Σπιρτόκουτος καλεί Τοσοδούλα

Σπιρτόκουτος καλεί Τοσοδούλα

Δεν είχα ποτέ χρόνο, έπρεπε να βιάζομαι για να τα 'χω όλα έτοιμα στην ώρα τους. Όλα και με τη σωστή σειρά. Πρέπει να τα φροντίζω όλα μόνη μου, γιατί έχω να λογοδοτήσω και σ’ εκείνον που τον λάτρευε το γιο του. Οι βιταμίνες για παράδειγμα πρέπει να δίνονται αμέσως μετά το πρωινό για να γίνει η σωστή απορρόφηση τους από το έντερο. Τα καθαρά ποτήρια κατά ύψος στα ντουλάπια, τα μπαχαρικά κατά είδος και το αλάτι και το πιπέρι στην πρώτη σειρά για άμεση χρήση. Οι πετσέτες στα συρτάρια καλοσιδερωμένες και τοποθετημένες κατά μέγεθος. Έπρεπε όλα να τα προβλέψω, δε θ' άφηνα τίποτα στην τύχη για τη μεγάλη μάχη των εξετάσεων της δευτέρας Γυμνασίου. Αποβραδίς τα ρούχα του έτοιμα, όλα από βαμβάκι γιατί ήταν και αλλεργικό το παιδί, τα βιβλία του δίπλα στο κρεβάτι, για να ρίξει μια τελευταία ματιά, το σάντουιτς στο ψυγείο για να το πάρει μαζί του στο σχολείο, δεν ήθελα να τρώει από τα έτοιμα του κυλικείου δεν ήξερα τι βάζουν μέσα, το ρολόι ρυθμισμένο δίπλα μου για να το ξυπνήσω η ίδια το παιδί με το μαλακό, όπως μόνο εγώ ήξερα. Την ύλη του την ήξερε πολύ καλά, ήμουν σίγουρη, του τα είχα πει όλα την προηγουμένη με κάθε λεπτομέρεια, λίγο το τρίτο κεφάλαιο με είχε δυσκολέψει αλλά τελικά το είχα βγάλει κι αυτό. Να θυμηθώ να πάω και στους από πάνω να τους πω να το μαζέψουν το παλιόπαιδό τους τα απογεύματα που διαβάζει ο Χρήστος, γιατί τρέχει σαν παλαβό πάνω κάτω και τον ενοχλεί. Επίσης πρέπει μες την εβδομάδα να κάνει το παιδί τις προγραμματισμένες του εξετάσεις αίματος, απαραίτητες κάθε τρίμηνο να ξέρουμε πού βαδίζει η ανάπτυξη του. Την μπανάνα θα του την καθαρίσω ακριβώς πριν του σερβίρω το πρωινό να μη μαυρίσει και να μην κάτσει τίποτα πάνω και του μεταφέρει κανένα μικρόβιο, κυκλοφορούν και ιώσεις ειδικά αυτή την εποχή. Δε θα ξεχάσω ποτέ τι τράβηξα με κείνη την ίωση που είχε αρπάξει ο Χρήστος στα δέκα του μετά από κείνο το πάρτι που είχε παίξει τη μπουκάλα και γύρισε σπίτι με 39 πυρετό. Και του το ΄πα μην παίξεις αυτό το παιχνίδι, την είχα ακούσει τη μελαχρινούλα που έβηχε, θα τον κόλλαγε ήταν βέβαιο. Και τις περνάει βαριά τις ιώσεις πάντα. Ευτυχώς δεν παίζει πια μπουκάλα, ούτε κι έχει πάρε δώσε με μελαχρινούλες, άντε καμιά αναπάντητη από συμμαθητές του στο κινητό ακούει πού και πού αλλά κι αυτά κομμένα τώρα στις εξετάσεις. Μόνο στον υπολογιστή τον αφήνω να παίζει για λίγο για να ξεδίνει πού και πού με μέτρο όμως, ελεγχόμενα πάντα μην πάθουν και τίποτα τα μάτια του. Να δούμε θα με προσέχει όταν γεράσω ο γιος μου όπως τον προσέχω εγώ ή θα με ξεχάσει σε κανένα ίδρυμα κι ούτε να με βλέπει δε θα έρχεται.

Για πρώτη φορά το πρόσεξα μια Κυριακή που το παιδί ήταν ακόμη στο δωμάτιο του. Μου φάνηκε ότι έκανα μια συντομότερη διαδρομή για να φτάσω στο δωμάτιο μου, σα να μίκρυνε ο διάδρομος. Στην αρχή σκέφτηκα πως θα 'ναι η ιδέα μου. Δεν μπορεί κάποιο λάθος θα ‘χα κάνει. Να ρωτήσω το παιδί; Αυτό ήταν χωμένο στον υπολογιστή του. Τίποτα δε βλέπει γύρω του. Τον αποβλακώνει τελείως αυτό το μηχάνημα του διαβόλου. Δεν τον βλέπω εγώ; Όταν κολλάει στην οθόνη όλα γύρω του χάνονται. Δε βλέπει ούτε τη μάνα του την ίδια. Δεν μ ακούει πια, δεν το ελέγχω.
Το ξανακοίταξα αργότερα όταν είχα τραβήξει τις κουρτίνες κι όλα φωτίζονταν. Το σπίτι είχε πράγματι συρρικνωθεί. Πήρα ένα μέτρο του μακαρίτη του άντρα μου από το ντουλάπι με τα εργαλεία. Τόσα χρόνια πεθαμένος και τα εργαλεία του παρέμεναν τακτοποιημένα κατά μεγέθη και είδος για να εντοπίζει όποιος τα χρειαστεί τα σωστά. Θα μπορούσε κάποια στιγμή να τα χρησιμοποιήσει το παιδί, αν σηκωνόταν ποτέ από τον υπολογιστή του. Μέτρησα το σαλόνι, ήταν 20 πόντους μικρότερο σε κάθε του πλευρά. Δεν υπήρχε πουθενά η παραμικρή ρωγμή, το έψαξα παντού με προσοχή, το ξαναμέτρησα, το ίδιο αποτέλεσμα, ήταν μικρότερο το σαλόνι.
Έκανα τα πάντα για να ξεφύγω από τη μάνα μου, θυμάμαι, όταν είχα γνωρίσει τον άντρα μου. Ήθελα να τον βλέπω κάθε μέρα. Εκείνος με περίμενε όταν σχόλαγα από το σχολείο, δυο γωνιές πάρα κάτω. Μια μέρα που δεν με βρήκε εκεί μου άφησε λουλούδια. Παρατημένα εκεί στη γωνιά, αντί γι' αυτόν. Αφημένα όχι παρατημένα. Ήξερα πως ήταν για μένα. Εκείνος κάπου παραμόνευε, να με δει να τα παίρνω. Λίγα βήματα πάρα κάτω πετάχτηκε μπροστά μου. Δεν με τρόμαξε. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή έτσι κι αλλιώς.
Κάποτε η μάνα μου τα έμαθε όλα, έγινε έξαλλη, έβαλε λόγια στον πατέρα μου. Μάζεψέ την, μας κάνει ρεζίλι, τι θα λέει η γειτονιά, σφίξε λίγο τα λουριά, είναι μικρή ακόμα, τι καμώματα είναι αυτά; Πάντοτε τον κατάφερνε τον πατέρα μου η μάνα μου, ό,τι ήθελε τον έκανε. Πες–πες εκείνος ήρθε και με ζήτησε, με έδωσαν, αρραβωνιαστήκαμε στα δεκαέξι μου, κι ο άντρας μου μόλις δεκαεννιά.
Στα είκοσι μου πάλι γκρίνια η μάνα μου. Πού θα πάει αυτό το βιολί, να παντρευτείτε, πόσο θα μείνετε αρραβωνιασμένοι. Παντρευτήκαμε. Το παιδί μόνο το κάναμε πολύ αργότερα. Επαναστάτησα τότε, δε θα μου πει η μάνα μου και πότε θα κάνω παιδί, θα το κάνω όταν το θελήσω εγώ. Εκείνον όμως τον λάτρευα, κι εκείνος ήθελε πολύ το παιδί, γι' αυτόν το έκανα. Βέβαια κι εγώ το αγάπησα.
Ήμασταν ορειβάτες όταν δεν είχαμε το Χρήστο με το μακαρίτη. Παίρναμε τα βουνά και δεν μας ένοιαζε τίποτα. Μετά κάθε που γυρίζαμε από τις αποδράσεις μας εκείνου κάτι του έλειπε. Να κάνουμε ένα μωρό, θέλω ένα γιο.
Τη θυμάμαι καλά εκείνη τη βραδιά. Εκείνος είχε λείψει σε ένα επαγγελματικό ταξίδι για μια βδομάδα, δεν ήμουν μαθημένη να μου φεύγει για τόσες μέρες. Είχα ακούσει και για ένα ατύχημα, όσο εκείνος ταξίδευε και είχα τρομάξει πολύ. Κι αν του συμβεί κάτι, τι θα μου μείνει απ’ αυτόν; Τον περίμενα γυμνή στο χολ. Μέλη και στόματα διψασμένα συνάντησαν κοιλότητες γνωστές. Αλλά πρωτόγνωρη η αίσθηση.
Τότε που είχα γεννήσει το παιδί είχα αδυνατίσει πολύ. Άλλες παχαίνουν, εγώ είχα μείνει πετσί και κόκαλο. Δεν ήταν για πολύ όμως, σε λίγους μήνες είχα συνέλθει. Ακόμη κι όταν ήμουν πολύ αδύνατη, τότε, είχα ένα φως στο πρόσωπο, έλαμπα. Τώρα είμαι σβηστή, απενεργοποιημένη.
Ευτυχισμένα χρόνια, όταν πήγε σχολείο το παιδί ήταν άριστο, πανέξυπνο, κοινωνικό μέχρι τα μέσα του δημοτικού, το καμαρώναμε. Και τότε ήταν που άρχισε εκείνος να πονάει, περίεργοι πόνοι χαμηλά στην κοιλιά, επίμονοι, χωρίς λόγο. Κρύωμα είπαν στην αρχή, όταν το έψαξαν καλύτερα οι γιατροί, ήταν αργά.

Δε θα ξαναπώ κουβέντα στον μηχανικό. Έτσι κι αλλιώς δεν με πιστεύει, μάλλον με θεωρεί τρελή. Ούτε στο παιδί θα πω κουβέντα. Δεν τολμάω πια να μετρήσω το σπίτι. Το πήρα απόφαση, θα το παρακολουθώ και δε θα μιλάω, θα σωπάσω κι εγώ. Θα ξεκουραστώ, έχω ανάγκη από ξεκούραση, δε θα αντιδρώ πια σε τίποτα. Και για το σχολείο δεν θα το ξυπνάω πια το παιδί, τι να το κάνει το σχολείο. Μόνο θα του φτιάχνω φαΐ κι αν θέλει ας τρώει, όσο χωράω ακόμη στην κουζίνα. Κουράστηκα, τα πόδια μου τσιμεντοκολόνες. Στις φλέβες μου κυλάει τσιμέντο.
Τον ακούω, καλύτερα τον αφουγκράζομαι να παίζει στο δωμάτιο του. Ξεχωρίζω το τέντωμα των μελών του, την ένταση στους μυώνες και τα τριξίματα της καρέκλας. Η μαρκίζα του τοίχου δεν τον χωράει πια, πρέπει να σκύβει για να βγει, γι' αυτό έπαψε να βγαίνει. Μόνο παίζει στον υπολογιστή, τίποτα άλλο. Ποιος θα με βοηθήσει; Τι να κάνω;
Ξαναγέρνω στο στρώμα. Το κεφάλι στο μαξιλάρι. Τα χέρια πεταμένα στο πλάι. Χρειάζομαι βοήθεια.
Σκέφτηκα πως καλύτερα μπορεί να είναι έτσι. Έτσι όπως μικραίνει το σπίτι θα μπορούσε τελικά να μας προστατέψει καλύτερα. Δεν με πειράζει που δε θα 'χω πια σαλόνι, τι να το κάνω άλλωστε. Θα του δίνω πάντα τα απαραίτητα ιχνοστοιχεία, υδατάνθρακες, λίπη και βιταμίνες που χρειάζεται. Κι όταν νιώθω να σκάω θα πηγαίνω καμιά βόλτα, το ίδιο και το παιδί. Αν και μόνο μέσα στο σπίτι νιώθω πια ασφαλής.
Τελευταία όλο και πιο συχνά χάνω τις σκέψεις μου και δε μπορώ να πάρω το δρόμο πίσω. Δεν καταφέρνω να σκεφτώ πώς να μιλήσω στο Χρήστο, δε μιλάμε πια καθόλου. Πρέπει να προσπαθήσω να μπω στη σκέψη του. Θυμάμαι την αίθουσα με τα τεράστια κατασκευάσματα στο μουσείο του Λονδίνου που είχαμε επισκεφτεί. Ο στόχος του γλύπτη ήταν να καταλάβουν οι μεγάλοι πώς νιώθουν οι μικροί στον κόσμο τους. Μια μήτρα σε προσομοίωση. Είχα μπει μέσα. Ένιωσα στενάχωρα, με τη βία χωρούσα αλλά ήμουν ασφαλής.
Δεν υπήρξα ποτέ μου ιδιαίτερα έξυπνη. Άκουγα θορύβους, ανεπαίσθητους είναι αλήθεια, απ’ το δωμάτιο του. Ήθελα να είμαι σε πλήρη εγρήγορση. Δεν κοιμόμουν καθόλου καλά το βράδυ.Τα χάπια δεν έκαναν πια τίποτα. Ένιωθα ολόκληρη σε υπερένταση. Αλλά έπρεπε να βάλω το μυαλό μου να δουλέψει, να σκεφτώ όπως το παιδί, να μπορέσω να του μιλήσω.

Ήταν η τρίτη φορά που προσπαθούσα. Λοιπόν έπρεπε όλα να τα θυμηθώ, να πληκτρολογήσω τη σωστή διεύθυνση, να μετακινήσω το ποντίκι, να κάνω το διπλό κλικ, να κρατήσω το βελάκι στο σωστό σημείο. Ευτυχώς μπορούσα να μεγεθύνω και να ελαχιστοποιώ την οθόνη. Ένιωθα τα μελίγγια μου να καίνε από την ένταση και το μυαλό μου έτοιμο να εκραγεί. Τα μάτια μου θόλωναν συνέχεια και κάθε θόρυβος με αποσυντόνιζε αλλά συνέχιζα. Έπρεπε να διαβάσω το cd με τις οδηγίες, έπρεπε να προλάβω, να καταλάβω και να βρεθώ όσο γινόταν πιο γρήγορα μέσα στο παιχνίδι.

Γίνομαι όλο και καλύτερη. Είμαι η tosodoula. Δεν μπορούσα να το πιστέψω πως τα κατάφερα να παίζω παιχνίδια που απαιτούν τέτοια αυτοσυγκέντρωση και αυτοπειθαρχία. Αλλάζω επίπεδα, αντιδρώ όλο και πιο άμεσα σχεδόν μηχανικά. Δράση αντίδραση και προχωράω. Ο χρόνος εξαφανίζεται σιγά-σιγά, δε ζω πια παρά μόνο για να παίζω. Τα δάχτυλά μου συνεχίζουν να πληκτρολογούν στον αέρα ακόμη κι όταν δεν παίζω. Με κλειστά τα μάτια εξασκούμαι. Είναι το μυστικό μου, έτσι όταν ξαναμπαίνω στο παιχνίδι είμαι καλύτερη. Τα παράθυρα, οι τοίχοι, τα πατώματα δεν με απασχολούν πια, έχουν εξαφανιστεί. Ο μάγος του παιχνιδιού με οδηγεί και με βοηθάει με τα ξόρκια του, δεν είμαι πια μόνη. Δεν τα χρειάζομαι πια τα χάπια.
Το μυαλό μου γεννάει τελευταία, στιγμές - στιγμές είμαι σχεδόν χαρούμενη. Παίζω, κι είναι όλα εκεί μπροστά μου, οι χαρακτήρες, τα κατορθώματά τους, οι αλλαγές, οι νίκες και οι ήττες τους. Λυσσάω με τις ήττες. Αύριο όμως θα τις ανατρέψω, δεν είναι ποτέ τελειωτικές. Νιώθω ελεύθερη και δυνατή. Ο ήρωας μου υπερνικάει τα εμπόδια όλο και πιο εύκολα. Τον σκοτώνουν κιόλας κάποιες φορές μα το ξέρω είναι μέσα στους κανόνες, θα τον αναστήσω με το σωστό ξόρκι, αρκεί να παίξω σωστά. Άλλωστε είμαι η θεραπεύτρια, αυτόν μπορώ να τον θεραπεύσω.
Δε βγαίνω καθόλου από το δωμάτιο μου. Το φαΐ και το νερό μου το μεταφέρω μια φορά τη μέρα από την κουζίνα, όπου φτάνω έρποντας στο διάδρομο. Τρώω ελάχιστα. Αναρωτιέμαι τι να ΄γινε το παγούρι που είχαμε για τις εκδρομές μας, θα μου ήταν πολύ βολικό.
Η νυχτικιά μου πλέει απάνω μου τις τελευταίες μέρες.

Το πρωί δυσκολεύομαι να φτάσω στο μπάνιο να πλυθώ· στενός πολύ ο διάδρομος. Δεν είναι και μεγάλη ανάγκη να πλένομαι, ας μην κάνω άσκοπες κινήσεις, να φυλάω τις δυνάμεις μου για το παιχνίδι.
Τα ΄χω μάθει πια όλα. Έχω μπει στην ομάδα του megaro ως θεραπεύτρια, με λένε tosodoula και τα καταφέρνω να βρίσκομαι όπου με καλούν.

Spirtokoutos καλεί θεραπεύτρια.
Η tosodoula είναι εδώ.

Ο γιος μου; Ναι αυτός είναι. Είμαι εδώ να τον σώσω, η τοσοδούλα είναι εδώ, θεραπεύτρια. Παίζω, θα τον σώσω, θα μας σώσω! Ορμάω, τον αρπάζω από τα νύχια του τέρατος, τον ξαπλώνω στη ροζ απαλή επιφάνεια, τον λούζω με τη μαγική χρυσόσκονη, ανοίγει τα μάτια, σηκώνεται ζωντανός κι ετοιμοπόλεμος όπως πριν.
Σήμερα τον είδα που άνοιξε την πόρτα, άνοιξα κι εγώ τη δική μου. Χτες βράδυ στη γενική επίθεση σκίσαμε για άλλη μια φορά. Η ομάδα μας ήταν καταπληκτική. Δυο φορές ως θεραπεύτρια τον έσωσα από βέβαιο στραγγαλισμό. Μετά τη μάχη κοιμήθηκε τόσο ήρεμα. Χαμογελούσε όπως όταν ήταν μικρούλης και καθόμουν με τις ώρες και τον χάζευα. Πόσο είχε ψηλώσει, πρέπει να αλλάξουμε το κρεβάτι του, χρειάζεται ένα μεγαλύτερο πια. Κι ένα καλύτερο γραφείο, το παιδικό του δεν του αρκεί. Και το σπίτι, μεγάλωσε, το σαλόνι σα να με χωράει καλύτερα, ήπια εκεί τον πρωινό καφέ μου, άνοιξα και τη μεγάλη μπαλκονόπορτα.
Μπαίνω στο δωμάτιό του ακροπατώντας.
Κλεισούρα εδώ μέσα, πρέπει να ανοίξω τα παράθυρα, τις πόρτες, να μπει φρέσκος αέρας. Σε λίγο θα βγω για ψώνια. Θα του φτιάξω την πίτα που του άρεσε, να την ευχαριστηθεί, ας φάει όση θέλει. Και κανένα κρουασάν, μεγάλωσε πια, ξέρει τι τραβάει η όρεξή του. Και εδώ μέσα, μυρίζει, πρέπει να ανοίξω, μπορεί και να μας θυμηθεί κανένας και να μας έρθει επίσκεψη. Ναι, τον χρειαζόμαστε σίγουρα το φρέσκο αέρα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: