Ο μονόλογος της Ινφάντας

Johann Zoffany (1776): Η Μαρία Λουίζα, ο σύζυγός της Μέγας Δουξ Λεοπόλδος Α', και τα παιδιά τους
Johann Zoffany (1776): Η Μαρία Λουίζα, ο σύζυγός της Μέγας Δουξ Λεοπόλδος Α', και τα παιδιά τους

 


Πόσο θα ήθελα να μπορούσα να φύγω από το μεγάλο παλάτι μας! Με έχει κουράσει ο έρωτας του Λέο και το κρύο της Βιέννης. Δεν λέω, ο άντρας μου είναι τώρα πια η οικογένεια μου, αλλά ακόμα θυμάμαι με νοσταλγία τον τόπο που γεννήθηκα και μεγάλωσα, την ηλιόλουστη Μαδρίτη. Τι ταξίδι μεγάλο και τρομαχτικό ήταν εκείνο! Τότε που μικρό, οκτάχρονο κορίτσι, με έναν μεγάλο φιόγκο στα μαλλιά σαν κούκλα ζωντανή, με έστειλε η μαμά στον παππού, τον αυτοκράτορα. Σε όλο τον δρόμο έκλαιγα φοβισμένη και για να με παρηγορήσουν οι πιστές μου ακόλουθοι, κορίτσια νεαρά, έβγαζαν από όμορφα κουτιά ζωγραφιστά φλούδες απο πορτοκάλι βουτηγμένες σε σοκολάτα και τις μοιραζόμασταν. Πέντε κουτιά σοκολατάκια δρόμος η Βιέννη. Εκεί με περίμενε η αγκαλιά των παππούδων μου που ευτυχώς με αγαπούσαν πολύ και μου έκαναν όλα τα χατίρια. Θυμάμαι που τριγυρνούσαμε με τα κορίτσια στις κουζίνες και ανοίγαμε τα βάζα με τα γλυκίσματα, που τα τρώγαμε κρυφά. Το μυστικό γρήγορα φανερώθηκε γιατί η ζάχαρη χαλάει τα δόντια και ο οικογενειακός μας γιατρός με μάλωνε. Όμως εγώ είμαι πριγκίπισσα, δεν θα μου πει ένας ή περισσότεροι γιατροί τι να κάνω.
Μεγάλωσα στα πούπουλα και όταν ήρθε η ώρα μου, τον δωδέκατο Απρίλη της ζωής μου, την ημέρα του Πάσχα, αρραβωνιάστηκα τον Λέο. Ο μπαμπάς μου έστειλε δώρο για τους αρραβώνες ένα μεγάλο μπλε άχρηστο διαμάντι. Θα προτιμούσα να μου είχε στείλει ένα μπαούλο με φλούδες πορτοκαλιού βουτηγμένες στη σοκολάτα. Τα διαμάντια δεν τρώγονται, ούτε μπορείς να παίξεις βόλους μαζί τους, γιατί δεν κατρακυλούν.
Ο γάμος έγινε λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Η γιορτή κράτησε μέρες και το μόνο που θυμάμαι είναι τα εξαίσια γλυκίσματα.
Και φυσικά το βράδυ που πήγα νύφη στο διαμέρισμα του Λέο, που με το ζόρι κρατιόμουν να μην βάλω τα κλάματα από την τρομάρα μου. Εκείνος τότε με σήκωσε στα χέρια του και με κάθισε σε ένα τραπέζι. Έβγαλε τα μεταξωτά μου παπούτσια τραγουδώντας ένα παιδικό τραγουδάκι. «Αυτό το πασουμάκι το πήρε ο λαγός, το άλλο σου το άρπαξε μεγάλος αετός. Τις κάλτσες θα τις δώσουμε να ζεσταθούν τα φίδια, τα μισοφόρια έκλεψαν διάφανα σαμιαμίδια». Και τραγουδώντας μου έβγαλε σιγά σιγά όλα τα ρούχα. Μετά έλυσε τις κορδέλες που κρατούσαν τα μαλλιά μου, πήρε μια βούρτσα και άρχισε να με χτενίζει. Εγώ έτρεμα από το φόβο μου αλλά ο Λέο χτένιζε τα μαλλιά μου τραγουδώντας τώρα ένα άλλο τραγούδι, ένα νανούρισμα. Έτσι πέρασα την πρώτη νύχτα του γάμου μου σαν κούκλα που την ετοιμάζουν για ύπνο. Αυτό το παιχνίδι κράτησε καιρό. Μέχρι που ξεθάρρεψα και άρχισα να παίζω κι εγώ μαζί του. Μάλιστα δεν έβλεπα την ώρα να αποσυρθούμε στο διαμέρισμα του. Τώρα πια δεν χρειαζόταν τραγουδάκια για να βγάλω τα ρούχα μου. Κι ο Λέο που έβλεπε πως μεγάλωνα, άρχισε να μου φέρεται όπως φέρεται στις νεαρές κύριες επί των τιμών. Έτσι από κούκλα έγινα αρχιδούκισσα και γυναίκα. Και αμέσως μετά από τον θάνατο του παππού, αυτοκρατόρισσα.
Το κρύο όμως της Βιέννης είναι το ίδιο αβάσταχτο είτε είμαι αρχιδούκισσα είτε αυτοκρατόρισσα.

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: