Πλωτίνος Ροδοκανάκης: Ο σοσιαλισμός ως «θεϊκός μοχλός» για την κοινωνική επανάσταση

Πλωτίνος Ροδοκανάκης: Ο σοσιαλισμός ως «θεϊκός μοχλός» για την κοινωνική επανάσταση


1. Ο Συγγραφέας Ροδοκανάκης - Rhodakanaty

    Με την αινιγματική ζωή του Πλωτίνου Κωνσταντίνου Ροδοκανάκη (ισπ. Plotino Constantino Rhodakanaty [Ελλάδα 1828; - México; 1890;]) ασχολήθηκαν σε αρκετές μελέτες τους οι Τέος Ρόμβος και Carlos Illades, οι οποίοι αναφέρουν ότι γεννήθηκε στην Ελλάδα και είναι γόνος της γνωστής οικογένειας των Ροδοκανάκηδων με καταγωγή από τη Χίο. Ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας αυτής συγκαταλέγονται και πολλοί γνωστοί επιχειρηματίες, γιατροί και λόγιοι, όπως ο Κωνσταντίνος Ροδοκανάκης, προσωπικός γιατρός του βασιλιά της Αγγλίας Καρόλου του ΙΙ της Αγγλίας (17ος αι.), ο Θεόδωρος Ροδοκανάκης, έμπορος και κατόπιν ισχυρός βιομήχανος και διπλωμάτης στην Οδησσό (19ος αι.), ο Πρίγκιπας Δημήτριος Ροδοκανάκης που συνέγραψε και αρκετά έργα για την χιώτικη αριστοκρατία (19ος αι.), ο Εμμανουήλ Ροδοκανάκης, αντιπρόεδρος της «Société des Gens des Lettres» και ιδρυτής της «Académie des Sciences Morales et Politiques» στη Γαλλία (τέλος 19ου- αρχές 20ού αι.), ο γεννημένος στην Αλεξάνδρεια Νικόλαος Ροδοκανάκης, φιλόλογος, αραβολόγος και μέλος της Αυτοκρατορικής Ακαδημίας της Αυστρίας, όπου σπούδασε και έζησε και, τέλος, ο γνωστός συγγραφέας Πλάτων Ροδοκανάκης (τέλος 19ου-αρχές 20ού αι.).
    Κατά τον Ρόμβο, ο Κωνσταντίνος Ροδοκανάκης, πατέρας του Πλωτίνου, υπήρξε γιατρός, αν και οι πληροφορίες που δίνει για αυτόν στην αρχή της μελέτης του (ονοματεπώνυμο και ημερομηνίες) δεν επιβεβαιώνονται από τα γενεαλογικά δέντρα στις μελέτες είτε του Stourdza είτε του Legrand, όπως προαναφέρθηκε. Επιπλέον, ο ίδιος ο Ρόμβος μας πληροφορεί στο τέλος της μελέτης του ότι δεν κατάφερε να βρει κάποια απόδειξη για την παρουσία του ίδιου του Πλωτίνου ούτε στην Αθήνα, ούτε σε άλλο μέρος της Ελλάδας, αλλά ούτε και στις ελληνικές παροικίες της Τεργέστης, του Βερολίνου ή της Βιέννης, ή στα Πανεπιστήμια των δύο τελευταίων πόλεων. O Ρόμβος σημειώνει ότι αυτή η απουσία του ονόματος Πλωτίνος Κωνσταντίνος Ροδοκανάκης από τα δημοτολόγια και τα βιβλία εγγραφών στα Πανεπιστήμια της Βιέννης και του Βερολίνου δεν αποτελεί επαρκή απόδειξη για την παρουσία του, δεδομένου ότι αυτό συνέβη και με άλλους Έλληνες όπως, για παράδειγμα, με τον Ροΐδη, η μητέρα του οποίου μάλιστα ήταν από την ίδια οικογένεια των Ροδοκανάκηδων και ο ίδιος είχε φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο στο Βερολίνο. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, αλλά και πιο πριν, αρκετοί Έλληνες άλλαξαν τα ονόματα ή/και τα επώνυμά τους ανάλογα με τις συνθήκες στις οποίες ζούσαν ή ακολουθώντας την μόδα των ψευδωνύμων. Στον επίλογο του Ρόμβου, αξιοπρόσεκτο είναι ότι επί της ουσίας ακυρώνει τις πληροφορίες που δίνει στην έναρξη της αφήγησης για τη ζωή του Πλωτίνου Ροδοκανάκη, ενημερώνοντάς μας για τις στιγμές απελπισίας, κατά τη διάρκεια της έρευνας και εκπόνησης της βιογραφίας, όταν αδυνατούσε να βρει στοιχεία για την ταυτότητά του.
    Ο Carlos Illades, ο ερευνητής με τις περισσότερες μελέτες στη μεξικανική βιβλιογραφία για τη ζωή και το έργο του Plotino Constantino Rhodakanaty, όπως υπέγραφε στο Μεξικό, δίνει στην αρχή κάθε μελέτης του διάφορες σύντομες πληροφορίες για τα πρώτα χρόνια της ζωής και για την οικογένεια του Ροδοκανάκη. Ενώ μιλά για τον Έλληνα Ροδοκανάκη, αναφέρει επίσης ότι για κάποιους η εθνικότητά του δεν ήταν επιβεβαιωμένη («para otros la nacionalidad de Rhodakanaty era espuria»), ενώ για κάποιους άλλους ήταν Μεξικανός γιατρός που για διάφορους λόγους υιοθέτησε ένα ελληνικό όνομα (ψευδώνυμο). Το σίγουρο είναι ότι από τον Plotino Rhodakanaty έμειναν μόνο τα κείμενα που έγραψε στο Μεξικό, ενώ, εκτός από την ημερομηνία γέννησής του, άγνωστος παραμένει και ο τόπος και η ακριβής χρονολογία του θανάτου του. Ως προς αυτό μας θυμίζει την τύχη του διάσημου στον 19ο αιώνα Κωνσταντίνου Σιμωνίδη, που σκηνοθέτησε τον θάνατό του και δεν ξέρουμε πότε πραγματικά πέθανε. Αν δεχτούμε τα δεδομένα των βασικότερων μελετών για τη βιογραφία του, είναι ξεκάθαρο ότι έζησε μια περιπετειώδη ζωή μετά την αναχώρηση της οικογένειάς του από την Ελλάδα. Ταξίδεψε στην Ιταλία και από εκεί (όντας πολύ μικρός) στην Γερμανία ή/και στην Αυστρία, εν συνεχεία στην Γαλλία. Στις τρεις τελευταίες σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία, ενώ κυρίως στην τελευταία ήρθε σε επαφή με την ιδεολογία του αναρχισμού. Κατέληξε στη Βαρκελώνη και από εκεί εν τέλει στο Μεξικό, στην πρωτεύουσα του οποίου μάλλον έφτασε κατά πάσα πιθανότητα το 1861. Εκεί ενδεχομένως πέθανε το 1890.
    Στην παρούσα μελέτη δεν θα εμβαθύνουμε περισσότερο, καθώς η εύρεση πληροφοριών απαιτεί περαιτέρω αρχειακή έρευνα από ιστορικό, εκτός από τον έλεγχο των υπαρχόντων παλαιών μελετών της βιβλιογραφίας, όπως εκείνες του E. Legrand, του Δ. Ροδοκανάκη, του Φ. Αργέντη, του M. D. Stourdza και πολλές άλλες μικρότερες για την γνωστή αυτή. Στην παρούσα εργασία θα επιχειρήσουμε μια πρώτη προσέγγιση τόσο στον ιδεολόγο σοσιαλιστή ή/και (χριστιανο-)αναρχικό Plotino Rhodakanaty που έδρασε στο Μεξικό, όσο και στον λόγιο και συγγραφέα επαναστάτη, ο οποίος συνδυάζει αυτές τις δύο ιδιότητες σε ένα σύντομο κείμενό του, αφού είναι επαναστατικό και στην ιδεολογία και στην ειδολογική μορφή του, όπως θα δείξουμε.
    Ο Plotino Rhodakanaty έγραψε στο Μεξικό διάφορα έργα κοινωνικοπολιτικού και φιλοσοφικού περιεχομένου, όπως τα: Cartilla socialista. Catecismo elemental de la escuela de Carlos Fourier [=Σοσιαλιστικό αλφαβητάρι. Κατήχηση για αρχαρίους της σχολής του Charles Fourier] (1861), Neopanteísmo, consideraciones sobre el hombre y la naturaleza [=Νεοπανθεϊσμός. Σκέψεις για τον άνθρωπο και τη φύση] (1864), Tratado de lógica elemental [=Πραγματεία βασικής Λογικής] (1881), Médula panteística del sistema filosófico de Spinoza [Πανθεϊστική ουσία του φιλοσοφικού συστήματος του Σπινόζα] (1885), κ.λπ. Έγραψε επίσης άρθρα σε διάφορες μεξικανικές εφημερίδες, τόσο «στον εργατικό τύπο (El Socialista, La Internacional, El Hijo del Trabajo, La Comuna Internacional)», όσο και «σε άλλες εφημερίδες της πόλης του Μεξικού και της ενδοχώρας (El Combate, El Craneoscopio, La Democracia, El Correo de los Estados)», αλλά και «σε έντυπα θρησκευτικά (La Verdad, La Voz del Desierto)». Σε όλη αυτή την πλούσια παραγωγή βιβλίων, άρθρων πολιτικών, φιλοσοφικών και θεολογικών, υπάρχουν μόνο δύο έργα καθαρά λογοτεχνικά: το πεζό ποίημα «¡Ida! … ¡qué bellos son tus ojos!» [=Ίδα, τι όμορφα που είναι τα μάτια σου] (1877) και το έργο «El juego de ajedrez (Parábola filosófico-social)» [=Μια παρτίδα σκάκι (Φιλοσοφικο-κοινωνική παραβολή] (1878).
    Το πρώτο έργο από τα δύο προαναφερθέντα είναι, στο πρώτο και δεύτερο μέρος του (I και II), ένα είδος ποιήματος σε πρόζα, ενώ το τρίτο μέρος (III) αρχίζει ως ποίημα σε πρόζα και συνεχίζει ως παραδοσιακό ποίημα με μέτρο και ομοιοκαταληξία. Το περιεχόμενο είναι ερωτικό και θυμίζει ανάλογα κείμενα του Αισθητισμού, όπως τον ξέρουμε από τον Πλάτωνα Ροδοκανάκη και το De Profundis (1908), έργο γνωστό για τις τολμηρές ερωτικές εικόνες του, όπως σε όλα τα έργα του εν λόγω κινήματος. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Πλωτίνος βρέθηκε στη Γαλλία κάπου στο τέλος της δεκαετίας του 1840 ή κάποια χρόνια στη δεκαετία του 1850, οπότε μπορεί να ήξερε τα κείμενα του Μποντλέρ και άλλων. Το δεύτερο κείμενο, με το οποίο θα ασχοληθούμε εδώ, θυμίζει τις παραβολές τόσο των Αρχαίων (Κλασικών) Χρόνων όσο και τις χριστιανικές. Ο λόγος, εκτός από την επαναστατική μορφή σε σχέση με την παραδοσιακή λογοτεχνία, αποκαλύπτει και εμφανώς προβάλει τις πολιτικές του ιδέες για έναν χριστιανικό σοσιαλισμό, εκ πρώτης όψεως, αλλά, κατ’ ουσίαν, κυρίως σοσιαλιστικό ή και αναρχικό.


    2. Το κείμενο και η ιδεολογική επανάσταση: «El Juego de Ajedrez (parábola filosófico-social)»

    Ο Plotino Rhodakanaty δηλώνει την επαναστατική του ιδεολογία και πρόθεση ήδη από τον τίτλο του έργου, δεδομένου ότι δίπλα στον κυρίως τίτλο, «Μια παρτίδα σκάκι», βάζει σε παρένθεση τον μετακειμενικό ειδολογικό δείκτη: «Φιλοσοφικο-κοινωνική παραβολή». Με την επιλογή αυτή μεταμορφώνει ένα είδος (παραβολή) που προϋπάρχει τόσο στην αρχαία ελληνική όσο και στην ιουδαϊκή παράδοση, αλλά και την χριστιανική παράδοση, συσχετίζοντας όμως το διδακτικό και/η φιλοσοφικό περιεχόμενο αυτού του σύντομου αφηγηματικού ιστορικού είδους με το «κοινωνικό», ήτοι πολιτικό, και καθόλου με το θρησκευτικό στοιχείο.
    Το κείμενο χωρίζεται σε δύο μέρη ίσης έκτασης. Το πρώτο είναι μια παραδοσιακή σχεδόν παραβολή, αν και πιο εκτεταμένη από το σύνηθες, ενώ έχει ως πρωταγωνιστές τα πιόνια από ένα σκάκι (βασιλιάς, βασίλισσα, πύργοι, αξιωματικοί, άλογα και στρατιώτες). Η Eλίζα, η ιδιοκτήτρια του σκακιού που θα φυλάξει εν τέλει μέσα σε ένα κουτί τα πιόνια, κάνοντας την τελική κίνηση, είναι ο μόνος ανθρώπινος χαρακτήρας του κειμένου μας. Με τον τρόπο αυτόν, ο Rhodakanaty αποκλίνει από την πεπατημένη τόσο της παραβολής όσο και του (αλληγορικού) μύθου, δημιουργώντας χαρακτήρες που δεν είναι ούτε άνθρωποι ούτε ζώα, αλλά ένα σύμβολο που μοιάζει στην μαριονέτα ή το νευρόσπαστο, χαρακτηριστικό σε συγγραφείς του 19ου αιώνα, όπως ο Baudelaire και κατόπιν οι συμβολιστές. Τα πιόνια είναι χαρακτήρες σχεδόν ανθρώπινοι, που αποκτούν ζωή και κίνηση μέσω των παικτών, όπως οι μαριονέτες από τους ανθρώπους που τις χειρίζονται. Στην παραβολή μας τα πιόνια μοιάζουν με μαριονέτες που υποκινούνται από τη θέληση της Eλίζας, όντας έτσι ημι-ανθρώπινοι χαρακτήρες με προσωπικότητα, μα ταυτόχρονα και ημι-αντικείμενα, αφού αυτή τα ελέγχει πλήρως και λαμβάνει την τελική απόφαση. Άλλη ριζοσπαστική επέμβαση στο είδος αυτό, που επιχειρεί ο συγγραφέας μας, είναι η ίδια η εξέλιξη της αφήγησης και οι προσδοκίες του αναγνώστη, που νομίζει ότι μιλάνε οι χαρακτήρες έχοντας βούληση δική τους και εν τέλει ο βασιλιάς έχει τον τελευταίο λόγο, αλλά μετά έρχεται η Eλίζα, την οποία πριν δεν είχε αναφέρει, για να ανατρέψει τις προσδοκίες και την όλη εικόνα, έχοντας υπό τον έλεγχό της ακόμα και τον βασιλιά, ενώ όλα τα πιόνια νομίζουν ότι δρουν αυτοβούλως και το καθένα νομίζει πως είναι το σημαντικότερο. Μια παρτίδα σκάκι θυμίζει πάντα την εικόνα της πολιτικής και στρατιωτικής ζωής ενός κράτους, στο οποίο οι παίκτες είναι εκείνοι που ελέγχουν τη μάχη κινώντας τα πιόνια, δηλαδή τους πολίτες. Ως παραβολή, φυσικά, τονίζει κυρίως την άγνοια των πιονιών που, από τον τελευταίο στρατιώτη ως τον βασιλιά και τη βασίλισσα, ελέγχονται εν τέλει από την Eλίζα. Ο Rhodakanaty επιλέγει να μεταμορφώσει το είδος της παραβολής συνδυάζοντας το πιόνι-σύμβολο και την παρτίδα του σκακιού με εκείνο της μαριονέτας ή νευρόσπαστου. Έτσι, μετασχηματίζεται η θρησκευτική ταυτότητα της παραβολής, υιοθετώντας μία πολιτικά αλληγορική χροιά, μέσω της σύγχρονής του πολιτικής φιλοσοφίας, αλλά διατηρώντας ταυτόχρονα κάτι από τα θρησκευτικά συμφραζόμενα που είχε το είδος στο παρελθόν. Η χρήση της σύνθετης λέξης (αλλά με παύλα) «φιλοσοφικο-πολιτική» γίνεται για να φανεί εξαρχής η πρόθεση και να αποκρυπτογραφηθεί το μήνυμα που κάθε παραβολή στέλνει στον αναγνώστη, ώστε να τον κατευθύνει καθαρά πολιτικά. Έτσι, η παραβολή μας απομακρύνεται ταυτόχρονα από την αρχαιοελληνική παγανιστική, αλλά και από την ιουδαϊκή ή τη χριστιανική παράδοση του είδους.
    Το δεύτερο μέρος του κειμένου μας είναι πολύ πιο ενδιαφέρον από το πρώτο, διότι το είδος της παραβολής μεταμορφώνεται σε κάτι εντελώς διαφορετικό, επιβεβαιώνοντας όσα αναφέρονται στην παρένθεση του τίτλου μας, δηλαδή ερμηνεύει την παραβολή με ρόλο ανάλογο του επιμυθίου τον μύθο ή του επιλόγου (αντί προλόγου) σε ένα έργο με θέση φιλοσοφική-πολιτική: η θέση-ιδεολογία του συγγραφέα είναι μείγμα πολιτικής και μεταφυσικής φιλοσοφίας, όπως την παρουσιάζει ο συγγραφέας μας στα γνωστότερα (θρησκευτικο-αναρχικά και/ή θρησκευτικο-σοσιαλιστικά) επαναστατικά του κείμενα σπινοζιστικής, φουριεριστικής ή προυντονιστικής προέλευσης. Οι δύο εισαγωγικές φράσεις αυτού του μέρους του κειμένου είναι αμφότερες χριστιανικής προέλευσης: «He aquí el mundo» [=Ιδού ο κόσμος!] και «He aquí a la humanidad» [=Ιδού η ανθρωπότητα!]. Θυμίζουν φυσικά το «Ιδού ο άνθρωπος!» (λατ. Ecce homo), αλλά σε συμφραζόμενα καθαρά πολιτικά, ως ρητορικό εργαλείο που φέρνει στον αναγνώστη θρησκευτικά κείμενα, αλλά σε πολιτικά συμφραζόμενα που θυμίζουν την πολιτική πλευρά του πρωτοχριστιανισμού, διάσημη στον 19ο αιώνα και συσχετισμένη με την κοινωνική δικαιοσύνη, όπως την παρουσιάζει ειρωνικά π.χ. ο Ροΐδης στο κείμενό του «Ρωμαίοι δούλοι και Χριστιανισμός» (1871). Εκτός από τον Ροΐδη, και ο Κοραής χρησιμοποίησε αυτή την τεχνική υιοθέτησης φράσεων από θρησκευτικά κείμενα για πολιτικούς σκοπούς και σε πολιτικά συμφραζόμενα. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του κοραϊκού Διαλόγου δύο Γραικών του 1830 όπου γίνεται σημαντική αναφορά στην εμφάνιση του «κοινωνισμού» (socialisme) στη Γαλλία κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του Ιουλίου του 1830. Εκεί επισημαίνει με θαυμασμό την παρουσία του μαθητή του Φραγκίσκου Πυλαρινού ανάμεσα στους άλλους Έλληνες που συμμετείχαν σε αυτή και χρησιμοποιεί την Προφητεία του Ζαχαρία αναφέροντας την «Εποχή του Δρεπάνου» (Παλαιά Διαθήκη, Προφητεία Ζαχαρία, κεφ. 5, παρ. 4) για να προσδιορίσει τον νεοεμφανιζόμενο «socialisme». Ο Κοραής χρησιμοποιούσε διάφορα σύμβολα και ιστορίες από τη χριστιανική παράδοση στην προσπάθειά του να πείσει τους Έλληνες όχι μόνο για την εθνική επανάσταση, αλλά και για την κοινωνική, με την δημιουργία ενός κορμού της «μέσης τάξης» στην κοινωνία. Εάν όντως ο Plotino Rhodakanaty ήταν Έλληνας και καταγόταν από τη Χίο είναι σίγουρο ότι θα ήξερε τον Κοραή και οι ομοιότητες αυτές είναι κάποια ένδειξη, αν και όχι απόδειξη.
    Για να επιστρέψουμε στο δεύτερο μέρος του κειμένου μας, θα λέγαμε ότι ο Rhodakanaty επιτίθεται στον ατομισμό της υλιστικής κοινωνίας που προέβαλε το καπιταλιστικό σύστημα, επειδή, εξαιτίας ακριβώς του ατομισμού, υποτιμάται πολύ η ανθρώπινη φύση κάθε ατόμου. Ο υλισμός πιστεύει μόνο στο απτό και το λογικό, αλλά αυτό, κατά τον συγγραφέα μας, είναι απλή βλακεία αν δεν εμπεριέχει και μια μεταφυσική πλευρά (πανθεϊστική με τον τρόπο του Σπινόζα) ή ιδεαλιστική. Μόνο με αυτή την πλευρά θα μπορέσει ο άνθρωπος να καταλάβει ότι το ατομικό, ως μονάδα,«δεν είναι τίποτα άλλο από μια σκιά, μια οπτασία κι ένα απλό φαινόμενο της μοναδικής και απόλυτης ουσίας του σύμπαντος, η οποία έτσι εκδηλώνεται, ξετυλιγμένη σε μιαν ατέρμονη ποικιλία μορφών, που από μόνες τους δεν είναι τίποτα, μα ως όλον σχηματίζουν το “Εν/Όλον της θεότητας”».
    Όπως το ερμηνεύει ο Carlos Illades:

    «Οι Ντεϊστές και οι θεολόγοι κατασκεύασαν μια ανθρωπόμορφη φιγούρα του Θεού, μια εικόνα ενός ανθρώπου ιδεοποιημένου. Η πρόταση της φιλοσοφίας του Σπινόζα είναι ακριβώς το αντίθετο: ο άνθρωπος ως προέκταση της θεότητας».

    Φυσικά, δεν είναι απαραίτητο να μένουμε σε μία και μόνη ερμηνεία ενός τόσο αινιγματικού κειμένου. Είναι άκρως ενδιαφέρων ο τρόπος με τον οποίο κατασκευάζει αυτή τη θεϊκή οντότητα, ως ένωση όλων των ατόμων σε μία συλλογική ταυτότητα, ήτοι σοσιαλιστική, όπως μας αποκαλύπτεται στις τελευταίες τρεις γραμμές του κειμένου σε σχέση με την ανθρωπότητα: «η οποία, για να αναγεννηθεί με αλληλεγγύη, χρειάζεται ένας μεγάλος θεϊκός μοχλός που ονομάζεται σοσιαλισμός και που είναι η σωτήρια άγκυρα όλων των λαών της γης». Ο Rhodakanaty αναφέρεται σε έναν συλλογικό ανθρωπομορφισμό της θεϊκής αυτής οντότητας, αν και δεν είναι ξεκάθαρο αν έχει σπινοζική προέλευση ή ερείδεται από έργο άλλου φιλοσόφου. Αποκαλύπτει, ωστόσο, έναν ιδεαλισμό απαλλαγμένο από την παραδοσιακή χριστιανική μεταφυσική. Ο Illades ονομάζει αυτή την έννοια της συλλογικότητας «ομοσπονδιακό σύστημα», παραπέμποντας στο πολιτικό του κείμενο «Discurso cívico»[=Αστικός Λόγος] του 1874. Βέβαια, λίγες γραμμές πιο πάνω στην παραβολή που εδώ σχολιάζουμε, ο Rhodakanaty είχε προσδιορίσει αυτή την σύλληψη της θεϊκής οντότητας ως «η Πρόνοια». Χρησιμοποιώντας αυτήν ακριβώς τη λέξη, ο συγγραφέας αποκαλύπτει την πρόθεσή του να ενώσει το χριστιανικό στοιχείο με το επαναστατικό του πνεύμα, με σκοπό να ενώσει όλον τον μεξικάνικο λαό. Όπως προαναφέρθηκε, η ρητορική αυτή θυμίζει τον Κοραή, που χρησιμοποιούσε για πολιτικούς λόγους ανάλογη ρητορική βασισμένη σε χριστιανικά σύμβολα και κείμενα, επιτιθέμενος στην Καθολική Εκκλησία αλλά με επαινετικά σχόλια για την Ορθόδοξη, ώστε να κερδίσει τους αναγνώστες του ευκολότερα. Δεν ήταν εύκολο εγχείρημα να ενώσει ο Κοραής τους Έλληνες ή ο Rhodakanaty τους Μεξικανούς και να παραμερίσουν την Εκκλησία, δεδομένου ότι επί αιώνες και οι δύο λαοί έζησαν θρησκευόμενοι. Επέλεξαν, λοιπόν, αμφότεροι την μέση ή μετριοπαθή ρητορική οδό, ή καλύτερα την πιο λαϊκή και όχι λόγια, για να διαμορφώσουν μια ιδεολογία επαναστατική για τα φτωχά στρώματα της κοινωνίας, τα οποία ήταν ελάχιστα μορφωμένα.
    Άλλο ένα σημαντικό στοιχείο στη διαμόρφωση της κοινής ιδεολογίας είναι η αναφορά στη βλακεία των ατόμων που «νομίζουν πως δουλεύουν για τον εαυτό τους», μία φράση που μπορεί να ερμηνευτεί ως αναφορά στην ατομικιστική υπεροψία, την οποία στηλιτεύει ο συγγραφέας μας. Αποκαλώντας τους «βλάκες» επικεντρώνεται σε αυτή την ίδια υπεροψία που τους εμποδίζει να δουν ξεκάθαρα ότι η θεία οντότητα είναι το «Uno-Todo» («Εν-Όλον»), κάτι που θα γίνει πιο σαφές σε μια φράση παρακάτω στο κείμενο: «Η περηφάνια μας είναι τόσο ανόητη όσο εκείνη του αλόγου». Η υπεροψία της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι αποτέλεσμα που πηγάζει από δύο αίτια πραγματικά, την υλιστική και τη θετικιστική φιλοσοφία αλλά και την ματαιοδοξία της ανθρώπινης φύσης. Σε αυτό το δεύτερο μέρος, η περιγραφή της Πρόνοιας και της παίκτριας-θεού θυμίζει αρχικά κάτι σαν τραγική ειρωνεία, ενώ στην πραγματικότητα είναι απλά ειρωνεία απέναντι στον υλικό και πνευματικό ελιτισμό και επίθεση στην καταπίεση των μαζών. Η απόλυτη ουσία του σύμπαντος είναι το Ένα και το Όλον, η ολότητα, μία συλλογική οντότητα με ξεχωριστές μονάδες που καθοδηγείται από την «Πρόνοια». Αυτή η τελευταία είναι μια ιδέα σχεδόν μεταφυσική/υπερβατική, που εκδηλώνεται στη φύση, ή, όπως το λέει ο ίδιος ο Rhodakanaty, το «σχέδιο της πρόνοιας του Νοός στη Φύση». Ο λαός, αν και δεν βλέπει αυτή την ιδέα, την αισθάνεται. Αυτό το είδος διαίσθησης, πέραν της θετικιστικής λογικής, είναι, κατά τον Rhodakanaty, ο αρμονικός συνδυασμός που θεωρεί απαραίτητο για να συνεχίσει η ζωή διατηρώντας μια κοινωνική ισορροπία.
    Η τελευταία παράγραφος του κειμένου, ιδίως οι τελευταίες γραμμές, είναι νοηματικά το πιο περίπλοκο σημείο του, επειδή για πρώτη και τελευταία φορά εμπλέκεται το όνομα του Θεού, αλλά με έναν τρόπο μάλλον αρνητικό και αινιγματικό, ο οποίος δυσκολεύει και τη μετάφραση. Η φράση στα ισπανικά είναι: «porque todo puede ser destruido por una simple evolución de Dios sobre la Humanidad» και η προτεινόμενη μετάφραση «γιατί όλα μπορούν να καταστραφούν από μιαν απλή [μετ]εξέλιξη του Θεού σε σχέση με την ανθρωπότητα». Ο άνθρωπος δρα και σχεδιάζει πολλές φορές μάταια, αν και το πιο σημαντικό, όπως τονίζει ο συγγραφέας, για αυτές τις περιπτώσεις είναι να «αναγεννηθεί με αλληλεγγύη». Καθίσταται εμφανές ότι ο Rhodakanaty δεν θεωρεί ότι η «καταστροφή» αυτή (από τον Θεό) είναι το τέλος του κόσμου. Η κατοπινή φράση, που είναι και η καταληκτική του κειμένου, μετασχηματίζει όλη τη μεταφυσική χροιά, προσγειώνοντάς τη, τρόπον τινά, στο πλαίσιο της ανθρώπινης κοινωνίας. Το γεγονός ότι η ανθρωπότητα μπορεί να «αναγεννηθεί με αλληλεγγύη» σημαίνει ότι έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τη δύναμη του ενωμένου λαού και όχι την δύναμη του κάθε ατόμου ξεχωριστά με ιδιοτελή σκοπό για ίδιον όφελος. Αυτή τη δύναμη, που είναι η καρδιά της σοσιαλιστικής σκέψης, την χαρακτηρίζει «μεγάλο θεϊκό μοχλό που ονομάζεται Σοσιαλισμός». Στο σημείο αυτό, με τη χρήση του επιθέτου «θεϊκός», αποδίδει στον σοσιαλισμό μια χροιά υπερβατική (στη σφαίρα των ιδεών) και, τονίζοντας ότι αυτός ο μοχλός υπάρχει για «όλους τους λαούς της Γης», φαίνεται να έχει υπόψη του την ιδέα στην οποία βασίζεται η Σοσιαλιστική Διεθνής. Κατά τον Illades, ο σοσιαλισμός, όπως τον εννοεί ο Rhodakanaty, είναι μια επιστημονική φιλοσοφία που θα μπορούσε να ξεσηκώσει την κοινωνία με ειρηνικά μέσα. Θα λέγαμε πως, χρησιμοποιώντας μια ρητορική και εικόνες από χριστιανικά κείμενα και με αναφορές στον πρωτοχριστιανισμό (εν γένει στο έργο του και όχι μόνο εδώ), περιγράφει ξεκάθαρα μια κοινωνικοπολιτική επανάσταση, την οποία κρίνει απαραίτητη για να μπορούν οι λαοί της γης όχι μόνο να επιβιώσουν, αλλά και να βελτιώσουν αισθητά και καθοριστικά τη ζωή τους για το μέλλον.


    3. Συμπέρασμα

    Συνοψίζοντας, θα λέγαμε πως το σύντομο κείμενο του Plotino Rhodakanaty που εδώ εξετάσαμε, «Μια παρτίδα σκάκι (Φιλοσοφικο-κοινωνική Παραβολή)», είναι κατ’ εξοχήν επαναστατικό σε δύο επίπεδα: Α) στο επίπεδο της ειδολογικής μορφής, αφού μεταμορφώνει ένα υπάρχον είδος, την Παραβολή, ανανεώνοντάς τη με έναν τρόπο νεοτερικό (της εποχής του)· το πρώτο μέρος θυμίζει περισσότερο το παλαιό είδος, παρόλες τις επεμβάσεις, αλλά το δεύτερο αποκλίνει πλήρως και ριζοσπαστικά, και Β) ως προς το περιεχόμενο, το συντομότατο αυτό κείμενο συμπεριλαμβάνει, εν είδει σύνοψης, όλες τις ιδέες που αναπτύσσονται στο ώριμο έργο του συγγραφέα μας, όλη του τη φιλοσοφική σκέψη. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε, συνεπώς, ότι στο κείμενο αυτό φαίνεται πως ο γνωστός επαναστάτης φιλόσοφος και ενεργότατος ακτιβιστής στο Μεξικό, Plotino Rhodakanaty, είναι εξίσου επαναστατικός και στην λογοτεχνική του πράξη. Παρά τις μεγάλες δυσκολίες να αποκαταστήσουμε τις ιστορικές λεπτομέρειες της βιογραφίας του Έλληνα Πλωτίνου Ροδοκανάκη, αλλά και του (Μεξικανού πια) Plotino Rhodakanaty, προσπαθήσαμε να εστιάσουμε σε ένα από τα δύο λογοτεχνικά έργα του, ώστε να φανεί ξεκάθαρα πως μια κοινωνική επανάσταση επιστρατεύει, ως όχημά της, και την αντίστοιχη λογοτεχνική για να προβάλει τις ιδέες που πρεσβεύει.


    ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

    Argenti, Ph. (1955), Libro d'oro de la noblesse de Chio, Oxford University Press, Οξφόρδη.
    Illades, C. (2019), En los márgenes. Rhodakanaty en México, Fondo de Cultura Económica, Μεξικό.
    Illades, C. (2002), Rhodakanaty y la formación del pensamiento socialista en México, Anthropos, UAM-Iztapalapa, Μεξικό.
    Καρδάσης, Β. (1998), Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
    Κολάκης, Ιω. (2007),«Tαφικές επιγραφές στην Kωνσταντινούπολη Xίων της διασποράς. Συγγένεια, ιστορική μνήμη και ασθένεια», Αρχαιολογία και Τέχνες 104, 31-35.
    Κοραής, Αδ. (1830), Τί συμφέρει εις την ελευθερωμένην από τους Τούρκους Ελλάδα να πράξη εις τας παρούσας περιστάσεις δια να μη δουλωθή εις χριστιανούς τουρκίζοντας, Διάλογος δύο Γραικών, Εκ της τυπογραφίας Κ. Εβεράρτου: Εν Παρισίοις.
    Legrand, Ém. (1895), Dossier Rhodocanakis, étude critique de bibliographie et d'histoire littéraire, París: Alphonse Picard et Fils, επιμ.
    Marguerat, D. (1992), Parábola, Navarra: Verbo Divino.
    Νούτσος, Π. (1995), Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα από το 1875 ως το 1974, en: Τόμος Α΄: Οι σοσιαλιστές διανοούμενοι και η πολιτική λειτουργία της πρώιμης κοινωνικής κριτικής (1875-1907), Γνώση.
    Rodokanaty, Pl. (1998), Obras, C. Illades (ed./prólogo/notas), Universidad Autónoma de México, Μεξικό.
    Ροδοκανάκης, Δ. (1900), Ιουστινιάναι-Χίος, Σύρος: Τυπογραφείο Ρενιέρη Πρίντεζη.
    Ροδοκανάκης, Πλάτ. (1987), De Profundis, Στιγμή.
    Ρόμβος, Τ. (2005), Πλωτίνος Ροδοκανάκης ένας Έλληνας Αναρχικός, Ηλέκτρα.
    Ρόμβος, Τ. (2017), Πλωτίνος Ροδοκανάκης ένας Έλληνας Αναρχικός, Θεσσαλονίκη: Πανοπτικόν.
    Χασιώτης, Ι.Κ. - Κατσιαρδή-Hering, Ο. - Αμπατζή, Ε.Α. (επιμ.) (2006), Οι Έλληνες στη Διασπορά, 15ος -21ος αι., Βουλή των Ελλήνων.
    Stourdza, M.D. (19992), Grandes familles de Grèce, d’Albanie et de Constantinople. Dictionnaire historique et généalogique, París: [αυτοέκδοση].
    Valadés, J. (1970), «Cartilla socialista de Plotino C. Rhodakanaty. Noticia sobre el socialismo en México durante el siglo XIX», Estudios de historia moderna y contemporánea de México 3, 9-66.
    Valadés, J. (2013), El socialismo libertario mexicano (siglo XIX), México D.F.: Rosa Luxemburg Stiftung y Para leer en Libertad AC.

    ——————
    Π   Α   Ρ   Α   Ρ   Τ   Η   Μ   Α

    ——————

    Το πρωτότυπο κείμενο:

    El juego de ajedrez (Parábola filosófico-social)

    Un día se vieron todos los peones, torres, alfiles y caballos de un tablero de ajedrez enorgullecidos de todo lo que podían contra sus amigos.
    Los peones se jactaban de su ligereza, y ponderaban sus certeros golpes: “Pequeños como somos, decían, á veces ponemos en conflicto al mismo rey de nuestros contrarios; hacemos lo que queremos y siempre contribuimos á la victoria”.
    Los caballos esclamaban: “¡Pobres peones!, creen que mucho valen. Y nosotros saltamos sobre ellos: cuando nos conviene podemos atacar á varios á un tiempo y casi somos los que decidimos el combate”.
    Los alfiles decían: “Mucho sabrán estos orgullosos, pero no saben tanto como nosotros; ¿de qué sirven sus continuos brincos? De nada, pues nunca sus golpes alcanzarán tanto como los nuestros”.
    Las torres con tono grave decían: “Ni peones ni caballos ni alfiles, valen gran cosa. Los alfíles atacan, pero nunca en dirección recta, y así de poco sirven. Nosotros sí valemos mucho, somos fuertes y cuando el rey nos llama en su auxilio, se salva con nuestra presencia”.
    La reina sonreía con desden al oír todo esto, y decía: “Sin mí, ¿qué sería toda esta necia multitud tan vanidosa? Nadie es tan fuerte como yo, nadie tan astuto, y si en nuestros combates hay gloria, toda es mía. Ataco como alfil, y no hay soldado que en valor me iguale”.
    El rey que estaba dormido, despertó con todo este murmullo, y comenzaba á irritarse contra todos cuando, al saber de qué se trataba, dijo con calma: “¡A la verdad son necias estas gentes que tanto se ponderan y se exponen, solo por salvarme a mí que nada hago por ellas. Pero en fin, ése es su destino, servirme y obedecer mi voluntad...!”.
    Aquí llegaba el real razonamiento cuando la mano de Elisa tomó á peones, caballos, alfiles, torres y reyes, guardándolos en una caja donde se quedaron todos callados y en paz. ¿Qué se hizo tanto orgullo? Nada, todos sucumbieron sin comprender su destino.

    He aquí el mundo. He aquí á la humanidad. Todos se alaban, todos se creen poderosos y árbitros del destino; todos creen obrar por sí mismos creyendo, estúpidos, en la realidad de su personalidad humana, la que á la verdad no es más que una sombra, una apariencia y un mero fenómeno de la sustancia única y absoluta del Universo, que así se manifiesta necesariamente desarrollándose en una variedad infinita de formas que en sí son nada, pero que en su conjunto forman el “Uno-Todo de la Divinidad”.
    Así es como todos nosotros, pobres piezas de ajedrez, obramos sin saber por qué y nos dejamos conducir de una fuerza que sentimos, pero que no vemos.
    Esa fuerza es la Providencia.
    Nada de lo que somos, ni de lo que tenemos, lo debemos á nosotros mismos. Nuestro orgullo es tan necio como el del caballo que se jactaba de saltar, sin conocer que sus saltos no los dá porque quiere, sino porque lo conduce la mano del jugador.
    En todos los sucesos del mundo busquémos siempre las leyes del gran jugador, para valorizar los sucesos y poder dirigir los acontecimientos identificándonos con el dinamismo universal. No mostremos tanto orgullo individual, ni alabémos tanto nuestras cualidades personales que llamamos virtudes, ni nos envanezcamos tanto, ni formemos grandes proyectos, si no van conformes al plan providencial de la inteligencia en la naturaleza; porque todo puede ser destruido por una simple evolución de Dios sobre la Humanidad la cual, para regenerarse solidariamente, necesita de una gran palanca divina que se llama Socialismo y que es el áncora salvadora de todos los pueblos de la tierra.

    P.C.R. (La Internacional, 1η Σεπτεμβρίου 1878)

    ——————
    Μ  Ε  Τ  Α  Φ  Ρ  Α  Σ  Η
    ——————

    Μια παρτίδα σκάκι (φιλοσοφικο-κοινωνική παραβολή)

    Μια μέρα συναντήθηκαν όλα τα πιόνια ενός σκακιού, οι στρατιώτες, οι πύργοι, οι αξιωματικοί και τα άλογα, και περηφανεύονταν όσο μπορούσαν στους φίλους τους.
    Οι στρατιώτες καυχιόνταν για την ελαφρότητα στις κινήσεις τους και αναφέρονταν στα βέβαια χτυπήματά τους: «Καθώς είμαστε μικροί» έλεγαν, «έρχονται φορές που εμπλέκουμε στη σύγκρουση ακόμα και τον ίδιο τον βασιλιά των αντιπάλων μας· κάνουμε αυτό που θέλουμε, και πάντα συμβάλλουμε στη νίκη».
    Τα άλογα αναφωνούσαν: «Καημένοι στρατιώτες! Νομίζουν πως αξίζουν πολλά, μα εμείς πηδάμε από πάνω τους, όταν μας βολεύει μπορούμε να επιτεθούμε σε αρκετούς με τη μία, και είμαστε σχεδόν αυτοί που παίζουμε αποφασιστικό ρόλο στην έκβαση της μάχης».
    Οι αξιωματικοί έλεγαν: «Πολλά που ξέρουν τούτοι που περηφανεύονται, μα δεν ξέρουν τόσα όσα εμείς! Σε τι ωφελούν τα συνεχή τους άλματα; Σε τίποτα, αφού ποτέ τα χτυπήματά τους δεν θα έχουν τέτοια εμβέλεια όση έχουν τα δικά μας».
    Οι πύργοι έλεγαν βαρύγδουπα: «Μήτε στρατιώτες, μήτε άλογα ή αξιωματικοί αξίζουν πολλά: οι αξιωματικοί επιτίθενται, μα ποτέ στην ευθεία, και γι’ αυτό, λίγο ωφελούν. Εμείς όντως αξίζουμε πολλά, είμαστε δυνατοί, κι όταν ο βασιλιάς μας καλεί σε βοήθεια, σώζεται από την παρουσία μας».
    Η βασίλισσα χαμογελούσε με περιφρόνηση ακούγοντας όλα τούτα κι έλεγε: «Χωρίς εμένα τι θα γινόταν όλο τούτο το ανόητο πλήθος, το τόσο ματαιόδοξο; Κανείς δεν είναι τόσο δυνατός όσο εγώ, κανείς τόσο πονηρός και, αν στις μάχες μας υπάρχει δόξα, είναι όλη δική μου. Επιτίθεμαι σαν αξιωματικός και δεν υπάρχει στρατιώτης που να με φτάνει στην αξία».
    Ο βασιλιάς, που κοιμότα,ν ξύπνησε με όλο τούτο το σούσουρο κι άρχισε να εκνευρίζεται με όλους, μα όταν έμαθε περί τίνος επρόκειτο, είπε ήρεμα: «Στ’ αλήθεια είναι ανόητοι τούτοι οι άνθρωποι που τόσο σκέφτονται και εκτίθενται μόνο και μόνο για να σώσουν εμένα, ο οποίος δεν κάνω τίποτα γι’ αυτούς. Αλλά, εν τέλει, τούτη είναι η μοίρα μου, να με υπηρετούν και να υποτάσσονται στη θέλησή μου!».
    Ώς εδώ έφτασε ο βασιλικός λόγος, όταν το χέρι της Ελίζας άρπαξε τους στρατιώτες, τα άλογα, τους αξιωματικούς, τους πύργους και το βασιλικό ζεύγος, και τους έβαλε σ’ ένα κουτί να τους φυλάξει, όπου έβγαλαν όλοι το σκασμό και ηρέμησαν. Σε τι ωφέλησε τόση έπαρση; Σε τίποτα, μια και όλοι υπέκυψαν, δίχως να το αντιληφθούν, στη μοίρα τους.

    Ιδού ο κόσμος! Ιδού η ανθρωπότητα! Όλοι καυχιούνται, όλοι νομίζουν πως είναι παντοδύναμοι, πως καθορίζουν τη μοίρα· όλοι νομίζουν πως δουλεύουν για τον εαυτό τους, πιστεύοντας, οι άφρονες, στην πραγματικότητα της ανθρώπινής τους προσωπικότητας, που στ’ αλήθεια δεν είναι τίποτ’ άλλο από μια σκιά, μια οπτασία κι ένα απλό φαινόμενο της μοναδικής και απόλυτης ουσίας του σύμπαντος, η οποία έτσι εκδηλώνεται: ξετυλιγμένη σε μιαν ατέρμονη ποικιλία μορφών που από μόνες τους δεν είναι τίποτα, μα ως όλον σχηματίζουν το Εν/Όλον της θεότητας.
    Έτσι είναι· αφού όλοι μας, φτωχά πιόνια του σκακιού, δουλεύουμε χωρίς να ξέρουμε γιατί, και αφηνόμαστε να μας καθοδηγεί μια δύναμη που την καταλαβαίνουμε, μα δεν τη βλέπουμε.
    Τούτη η δύναμη είναι η Πρόνοια.
    Τίποτα απ’ όσα είμαστε, τίποτα απ’ ό,τι έχουμε, δεν το οφείλουμε στον ίδιο τον εαυτό μας. Η περηφάνια μας είναι τόσο ανόητη όσο εκείνη του αλόγου που καυχιέται πως πηδάει, δίχως να ξέρει πως τ’ άλματά του δεν τα κάνει γιατί θέλει, μα γιατί τα κατευθύνει το χέρι του παίκτη.
    Σε όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο αναζητούμε πάντα τους νόμους του μεγάλου παίκτη, για να αξιολογήσουμε τα συμβάντα και να μπορούμε να κατευθύνουμε τα γενόμενα, ταυτίζοντάς τα με τον παγκόσμιο δυναμισμό. Δεν δείχνουμε τόση υπερηφάνεια ατομική, ούτε επαινούμε τόσο τα προσωπικά μας προτερήματα, που τα ονομάζουμε αρετές, ούτε ματαιοδοξούμε τόσο, ούτε σχεδιάζουμε μεγάλα έργα αν δεν συμβαδίζουν με το σχέδιο της πρόνοιας του Νοός στη Φύση· γιατί όλα μπορούν να καταστραφούν από μιαν απλή [μετ]εξέλιξη του Θεού σε σχέση με την ανθρωπότητα, η οποία, για να αναγεννηθεί με αλληλεγγύη, χρειάζεται ένας μεγάλος θεϊκός μοχλός που ονομάζεται σοσιαλισμός και που είναι η σωτήρια άγκυρα όλων των λαών της Γης.


    Π[λωτίνος] Κ[ωνσταντίνος] Ρ[οδοκανάκης]
    (La Internacional, 1η Σεπτεμβρίου 1878)

     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: