δεν αντι­λή­φθη­κε την πο­λι­τι­κή και πο­λι­τι­σμι­κή «γε­νο­κτο­νία», για την οποία μι­λού­σε στο «Μα­νι­φέ­στο» του ο Μαρξ, και την επί­πλα­στη οι­κο­νο­μι­κή ευ­ρω­στία που συγ­χε­ό­ταν με την ευ­η­με­ρία.

Και φτά­νου­με στην πε­ρί­ο­δο με­τά την εξα­φά­νι­ση, που εί­ναι η πε­ρί­ο­δος του κε­νού. Ο Πα­ζο­λί­νι πρε­σβεύ­ει ότι το αδύ­να­μο φως των πυ­γο­λα­μπί­δων εξα­φα­νί­ζε­ται μέ­σα στο κε­νό εξου­σί­ας των χρι­στια­νο­δη­μο­κρα­τών, οι οποί­οι «δεν υπο­ψιά­στη­καν καν πως η εξου­σία, που εκεί­νοι ασκού­σαν και έλεγ­χαν, δεν υπέ­στη απλώς μια “ομα­λή” εξέ­λι­ξη, μα άλ­λα­ξε ρι­ζι­κά τη φύ­ση της». Ένα κε­νό που σχε­δόν ψη­λα­φεί­ται στα χα­μο­γε­λα­στά πρό­σω­πα των πο­λι­τι­κών, στις πέν­θι­μες μά­σκες τους και στα κού­φια λό­για των στε­ρε­ό­τυ­πων υπο­σχέ­σε­ών τους. Όμως αυ­τό το κε­νό δεν εί­ναι μό­νο πο­λι­τι­κό, αντα­να­κλά­ται και στην κοι­νω­νία και στη χώ­ρα ολό­κλη­ρη, ανι­χνεύ­ε­ται στην υπο­νό­μευ­ση των πα­λαιών πραγ­μα­τι­κών αξιών, στην ανε­ξέ­λεγ­κτη βιο­μη­χα­νο­ποί­η­ση και στον ψυ­χα­να­γκα­στι­κό κα­τα­να­λω­τι­σμό που πα­ρα­μορ­φώ­νει τη συ­νεί­δη­ση του λα­ού: «Κα­νέ­νας φα­σι­στι­κός συ­γκε­ντρω­τι­σμός δεν κα­τά­φε­ρε να κά­νει αυ­τό που έκα­νε ο συ­γκε­ντρω­τι­σμός του κα­τα­να­λω­τι­κού πο­λι­τι­σμού».

Ο φι­λό­σο­φος και ιστο­ρι­κός της τέ­χνης Georges Didi-Huberman, στο βι­βλίο του Επι­βί­ω­ση των Πυ­γο­λα­μπί­δων (2009),[2] με αφορ­μή το «άρ­θρο των πυ­γο­λα­μπί­δων», θε­ω­ρεί ότι οι πυ­γο­λα­μπί­δες του Πα­ζο­λί­νι δεν εί­ναι πα­ρά ένα σι­νιά­λο μέ­σα στη νύ­χτα, εί­ναι τρό­πος άσκη­σης της πο­λι­τι­κής. Υπο­στη­ρί­ζει ακό­μη ότι η επι­βί­ω­σή τους εξαρ­τά­ται από εμάς, γι’ αυ­τό μας κα­λεί να ανα­ζη­τή­σου­με τη λάμ­ψη τους, «να τις κοι­τά­ξου­με μέ­σα στο πα­ρόν της επι­βί­ω­σής τους: πρέ­πει να τις δού­με να χο­ρεύ­ουν ζω­ντα­νές στην καρ­διά της νύ­χτας, μια νύ­χτα την οποία ίσως σα­ρώ­νουν […] κά­ποιοι σκλη­ροί προ­βο­λείς. Ακό­μα κι αν τις δού­με για ελά­χι­στο χρό­νο. Έστω κι αν εί­ναι μι­κρο­σκο­πι­κές για το μά­τι: χρειά­ζο­νται πε­ρί­που πέ­ντε χι­λιά­δες πυ­γο­λα­μπί­δες για να πα­ρα­χθεί φως ίσο με μια λά­μπα».

Και το άρ­θρο των πυ­γο­λα­μπί­δων ολο­κλη­ρώ­νε­ται με την ποι­η­τι­κή επί­κλη­ση του Πα­ζο­λί­νι: «εγώ, όσο πο­λυ­ε­θνι­κός κι αν εί­μαι, όλη τη Montedison θα έδι­να για μια πυ­γο­λα­μπί­δα».

Ευαγ­γε­λία Πο­λύ­μου


«Το κενό εξουσίας» ή «Το άρθρο των πυγολαμπίδων»

Πιερ Πάολο Παζολίνι


«Το κε­νό εξου­σί­ας» ή «Το άρ­θρο των πυ­γο­λα­μπί­δων»

Corriere della Sera, 1 Φεβρουαρίου 1975


«Η διά­κρι­ση ανά­με­σα στον όρο φα­σι­σμός ως επί­θε­το και στον όρο φα­σι­σμός ως ου­σια­στι­κό ανά­γε­ται ού­τε λί­γο ού­τε πο­λύ στο πε­ριο­δι­κό Il Politecnico, δη­λα­δή στην πε­ρί­ο­δο αμέ­σως με­τά τον πό­λε­μο…». Έτσι αρ­χί­ζει το άρ­θρο τού Φράν­κο Φορ­τί­νι για τον φα­σι­σμό (L’Europeo, 26-12-1974): άρ­θρο το οποίο, όπως λέ­νε, το προ­συ­πο­γρά­φω πλή­ρως. Δεν συμ­με­ρί­ζο­μαι όμως τη με­ρο­λη­πτι­κή ει­σα­γω­γή. Πράγ­μα­τι η διά­κρι­ση με­τα­ξύ «φα­σι­σμών» που έγι­νε στις σε­λί­δες του Politecnico δεν εί­ναι ού­τε κα­τάλ­λη­λη ού­τε επί­και­ρη. Μπο­ρού­σε να ισχύ­ει μέ­χρι πριν δέ­κα χρό­νια πε­ρί­που, όταν το χρι­στια­νο­δη­μο­κρα­τι­κό κα­θε­στώς ήταν ακό­μα η κα­θα­ρή και απλή συ­νέ­χεια του φα­σι­στι­κού κα­θε­στώ­τος. Όμως πριν από μια δε­κα­ε­τία, συ­νέ­βη «κά­τι». «Κά­τι» που δεν υπήρ­χε κι ού­τε ήταν προ­βλέ­ψι­μο όχι μό­νο την επο­χή τού Politecnico, αλ­λά ού­τε καν ένα χρό­νο πριν συμ­βεί (και μά­λι­στα, όπως θα δού­με, ού­τε ενώ συ­νέ­βαι­νε).

Η πραγ­μα­τι­κή σύ­γκρι­ση με­τα­ξύ «φα­σι­σμών» δεν μπο­ρεί λοι­πόν να γί­νε­ται «χρο­νο­λο­γι­κά», με­τα­ξύ του φα­σι­στι­κού φα­σι­σμού και του χρι­στια­νο­δη­μο­κρα­τι­κού φα­σι­σμού, αλ­λά με­τα­ξύ του φα­σι­στι­κού φα­σι­σμού και του ρι­ζι­κά, ολο­κλη­ρω­τι­κά, απρό­βλε­πτα νέ­ου φα­σι­σμού που γεν­νή­θη­κε από εκεί­νο το «κά­τι» που συ­νέ­βη πριν από μια δε­κα­ε­τία.

Αφού εί­μαι συγ­γρα­φέ­ας, και γρά­φω ασκώ­ντας κρι­τι­κή, ή του­λά­χι­στον συ­ζη­τώ, με άλ­λους συγ­γρα­φείς, επι­τρέψ­τε μου να δώ­σω έναν ορι­σμό ποι­η­τι­κο-λο­γο­τε­χνι­κού χα­ρα­κτή­ρα σε αυ­τό το φαι­νό­με­νο που συ­νέ­βη στην Ιτα­λία πριν από δέ­κα χρό­νια. Κά­τι τέ­τοιο θα απλου­στεύ­σει και θα συ­ντο­μεύ­σει τον λό­γο μας (και πι­θα­νό­τα­τα να συμ­βά­λει σε μια κα­λύ­τε­ρη κα­τα­νό­η­ση).

Στις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του εξή­ντα, λό­γω της ατμο­σφαι­ρι­κής ρύ­παν­σης, κυ­ρί­ως, στην ύπαι­θρο και λό­γω της μό­λυν­σης των νε­ρών (των γα­λά­ζιων πο­τα­μών και των διά­φα­νων κα­να­λιών), οι πυ­γο­λα­μπί­δες άρ­χι­σαν να εξα­φα­νί­ζο­νται. Το φαι­νό­με­νο ήταν ανα­πά­ντε­χο και πρω­το­φα­νές. Μέ­σα σε λί­γα χρό­νια οι πυ­γο­λα­μπί­δες δεν υπήρ­χαν πια. (Τώ­ρα εί­ναι ανά­μνη­ση του πα­ρελ­θό­ντος αρ­κε­τά σπα­ρα­κτι­κή, κι ένας ηλι­κιω­μέ­νος που έχει τέ­τοιες ανα­μνή­σεις, αδυ­να­τεί να ανα­γνω­ρί­σει στους ση­με­ρι­νούς νέ­ους τον εαυ­τό του νέο, και γι’ αυ­τό δεν έχει πια νό­η­μα η ανα­πό­λη­ση εκεί­νου του και­ρού).

Αυ­τό το «κά­τι» που συ­νέ­βη πριν από μια δε­κα­ε­τία θα το ονο­μά­σω «εξα­φά­νι­ση των πυ­γο­λα­μπί­δων».

Το χρι­στια­νο­δη­μο­κρα­τι­κό κα­θε­στώς εί­χε δύο από­λυ­τα δια­κρι­τές φά­σεις, που όχι μό­νο δεν μπο­ρούν να συ­γκρι­θούν με­τα­ξύ τους, δη­μιουρ­γώ­ντας μια κά­ποια συ­νέ­χεια, αλ­λά δια­μορ­φώ­θη­καν εντε­λώς ασύμ­με­τρα από ιστο­ρι­κή άπο­ψη. Η πρώ­τη φά­ση αυ­τού του κα­θε­στώ­τος (όπως πο­λύ σω­στά επέ­με­ναν πά­ντα να το απο­κα­λούν οι ρι­ζο­σπά­στες) εί­ναι αυ­τή που ξε­κι­νά­ει από το τέ­λος του πο­λέ­μου και φτά­νει ως την εξα­φά­νι­ση των πυ­γο­λα­μπί­δων, η δεύ­τε­ρη φά­ση εί­ναι αυ­τή που ξε­κι­νά­ει από την εξα­φά­νι­ση των πυ­γο­λα­μπί­δων και φτά­νει ως σή­με­ρα. Ας τις εξε­τά­σου­με μία μία.


Πριν την εξαφάνιση των πυγολαμπίδων

Η συ­νέ­χεια με­τα­ξύ φα­σι­στι­κού φα­σι­σμού και χρι­στια­νο­δη­μο­κρα­τι­κού φα­σι­σμού εί­ναι ολο­κλη­ρω­τι­κή. Δεν θα ανα­φέ­ρω εδώ όσα λέ­γο­νταν ακό­μα και τό­τε σχε­τι­κά με αυ­τό, ίσως μά­λι­στα και στο ίδιο το Politecnico: η κά­θαρ­ση που δεν έγι­νε, η συ­νέ­χι­ση των κω­δί­κων, η αστυ­νο­μι­κή βία, η πε­ρι­φρό­νη­ση του Συ­ντάγ­μα­τος. Θα επι­κε­ντρω­θώ στο ση­μείο που αρ­γό­τε­ρα θα βά­ρυ­νε μια ανα­δρο­μι­κή ιστο­ρι­κή εκτί­μη­ση. Η δη­μο­κρα­τία που οι χρι­στια­νο­δη­μο­κρά­τες αντι­φα­σί­στες αντι­πα­ρέ­θε­ταν στη φα­σι­στι­κή δι­κτα­το­ρία, ήταν ξε­διά­ντρο­πα τυ­πι­κή.
Ιδρύ­θη­κε με από­λυ­τη πλειο­ψη­φία που απο­κτή­θη­κε με τις ψή­φους των τε­ρά­στιων με­σαί­ων τά­ξε­ων και των αγρο­τι­κών μα­ζών, υπό τη δια­χεί­ρι­ση του Βα­τι­κα­νού. Αυ­τή η δια­χεί­ρι­ση του Βα­τι­κα­νού ήταν εφι­κτή μό­νο αν βα­σι­ζό­ταν σε ένα από­λυ­τα κα­τα­πιε­στι­κό κα­θε­στώς. Σε αυ­τόν τον κό­σμο, οι «αξί­ες» που προ­βάλ­λο­νταν, ήταν οι ίδιες με αυ­τές του φα­σι­σμού: η Εκ­κλη­σία, η Πα­τρί­δα, η οι­κο­γέ­νεια, η υπα­κοή, η πει­θαρ­χία, η τά­ξη, η απο­τα­μί­ευ­ση, η ηθι­κή. Τέ­τοιες «αξί­ες» (όπως εξάλ­λου και κα­τά τη διάρ­κεια του φα­σι­σμού) ήταν επί­σης «αξί­ες πραγ­μα­τι­κές»: ανή­καν δη­λα­δή στους ιδιαί­τε­ρους και συ­γκε­κρι­μέ­νους πο­λι­τι­σμούς που απο­τε­λού­σαν την πα­μπά­λαιη αγρο­τι­κή και πα­λαιο­βιο­μη­χα­νι­κή Ιτα­λία. Αλ­λά από τη στιγ­μή που θε­ω­ρή­θη­καν ως εθνι­κές «αξί­ες», δεν μπο­ρού­σαν πα­ρά να χά­σουν το νό­η­μά τους και να με­τα­τρα­πούν σε έναν σκλη­ρό, ηλί­θιο και κα­τα­πιε­στι­κό κρα­τι­κό κομ­φορ­μι­σμό: ο κομ­φορ­μι­σμός της φα­σι­στι­κής και χρι­στια­νο­δη­μο­κρα­τι­κής εξου­σί­ας. Ο επαρ­χιω­τι­σμός, η χο­ντρο­κο­πιά και η άγνοια τό­σο των «ελίτ» όσο και, σε δια­φο­ρε­τι­κό επί­πε­δο, των μα­ζών, ήταν οι κοι­νοί τό­ποι και κα­τά τη διάρ­κεια του φα­σι­σμού όσο και κα­τά την πρώ­τη φά­ση της χρι­στια­νο­δη­μο­κρα­τι­κής κυ­ριαρ­χί­ας. Πα­ρα­δείγ­μα­τα αυ­τής της άγνοιας εί­ναι ο πραγ­μα­τι­σμός και ο φορ­μα­λι­σμός του Βα­τι­κα­νού.
Όλα αυ­τά φαί­νο­νται σή­με­ρα σα­φή και ανα­ντίρ­ρη­τα, τό­τε όμως, από την πλευ­ρά των δια­νο­ου­μέ­νων και της αντι­πο­λί­τευ­σης, εξέ­τρε­φαν πα­ρά­λο­γες ελ­πί­δες. Έλ­πι­ζαν ότι όλα αυ­τά δεν ήταν από­λυ­τα αλη­θι­νά και ότι ίσως αυ­τή η τυ­πι­κή δη­μο­κρα­τία τε­λι­κά να εί­χε κά­ποιο νό­η­μα. Τώ­ρα, πριν πε­ρά­σου­με στη δεύ­τε­ρη φά­ση, θα πρέ­πει να αφιε­ρώ­σω δύο λέ­ξεις στη στιγ­μή της με­τά­βα­σης.

Κατά τη διάρκεια της εξαφάνισης των πυγολαμπίδων


Στην πε­ρί­ο­δο αυ­τή, η διά­κρι­ση με­τα­ξύ δια­φο­ρε­τι­κών μορ­φών φα­σι­σμού, για τις οποί­ες έγι­νε λό­γος στις σε­λί­δες του Politecnico, μπο­ρού­σε να λει­τουρ­γή­σει. Πράγ­μα­τι, τό­σο η με­γά­λη χώ­ρα που σχη­μα­τι­ζό­ταν μέ­σα στη χώ­ρα —δη­λα­δή η ερ­γα­τι­κή και αγρο­τι­κή μά­ζα που ορ­γα­νώ­θη­κε από το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα Ιτα­λί­ας— όσο και οι πιο προ­χω­ρη­μέ­νοι δια­νο­ού­με­νοι και κρι­τι­κοί, δεν εί­χαν αντι­λη­φθεί ότι «οι πυ­γο­λα­μπί­δες εξα­φα­νί­ζο­νταν». Ήταν αρ­κε­τά κα­λά ενη­με­ρω­μέ­νοι από την κοι­νω­νιο­λο­γία (που εκεί­να τα χρό­νια έθε­τε σε κρί­ση τη μαρ­ξι­στι­κή μέ­θο­δο ανά­λυ­σης), αλ­λά επρό­κει­το για πλη­ρο­φο­ρί­ες που δεν υπο­στη­ρί­ζο­νταν ακό­μη από την εμπει­ρία, τυ­πο­ποι­η­μέ­νες στην ου­σία. Κα­νείς δεν μπο­ρού­σε να υπο­ψια­στεί την ιστο­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που θα απο­τε­λού­σε το άμε­σο μέλ­λον· ού­τε να ταυ­τί­σει αυ­τό που τό­τε ονο­μα­ζό­ταν «ευ­η­με­ρία» με την «ανά­πτυ­ξη» που θα επι­φέ­ρει για πρώ­τη φο­ρά στην Ιτα­λία την ολο­σχε­ρή εκεί­νη «γε­νο­κτο­νία» για την οποία μι­λού­σε στο «Μα­νι­φέ­στο» ο Μαρξ.

Μετά την εξαφάνιση των πυγολαμπίδων


Οι εθνι­κο­ποι­η­μέ­νες και συ­νε­πώς πα­ρα­ποι­η­μέ­νες «αξί­ες» του πα­λιού αγρο­τι­κού και πα­λαιο­κα­πι­τα­λι­στι­κού κό­σμου, ξαφ­νι­κά δεν με­τρούν πια. Εκ­κλη­σία, πα­τρί­δα, οι­κο­γέ­νεια, υπα­κοή, τά­ξη, οι­κο­νο­μία, ηθι­κή: τί­πο­τα από αυ­τά δεν με­τρά­ει πια. Και δεν χρη­σι­μεύ­ουν ού­τε ως υπο­κα­τά­στα­τα. Επι­βιώ­νουν σ’ έναν πε­ρι­θω­ριο­ποι­η­μέ­νο κλη­ρι­κο-φα­σι­σμό (ακό­μη και το MSI ου­σια­στι­κά τις απορ­ρί­πτει). Αντι­κα­θί­στα­νται από τις «αξί­ες» ενός νέ­ου τύ­που πο­λι­τι­σμού, εντε­λώς «αλ­λιώ­τι­κου» σε σχέ­ση με τον αγρο­τι­κό και πα­λαιο­βιο­μη­χα­νι­κό πο­λι­τι­σμό. Την ίδια εμπει­ρία έχουν ήδη βιώ­σει και άλ­λα κρά­τη. Όμως στην Ιτα­λία εί­ναι κά­τι εντε­λώς ιδιαί­τε­ρο, για­τί πρό­κει­ται για την πρώ­τη πραγ­μα­τι­κή «ενο­ποί­η­ση» που υπέ­στη η χώ­ρα μας, ενώ σε άλ­λες χώ­ρες επι­βλή­θη­κε εί­τε με μια ενιαία μο­ναρ­χία, εί­τε με μια με­τα­γε­νέ­στε­ρη αστι­κή και βιο­μη­χα­νι­κή ενο­ποί­η­ση. Το ιτα­λι­κό τραύ­μα που προ­κά­λε­σε η επα­φή με­τα­ξύ της πλου­ρα­λι­στι­κής «αρ­χαϊ­κό­τη­τας» και της βιο­μη­χα­νι­κής ισο­πέ­δω­σης έχει ίσως μό­νο ένα προη­γού­με­νο: την προ του Χί­τλερ Γερ­μα­νία. Και εδώ οι αξί­ες από τις ποι­κί­λες δια­κρι­τές κουλ­τού­ρες κα­τα­στρά­φη­καν από τη βί­αιη εξο­μοί­ω­ση της βιο­μη­χα­νο­ποί­η­σης, που έχει ως συ­νέ­πεια τον σχη­μα­τι­σμό εκεί­νων των τε­ρά­στιων μα­ζών, που δεν εί­ναι πλέ­ον πρω­το­γε­νείς (αγρο­τι­κές, βιο­τε­χνι­κές) και ού­τε ακό­μη σύγ­χρο­νες (αστι­κές), οι οποί­ες σχη­μά­τι­σαν τον άγριο, βδε­λυ­ρό, αστάθ­μη­το κορ­μό των να­ζι­στι­κών ορ­δών.
Κά­τι πα­ρό­μοιο συμ­βαί­νει στην Ιτα­λία και μά­λι­στα με ακό­μα με­γα­λύ­τε­ρη βία, για­τί η βιο­μη­χα­νο­ποί­η­ση της δε­κα­ε­τί­ας του ’70 απο­τε­λεί μια κα­θο­ρι­στι­κή «με­τα­βο­λή» ακό­μη και σε σχέ­ση με εκεί­νη της Γερ­μα­νί­ας πριν από πε­νή­ντα χρό­νια. Δεν βρι­σκό­μα­στε πια μπρο­στά, όπως όλοι τώ­ρα πια ξέ­ρουν, σε «νέ­ους και­ρούς», αλ­λά σε μια νέα επο­χή της αν­θρώ­πι­νης ιστο­ρί­ας, εκεί­νης που οι πε­ρί­ο­δοί της διαρ­κούν χι­λιε­τί­ες. Ήταν αδύ­να­το να αντι­δρά­σουν χει­ρό­τε­ρα οι Ιτα­λοί σ’ ένα τέ­τοιο ιστο­ρι­κό τραύ­μα. Μέ­σα σε λί­γα χρό­νια έγι­ναν (ιδιαί­τε­ρα στο κέ­ντρο και τον νό­το) ένας λα­ός εκ­φυ­λι­σμέ­νος, γε­λοί­ος, τε­ρα­τώ­δης, εγκλη­μα­τι­κός. Αρ­κεί μο­νά­χα να βγει κα­νείς στον δρό­μο για να το κα­τα­λά­βει. Μα, βέ­βαια, για να κα­τα­λά­βει αυ­τές τις αλ­λα­γές, πρέ­πει να τον αγα­πά­ει αυ­τόν τον κό­σμο. Εγώ, δυ­στυ­χώς, αυ­τούς τους αν­θρώ­πους της Ιτα­λί­ας τους αγά­πη­σα: τό­σο έξω από τα σχή­μα­τα της εξου­σί­ας (και μά­λι­στα, σε απέλ­πι­δα αντί­θε­ση με αυ­τά), όσο και έξω από τα λαϊ­κί­στι­κα και αν­θρω­πι­στι­κά σχή­μα­τα. Ήταν μια αγά­πη αλη­θι­νή, ρι­ζω­μέ­νη μέ­σα στον τρό­πο μου να υπάρ­χω. Εί­δα λοι­πόν «με τις αι­σθή­σεις μου» την ψυ­χα­να­γκα­στι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά της κα­τα­να­λω­τι­κής δύ­να­μης να πα­ρα­μορ­φώ­νει και να ξα­να­πλά­θει τη συ­νεί­δη­ση του ιτα­λι­κού λα­ού, μέ­χρι του ση­μεί­ου μιας υπο­βάθ­μι­σης χω­ρίς επι­στρο­φή. Πράγ­μα που δεν εί­χε συμ­βεί κα­τά τη διάρ­κεια του φα­σι­στι­κού φα­σι­σμού, πε­ρί­ο­δο κα­τά την οποία η συ­μπε­ρι­φο­ρά απο­συν­δέ­θη­κε πλή­ρως από τη συ­νεί­δη­ση. Μά­ταια, η «ολο­κλη­ρω­τι­κή» εξου­σία επα­να­λάμ­βα­νε ξα­νά και ξα­νά τις επι­βο­λές της όσον αφο­ρά τη συ­μπε­ρι­φο­ρά: η συ­νεί­δη­ση δεν επη­ρε­α­ζό­ταν. Τα φα­σι­στι­κά «μο­ντέ­λα» δεν ήταν πα­ρά μά­σκες, που έπρε­πε να τις βά­ζου­με και να τις βγά­ζου­με. Όταν ο φα­σι­στι­κός φα­σι­σμός έπε­σε, όλα επέ­στρε­ψαν όπως ήταν πριν. Αυ­τό το εί­δα­με και στην Πορ­το­γα­λία όπου, με­τά από σα­ρά­ντα χρό­νια φα­σι­σμού, ο πορ­το­γα­λι­κός λα­ός γιόρ­τα­σε την Πρω­το­μα­γιά λες και την εί­χε γιορ­τά­σει και τον προη­γού­με­νο χρό­νο.
Εί­ναι γε­λοίο επο­μέ­νως που ο Φορ­τί­νι χρο­νο­λο­γεί τη διά­κρι­ση με­τα­ξύ φα­σι­σμού και φα­σι­σμού στην πρώ­τη με­τα­πο­λε­μι­κή πε­ρί­ο­δο: η διά­κρι­ση με­τα­ξύ φα­σι­στι­κού φα­σι­σμού και φα­σι­σμού αυ­τής της δεύ­τε­ρης φά­σης της χρι­στια­νο­δη­μο­κρα­τι­κής εξου­σί­ας όχι μό­νο δεν έχει πα­ρό­μοιό της στην δι­κή μας ιστο­ρία, αλ­λά πι­θα­νόν ού­τε σε ολό­κλη­ρη την ιστο­ρία.

Ωστό­σο, δεν γρά­φω αυ­τό το άρ­θρο μό­νο για να ασκή­σω πο­λε­μι­κή σ’ αυ­τό το ση­μείο, αν και με εν­δια­φέ­ρει πο­λύ. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα το άρ­θρο για τις πυ­γο­λα­μπί­δες, το γρά­φω για έναν πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κό λό­γο. Θα σας τον πω αμέ­σως.

Όλοι οι ανα­γνώ­στες μου σί­γου­ρα θα έχουν αντι­λη­φθεί την αλ­λα­γή των χρι­στια­νο­δη­μο­κρα­τών ηγε­τών: μέ­σα σε λί­γους μή­νες, έχουν με­τα­τρα­πεί σε πέν­θι­μες μά­σκες. Εί­ναι αλή­θεια· συ­νε­χί­ζουν να πε­ρι­φέ­ρο­νται με τα φω­τει­νά, απί­στευ­της ει­λι­κρί­νειας, χα­μό­γε­λά τους. Στις ίρι­δες των μα­τιών τους φω­λιά­ζει το φως το ευ­λο­γη­μέ­νο, το αλη­θι­νό, του κα­λού χιού­μορ. Όταν δεν συ­σκο­τί­ζε­ται από το απα­στρά­πτον φως της πο­νη­ριάς και της πα­νουρ­γί­ας. Κά­τι που φαί­νε­ται ν’ αρέ­σει στους ψη­φο­φό­ρους όσο και η πλή­ρης ευ­τυ­χία. Επι­πλέ­ον, οι ηγέ­τες μας συ­νε­χί­ζουν αδια­τά­ρα­κτα τις ακα­τα­νό­η­τες ασυ­ναρ­τη­σί­ες τους με τις οποί­ες επι­πλέ­ουν τα «flatus vocis», τα κού­φια λό­για των συ­νη­θι­σμέ­νων στε­ρε­ό­τυ­πων υπο­σχέ­σε­ων. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως δεν εί­ναι πα­ρά μά­σκες. Εί­μαι βέ­βαιος ότι αν σή­κω­νες αυ­τές τις μά­σκες, δε θα έβρι­σκες ού­τε μια στοί­βα κό­κα­λα ή στά­χτες, θα υπήρ­χε μό­νο το τί­πο­τα, το κε­νό. Η εξή­γη­ση εί­ναι απλή: σή­με­ρα στην Ιτα­λία υπάρ­χει πράγ­μα­τι ένα δρα­μα­τι­κό κε­νό εξου­σί­ας. Αυ­τό εί­ναι το θέ­μα. Δεν εί­ναι ένα κε­νό νο­μο­θε­τι­κής ή εκτε­λε­στι­κής εξου­σί­ας, δεν πρό­κει­ται για ένα κε­νό διοι­κη­τι­κής εξου­σί­ας, ού­τε, τέ­λος, πρό­κει­ται για ένα κε­νό πο­λι­τι­κής εξου­σί­ας με οποια­δή­πο­τε πα­ρα­δο­σια­κή έν­νοια. Αλ­λά ένα αυ­τό κα­θαυ­τό κε­νό εξου­σί­ας.

Πώς φτά­σα­με σε αυ­τό το κε­νό; Ή, μάλ­λον, «πώς μας φτά­σα­νε οι άν­θρω­ποι της εξου­σί­ας σε αυ­τό το ση­μείο;».
Η εξή­γη­ση, πά­λι, εί­ναι απλή: οι χρι­στια­νο­δη­μο­κρά­τες της εξου­σί­ας πέ­ρα­σαν από τη «φά­ση των πυ­γο­λα­μπί­δων» στη «φά­ση της εξα­φά­νι­σης των πυ­γο­λα­μπί­δων» δί­χως να το προ­σέ­ξουν. Όσο κι αν αυ­τό φαί­νε­ται σχε­δόν εγκλη­μα­τι­κό, η άγνοιά τους σε αυ­τό το ση­μείο ήταν από­λυ­τη· δεν υπο­ψιά­στη­καν καν πως η εξου­σία, που εκεί­νοι ασκού­σαν και έλεγ­χαν, δεν υπέ­στη απλώς μια «ομα­λή» εξέ­λι­ξη, μα άλ­λα­ξε ρι­ζι­κά τη φύ­ση της.
Εί­χαν την ψευ­δαί­σθη­ση ότι στο κα­θε­στώς τους όλα θα πα­ρα­μεί­νουν τα ίδια: ότι, για πα­ρά­δειγ­μα, θα μπο­ρού­σαν αιώ­νια να υπο­λο­γί­ζουν στο Βα­τι­κα­νό, δί­χως να αντι­λαμ­βά­νο­νται ότι η εξου­σία που οι ίδιοι συ­νέ­χι­ζαν να ασκούν, δεν ήξε­ρε πια τι να κά­νει με το Βα­τι­κα­νό που αντι­προ­σώ­πευε το κέ­ντρο της φτω­χής και οπι­σθο­δρο­μι­κής αγρο­τι­κής ζω­ής. Εί­χαν την ψευ­δαί­σθη­ση ότι θα μπο­ρού­σαν πά­ντα να βα­σί­ζο­νται σ’ έναν εθνι­κι­στι­κό στρα­τό (όπως έκα­ναν και οι φα­σί­στες προ­κά­το­χοί τους), χω­ρίς να βλέ­πουν ότι η εξου­σία που οι ίδιοι συ­νέ­χι­ζαν να ασκούν, ήδη ελισ­σό­ταν για να θέ­σει τις βά­σεις για νέ­ους υπε­ρε­θνι­κούς στρα­τούς, που μοιά­ζουν με τε­χνο­κρα­τι­κές αστυ­νο­μι­κές δυ­νά­μεις. Το ίδιο φυ­σι­κά να λέ­γε­ται και για την οι­κο­γέ­νεια, η οποία, μην έχο­ντας λύ­σεις για τη συ­νέ­χι­σή της στα χρό­νια του φα­σι­σμού, ανα­γκά­στη­κε να εξαρ­τη­θεί από την οι­κο­νο­μία και την ηθι­κό­τη­τα: τώ­ρα η δύ­να­μη του κα­τα­να­λω­τι­σμού τής επι­βά­λει ρι­ζι­κές αλ­λα­γές υπό το πρί­σμα της εκ­συγ­χρο­νι­σμού, μέ­χρι του ση­μεί­ου να απο­δε­χτεί το δια­ζύ­γιο, και εν­δε­χο­μέ­νως όλα τα υπό­λοι­πα, δί­χως όρια (ή του­λά­χι­στον μέ­χρι τα όρια που επι­τρέ­πει η ανο­χή της νέ­ας εξου­σί­ας, που εί­ναι χει­ρό­τε­ρη και από τον φα­σι­σμό επει­δή εί­ναι βί­αια ολο­κλη­ρω­τι­κή).
Οι χρι­στια­νο­δη­μο­κρά­τες της εξου­σί­ας τα υπέ­στη­σαν όλα αυ­τά με την πε­ποί­θη­ση ότι αυ­τοί δια­χει­ρί­στη­καν και, κυ­ρί­ως, χει­ρα­γώ­γη­σαν όλες αυ­τές τις ανα­τρο­πές. Πο­τέ δεν πρό­σε­ξαν ότι επρό­κει­το για κά­τι «άλ­λο»: δια­φο­ρε­τι­κό όχι μό­νο σε σχέ­ση με αυ­τούς αλ­λά σε σχέ­ση με μια ολό­κλη­ρη μορ­φή πο­λι­τι­σμού. Όπως πά­ντα (δεί­τε τον Gramsci) μό­νο στη γλώσ­σα μπο­ρού­σε κα­νείς να δια­βά­σει τα συμ­πτώ­μα­τα. Στη με­τα­βα­τι­κή φά­ση —δη­λα­δή «κα­τά τη διάρ­κεια» της εξα­φά­νι­σης των πυ­γο­λα­μπί­δων— οι χρι­στια­νο­δη­μο­κρά­τες της εξου­σί­ας άλ­λα­ξαν σχε­δόν από­το­μα τον τρό­πο έκ­φρα­σής τους, υιο­θε­τώ­ντας μια γλώσ­σα εντε­λώς και­νού­ρια (τό­σο ακα­τα­νό­η­τη όσο η λα­τι­νι­κή), ιδί­ως στην πε­ρί­πτω­ση του Aldo Moro, εκεί­νου δη­λα­δή που (κα­τά πα­ρά­δο­ξο τρό­πο) εμ­φα­νί­ζε­ται ότι εί­χε εμπλα­κεί λι­γό­τε­ρο απ’ όλους στα φρι­χτά γε­γο­νό­τα που ενορ­χη­στρώ­θη­καν από το ’69 ως τα σή­με­ρα, σε μια προ­σπά­θεια, μέ­χρι στιγ­μής μό­νο κα­τ’ επί­φα­ση επι­τυ­χη­μέ­νη, να πα­ρα­μεί­νει πα­ρά ταύ­τα στην εξου­σία.

Λέω κα­τ’ επί­φα­ση για­τί, επα­να­λαμ­βά­νω, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, οι χρι­στια­νο­δη­μο­κρά­τες ηγέ­τες, με τους ελιγ­μούς τους και τα χα­μό­γε­λά τους, κα­λύ­πτουν το κε­νό. Η πραγ­μα­τι­κή εξου­σία προ­χω­ρά χω­ρίς αυ­τά, και στα χέ­ρια τους δεν έχουν πα­ρά μό­νο εκεί­νους τους άχρη­στους μη­χα­νι­σμούς, που κα­θι­στούν πιο ρε­α­λι­στι­κή την ει­κό­να τους με τα πέν­θι­μα σταυ­ρω­τά σα­κά­κια.
Πα­ρ’ όλα αυ­τά στην ιστο­ρία το «κε­νό» δεν μπο­ρεί να υπάρ­ξει: μπο­ρεί να κη­ρυ­χθεί μό­νο αφη­ρη­μέ­να και πα­ρά­λο­γα. Εί­ναι πι­θα­νόν, πράγ­μα­τι, το «κε­νό» για το οποίο μι­λώ να άρ­χι­σε ήδη να γε­μί­ζει, μέ­σα από μια κρί­ση και μια ανα­διά­τα­ξη που δεν μπο­ρεί να μη συ­γκλο­νί­σει ολό­κλη­ρο το έθνος. Έν­δει­ξη απο­τε­λεί, λό­γου χά­ρη, η «νο­ση­ρή» προσ­δο­κία ενός πρα­ξι­κο­πή­μα­τος. Σχε­δόν σαν να επρό­κει­το απλώς και μό­νο για την αντι­κα­τά­στα­ση της ομά­δας των αν­θρώ­πων που τό­σο τρο­μα­κτι­κά μας κυ­βερ­νά­ει εδώ και τριά­ντα χρό­νια, οδη­γώ­ντας την Ιτα­λία σε οι­κο­νο­μι­κή, οι­κο­λο­γι­κή, πο­λε­ο­δο­μι­κή και αν­θρω­πο­λο­γι­κή κα­τα­στρο­φή.

Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, δεν ωφε­λεί σε τί­πο­τα η υπο­κρι­τι­κή αντι­κα­τά­στα­ση αυ­τών των «ξύ­λι­νων κε­φα­λών» (με άλ­λες «ξύ­λι­νες κε­φα­λές», όχι λι­γό­τε­ρο, αντι­θέ­τως πιο θλι­βε­ρά καρ­να­βα­λί­στι­κες), να πραγ­μα­το­ποιεί­ται μέ­σα από την τε­χνη­τή ενί­σχυ­ση των πα­λαιών μη­χα­νι­σμών της φα­σι­στι­κής εξου­σί­ας (κι ας γί­νει σα­φές ότι, σε μια τέ­τοια πε­ρί­πτω­ση, οι «ορ­δές» θα ήταν, ήδη από τη σύ­στα­σή τους, να­ζι­στι­κές). Η πραγ­μα­τι­κή εξου­σία που εδώ και κα­μιά δε­κα­ριά χρό­νια οι «ξύ­λι­νες κε­φα­λές» υπη­ρέ­τη­σαν χω­ρίς να συ­νει­δη­το­ποιούν την πραγ­μα­τι­κό­τη­τά της: να κά­τι που μπο­ρεί να έχει αρ­χί­σει να γε­μί­ζει το «κε­νό» (κα­θι­στώ­ντας μά­ταιη κά­θε πι­θα­νή συμ­με­το­χή στη δια­κυ­βέρ­νη­ση της με­γά­λης κομ­μου­νι­στι­κής χώ­ρας που γεν­νή­θη­κε μα­ζί με την κα­τάρ­ρευ­ση της Ιτα­λί­ας: για­τί δεν πρό­κει­ται για «δια­κυ­βέρ­νη­ση»).
Δεν έχου­με πα­ρά μό­νο αφη­ρη­μέ­νες και τε­λι­κά απο­κα­λυ­πτι­κές ει­κό­νες μιας τέ­τοιας «πραγ­μα­τι­κής εξου­σί­ας»: δεν μπο­ρού­με να φα­ντα­στού­με ποια μορ­φή θα μπο­ρού­σε να εί­χε αν ανα­λάμ­βα­νε άμε­σα την εξου­σία από εκεί­νους που την εξέ­λα­βαν ως έναν απλό τε­χνι­κό «εκ­συγ­χρο­νι­σμό». Όπως και να ’χουν τα πράγ­μα­τα και όσον αφο­ρά τον εαυ­τό μου (αν αυ­τό εν­δια­φέ­ρει κά­ποιον ανα­γνώ­στη) απλά δη­λώ­νω ότι: εγώ, όσο πο­λυ­ε­θνι­κός κι αν εί­μαι, όλη τη Montedison* θα έδι­να για μια πυ­γο­λα­μπί­δα.

* Η Montedison: Η μεγαλύτερη βιομηχανία χημικών στην Ιταλία τη δεκαετία του ’60 και του ’70 που κατείχε, υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης, το ενεργειακό μονοπώλιο [Σ.τ.Μ.]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: