Γυαλιά μυωπίας

«Μυωπικό» έργο του Ρhilip Βarlow
«Μυωπικό» έργο του Ρhilip Βarlow


Μέ­σα στο ποί­η­μα

Μια μέ­ρα, εί­ναι αρ­κε­τός και­ρός, κα­θώς άνοι­γα το βι­βλίο Αν­θο­λο­γία σύγ­χρο­νης Αλ­βα­νι­κής ποί­η­σης που μό­λις εί­χα αγο­ρά­σει, βι­βλίο της σει­ράς «Ποι­η­τές του Κό­σμου» των εκ­δό­σε­ων «Ρο­ές», έπε­σα πά­νω σε ένα μι­κρό ποί­η­μα το­πο­θε­τη­μέ­νο σε εκεί­νο το ση­μείο που το λέ­με «αυ­τί», στην προ­έ­κτα­ση του εξω­φύλ­λου δη­λα­δή, ποί­η­μα που κά­τω από τον τί­τλο «Απε­λευ­θέ­ρω­ση» πε­ριεί­χε με τρό­πο ανά­πο­δο έναν υπαι­νι­κτι­κό ύμνο για τα γυα­λιά:

Τα κο­ρί­τσια κοι­μού­νται ξε­ντυ­μέ­να
στη σκιά του δέ­ντρου
φυ­σά­ει κι έχει δρο­σιά.
Η μια εί­ναι ολό­γυ­μνη
και τα γυα­λιά της έβγα­λε ακό­μη.


Οι λέ­ξεις πα­ρει­σφρέ­ουν με δύ­να­μη στην ανα­γνω­στι­κή πρά­ξη και ευ­θύς απο­θε­με­λιώ­νουν το μο­τί­βο των πρά­σι­νων και των «μαύ­ρων σαν κάρ­βου­νο» μα­τιών ως ανα­γκαία προ­ϋ­πό­θε­ση της ομορ­φιάς, των δρο­σε­ρών νιά­των, του έρω­τα, μα­τιών που δεν φο­ρούν γυα­λιά, μα­τιών ακέ­ραιων που έχουν υμνη­θεί χι­λιά­δες φο­ρές, δί­καια βε­βαί­ως, από τη δη­μο­τι­κή ποί­η­ση μέ­χρι τα αστι­κά λαϊκά τρα­γού­δια:

Τα μα­τό­κλα­δά σου λά­μπουν
σαν τα λού­λου­δα του κά­μπου


Εδώ, όμως, μέ­σα στις σε­λί­δες, τα γυα­λιά εί­ναι οι πρω­τα­γω­νι­στές στο ποι­η­τι­κό συμ­βάν, στην απε­λευ­θε­ρω­τι­κή τε­λε­τουρ­γία. Μα­ζί τους και τα μά­τια που τα φο­ρούν, τα μυω­πι­κά. Τα γυα­λιά με­σο­λα­βούν για μια νέα, αι­σθα­ντι­κή, συν­θή­κη. Η εμπρό­θε­τη κί­νη­ση του κο­ρι­τσιού να τα βγά­λει για να απο­λαύ­σει ολό­γυ­μνη τη λυ­τρω­τι­κή σκιά του δέ­ντρου, απο­γειώ­νει την ομορ­φιά, το ποί­η­μα, την ίδια τη ζωή.

Τα γυα­λιά, λοι­πόν, κρύ­βουν τα μά­τια με έναν τρό­πο, πα­ρεμ­βάλ­λο­νται ανά­με­σα σ` αυ­τά και στον κό­σμο, αλ­λά φέ­ρουν και εγκα­θι­στούν πά­νω στο πρό­σω­πο ακό­μα κά­τι χτί­ζο­ντας σι­γά σι­γά μια πα­ρου­σία. Ένα κο­ρί­τσι, εν προ­κει­μέ­νω, με γυα­λιά, δια­θέ­τει μια κί­νη­ση επί πλέ­ον - κί­νη­ση που εδώ στη­ρί­ζει την ποι­η­τι­κή σκη­νή- για να ξε­ντυ­θεί εντε­λώς, κά­τι που στε­ρού­νται τα άλ­λα, χω­ρίς γυα­λιά, κο­ρί­τσια. Το ποί­η­μα διεμ­βο­λί­ζει τις αμε­τα­κί­νη­τες ει­κό­νες, τα δη­κτι­κά υπο­νο­ού­με­να για τον μύ­ω­πα -ναι, δεν εί­ναι σπά­νιο- «αυ­τή με τα γυα­λιά», φερ` ει­πείν, εάν πρό­κει­ται για γυ­ναί­κα, με όλες τις συν­δη­λώ­σεις του, και άλ­λα πολ­λά, γε­μά­τη εί­ναι η γλώσ­σα, για να βγει στην άλ­λη όχθη, εκεί που τα γυα­λιά διεισ­δύ­ουν στη μι­κρή πα­ρέα των γυ­μνών κο­ρι­τσιών που κοι­μού­νται κά­τω από το κα­λο­και­ρι­νό τους δέ­ντρο, εκεί που γί­νο­νται η εστία του ποι­ή­μα­τος.

Οι στί­χοι εσω­τε­ρι­κεύ­ο­νται με γό­νι­μη θέρ­μη. Ενι­σχύ­ουν την πί­στη μου στα γυα­λιά και στε­ρε­ώ­νουν τη γοη­τεία που μου ασκούν, πράγ­μα­τα από χρό­νια δια­κρι­τά, ζώ­ντας, όμως, μέ­σα στην ευ­θραυ­στό­τη­τα μιας υπο­κει­με­νι­κό­τη­τας - της δι­κής μου.

Ανα­ζη­τώ μέ­σα στις σε­λί­δες τον ευαί­σθη­το ποι­η­τή. «Ο Τσέ­λο Χό­τζα», δια­βά­ζω, «γεν­νή­θη­κε το 1969 στο Αρ­γυ­ρό­κα­στρο. Σπού­δα­σε φι­λο­λο­γία στο Πα­νε­πι­στή­μιο του Αρ­γυ­ρό­κα­στρου κι έπει­τα ανα­γκά­στη­κε να με­τα­να­στεύ­σει στην Αγ­γλία. Με­τά την επι­στρο­φή του, ερ­γά­ζε­ται ως ανα­λυ­τής στον Τύ­πο. Εμ­φα­νί­στη­κε στα γράμ­μα­τα με την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή Τοί­χοι και ονό­μα­τα (1995). Έχει με­τα­φρά­σει στα αλ­βα­νι­κά το μυ­θι­στό­ρη­μα 1984 του Orwell».

Το «αυ­τί» του βι­βλί­ου, λει­τουρ­γώ­ντας και ως φυ­σι­κός σε­λι­δο­δεί­κτης, φέρ­νει και ξα­να­φέρ­νει μπρο­στά μου τους αρ­χι­κούς στί­χους. Η με­γα­λό­φω­νη ανά­γνω­ση, που, με ζή­λο επι­δί­δο­μαι, δρα πολ­λα­πλα­σια­στι­κά.

Ει­σέρ­χο­μαι σε συν­θή­κη σφο­δρής ανη­συ­χί­ας ανι­χνεύ­ο­ντας το βιω­μα­τι­κό και ανα­γνω­στι­κό μου πε­δίο. Ανα­ζη­τώ, ως πε­ρι­στέ­ρι στον δρό­μο κι εγώ, τα ψί­χου­λα, τις ψη­φί­δες που θα συν­θέ­σουν το κο­λάζ: Γυα­λιά μυω­πί­ας. Η ει­κό­να εί­ναι του Georges Perec: «Ο ανα­γνώ­στης, το μά­τι του δη­λα­δή, σα­ρώ­νει τη σε­λί­δα σαν ένα πε­ρι­στέ­ρι που τσι­μπο­λο­γά το έδα­φος ανα­ζη­τώ­ντας ψί­χου­λα ψω­μιού». [ Σκέ­ψη / Τα­ξι­νό­μη­ση, Άγρα 2005, μτ­φρ: Λί­ζυ Τσι­ρι­μώ­κου].

Να, σή­με­ρα εί­μαι τυ­χε­ρή. Πε­ρι­η­γού­με­νη, με τα γυα­λιά μου, στον κυ­βερ­νο­χώ­ρο, πρωί πρωί, το συ­να­ντώ : «Ο Philip Barlow, καλ­λι­τέ­χνης από το Κέιπ Τά­ουν της Νό­τιας Αφρι­κής, δη­μιούρ­γη­σε μια σει­ρά από 10 πί­να­κες που απει­κο­νί­ζουν πο­λύ πα­ρα­στα­τι­κά, με εκ­πλη­κτι­κή ζω­ντά­νια και ακρί­βεια, το πώς βλέ­πουν τον κό­σμο οι άν­θρω­ποι που έχουν μυω­πία, δη­λα­δή την πιο συ­νή­θη πά­θη­ση των μα­τιών ». [ Lifo, 26 Μαρ­τί­ου 2022 ]

Οι ει­κό­νες που ακο­λου­θούν εί­ναι γνώ­ρι­μες στους μύ­ω­πες. Εί­ναι ο κό­σμος που ατε­νί­ζουν χω­ρίς τα γυα­λιά τους. Αχνά, δυσ­διά­κρι­τα πρό­σω­πα, θο­λό το πε­ρί­γραμ­μα των σω­μά­των, εξα­σθε­νη­μέ­να το­πία, χρώ­μα­τα που ξε­φεύ­γουν από το κά­δρο τους, αντι­κεί­με­να άδεια και ασα­φή.

Ξε­δι­πλώ­νε­ται εδώ μια άλ­λη αρ­χι­τε­κτο­νι­κή. Εκεί­νη της αδύ­να­μης όρα­σης, των εξα­χνω­μέ­νων, χω­ρίς κέ­ντρο ει­κό­νων. Αι­σθή­μα­τα θερ­μά κα­τα­κλύ­ζουν τον χώ­ρο, η γλώσ­σα ανα­δύ­ε­ται και συ­νε­πι­κου­ρεί στη σύν­θε­ση του κό­σμου: Τα γυα­λιά μου!

Δη­λώ­νε­ται έτσι, με τη με­σι­τεία των λέ­ξε­ων, η αγά­πη, η πί­στη και η ευ­γνω­μο­σύ­νη σ` αυ­τά τα μι­κρά, φο­ρη­τά αντι­κεί­με­να, τα φτιαγ­μέ­να από έναν σκε­λε­τό (δύο κύ­κλους, μια κα­μά­ρα, δύο βρα­χί­ο­νες) και δυο φα­κούς διορ­θω­τι­κούς. Η ρη­το­ρι­κή γύ­ρω τους, ενερ­γη­τι­κή και ατε­λεύ­τη­τη. «Τα και­νούρ­για μου γυα­λιά», «Θα φο­ρέ­σω γυα­λιά».

Κά­ποιες φο­ρές, εί­ναι αλή­θεια, επι­χει­ρή­σα­με, οι λά­τρεις τους εμείς, να φο­ρέ­σου­με τους άλ­λους φα­κούς, της επα­φής, να απλου­στεύ­σου­με τις κα­θη­με­ρι­νές επι­τε­λέ­σεις των βλεμ­μά­των, των κι­νή­σε­ων πά­νω στους βρα­χί­ο­νες, στην κα­μά­ρα, πά­νω στη μύ­τη μας, να ατε­νί­σου­με τον κό­σμο χω­ρίς εν­διά­με­σους ή ας το πω αλ­λιώς, να φα­νε­ρώ­σου­με και τα δι­κά μας μά­τια, τέ­λος πά­ντων, να τα εκ­θέ­σου­με απρο­στά­τευ­τα στις πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κές και όχι μό­νο συν­θή­κες. Δεν το αντέ­ξα­με για πο­λύ. Τους χά­να­με τους φα­κούς μας, όσο λε­πτό­τε­ροι τό­σο πιο επιρ­ρε­πείς στον χα­μό τους, τους ψά­χνα­με πα­ντού, στο μπά­νιο, στην κου­ζί­να, σε όλο το σπί­τι, στο λε­ω­φο­ρείο κα­μιά φο­ρά, στον δρό­μο, στην κα­μπί­να του κα­ρα­βιού. Φο­ρού­σα­με τα γυα­λιά μας και τους ψά­χνα­με. Τούς βρί­σκα­με συ­νή­θως χτυ­πη­μέ­νους, γδαρ­μέ­νους, σχι­σμέ­νους, στο πά­τω­μα, κά­τω από το χα­λά­κι, στην μπα­νιέ­ρα, κά­ποια φο­ρά μέ­σα στο φλι­τζά­νι μας, στο πέ­το του παλ­τού μας. Ξα­να­γυ­ρί­ζα­με εν­θου­σια­σμέ­νοι και απο­λύ­τως δι­καιω­μέ­νοι στα γυα­λιά μας. Μα, αφού για να τους βρού­με φο­ρού­με τα γυα­λιά μας, στις μά­χες με­τα­ξύ τους νι­κούν τα γυα­λιά μας, θα τα ξα­να­βά­λου­με, λοι­πόν, θα τα ξα­να­βά­λου­με. Πο­τέ πια οι φα­κοί.

Τα γυα­λιά μας και μό­νον τα γυα­λιά μας. Οι μα­γι­κοί βοη­θοί για τη ζωή όσων η φύ­ση προί­κι­σε με όρα­ση ασθε­νή και μά­τια μυω­πι­κά, φως στο σκο­τά­δι, πά­ει να πει. Ζή­τω τα γυα­λιά μας! Εμ­βλη­μα­τι­κά ση­μεία μιας νέ­ας γλυ­πτι­κής του προ­σώ­που, δεί­κτες πε­ρι­ή­γη­σης πά­νω στον χάρ­τη του. Άμυ­να απέ­να­ντι στο κα­κό και θε­ρα­πεία. Απρό­σμε­νη ομορ­φιά μέ­σα στο ποί­η­μα, βί­ω­μα συ­νε­χές και αδια­τά­ρα­κτο. Δια­κρι­τή τέ­χνη, στυλ και αντι­κεί­με­νο λα­τρεί­ας. Αυ­τό όμως εί­ναι μια άλ­λη ιστο­ρία.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: