Οκτώ και μισή

Οκτώ και μισή


Δεν έχω ξαναντροπιαστεί περισσότερο στη ζωή μου.
Πώς μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό; Ούτε εμένα λογάριασες ούτε την οικογένειά μου. Ξέρεις ότι ο πατέρας μου κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό από τη στεναχώρια; Η μάνα μου είχε τρυπώσει στην εκκλησία κι έκλαιγε πίσω από κάτι στασίδια, κι ο αδερφός μου έσφιγγε τις γροθιές του να μη μιλήσει και ρίξει λάδι στη φωτιά… Κι η αδερφή σου, καλή του λόγου της! Ούτε μια κουβέντα δεν καταδέχτηκε να μου πει· μόνο κοιτούσε το πάτωμα, κι ο άντρας της όλο της έλεγε στ’ αυτί: «Δεν μπορεί, δεν μπορεί…»

Εμένα πάλι, ποιος με σκέφτηκε; Ποιος με νοιάστηκε εμένα; Στεκόμουν σαν ηλίθια με το νυφικό που είχες λυσσάξει να φορέσω και τις χούφτες μου άδειες —δεν είχες έρθει να μου δώσεις την ανθοδέσμη…

Ο κουμπάρος μας λέει πως τα κάνεις αυτά, είσαι χωρατατζής· και με χτυπάει στις πλάτες μ’ ένα τρεμάμενο χέρι… Ο παπάς με πλησιάζει και μου ψιθυρίζει πως στις οχτώ και μισή έχει κλεισμένη μια βάφτιση. Θέλω να τους χαστουκίσω και τους δύο αλλά, σε τελική ανάλυση, δε μου φταίνε σε τίποτα. Μοναδικός υπαίτιος της ερημιάς μου είσαι εσύ.

Πόσες φορές σου ’χα πει να προσέχεις· να μην είσαι αφηρημένος όταν οδηγείς, να φοράς ζώνη, να μην τρέχεις…

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: