Πρώτη μέρα στο σχολείο

 


Όταν κυ­νή­γα­γαν στον κά­μπο τον Γιώρ­γο, μέ­σα στις κα­λα­μιές και τα φρυ­γα­νι­σμέ­να, από το κά­μα του κα­λο­και­ριού, αγριο­χόρ­τα­ρα του Σε­πτέμ­βρη, για να τον πιά­σουν, εγώ εί­χα ανέ­βη ψη­λά στο ξέ­φω­το του λό­φου, το Αλω­νά­κι κα­θώς το λέ­γα­με, που από κει αγνά­ντευ­ες όλο τον κά­μπο, μέ­χρι πέ­ρα μα­κριά στα βου­νά και πα­ρα­κο­λου­θού­σα τη μά­ταιη προ­σπά­θεια του φί­λου μου για να ξε­φύ­γει από τους, πιο γρή­γο­ρους απ’ αυ­τόν, διώ­κτες του. Όχι ότι ο Γιώρ­γος ήταν αρ­γός στα πό­δια, σαν το ζαρ­κά­δι έτρε­χε, αλ­λά οι διώ­κτες του ήταν πιο με­γά­λοι απ’ αυ­τόν κι ακό­μα πιο γρή­γο­ροι και ήταν ολο­φά­νε­ρο ότι δεν εί­χε ο φί­λος μου κα­μιά ελ­πί­δα για να ξε­φύ­γει.
Έβλε­πα από ψη­λά το ξαν­θό κε­φα­λά­κι του κολ­λη­τού μου να κι­νεί­ται πά­νω από τις στα­ρο­κα­λα­μιές, σαν αιω­ρού­με­νη μπά­λα, με­τά από χα­μη­λή σέ­ντρα σουτ ξυ­ρά­φι, δυ­να­τή από τε­χνί­τη μπα­λα­δό­ρο και τό­τε νό­μι­ζα πως δεν θα τον έπια­ναν στον αιώ­να τον άπα­ντα, ή μάλ­λον αυ­τή ήταν η με­γά­λη επι­θυ­μία μου, που με­τα­τρέ­πο­νταν μέ­σα μου σε ου­το­πι­κή βε­βαιό­τη­τα, όπως πολ­λές φο­ρές μου συμ­βαί­νει ακό­μα και τώ­ρα.
Με τον Γιώρ­γο ήμα­σταν φί­λοι. Εγώ έβγαι­να κά­θε πρωί από το σπί­τι μου, έβγαι­νε κι αυ­τός από το δι­κό του – ού­τε λί­γο νε­ρό στα μού­τρα μας δεν ρί­χνα­με καν – και συ­να­ντιό­μα­σταν στη γω­νιά του δρό­μου κι από εκεί, αφού πε­ρι­φε­ρό­μα­σταν άσκο­πα μέ­σα στον οι­κι­σμό, από στε­νό σε στε­νό κι από αυ­λή σε αυ­λή, παί­ζο­ντας με ξύ­λα και με πέ­τρες, κα­τε­βαί­να­με με­τά στη βρύ­ση και παίρ­να­με πέ­ρα τ’ αυ­λά­κι με το τρε­χού­με­νο νε­ρό, ψά­χνο­ντας για κα­βού­ρια και βα­τρά­χια.
Αφού τε­λειώ­να­με με το αυ­λά­κι, αφή­νο­ντας πί­σω μας βα­τρά­χια πλα­κω­μέ­να με πέ­τρες και κα­βου­ρά­κια ακρω­τη­ρια­σμέ­να, με κομ­μέ­νες τις δα­γκά­νες, κα­τα­δι­κα­σμέ­να σε αρ­γό θά­να­το, φεύ­γα­με με­τά προς την απέ­ρα­ντη απλω­σιά των χω­ρα­φιών για να πε­τρο­βο­λή­σου­με μι­κρά αγριο­πού­λια, που κά­θο­νταν αμέ­ρι­μνα πά­νω στα κλα­ρά­κια για να κε­λαη­δή­σουν κι έτσι να συ­νε­χί­σου­με τον βρώ­μι­κο πό­λε­μο, που ασυ­νεί­δη­τα εί­χα­με κη­ρύ­ξει, κα­τά αθώ­ων και αδύ­να­μων πλα­σμά­των της φύ­σης.
Με το Γιώρ­γο ται­ριά­ζα­με σε πολ­λά, για να μην πω σε όλα, στο μό­νο που εί­χα­με δια­φο­ρά ήταν ότι αυ­τός, εντε­λώς τυ­χαία, εί­χε γεν­νη­θεί λί­γους μή­νες πριν από μέ­να κι έπρε­πε να πά­ει στο σχο­λείο μια χρο­νιά νω­ρί­τε­ρα. Όταν πλη­σί­α­ζε η ώρα όμως, άρ­χι­σε να το σκέ­φτε­ται σο­βα­ρά, μέ­τρη­σε τα υπέρ και τα κα­τά, πή­ρε τις απο­φά­σεις του κι εκεί­νο το ηλιό­λου­στο και με­λαγ­χο­λι­κό πρω­ι­νό του Σε­πτέμ­βρη, που τον ξύ­πνη­σε η μά­να του για να πά­ει, πρώ­τη φο­ρά στη ζωή του, στο σχο­λείο, πή­ρε τους δρό­μους τρέ­χο­ντας, για να γλι­τώ­σει από το κα­κό που τον βρή­κε.
Τα εί­δα όλα αυ­τά με τα μά­τια μου για­τί, ανυ­πο­ψί­α­στος ότι θα ήταν μια μέ­ρα σαν όλες τις άλ­λες, πρωί πρωί βγή­κα εκεί στη γω­νιά του δρό­μου, στο γνω­στό ση­μείο συ­νά­ντη­σης και τον πε­ρί­με­να για να έρ­θει. Αντί αυ­τού όμως, εί­δα τον Γιώρ­γο να πε­τά­γε­ται, σαν κυ­νη­γη­μέ­νη γά­τα, από την πόρ­τα του σπι­τιού του και να τρέ­χει, σαν σί­φου­νας, όχι προς το μέ­ρος μου, αλ­λά πέ­ρα προς τα χω­ρά­φια.
Κα­τά­λα­βα ότι κά­τι δια­φο­ρε­τι­κό συ­νέ­βαι­νε εκεί­νη τη μέ­ρα τη ση­μα­δια­κή κι έτρε­ξα πά­νω στο Αλω­νά­κι για να δω την κα­τα­δί­ω­ξη, μιας και με­τά τον Γιώρ­γο εί­δα να βγαί­νουν βια­στι­κά, από την ίδια πόρ­τα, τα δύο, πιο με­γά­λα απ’ αυ­τόν, αδέρ­φια του, που αμο­λή­θη­καν από κο­ντά του, σαν κυ­νη­γό­σκυ­λα με άγριες δια­θέ­σεις.
Στον κά­μπο ο Γιώρ­γος έπαι­ζε στην έδρα του, έκα­νε ελιγ­μούς, άλ­λα­ζε συ­νε­χώς κα­τευ­θύν­σεις και τον έχα­ναν εύ­κο­λα οι διώ­κτες του, τους πα­ρα­πλα­νού­σε με τις έξυ­πνες κι­νή­σεις του, ξέ­φευ­γε. Τό­τε εγώ νό­μι­σα ότι δεν θα τον έπια­ναν πο­τέ, όμως άλ­λα­ξα γνώ­μη όταν τον εί­δα ότι έκα­νε το μοι­ραίο λά­θος. Όταν δη­λα­δή άλ­λα­ξε από­το­μα στρα­τη­γι­κή, άφη­σε πί­σω του την απλω­σιά του κά­μπου και άρ­χι­σε να τρέ­χει προς τα αδιέ­ξο­δα σο­κά­κια του οι­κι­σμού. Μό­λις μπή­κε τρέ­χο­ντας στον οι­κι­σμό, τον έκρυ­ψαν τα σπί­τια και τον έχα­σα από τα μά­τια μου, μό­νο δυ­να­τές φω­νές άκου­γα από γύ­ρω, «πιά­στε τον, πιά­στε τον, πί­σω από τα σπί­τια κρύ­βε­ται»- δυ­στυ­χώς, εκτός από μέ­να, υπήρ­χαν και άλ­λοι θε­α­τές, αρ­κε­τά πρό­θυ­μοι για να δώ­σουν πλη­ρο­φο­ρί­ες στους διώ­κτες.
Με­τά οι φω­νές στα­μά­τη­σαν και κα­τά­λα­βα ότι τον εί­χαν συλ­λά­βει. Κα­τέ­βη­κα τό­τε τρέ­χο­ντας κι εγώ από το ψή­λω­μα και τον εί­δα να τον πη­γαί­νουν προς το σχο­λείο, κρα­τώ­ντας τον, με τα χέ­ρια πι­σθά­γκω­να, ο ένας αδερ­φός του από τη μια με­ριά κι ο άλ­λος από την άλ­λη. Ο Γιώρ­γος ήταν απρό­θυ­μος να περ­πα­τή­σει, στύ­λω­νε τα πό­δια κι αυ­τοί τον έσπρω­χναν, σχε­δόν ση­κω­τό τον πή­γαι­ναν, για να τε­λειώ­νουν μια ώρα γρη­γο­ρό­τε­ρα, λες και πή­γαι­ναν τον κα­τά­δι­κο στην αγ­χό­νη.
Κα­θώς εγώ στε­κό­μουν στην άκρη του δρό­μου, ο Γιώρ­γος, έτσι όπως τον ανά­γκα­ζαν με το ζό­ρι να σέρ­νει τα πό­δια του, με τα μά­τια δα­κρυ­σμέ­να και χα­μη­λω­μέ­να από ντρο­πή, μου έρι­ξε μια κά­πως πο­νε­μέ­νη μα­τιά με πολ­λά νο­ή­μα­τα.
Μια μα­τιά όλο πα­ρά­πο­νο, που δεν έτρε­ξα κι εγώ μα­ζί του και τον άφη­σα ολο­μό­να­χο, για να πα­λέ­ψει σ’ έναν αγώ­να άνι­σο, για τα ιδα­νι­κά της ελεύ­θε­ρης και ανέ­με­λης ζω­ής, που θα χα­νό­ταν ορι­στι­κά.

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: