Χαρτόκουτο

Χαρτόκουτο

Η σύσκεψη στην εταιρία ήταν εξουθενωτική, την είχε αποτελειώσει μετά την κούραση της μέρας. Ο οικονομικός διευθυντής, δεν ήταν η ιδέα της, την κοιτούσε υποτιμητικά ή την αγνοούσε. Εκείνος τα ΄ξερε όλα, με τη γραβάτα την καλοδιαλεγμένη, από τη γυναίκα του σίγουρα, το σωστό πουκάμισο, σύμφωνο με το πιο απαιτητικό ντρέσινγκ κόουντ. Τα παιδιά του τα έστελνε στα καλύτερα σχολεία, τα καμάρωνε και μίλαγε συνέχεια γι αυτά. Βέβαια κι ο άλλος του δημιουργικού, καλλιτέχνης και ιδιόρρυθμος με το εντυπωσιακό κασκόλ του, την υποτιμούσε. Όταν άρχιζε να μιλάει εκείνη, αυτός σιγοψιθύριζε με το διπλανό του τον κειμενογράφο, και δεν άκουγε λέξη από τα επιχειρήματά της. Επιτέλους, ήταν η επίτιμη πρόεδρος αυτής της εταιρίας, είχε αφιερώσει όλη της τη ζωή σ΄αυτήν και τώρα στα εβδομήντα της όλοι έκαναν πως δεν την έβλεπαν και δεν την άκουγαν. Το μόνο που θα τέντωναν τα αυτιά τους ευχαρίστως να ακούσουν από κείνη, ήταν η απόφαση της συνταξιοδότησής της. Μόνο που δεν είχε κανένα σκοπό να τους την προσφέρει σύντομα αυτή τη χαρά.

Δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει σπίτι να χαλαρώσει, να ξεκουραστεί, να ξεπλύνει την αγωνία της με ένα ντους.
Είχε ένα σπίτι, όχι διαμέρισμα, σπίτι, όπως διευκρίνιζε πάντα όταν μιλούσε γι αυτό, σε μια ήσυχη γειτονιά. Και τα 210 τετραγωνικά του, ήταν επιπλωμένα με το προσωπικό της γούστο. Δεν είχε καλέσει διακοσμητή, ήθελε να ναι όλα δικές της επιλογές. Κι είχε πετύχει. Λίγο ξεπερασμένο, θα έλεγαν κάποιοι, το στυλ της επίπλωσης μα εκείνη το χαιρόταν. Έμενε μόνη, δεν παντρεύτηκε ποτέ. Κάποτε είχε αρραβωνιαστεί αλλά τίποτα δεν πήγε καλά σ΄εκείνον τον αρραβώνα και τον διέλυσε τελικά. Επισκέψεις δε δεχόταν ποτέ και με τους γείτονες δεν είχε ούτε καλημέρα.

Οδήγησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και έφτασε σπίτι. Άνοιξε με τα κλειδιά της και πέρασε γρήγορα το σαλόνι και την τραπεζαρία για να φτάσει στο μπάνιο της.
Το είχε σχεδιάσει ολόκληρο μόνη της αγνοώντας τις υποδείξεις του αρχιτέκτονα. Είχε ανοίξει δύο εισόδους τη μία από το καθιστικό και την άλλη από την κρεβατοκάμαρα. Είχε μια τεράστια μαρμάρινη μπανιέρα στη μέση του δωματίου και ένα ντους στον μεγαλύτερο τοίχο με αλάβαστρο και φίλντισι που έλαμπαν στο φως του κρυφού φωτισμού. Ο χώρος χωριζόταν στα δύο από έναν γυάλινο τοίχο από θολό γυαλί με αμμοβολή που μέσα του έρρεε νερό.

Άνοιξε την πόρτα του από την πλευρά του καθιστικού και μαρμάρωσε. Ο ένας τοίχος του μπάνιου της, αυτός όπου βρισκόταν το ντους τής φάνηκε λεπτός σα χάρτινος. Πλησίασε και παρατήρησε καλύτερα, νομίζοντας πώς ήταν η ιδέα της. Η κούραση ή ο φωτισμός την έκαναν να τα βλέπει όλα περίεργα. Δοκίμασε να τον αγγίξει και να ανοίξει το νερό. Ο τοίχος υποχώρησε και σκίστηκε στο άγγιγμα της. Η αλαβάστρινη βρύση και το φιλντισένιο ντους έπεσαν με θόρυβο στα πόδια της. Φάνηκαν από μέσα σωλήνες και σίδερα να χάσκουν στο κενό.

Πισωπάτησε, βγήκε από το μπάνιο και έκλεισε την πόρτα του. Γύρισε προς το σαλόνι. Κι εδώ τα ίδια, οι τοίχοι δεν μπόρεσαν να κρατήσουν τους πίνακες, είχαν σκιστεί κι είχαν υποχωρήσει μαζί τους. Έξω έχασκε το σκοτάδι της πόλης πασπαλισμένο με τα φώτα της. Έπρεπε να είχε συμβεί μέσα σε λίγα λεπτά, γιατί μπαίνοντας δεν είχε τίποτα προσέξει, όλα έμοιαζαν στη θέση τους.
Η τελευταία της ελπίδα ήταν η κρεβατοκάμαρα. Πάνω από το κρεβάτι, εκεί που ήταν κρεμασμένο το πορτρέτο της, ειδική παραγγελία που το είχε χρυσοπληρώσει, ο τοίχος τσιγαρόχαρτο, έβλεπες απ΄έξω την κολόνα της ΔΕΗ και το δρόμο. Στο σημείο που πριν κρεμόταν το κάδρο είχε ήδη σκιστεί και το πορτρέτο ήταν πεσμένο στο πάτωμα ανάποδα, δε φαινόταν η εικόνα της. Όλοι την έβλεπαν τώρα, όποιος πέρναγε στο δρόμο με το φως της κολώνας μπορούσε να δει τα πάντα μέσα στο σπίτι, το κρεβάτι της από μαόνι, την μπερζέρα ασορτί και τα κομοδίνα, την ντουλάπα, τον καθρέφτη. Και την ίδια. Ευτυχώς που ήταν ντυμένη.

Στο χαρτόκουτο της που έμπαινε μικρή για να κρυφτεί δεν ήταν ολότελα ντυμένη, δε φορούσε το βρακάκι της. Βέβαια αυτό ήταν παιχνίδι. Αυτός ήταν ο κανόνας, έτσι παιζόταν. Ο μπαμπάς της το ΄παιρνε για να παίξουν, έμπαινε κι αυτός στο χαρτόκουτό της, όχι ολόκληρος και μετά της το ξανάδινε, αν ήταν φρόνιμη. Έπαιζαν πάντα μόνο οι δυο τους. Δεν έπρεπε να το πει στη μαμά και τον αδελφό της, ήταν το μικρό τους μυστικό. Το κράτησε μέχρι σήμερα, όπως είχε ορκιστεί. Ούτε στον αρραβωνιαστικό της το είπε ποτέ, ούτε σε κανέναν. Στην κηδεία του μπαμπά μόνο ρώτησε, γιατί δεν τον θάβουν σε χαρτόκουτο κι όλοι την κοίταξαν περίεργα.
Έτσι και τώρα δε φαινόταν κανείς από τους έξω, τους γείτονες, τους περαστικούς να κατάλαβε τη διαφορά, δεν φαινόταν τίποτα περίεργο ίσως απ΄έξω. Όλα μπορεί να φαίνονταν φυσιολογικά, οι τοίχοι πέτρινοι.

Να τους σκίσει όλους τους χάρτινους τοίχους, σκέφτηκε, και της κουζίνας και της τραπεζαρίας και του διαδρόμου. Μετά θα έσκιζε και τα πατώματα και τις κολόνες κι όλο το σπίτι, θα έφτανε στα θεμέλια κι αυτά θα τα έκοβε χαρτοπόλεμο να τα πετάξει στον οικονομικό διευθυντή και τον υπεύθυνο του δημιουργικού. Θα τους έλουζε μ΄αυτά κι εκείνοι θα τινάζονταν και θα προσπαθούσαν να τα πετάξουν από πάνω τους αλλά τα μικρά κομμάτια χαρτιού θα κόλλαγαν στη γραβάτα, στο κασκόλ και θα γίνονταν κηλίδες μελάνι και θα τους λέκιαζαν. Κι έτσι λεκιασμένοι θα γύριζαν στα υπέροχα πέτρινα σπίτια τους στη γυναίκα, στα παιδιά, στο σύντροφό τους. Εκείνη όμως, δε θα γύριζε πια στο χαρτόσπιτο. Θα έπαιρνε ένα άλλο σπίτι, αλλού.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: