Φράουλες

Φράουλες


Ήμασταν μια όμορφη νεαρή οικογένεια, ο μπαμπάς, η μαμά, εγώ και η νταντά μου, η Νάννη.
Τον μπαμπά μου τον έλεγαν Αδάμ, σαν αυτόν που έφαγε το απαγορευμένο μήλο, που δεν του κάθησε στον λαιμό όπως εκείνο το μήλο της Χιονάτης, που όμως εξ αιτίας του έχασε τον Παραδεισο. Όχι ο μπαμπάς μου, ο άλλος ο Αδάμ. Εκεινος που όπως μου διηγήθηκε η Νάννη, μαζί με την γυναίκα του έφυγαν από τον παράδεισο και μετά έπρεπε να δουλεύουν για να μπορούν να αγοράζουν ρούχα, να παραγγέλνουν φαγητό και να νοικιάζουν σπίτι. Αλλά αυτήν την ιστορία θα σας την πω άλλη φορά.
Ο μπαμπάς μου λοιπόν είναι γιατρός. Από εκείνους τους γιατρούς που έχουν μπερδεμένα τα γράμματα της αλφαβήτας στον τοίχο του ιατρείου τους και δουλειά του είναι να κοιτάζει τους ασθενείς μέσα στα μάτια. Στον βυθό, όπως τον λέει. Όχι, δεν είναι βουτηχτής, οφθαλμίατρος είναι. Ο ίδιος λέει αστειευόμενος πως κάθε μέρα καθώς εξετάζει μάτια κοιτάζει λίγο και μέσα στις ψυχές. Και η μαμά γελώντας του λέει να προσέχει γιατί τα ωραία μάτια και οι ψυχές πλανεύουν και δεν θέλει να τον δει να τρέχει από πίσω τους.
Αν έτρεχε από πίσω τους όμως δεν θα ήταν γιατρός, θα ήταν παιδάκι σαν και μένα που με την απόχη στο χέρι κυνηγάει πεταλούδες. Γιατί κι αυτές ψυχές τις λένε.
Η μαμά μου η Εριφύλλη, είναι νέα και όμορφη, πολύ όμορφη, ειδικά όταν βάζει κραγιόν για να βγει έξω. Γίνομαι έξαλλη από ζήλεια όταν βγαίνει να συναντήσει φίλες της, ενώ εγώ πρέπει να μείνω στο σπίτι με την νταντά μου. Τότε τραβάω τον ποδόγυρο της μαμάς λέγοντας: βγάλε το κραγιόν, δεν θέλω να είσαι όμορφη! Κι αυτή γελώντας μου στέλνει ένα πεταχτό φιλί, ανοίγει την πόρτα και φεύγει. Θέλω η μαμά να μένει συνεχώς κοντά μου, να με παίρνει στην αγκαλιά της, να την χαϊδεύω, να της ανακατεύω τα μαλλιά μέχρι να βρω εκείνο το σημάδι πίσω στον αυχένα, στην άκρη του λαιμού της και να της ζητήσω να μου πει πάλι την ιστορία τότε που ήταν μικρή, στην ηλικία μου, πώς τραυματίστηκε σε μια εκδρομή, σκίστηκε το δέρμα στο κάτω μέρος του κεφαλιού της, έτρεχε το ποτάμι αίμα, όχι, το αίμα ποτάμι κι ο παππούς την πήρε αγκαλιά και τρέχοντας πήγε να βρει γιατρό να της ράψει το τραύμα. Αυτό που μου άρεσε σ' αυτήν την ιστορία ήταν που την κουβαλούσε αγκαλιά ο παπούς και έτρεχαν στην εξοχή. Εκείνος τρομαγμένος, με λαχτάρα μήπως πάθει τίποτα το παιδάκι του και κείνη είχε τα χέρια περασμένα στον λαιμό του μπαμπά της και δεν την ένοιαζε που είχε τραυματιστεί, ήταν ευτυχισμένη που την κρατούσε αγκαλιά και έτρεχαν.
Η μαμά δεν πηγαίνει στην δουλειά, γιατί δουλειά της είναι να πηγαίνει στην αγορά, να συναντά τις φίλες της, να βγαίνουν έξω τα βραδιά με τον μπαμπά, να οργανώνει γιορτές και ταξίδια και φυσικά να με φροντίζει. Ενώ ο μπαμπάς είναι πάντα χαρούμενος όταν πηγαίνει στην δουλειά, η μαμά χαίρεται μόνο τις μέρες που ο μπαμπάς δεν δουλεύει και είναι μαζί της. Τις υπόλοιπες μέρες η μαμά δεν μοιάζει ευχαριστημένη. Και όταν δεν είναι ευχαριστημένη θυμώνει μαζί μου, όπως για παράδειγμα όταν ανοίγω το βάζο με το μέλι, βουτάω στον πυκνό χρυσό το πίσω μέρος του κουταλιού, το σηκώνω ψιλά και αφήνω το μέλι να πέσει, να σχηματίσει γραμματάκια στρογγυλά που σβήνουν αμέσως μόλις εμφανιστούν. Ή άλλες φορές που γεμίζω το κουβαδάκι μου νερό και σαπούνι για τα πιάτα, βουτάω μέσα του το πίσω μέρος του κλειδιού της ντουλάπας και φυσώντας μέσα από την τρύπα του φτιάχνω φούσκες που πετούν στον αέρα, κρύβουν μέσα τους μικρά ουράνια τόξα και σκάζουν πιτσιλωντας με. Ή όταν με ένα καλαμάκι φυσάω μέσα στο κουβαδάκι και φουσκώνουν οι σαπουνάδες και χύνονται παντού και χαίρομαι, αλλά η μαμά λέει πως θα γλιστρήσει κανείς και θα πέσει και τότε για να με τιμωρήσει τραβάει τ´ αυτιά μου, που θα μεγαλώσουν πολύ και θα μοιάζω πιο πολύ με γαϊδουράκι παρά με παιδί, και στο κάτω κάτω δεν έκανα και τίποτα τρομερό για να με τιμωρεί. Τότε στεναχωριέμαι και πηγαίνω να κρυφτώ κάτω από το τραπέζι της τραπεζαρίας. Από εκεί μπορώ να κρυφακούω ιστορίες που οι μεγάλοι δεν λεν ποτέ μπροστά στα παιδιά.

Αλήθεια, μιλάω τόση ώρα, χωρίς να συστηθώ. Θα με νομίσετε αγενή. Είμαι η Μπουμπού και δεν έχω πάει ακόμα σχολείο! Το όνομα μου παραπέμπει σε μπουμπούκι, σε τριανταφυλλένια δωμάτια, μιας ανυπεράσπιστης παιδικής ηλικίας. Δεν μου αρέσουν τα ροζ φορεματάκια και οι μεγάλοι φιόγγοι στα μαλλιά. Τις προάλλες φόρεσα μια μάσκα τρομερή και φωνάζοντας Μπου! εμφανίστηκα ξαφνικά στο σαλόνι, εκεί που έπιναν τον απογευματινό καφέ τους η μαμά με τις φίλες της. Μπου! Μια λέξη, το μισό μου όνομα, που καθώς την άκουσαν ξαφνικά, από την ταραχή τους έτρεμαν τα χέρια που κρατούσαν τα πιατάκια κάνοντας να κροταλιζουν τα πορσελάνινα φλιτζάνια του καφέ. Τότε εγώ άρχισα να γελάω και σκεφτόμουν πως φτιάχνω μουσική του τρόμου.
Τον τελευταίο καιρό που ο μπαμπάς αργεί να επιστρέψει από την δουλειά, η μαμά δεν είναι καθόλου χαρούμενη. Τις προάλλες που δεν ήθελα να πιω το γάλα μου νευρίασε τόσο πολύ που το πέταξε στα μούτρα μου. Πρόλαβα να σκύψω στο πλάι και το γάλα έκανε έναν λεκέ-πυροτέχνημα στον πράσινο τοίχο της κουζίνας. Μετά, αντί να κλαίω εγώ, η μαμά έβαλε τα κλάμματα.
Ο μπαμπάς έπαψε να της δίνει φιλί μπροστά στην εξώπορτα πριν φύγει το πρωί για την δουλειά και το βράδυ κλείνεται στο γραφείο του λέγοντας πως έχει πολύ διάβασμα.
Από τον κρυψώνα μου άκουσα την μαμά και την Νάννη να μιλούν για μια Λεγάμενη και πως του πήραν τα μυαλά δυο πράσινα μάτια. Αναρωτήθηκα αν είχαν μπλε βλεφαρίδες και αν ο μπαμπάς θα γίνει τρελός και στεναχωρέθηκα.
Η μαμά εδώ και λίγο καιρό άρχισε να κάνει παρέα με την κυρία Κασσάνδρα, μια γυναίκα με κοντά μαύρα σγουρά μαλλιά που μένει απέναντι μας. Μένει μόνη της, δεν έχει άντρα ούτε παιδιά, ίσως γιατί κανείς δεν θέλει η μαμά του να έχει βραχνή φωνή και να μην φοράει κραγιόν. Επισκέπτεται την δίκη μου μαμά συχνά και περνούν όλες ολόκληρες κλεισμένες στο δωμάτιο της. Ίσως η μαμά της μαθαίνει πώς να βάφει τα χείλη και τα μάγουλα της για να είναι πιο όμορφη, γιατί όταν βγαίνουν από το δωμάτιο τα χείλη της κυρίας Κασσάνδρας είναι κόκκινα και τα μάγουλα της ξαναμμένα σαν να έχει καθίσει ώρα πολλή στον ήλιο. Πάντως όταν κάνουν παρέα η μαμά μου είναι χαρούμενη.

Ενα βράδυ που δεν μπορούσα να κοιμηθώ και πήγα να τρυπώσω ανάμεσα στον μπαμπά και την μαμά, στο κρεβάτι τους, άκουσα από τον διάδρομο την μαμά να λέει κλαίγοντας «Φτάνει πια, δεν αντέχω άλλο, ας τραβήξει ο καθένας τον δρόμο του». Ο μπαμπάς απάντησε με ένα «σσσσς». Αρχισαν τότε να μιλούν χαμηλόφωνα, αλλά κατάφερε να ξεγλιστρίσει και να φτάσει ως τ' αυτιά μου η τρομερή λέξη «διαζύγιο». Πάγωσα στο άκουσμα της. Όχι, όχι δεν θέλω οι γονείς μου να χωρίσουν, να τραβήξει ο καθένας τον δρόμο του, δεν θέλω να έχω καινούρια μαμά με μπλε βλεφαρίδες. Δεν θέλω η δίκη μου μαμά να κλαίει και να κάνει παρέα με την κυρία με την βραχνή φωνή.
Γύρισα ακροπατώντας στο δωμάτιο μου. Σκεπάστηκα με το πάπλωμα μου και σκεφτόμουν τι να κάνω.
Την επόμενη μέρα βρήκα στο ντουλάπι κάτω από τον νεροχύτη το κουτί με την νεκροκεφαλή. Ηταν Μάης μήνας, η εποχή που βγαίνουν οι φράουλες. Η Νάννη είχε αγοράσει ένα τελάρο κατακόκκινες μυρωδάτες φράουλες. Την ώρα της Κυριακάτικης απογευματινής ξεκούρασης, μπήκα αθόρυβα στην κουζίνα, ανέβηκα στην καρέκλα, έφτασα την ζαχαριέρα, την άφησα προσεκτικά στο τραπέζι. Μετά έβγαλα το κουτί με την νεκροκεφαλή κάτω από τον νεροχύτη και ανακάτεψα το περιεχόμενο του με την ζάχαρη. Το βράδυ για επιδόρπιο οι μεγάλοι έφαγαν φράουλες πασπαλισμένες με μπόλικη ζάχαρη. Εγώ έφαγα μόνο ένα πράσινο μήλο. Όλοι ξέρουν πως οι φράουλες μου φέρνουν αναφυλαξία. Εκείνοι μόνο δεν ήξεραν πως οι νόστιμες φράουλες σ' αυτούς φέρνουν θάνατο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: