Πέτρα που κυλάει δεν χορταριάζει

Πέτρα που κυλάει δεν χορταριάζει

Κώ­στας Αρ­κου­δέ­ας, Η νό­σος της αδρά­νειας και άλ­λες ιστο­ρί­ες, ή πως να μην πα­ρα­μεί­νε­τε αδρα­νείς σ’ έναν κό­σμο αλύ­τρω­το, εκδ. Κα­στα­νιώ­τη


——————

Πριν από με­ρι­κά χρό­νια έλα­βα στο Αρ­χαιο­λο­γι­κό Μου­σείο Θεσ­σα­λο­νί­κης, όπου υπη­ρε­τού­σα ως διευ­θύ­ντρια, ένα πα­κέ­το που πε­ριεί­χε ένα μυ­θι­στό­ρη­μα για τον Με­γα­λέ­ξαν­δρο. Ο Μέ­γας Αλέ­ξαν­δρος και η σκιά του ήταν ο πλή­ρης τί­τλος του βι­βλί­ου. Εί­χε την ευ­γε­νή κα­λο­σύ­νη να μου το στεί­λει ένας άγνω­στος, για μέ­να τό­τε, συγ­γρα­φέ­ας με την επι­σή­μαν­ση ότι εν­δε­χο­μέ­νως θα με εν­διέ­φε­ρε λό­γω της ενα­σχό­λη­σής μου με τον συ­γκε­κρι­μέ­νο ηγέ­τη και την επο­χή του, κα­θώς τό­τε ήταν η επο­χή της έκ­θε­σης για τη Μα­κε­δο­νία και τον Με­γα­λέ­ξαν­δρο στο Λού­βρο. Άλ­λο ένα ιστο­ρι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα, εί­πα μέ­σα μου, από αυ­τά που συ­χνά βρί­θουν ανα­κρι­βειών και ρέ­πουν σε κοι­νό­το­πες μυ­θο­πλα­σί­ες. Ωστό­σο, δεν επρό­κει­το κα­θό­λου γι’ αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση. Το μυ­θι­στό­ρη­μα για τον Αλέ­ξαν­δρο ήταν απο­λύ­τως ακρι­βές ιστο­ρι­κά, χω­ρίς όμως να εί­ναι και πλη­κτι­κό, όπως θα μπο­ρού­σε να εί­ναι. Με αυ­τό το βι­βλίο ανα­κά­λυ­ψα τον Κώ­στα Αρ­κου­δέα, κα­θώς ήταν μια μυ­θι­στο­ρία που ξέ­φευ­γε από την πε­πα­τη­μέ­νη, χω­ρίς κο­ρυ­φώ­σεις, χω­ρίς εξάρ­σεις και κυ­ρί­ως, μέ­σα από μια οξύ­τα­τη κρι­τι­κή μα­τιά της δρά­σης του Αλέ­ξαν­δρου και της επο­χής του, ξε­τύ­λι­γε μια άλ­λη όψη της ιστο­ρί­ας του.
Τα επό­με­να βι­βλία του εί­χαν τε­λεί­ως δια­φο­ρε­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο και κα­νέ­να, μα κα­νέ­να, δεν επα­να­λάμ­βα­νε θε­μα­τι­κά το άλ­λο. Δια­πί­στω­να δια­βά­ζο­ντας τα βι­βλία που ακο­λού­θη­σαν ότι ο Κώ­στας Αρ­κου­δέ­ας ήταν ένας πο­λυ­συλ­λε­κτι­κός συγ­γρα­φέ­ας, ένας αντι­προ­σω­πευ­τι­κός συγ­γρα­φέ­ας της γε­νιάς του που λαμ­βά­νει ερε­θί­σμα­τα από πα­ντού, με τε­ντω­μέ­νες κε­ραί­ες αλ­λά και δυ­να­τές πα­ρελ­θο­ντο­λο­γι­κές εν­θυ­μή­σεις που έχουν απο­τυ­πω­θεί ανε­ξί­τη­λα στο υπο­συ­νεί­δη­τό του. Εί­ναι ο συγ­γρα­φέ­ας του ρε­α­λι­στι­κού λό­γου που εμπε­ριέ­χει, ωστό­σο, έντο­να αλ­λη­γο­ρι­κά και ονει­ρι­κά και ενί­ο­τε και φα­ντα­στι­κά στοι­χεία. Θυ­μά­μαι πως όταν τον πρω­το­γνώ­ρι­σα μου δή­λω­σε ότι θε­ω­ρεί πρό­κλη­ση για τον ίδιο να μην πε­ριο­ρί­ζε­ται σε ένα εί­δος, αλ­λά κά­θε φο­ρά το κά­θε βι­βλίο του να έχει δια­φο­ρε­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο και χα­ρα­κτή­ρα. Το πε­τυ­χαί­νει κά­θε φο­ρά με το να κα­τα­πιά­νε­ται με άλ­λο θέ­μα και κα­τορ­θώ­νει να το φέ­ρει εις πέ­ρας με μο­να­δι­κό τρό­πο, για­τί εί­ναι αναμ­φί­βο­λα ένας βα­θύς γνώ­στης των απαι­τή­σε­ων της γρα­φής, ένας βιρ­τουό­ζος των λέ­ξε­ων, που μπο­ρεί να τις συν­θέ­τει σε έν­νοιες και νο­ή­μα­τα με συ­χνά ανα­πά­ντε­χο τρό­πο που αιφ­νι­διά­ζει ευ­χά­ρι­στα για το πού μπο­ρεί να οδη­γή­σει νοη­μα­τι­κά
Ο ίδιος λέ­ει σε πρό­σφα­τη συ­νέ­ντευ­ξή του (2021): «Έχω εκ­δώ­σει δε­κα­εν­νέα βι­βλία και τώ­ρα γρά­φω το ει­κο­στό, το οποίο απο­τε­λεί το τε­λευ­ταίο μέ­ρος μιας άτυ­πης τρι­λο­γί­ας. Έχω δο­κι­μά­σει όλα σχε­δόν τα εί­δη γρα­φής, σε μια προ­σπά­θεια να μην τυ­πο­ποιού­μαι και να ανα­νε­ώ­νο­μαι». Πράγ­μα­τι ο Κώ­στας Αρ­κου­δέ­ας εί­ναι η εν­σάρ­κω­ση του «πέ­τρα που κυ­λά­ει δεν χορ­τα­ριά­ζει». Μπο­ρεί και χει­ρί­ζε­ται με τό­ση μα­ε­στρία τις θε­μα­τι­κές του όσο και τον λό­γο, μπο­ρεί να με­τα­πη­δά­ει με ευ­κο­λία από το ένα εί­δος στο άλ­λο από τη μία θε­μα­το­λο­γία στην επό­με­νη. Χω­ρίς αμ­φι­βο­λία μέ­σα από αυ­τήν την ανα­ζή­τη­ση και την εμ­μο­νι­κή δια­φυ­γή της μη επα­νά­λη­ψης, ο Αρ­κου­δέ­ας χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από το ότι δεν μπο­ρείς να τον χω­ρέ­σεις που­θε­νά, από τον μη χα­ρα­κτη­ρι­σμό του και από την αδυ­να­μία έντα­ξής του σε κά­ποια από τις συ­νή­θεις κα­τη­γο­ρί­ες μυ­θι­στο­ρη­μά­των. Τα βι­βλία του Αρ­κου­δέα ανοί­γουν μια τε­ρά­στια βε­ντά­λια θε­μα­τι­κών ανα­ζη­τή­σε­ων. Μέ­σα από αυ­τές έχει ξε­φύ­γει από τε­τριμ­μέ­νες πα­γί­δες του “γρά­φω συ­νε­χώς το ίδιο μυ­θι­στό­ρη­μα”, όπως έχουν πει για πολ­λούς συγ­γρα­φείς, χω­ρίς βέ­βαια αυ­τό να εί­ναι απα­ραί­τη­τα κα­κό. Ωστό­σο, μέ­σα από αυ­τή την ανή­συ­χη και μη προ­δια­γε­γραμ­μέ­νη πο­ρεία στο σύ­μπαν της λο­γο­τε­χνί­ας, ο Κώ­στας Αρ­κου­δέ­ας έχει κα­τορ­θώ­σει να επι­νο­ή­σει έναν νέο εί­δος γρα­φής και μυ­θι­στο­ρί­ας ιδιαί­τε­ρα αξιό­λο­γης και πρω­τό­τυ­πης κα­τά τη γνώ­μη μου: τη ντο­κου­με­ντα­ρι­σμέ­νη μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή αφή­γη­ση πραγ­μα­τι­κών γε­γο­νό­των μέ­σα από τον συ­νε­χή σχο­λια­σμό τους και την υπο­κει­με­νι­κά αντι­κει­με­νι­κή πα­ρά­θε­ση πραγ­μα­τι­κών κα­τα­στά­σε­ων με οξεία κρι­τι­κή και αντι­με­τώ­πι­ση που ισορ­ρο­πεί ανά­με­σα στη δη­μο­σιο­γρα­φι­κή πα­ρά­θε­ση και στην επι­στη­μο­νι­κά τεκ­μη­ριω­μέ­νη γρα­φή, χω­ρίς να υπο­λεί­πε­ται ωστό­σο της λο­γο­τε­χνι­κής γρα­φής. Μας έδω­σε τα τε­λευ­ταία χρό­νια δύο τέ­τοια εξαί­ρε­τα δείγ­μα­τα του εί­δους αυ­τού: Το χα­μέ­νο Νό­μπελ και το Επι­κίν­δυ­νοι συγ­γρα­φείς. Και στα δύο δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται απο­κλει­στι­κά στο θέ­μα του, αλ­λά εφορ­μώ­ντας από τη θε­μα­τι­κή του δια­τρέ­χει με εν­δε­λέ­χεια ολό­κλη­ρες επο­χές με τα γε­γο­νό­τα τους και τα ερ­μη­νεύ­ει. Εί­ναι με άλ­λα λό­για και τα δύο προ­α­να­φε­ρό­με­να βι­βλία πλή­ρεις ιστο­ρί­ες της λο­γο­τε­χνί­ας με πολ­λά και­νούρ­για, και με κρι­τι­κό τρό­πο, πα­ρου­σια­σμέ­να στοι­χεία. Με­τά λό­γου γνώ­σης θα έλε­γα ότι ο Αρ­κου­δέ­ας εί­ναι ο ει­ση­γη­τής της αυ­τής «ντο­κου­με­ντα­ρι­σμέ­νης επι­στη­μο­νι­κής μυ­θι­στο­ρί­ας», στην οποία ο ανα­γνώ­στης συ­νε­χώς βρί­σκε­ται εν­συ­νεί­δη­τα, για­τί ο ίδιος ο συγ­γρα­φέ­ας του δί­νει να το κα­τα­λά­βει, ανά­με­σα σε πραγ­μα­τι­κά συμ­βά­ντα που πε­ρι­βάλ­λο­νται εντού­τοις και πα­ρου­σιά­ζο­νται μέ­σα σε μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό πλαί­σιο. Αυ­τό το νέο εί­δος της «τεκ­μη­ριω­μέ­νης επι­στη­μο­νι­κά μυ­θι­στο­ρί­ας» εκτι­μώ ότι εί­ναι ένα και­νούρ­γιο πε­δίο γρα­φής, ένα νέο πλαί­σιο αφή­γη­σης που δεν απα­ντά στα ειω­θό­τα εί­δη, στις συμ­βα­τι­κές πλην όμως συ­χνά ανα­πό­φευ­κτες κα­τη­γο­ριο­ποι­ή­σεις της λο­γο­τε­χνι­κής γρα­φής.
Έχο­ντας υπό­ψη τα πα­ρα­πά­νω και μέ­σα σε αυ­τό το πλαί­σιο, η συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των Η νό­σος της αδρά­νειας και άλ­λες ιστο­ρί­ες εί­ναι ένα αντι­προ­σω­πευ­τι­κό δείγ­μα αυ­τής της συγ­γρα­φι­κής ποι­κι­λό­τη­τας και της εκ­φρα­στι­κής δει­νό­τη­τας του Αρ­κου­δέα, κα­θώς πε­ριέ­χει δι­η­γή­μα­τα από τό­τε που ξε­κί­νη­σε να γρά­φει και πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε, από το 1986, μέ­χρι τις μέ­ρες μας. Μέ­σα από αυ­τά δια­τρέ­χε­ται όλη η τα­ρα­χώ­δης επο­χή μας, συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται οι εμπει­ρί­ες μιας τρια­κο­ντα­πε­ντα­ε­τί­ας, μιας ολό­κλη­ρης γε­νιάς, την οποία ο συγ­γρα­φέ­ας φαί­νε­ται ότι βιώ­νει ως ανα­πό­σπα­στο κομ­μά­τι της, με εν­συ­νει­δη­σία, εν­συ­ναί­σθη­ση και έντα­ση, με κρι­τι­κό πνεύ­μα και καρ­τε­ρι­κό­τη­τα, με ανε­κτι­κό­τη­τα και σαρ­κα­σμό, και συ­χνά αυ­το­σαρ­κα­σμό, κα­θώς και με δια­κρι­τι­κή κρι­τι­κή ει­ρω­νεία για τον κό­σμο που μας πε­ρι­βάλ­λει και για το τι μας συμ­βαί­νει, ει­ρω­νεία που συ­χνά εκ­πί­πτει σε υπο­δό­ριο χιού­μορ αυ­το­γνω­σί­ας. Το τι μας συμ­βαί­νει ακρι­βώς δεν εί­ναι πά­ντα κα­τα­νοη­τό μέ­σα στα δι­η­γή­μα­τα του Αρ­κου­δέα, αφού η αφή­γη­σή του συ­χνά ξε­φεύ­γει, γλι­στρά­ει γλυ­κά ή σκλη­ρό­τε­ρα, στο υπερ­βα­τι­κό, εκ­πί­πτει στο α-πί­θα­νο και στο πα­ρά­λο­γο κι αυ­τό κα­θρε­φτί­ζε­ται με πολ­λούς τρό­πους στην ευ­ρη­μα­τι­κή γρα­φή του. Έτσι, ο πλού­σιος εσμός των δι­η­γη­μά­των του, που δια­τρέ­χει αυ­τές τις τό­σο έμπλε­ες γε­γο­νό­των δε­κα­ε­τί­ες, απο­τε­λεί ένα πο­λύ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό δείγ­μα του πα­λίμ­ψη­στου του κό­σμου μας, με τα πά­νω και τα κά­τω του, με το ονει­ρι­κό και το φα­ντα­σια­κό να βρί­σκο­νται σε έναν ανε­λέ­η­το διά­λο­γο με το ρε­α­λι­στι­κό, που ορι­σμέ­νες φο­ρές εγ­γί­ζει τα όρια της ωμής ομο­λο­γί­ας μιας σκλη­ρής και κα­θό­λου θω­πευ­τι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας.
Τα δι­η­γή­μα­τα εναλ­λάσ­σο­νται με δια­φο­ρε­τι­κές θε­μα­τι­κές με­τα­ξύ τους, συ­χνά εκ δια­μέ­τρου αντί­θε­τες, πά­ντα όμως εί­ναι φα­νε­ρό ότι υπο­φώ­σκει ένας αυ­το­βιο­γρα­φι­κός υπαι­νιγ­μός που κα­τα­φέρ­νει να με­τα­πλά­θε­ται σε κα­θα­ρό, κρυ­στάλ­λι­νο λο­γο­τε­χνι­κό λό­γο. Σε έναν λό­γο συ­χνά κο­φτε­ρό, αδυ­σώ­πη­τα σκλη­ρό ή ωμό, αλ­λά ανυ­στε­ρό­βου­λο και ει­λι­κρι­νή, με μια αλή­θεια που σε συ­ναρ­πά­ζει και σε τυ­λί­γει στο αδρά­χτι της. Ο συγ­γρα­φέ­ας μέ­σα από αυ­τές τις ποι­κι­λό­μορ­φες και πο­λυ­θε­μα­τι­κές και πο­λυ­μορ­φι­κές αφη­γή­σεις, που ισορ­ρο­πούν από την ποι­η­τι­κή πο­λυ­ση­μία στον ρε­α­λι­σμό και τη θε­α­τρι­κή γρα­φή, δο­κι­μά­ζει και δο­κι­μά­ζε­ται, προ­κα­λεί και προ­κα­λεί­ται να πει­ρα­μα­τι­στεί σε κά­θε εί­δους αφη­γη­μα­τι­κής γρα­φής και πλο­κής. Οι λέ­ξεις των δι­η­γη­μά­των ακρο­βα­τούν διαρ­κώς σε τε­ντω­μέ­νο σκοι­νί, με τον ανα­γνώ­στη να προ­σπα­θεί να μα­ντέ­ψει τα επό­με­να, αλ­λά συ­νε­χώς να κα­τα­λαμ­βά­νε­ται εξ απή­νης και να αιφ­νι­διά­ζε­ται από εκ­πλή­ξεις, ανα­κα­λύ­πτο­ντας τις πολ­λα­πλές έν­νοιες των πραγ­μά­των και των λέ­ξε­ων. Τό­σο δια­φο­ρε­τι­κά αλ­λά και τό­σο όμοιας αντί­λη­ψης όλα, μιας αντί­λη­ψης ότι τα πά­ντα ρέ­ουν και τί­πο­τε δεν μπο­ρεί να εί­ναι ίδιο με το άλ­λο, απο­τε­λούν ίσως εν συ­νό­ψει το διά­γραμ­μα της πο­ρεί­ας του συγ­γρα­φέα που ήδη με­τρά σχε­δόν σα­ρά­ντα χρό­νια συγ­γρα­φι­κού βί­ου, δί­νουν αντι­προ­σω­πευ­τι­κά δείγ­μα­τα γρα­φής με τρό­πο πρω­το­πο­ρια­κό και ρη­ξι­κέ­λευ­θο, κα­θώς οι λέ­ξεις που χρη­σι­μο­ποιεί επα­νοη­μα­το­δο­τού­νται σε άλ­λες χρή­σεις απρό­σμε­νες και ενί­ο­τε τολ­μη­ρές, πά­ντο­τε όμως εύ­στο­χες και ευ­θύ­βο­λες.
Πως να χα­λι­να­γω­γή­σεις ένα τό­σο ατί­θα­σο υλι­κό σε αυ­τήν την πο­ρεία; Κι όμως ο Αρ­κου­δέ­ας κα­τορ­θώ­νει να το ομα­δο­ποι­ή­σει μέ­σα από τα τέσ­σε­ρα στοι­χεία του κό­σμου, τον αέ­ρα, τη γη, τη φω­τιά και το νε­ρό, που εκ­προ­σω­πούν και τα βα­σι­κά στά­δια της συ­νει­δη­τό­τη­τάς του. Σε κα­θέ­να από αυ­τά επι­λέ­γει να κά­νει έναρ­ξη, κα­τά τη γνώ­μη μου, με μια αλ­λη­γο­ρία (με κο­ρυ­φαία αυ­τή της νό­σου της αδρά­νειας) που μπο­ρεί να έχει ταυ­τό­χρο­να πολ­λα­πλές ανα­γνώ­σεις, να πε­ρι­γρά­φο­νται ή να εκ­προ­σω­πού­νται αυ­τό­χρο­να πολ­λά σύ­μπα­ντα, ση­μαί­νο­ντα και ση­μαι­νό­με­να. Σε κα­θέ­να από αυ­τά ξε­προ­βάλ­λει μια άγνω­στη πτυ­χή του ίδιου του συγ­γρα­φέα, που εί­τε εί­ναι αυ­το­βιο­γρα­φι­κή εί­τε όχι κα­τορ­θώ­νει να τη με­τα­τρέ­πει ως απο­λύ­τως δι­κή του και να μας την προ­σφέ­ρει, χω­ρίς υπο­λο­γι­σμούς, δεύ­τε­ρες σκέ­ψεις και εκ­πτώ­σεις. Ο Κώ­στας Αρ­κου­δέ­ας σε κά­θε δι­ή­γη­μά του πλά­θει με τα υλι­κά του ρε­α­λι­σμού και του ονεί­ρου ένα ολό­κλη­ρο σύ­μπαν που σε κα­λεί να βυ­θι­στείς μέ­σα του, να κο­λυ­μπή­σεις σε βα­θιά νε­ρά και να το εξε­ρευ­νή­σεις.
Το βι­βλίο δια­βά­ζε­ται απνευ­στί για­τί δη­μιουρ­γεί­ται συ­νε­χώς η αδη­μο­νία και η πε­ριέρ­γεια του τι ακο­λου­θεί πα­ρα­κά­τω και σε ποια θε­μα­τι­κή θα σε τα­ξι­δέ­ψει το επό­με­νο δι­ή­γη­μα. Δια­βά­ζε­ται, όμως, και σε μι­κρές δό­σεις, δό­σεις επα­νά­λη­ψης της εν­δο­σκο­πι­κής μα­τιάς του συγ­γρα­φέα, μέ­σα από την οποία κά­θε φο­ρά ο ανα­γνώ­στης ανα­κα­λύ­πτει και­νούρ­για πράγ­μα­τα που ίσως διέ­λα­θαν, δεν τα πρό­σε­ξε όσο θα έπρε­πε την πρώ­τη φο­ρά. Το βι­βλίο αυ­τό εί­ναι για να το έχεις πά­ντα στο προ­σκέ­φα­λό σου και να ακου­μπάς πά­νω του κά­θε φο­ρά που ανα­ζη­τάς μια βα­θύ­τε­ρη γνώ­ση του εαυ­τού σου. Για­τί μέ­σα από τα δι­η­γή­μα­τα αυ­τά, που στο σύ­νο­λό τους πε­ρι­γρά­φουν την πο­λυ­μέ­ρεια και το σύ­μπαν του συγ­γρα­φέα, ανα­κα­λύ­πτει κα­νείς και τη δι­κή του άγνω­στη μέ­χρι τό­τε πο­λυ­μέ­ρεια, κα­θώς έρ­χε­ται αντι­μέ­τω­πος με μια νέα ερ­μη­νευ­τι­κή και πο­λυ­πρι­σμα­τι­κή αντι­με­τώ­πι­ση των πραγ­μά­των.
Αν ο Κώ­στας Αρ­κου­δέ­ας ήταν ζω­γρά­φος, θε­ω­ρώ ότι αυ­τό το βι­βλίο θα ήταν η ανα­δρο­μι­κή του έκ­θε­ση. Θα συ­νι­στού­σα ανε­πι­φύ­λα­κτα να μη μεί­νε­τε «αδρα­νείς», αλ­λά να το έχε­τε πά­ντο­τε σι­μά σας και να απο­λαμ­βά­νε­τε σε μι­κρές ή με­γα­λύ­τε­ρες δό­σεις τις θε­ρα­πευ­τι­κές, απα­λυ­ντι­κές και εν­δο­σκο­πι­κές ιδιό­τη­τες αυ­τής της συλ­λο­γής δι­η­γη­μά­των, κα­θώς εί­ναι οι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές ιδιό­τη­τες κά­ποιων υλι­κών που με τη ακρι­βή δο­σο­λη­ψία τους μπο­ρούν να μας βοη­θή­σουν να κτί­σου­με και να θω­ρα­κί­σου­με γύ­ρω μας έναν κα­λύ­τε­ρο εαυ­τό και, ίσως κα­τ’ επέ­κτα­ση, έναν αρ­μο­νι­κό­τε­ρο και κυ­ρί­ως πιο αν­θρώ­πι­νο κό­σμο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: