Θαλής Ρητορίδης (1916-1983): Ο λησμονημένος ποιητής και εκδότης του περιοδικού «Νέα Φύλλα» (1937)

Θαλής Ρητορίδης (1916-1983): Ο λησμονημένος ποιητής και εκδότης του περιοδικού «Νέα Φύλλα» (1937)


Παρότι καταπιάστηκε με ένα ευρύ φάσμα από ερευνητικά ενδιαφέροντα και καλλιτεχνικές ενασχολήσεις, ο ποιητής, δημοσιογράφος, μουσικός, εκδότης και κριτικός, με σπουδές στη φιλοσοφία και την ιατρική, Θαλής Ρητορίδης (1916-1983), παραμένει ώς και σήμερα λησμονημένος στη χορεία εκείνη των αφανών και ελάσσονων λογοτεχνών, στους οποίους η φιλολογική κριτική έχει γυρίσει επιδεικτικά την πλάτη. Πιστός θιασώτης της τέχνης και γενναιόδωρος προς το κοινό του, στο οποίο πρόσφερε πλήθος ποιητικών συλλογών και δοκιμίων, συνεργάστηκε με σημαντικές εφημερίδες και περιοδικά του 20ού αιώνα, κάποιων εκ των οποίων διετέλεσε και διευθυντής (Έθνος [Φλώρινας] [1931], Νέα Φύλλα [1937], Ελληνοαμερικάνικα Νέα [1946], Βωμός Τέχνης [Ρώμης] [1979-1983]). Ωστόσο, η συνεπής παρουσία του στους κόλπους των γραμμάτων και των τεχνών πέρασε σχεδόν απαρατήρητη από την κριτική, με αποτέλεσμα η πολυσχιδής προσωπικότητά του και το πλούσιο έργο του να παραμένουν ακόμα στην αφάνεια. Πρώτος ο Νίκος Σιγάλας στη μελέτη του για το υπερρεαλιστικό κίνημα εντόπισε το ερευνητικό κενό, αναφερόμενος στο περιοδικό Νέα Φύλλα (1937): «Εκδότης του περιοδικού είναι ο Θαλής Ρητορίδης για τον οποίο λίγα είναι γνωστά […] Η περίπτωση του Ρητορίδη έχει ενδιαφέρον, καθώς το άτομό του περιβάλλεται από σιωπή (σ. 120-121).»[1]
Στο πλαίσιο αυτό, σκοπός του παρόντος κειμένου είναι να παρουσιάσει συνοπτικά πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του Ρητορίδη, όπως αυτές προέκυψαν από πρωτογενή έρευνα σε αρχεία και στον Τύπο της εποχής. Ο Θαλής Ρητορίδης, λοιπόν, γεννήθηκε στην Ανδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης της τότε Οθωμανικής αυτοκρατορίας, σύμφωνα με τις πηγές στα 1916, χωρίς ωστόσο να αποκλείουμε την πιθανότητα να έχει γεννηθεί νωρίτερα. Αν και όλες οι πηγές υποδεικνύουν ομόφωνα ως χρονολογία γέννησής του το 1916,[2] η πολύ πρώιμη εμφάνισή του στα γράμματα με πονήματα που προϋποθέτουν συγγραφική ωριμότητα και διεισδυτικό έλεγχο του κοινωνικού και πολιτισμικού γίγνεσθαι, μας οδήγησε σε υποθέσεις ότι μπορεί να πρόκειται για μεταχρονολόγηση.
Ο Θαλής ήταν γιος του αρχίατρου Ξενοφώντα και της Ελένης Ρητορίδη, ο μικρότερος από τα τέσσερα αδέλφια της οικογένειας, τον μαέστρο Άγγελο, τον γιατρό Χαρίλαο και τον Στέφανο. Σύσσωμη η οικογένεια θα πρέπει να εγκατέλειψε την Ανατολική Θράκη λόγω των ελληνοτουρκικών διενέξεων και των συνακόλουθων μετακινήσεων πληθυσμών και να εγκαταστάθηκε στη Φλώρινα, πριν από τον Δεκέμβρη του 1923, όποτε βρίσκεται ήδη κοινωνικά δικτυωμένη στην περιοχή, εφόσον το όνομα του Ξενοφώντα Ρητορίδη καταγράφεται στον συνδυασμό των υποψήφιων βουλευτών των Φιλελεύθερων της Φλώρινας,[3] κόμμα το οποίο φαίνεται πως θα στηρίξει αργότερα και ο Θαλής.[4]
Στη Φλώρινα ο Θαλής Ρητορίδης περνά τα παιδικά και σχολικά του χρόνια και είναι εκεί που γράφει τα πρώτα του ποιήματα, συνάπτει τις πρώτες του συνεργασίες με τοπικές εφημερίδες και εκδίδει τις πρώτες συλλογές του. Ωστόσο, οι διενέξεις με το εκπαιδευτικό προσωπικό του σχολείου του τον αναγκάζουν να ολοκληρώσει τις εγκύκλιες σπουδές του στο Γυμνάσιο του Σουφλίου, κοντά στον συνονόματο ξάδελφο του και ποιητή Κώστα Θρακιώτη (1909-1994) ή κατά κόσμον Θαλή Προδρόμου. Ο ήδη ενταγμένος στους λογοτεχνικούς κόλπους Κ. Θρακιώτης και διευθυντής του μαθητικού περιοδικού Έβρος πιθανόν να είναι αυτός που μύησε στα μονοπάτια της ποίησης τον αγαλούχητο ακόμα Ρητορίδη.
Στο μεταξύ θα πρέπει να έχει προηγηθεί κι ένα πέρασμα του Ρητορίδη από το αμερικανικό κολλέγιο «Ανατόλια» της Θεσσαλονίκης, αφού δύο χρόνια νωρίτερα είχε απευθύνει στο «αγαπημένο [τ]ου σκολειό» μια διθυραμβική αφιέρωση.[5] Στη φοίτησή του στο σχολείο αυτό χρωστά την εξοικείωσή του με την αγγλική γλώσσα και την επαφή του με τη μουσική και το βιολί. Στο αρχείο του κολλεγίου βρίσκονται τόσο φωτογραφίες του Ρητορίδη ως μέλους της χορωδίας όσο και νεανικές δημοσιεύσεις στο περιοδικό του σχολείου, που κυκλοφορεί με πρωτοβουλία των μαθητών του, με τίτλο The echo of our school.[6]


 



H χορωδία του «Ανατόλια» το έτος 1931. Ο Θαλής Ρητορίδης βρίσκεται στην πίσω σειρά,  πρώτος από αριστερά. © Έφοροι του Κολλεγίου Ανατόλια. Με ιδιαίτερες ευχαριστίες στο Αρχείο του Κολλεγίου Ανατόλια
H χορωδία του «Ανατόλια» το έτος 1931. Ο Θαλής Ρητορίδης βρίσκεται στην πίσω σειρά, πρώτος από αριστερά. © Έφοροι του Κολλεγίου Ανατόλια. Με ιδιαίτερες ευχαριστίες στο Αρχείο του Κολλεγίου Ανατόλια


Στα 1930 καταγράφεται η πρώτη δημόσια απο-στροφή του Ρητορίδη στο φιλομαθές κοινό, με ένα πρωτόλειο ποίημα ερωτικής ευόδωσης, τον «Κρυφό Έρωτα» στον Ταχυδρόμο Εδέσσης που αποτελεί και τη μοναδική εμφάνισή του στο εν λόγω έντυπο και την πρώτη σύνδεσή του με την πόλη της Έδεσσας, στην οποία θα μετακομίσουν οικογενειακά περί τα 1933.[7] Τη δημοσίευση αυτή θα ακολουθήσει πληθώρα συνεργασιών, αραιότερων και τακτικότερων, με έντυπα της Φλώρινας (Έθνος, Μακεδονική) και της Έδεσσας (Εμπρός, Ελεύθερος Λαός, Ταχυδρόμος, Φωνή του Λαού), όπου διακινεί τις δημιουργίες του και αναλαμβάνει λογοτεχνικές και κριτικές στήλες, υπογράφοντας τα κείμενά του είτε με το πραγματικό του όνομα, είτε με τα αρχικά του ονοματεπώνυμού του (Θ.Ρ. ή θ.ρ.), είτε με κάποιο από τα ψευδώνυμά του (Θάλης Άνθης, Σηδιρωτήρ, Απαίσιος, Μαρίκα Βεγλίδου, Φίληβος). Με τον τρόπο αυτό, η παρουσία του συγγραφέα στον Τύπο καθίσταται αδιάλειπτη, σε σημείο που από την πένα του διυλίζονται τα μείζονα και τα ελάσσονα της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής της περιοχής.

«Ο ποιητής Θαλής Ρητορίδης», εφ. «Μακεδονική»

Μέσα από τα έντυπα, με τα οποία συνεργάζεται, προωθούνται τα πρώτα εκδομένα έργα του. Οι πολυάριθμες δημοσιεύσεις ποιημάτων, είτε αντλημένων από τις νεανικές του λησμονημένες ή χαμένες σήμερα ποιητικές του συλλογές είτε εκ των υστέρων ενσωματωμένων σε αυτές, κατέληξαν να αποτελούν πολλές φορές τον μοναδικό διασωθέντα μάρτυρα της ύπαρξής τους. Από την άλλη, η διασωθείσα πεζογραφική του παραγωγή είναι σαφώς μικρότερη και λιγότερο σημαντική.[8] Χάρη στην πολυετή δημοσιογραφική ενασχόληση, το συνολικό συγγραφικό του corpus περιλαμβάνει και άλλα είδη κειμένων, με ίσως ισχνότερες λογοτεχνικές αξιώσεις, όπως το δοκίμιο και το χρονογράφημα.[9]
Παράλληλα, πλούσια είναι και η συγκομιδή των τεχνοκριτικών του Ρητορίδη που αφορούν κυρίως τη λογοτεχνία, τη μουσική και το θέατρο, οι οποίες διατρανώνουν όχι μόνο την εξοικείωση του συγγραφέα με τα καλλιτεχνικά τεκταινόμενα της εποχής αλλά και τις φιλικές συναδελφικές σχέσεις με τους ομοτέχνους του, ενώ συνάμα αναδεικνύουν την κριτική του ικανότητα να αναγνωρίζει τις αξιόλογες ποιητικές και πεζογραφικές φωνές. Οι κριτικές μελέτες του αποτίουν φόρο τιμής και σε παλαιότερους λογοτέχνες, επικεντρώνονται όμως περισσότερο στους «νέους», τους τότε πρωτοεμφανιζόμενους δηλαδή λογοτέχνες, για τους οποίους επιφυλάσσει θερμές κριτικές δεξιώσεις, κυρίως μέσα από τη στήλη «Γύρω απ’ τους Νέους μας» στις εφημερίδες Μακεδονική και Έθνος της Φλώρινας. Με τους λογοτέχνες αυτούς ο Ρητορίδης συνδιαλέγεται καλλιτεχνικά, αφομοιώνοντας δημιουργικά τα διδάγματά τους και αναπτύσσοντας εκλεκτικές συγγένειες μαζί τους, ενώ τους περισσότερους δηλώνει πως τους γνωρίζει προσωπικά. Πρόκειται για τους Λ. Πορφύρα, Ι. Γρυπάρη, Στ. Μυριβήλη, Α. Μαγγανάρη, Γ. Θεοτοκά, Γ. Κοτζιούλα, Α. Τερζάκη, Ντ. Νίκβα, Κ. Θρακιώτη, Π. Ιωαννίδη, Π. Ταγκόπουλο, Μ. Πολυδούρη, Η. Μάλλωση και Π. Σπανδωνίδη.[10]

Την ίδια περίοδο η καλλιτεχνική και πνευματική υπόσταση του Ρητορίδη γίνεται γνωστή στο κοινό της Φλώρινας και της Έδεσσας μέσω των μουσικών recitals και των διαλέξεών του για τη λογοτεχνία και την πολιτική.[11] Μάλιστα, η μεγάλη επιτυχία διάλεξής του στη Φλώρινα οδήγησε στην καθιέρωση σειράς επιστημονικών διαλέξεων στην πόλη με απόφαση του Νομάρχη που παρευρέθηκε και δήλωσε τη στήριξή του στους διανοούμενους της περιοχής.[12]
Ως προς την εκδοτική παραγωγή του Ρητορίδη, η γνωστή μόνο από τις σποραδικές αναδημοσιεύσεις αποσπασμάτων της στον Τύπο ποιητική συλλογή Φιληβικά. Λυρικά χρώματα-Πρόζες κυκλοφορεί τον Ιανουάριο του 1933 με το ψευδώνυμο του ποιητή Θάλη Άνθη και αποτελεί τελικά την πρώτη εκδοτική εμφάνισή του στους κόλπους των γραμμάτων, μετά την ανεπιτυχή εκδοτική απόπειρα των Πρώτων Σκιρτημάτων.
Το επόμενο εκδομένο έργο του Ρητορίδη, Τα κοινωνικά ρεύματα και η επίδρασή τους στη μεταπολεμική λογοτεχνία (1934), αποτελεί πιθανότατα καρπό των διαλέξεών του στην Έδεσσα και τη Φλώρινα την ίδια χρονιά. Στην εν λόγω μαρξιστική μελέτη ο συγγραφέας διακρίνει την «αστική» και τη «νόθα μεσοαστική» από την «επαναστατική τέχνη» και κατατάσσει την αισθητική της ποιότητα τής τελευταίας στο ύψιστο σημείο της καλλιτεχνικής τιμής.[13] Η μύησή του στη μαρξιστική κριτική πιθανόν να σχετίζεται με τη μαρτυρούμενη επικοινωνία του στα 1933 με τον εισηγητή της μαρξιστικής κριτικής στην Ελλάδα Νικόλα Κάλας. Σε επιστολή του μάλιστα, ο Ρητορίδης δηλώνει ανοιχτά ότι ανήκει και αυτός στο στρατόπεδό του Κάλας, προδίδοντας προφανώς τη συμπόρευσή του με τη μαρξιστική ιδεολογία («Άλλωστε και ‘γω ανήκω στο στρατόπεδό σας»).[14]

περ. «Μορφές» 1936

Στα 1937 η οικογένεια Ρητορίδη μετακομίζει από την Έδεσσα στην Αθήνα και συγκεκριμένα στην περιοχή του Ψυχικού, με τον Θαλή να κουβαλά στις αποσκευές του ένα βιογραφικό πλούσιο σε δημοσιεύσεις, βιβλία, διαλέξεις και τιμητικές διακρίσεις. Εκεί θα σπουδάσει Φιλοσοφία και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και θα μαθητεύσει δίπλα σε σημαντικούς καθηγητές, όπως ο φιλόσοφος και πολιτικός Κωνσταντίνος Τσάτσος. Καρπός των σπουδών του στη φιλοσοφία είναι το Δοκίμιο γενικής εισαγωγής στην ιστορία της φιλοσοφίας (Ροδάκη, 1937), ενώ ο αντίκτυπος της θητείας του στα φιλοσοφικά διδάγματα αντικατοπτρίζεται στο μεταγενέστερο ποιητικό έργο. Το δοκιμιακό αυτό πόνημα, όπως και τα Κοινωνικά Ρεύματα (1934), προδίδουν τον ευσεβή πόθο του Ρητορίδη να αφήσει πίσω του θεμελιακά έργα υποδομής, που ελέγχουν μεγάλου θεματικού και χρονολογικού εύρους πεδία. Η ποιητική εκδοτική του παραγωγή θα ανανεωθεί με την κυκλοφορία των Μουσικών Περιπάτων, που γράφονται στα 1934-1935, θα κυκλοφορήσουν όμως μετά τη σύναψη εκδοτικής συνεργασίας με τον αθηναϊκό οίκο Ροδάκη.[15]

Όπως ήταν αναμενόμενο, ο λογοτεχνικός κύκλος του Ρητορίδη, μετά τη μετάβαση στην Αθήνα, διευρύνεται με άλλα μεγάλα ονόματα της σύγχρονης ποιητικής σκηνής, που τυγχάνει να αποτελούν τους κύριους διακόνους του τότε νεότευκτου ελληνικού υπερρεαλισμού. Μιλάμε βέβαια για τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον Νικόλα Κάλας, με τους οποίους συνεργάζεται για την έκδοση του περιοδικού τα Νέα Φύλλα (1937). Σε μια περίοδο, κατά την οποία οι εκπρόσωποι του υπερρεαλισμού επιδιώκουν τη μετακένωσή του στην Ελλάδα και αναζητούν μια δίοδο επικοινωνίας της καινότροπης γραφής τους, γνωρίζοντας τον κεντρικό ρόλο που διαδραμάτισαν τα περιοδικά Le Revolution Surrealiste (1924-1929) και Le Surrealisme au service de la Revolution (1930-1933) στην έκφραση των θέσεων της γαλλικής εκδοχής του κινήματος, βρίσκουν τελικά, έστω και προσωρινά, το πολυπόθητο καταφύγιό τους στα δύο τελευταία τεύχη των Νέων Φύλλων. Το βραχύβιο αυτό περιοδικό θα συμπληρώσει έτσι το εκδοτικό κενό του υπερρεαλιστικού κινήματος, το οποίο, αν και είχε προκαλέσει ιδιαίτερη αίσθηση στο φιλομαθές κοινό, δεν διέθετε το μέσο, για να διατυπώσει επίσημα τις θέσεις του και να επιλύσει τις παρανοήσεις και τις παραναγνώσεις που γεννήθηκαν άμα τη εμφανίσει του. Και εδώ ίσως έγκειται η μεγαλύτερη συμβολή του Ρητορίδη στα ελληνικά γράμματα, η συνεισφορά του δηλαδή στη γραμματολογική αυτογενεαλόγηση του υπερρεαλισμού, μια συνειδητοποιημένη και προγραμματικά ειλημμένη πρωτοβουλία ενός συστηματικού μελετητή του λογοτεχνικού γίγνεσθαι, με αντανακλαστικά ικανά να ανταποκριθούν στο διατρανωμένο αίτημα της εκπροσώπησης του νέου καλλιτεχνικού κινήματος στον περιοδικό Τύπο.
Τα Νέα Φύλλα όμως ολοκλήρωσαν απροειδοποίητα τη βραχύβια παρουσία τους με το τεύχος του Απριλίου του 1937 να είναι το τελευταίο, ενώ είχε ήδη προαναγγελθεί στο τρίτο τεύχος τους (Μάρτιος 1937) η κυκλοφορία του αφιερωματικού στον υπερρεαλισμό πέμπτου τεύχους, με σκοπό να συντελέσει στην επιτυχία του κινήματος και να προσφέρει μια θετική συμβολή στην αποτίμησή του (σ. 63). Ωστόσο, από τις παρασκηνιακές πληροφορίες των επιστολών του Ρητορίδη στον Κάλας, πληροφορούμαστε ότι ο εκδότης αναγκάστηκε να διακόψει την κυκλοφορία του εντύπου για οικονομικούς λόγους.[16]

Τον Φεβρουάριο του 1938 ο Θαλής Ρητορίδης στηρίζει την τελευταία προσπάθεια των θιασωτών του ελληνικού υπερρεαλισμού να θεμελιώσουν το κίνημα, μέσα από την εκδοτική απόπειρα συσπείρωσης γύρω από τον τόμο Υπερεαλισμός Α΄ των εκδόσεων Γκοβόστη. Ο Ρητορίδης συμμετέχει στον τόμο μεταφράζοντας κείμενα του G. Hugnet και του G. Rosey και αναγγέλλοντας την υπερρεαλιστική του συλλογή Δορυάλωτοι Πύργοι, η οποία δεν βρέθηκε. Μετά τη διακοπή της κυκλοφορίας του τόμου και το τέλος των υπερρεαλιστικών προσπαθειών γενικότερα, ολοκληρώνεται η θητεία του στο κίνημα και δεν τεκμηριώνεται άλλη αναφορά στο υπερρεαλιστικό παρελθόν του.
Οι περίοδοι της Κατοχής (1941-1944) και του Εμφυλίου (1946-1949) θα αποτελέσουν για τον Θαλή Ρητορίδη ένα διάστημα επίπονης αναμέτρησης με τις ψυχικές αντοχές και τα ιδεολογικά του πιστεύω. Το πρώτο πλήγμα που θα ταράξει τον ψυχισμό του είναι ο θάνατος του αγαπημένου του πατέρα.[17] Το επόμενο χτύπημα θα έρθει με τη σύλληψή του, κατά τη διάρκεια της τελευταίας μέρας των Δεκεμβριανών (11.1.1945), και την εκτέλεση του αγαπημένου του αδελφού Χαρίλαου. Χωρίς να γνωρίζουμε την ακριβή αιτία της δίωξης των δύο αδελφών, εκτιμάμε ότι, μεσούσης της εμφύλιας διαμάχης, οι λόγοι θα πρέπει σαφώς να είναι πολιτικοί. Στην περίπτωση του Θαλή, η αιτία θα πρέπει να αναζητηθεί στα κλυδωνισμένα ιδεολογικά του φρονήματα και τις διαρκείς αμφιταλαντεύσεις του από το ένα ιδεολογικό στρατόπεδο στο άλλο.

Ήδη από τις πρώτες του δημοσιεύσεις στον Τύπο κατανοούμε ότι την περίοδο της νεότητάς του διάκειται φιλικά προς το σοσιαλιστικό κίνημα και προτείνει με πυγμή την πρακτική εφαρμογή του στην τέχνη και την κοινωνία.[18] Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου φαίνεται να έχει ήδη πραγματοποιήσει μια πολλών μοιρών ιδεολογική μεταστροφή, περνώντας στα όρια της αντίπερα πολιτικής όχθης και παραλαμβάνοντας την ιδεολογική σκυτάλη των εθνικοπατριωτικών φρονημάτων. Είναι προφανές λοιπόν, ότι οι πολιτικές διώξεις που υφίσταται στα Δεκεμβριανά σχετίζονται με τη νέα ιδεολογική του σκευή καθώς και τα σθεναρά πατριωτικά και χριστιανικά του φρονήματα που υπερασπίζεται με παρρησία και πιθανότατα να συμμεριζόταν και ο πρόωρα χαμένος αδελφός του Χαρίλαος.

Την πολιτική αυτή μεταστροφή φωτίζει ο μοναδικός σωζόμενος μάρτυρας της σκοτεινής αυτής περιόδου του συγγραφέα, που δεν είναι άλλος από τις επιστολές του προς στον ιερωμένο και συγγραφέα Ευλόγιο Κουρίλα, μία από τις σπουδαιότερες φυσιογνωμίες του νεότερου αθωνικού μοναχισμού, γνωστός για τα εθνοφυλετικά του φρονήματα, με υψηλή μόρφωση και πλούσια συγγραφική συγκομιδή, που διετέλεσε μητροπολίτης Κορυτσάς και μετά την αποπομπή του από το καθεστώς του Ενβέρ Χότζα δραστηριοποιήθηκε για την προσάρτηση της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα. Η γνωριμία του με τον Ρητορίδη χρονολογείται ήδη από τα προπολεμικά χρόνια, όταν οι δύο ομοϊδεάτες απολάμβαναν φιλολογικούς περιπάτους στο Ψυχικό και συνδέθηκαν στενά χάρη στη σύμπνοια ιδεών και το ψυχικό δέσιμο που τους ένωνε.[19]

Ευλόγιος Κουρίλας Λαυριώτης (1880-1961)

Πολύ περισσότερο αυτό που ένωσε τους δύο άνδρες ήταν η κοινή πολιτική και εθνική δράση, αναφορικά με το ζήτημα της Βόρειας Ηπείρου, που είχε στο επίκεντρό της την προσάρτηση της περιοχής και των ομογενών της στο ελληνικό κράτος, άλλοτε με διπλωματικά μέσα και άλλοτε με τη μεθόδευση ένοπλων συρράξεων. Από την πλευρά Ρητορίδη αυτό που γνωρίζουμε από τον ίδιο είναι ότι μεθόδευε ένα πολύ καλά οργανωμένο σχέδιο που, αν δεν είχε μεσολαβήσει η πολιτική αναταραχή των Δεκεμβριανών, θα πετύχαινε οπωσδήποτε και ο ίδιος θα μπορούσε να ακολουθήσει μια ένδοξη πολιτική καριέρα. Η χαμένη σήμερα συλλογή του Βήματα Λευτεριάς θα πρέπει να καταγράφει ποιητικά την οργάνωση του πολύκροτου σχεδίου και να μετουσιώνει τον πολιτικό του οραματισμό, που ανέκοψαν βίαια οι εξελίξεις του αδελφοκτόνου πόλεμου.[20]
Συνεχίζοντας την ανταλλαγή επιστολών, το καλοκαίρι του 1945 ο Ρητορίδης ενημερώνει τον Ε. Κουρίλα ότι βρίσκεται στη Χίο υπό την κηδεμονία του αγγλικού και αμερικανικού στρατού και οργανώνει τη διαφυγή του στις ΗΠΑ.[21] Αργότερα, αφού πέρασε από το Τμήμα Μεταγωγών του Πειραιά, βρίσκεται τον Απρίλιο του 1951 στις στρατιωτικές φυλακές Κοζάνης, ενόσω εκκρεμεί σε βάρος του απόφαση από το Στρατοδικείο, προφανώς για λόγους άρνησης στράτευσης.[22] Τελικά ο Ρητορίδης δεν λαμβάνει τη βοήθεια του Κουρίλα, ωστόσο σε λίγους μήνες απελευθερώνεται και επιστρέφει στην πρωτεύουσα, όπου εκδίδει στα 1952 το επόμενό του βιβλίο, λιβελλογράφημα εναντίον του σλαβισμού, τον οποίο προσλαμβάνει σαν ένα σοβινιστικό συγκρότημα που επιβουλεύεται τον ελληνισμό, αλλά “ευτυχώς” ηττήθηκε, κατά την τελευταία «Σλαβοκομμουνιστική Ανταρσία».[23] Ακολουθεί στα 1954 η ποιητική συλλογή Παιάνες και Νικητήρια, που αναγγέλλεται από το Βήμα χωρίς περισσότερες λεπτομέρειες, ήδη όμως από τον τίτλο μάς μεταφέρει τους υψηλούς τόνους ενός τελέσφορου στρατιωτικού αγώνα.[24]
Άγνωστο το πώς και το πότε ακριβώς –πάντως σίγουρα πριν από το 1956– ο Ρητορίδης μεταβαίνει τελικά στις ΗΠΑ. Η περίοδος αυτή φαίνεται να είναι η πιο αντι-ποιητική του συγγραφέα, καθότι αφήνει στην άκρη τη λογοτεχνική συγγραφή και καταπιάνεται με την πολιτική, τη δημοσιογραφία και τη μουσική ως βιολιστής, υπό την καλλιτεχνική κηδεμονία του ίδιου του Αμερικανού προέδρου John F. Kennedy (1917-1963). Σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα σταδιοδρομία του Ρητορίδη διαδραμάτισε η εχθρική επίθεση που δέχτηκε με την καταστροφή δεκάδων αυτοτελών δακτυλογραφημένων χειρόγραφων και ενός αυθεντικού βιολιού υψηλής αξίας. Με αυτό τον άδοξο και ατιμωτικό τρόπο δύει οριστικά η καριέρα του ως σολίστα και αποφασίζει να αναστήσει τον συγγραφικό ίσκιο που κρύβει μέσα του, έπειτα από μια μεγάλη ποιητική σιωπή, διάρκειας σχεδόν τεσσάρων δεκαετιών (από τους Μουσικούς Περιπάτους [1938] ώς τον Ποιητή και τον Κόρακα [1977], με εξαίρεση τους Παιάνες και Νικητήρια [1954] που δεν βρέθηκαν).

Επόμενο σταθμό της περιπλάνησης και συνάμα τελευταία κατοικία του Θαλή Ρητορίδη θα αποτελέσει η Ρώμη, όπου ο συγγραφέας εγκαθίσταται, πριν από τα 1968, στην οδό Τέρνι 38, αγοράζει ένα κτήμα, βιοπορίζεται χάρη στις αγροτικές εργασίες του κτήματος και κάνει οικογένεια. Παντρεύεται με την κατά τριάντα χρόνια νεότερή του Ιταλίδα τροχονόμο Γκαμπριέλα Αλεσάντρι, για να πάρει την άδεια έκδοσης της εφημερίδας The Roman Times και αποκτούν μαζί έναν γιο, τον Αλέξανδρο Ρητορίδη (γένν. 1970). Σύντομα όμως θα αρχίσουν τα προβλήματα με τη σύζυγο αλλά και με την κατά δύο χρόνια νεότερή του μητέρα της. Για τον λόγο αυτό επεξεργάζεται το ενδεχόμενο να εγκαταλείψει τη Ρώμη και αναζητά μέσω του αδελφού του, Άγγελου, ένα κτήμα στην Ελλάδα, όπου σχεδιάζει μάταια να ιδρύσει ιδιωτικό πανεπιστήμιο.[25] Λόγω οικονομικών δυσχερειών καθυστερεί τη μετεγκατάσταση στην Ελλάδα, ενόσω οι ενδοοικογενειακές διενέξεις οδηγούνται στα άκρα, με σοβαρά επεισόδια βίας.[26]
Παρά τα οικογενειακά προβλήματα, ο Ρητορίδης την περίοδο της διασποράς στην Ιταλία επανέρχεται δυναμικά στην αρένα των λογοτεχνικών ενασχολήσεων, διατηρώντας εξίσου υψηλές βλέψεις, όπως και κατά τη νεανική συγγραφική περίοδο. Μετά από πολλά χρόνια λογοτεχνικής σιωπής, θα προσφέρει γενναιόδωρα στο κοινό του μια πληθώρα ποιητικών συνθέσεων, εκδομένων με ρυθμούς βιομηχανικής παραγωγής. Συγκεκριμένα μιλάμε για δεκατέσσερις ευρεθείσες ποιητικές συλλογές, ενώ υπάρχουν πληροφορίες για τουλάχιστον άλλους δεκαπέντε τίτλους, που φαίνεται τελικά να μην τυπώθηκαν. Η ικανή σε αριθμό εν λόγω συγκομιδή διακινείται στο αναγνωστικό κοινό μέσα από τον εκδοτικό οίκο του ίδιου του Ρητορίδη, «Ξενητευμένη Ελλάδα» (1977-1980) και αργότερα «Βωμός Τέχνης» (1980-1983), που τυπώνει τα προϊόντα του σε τυπογραφείο της Θεσσαλονίκης, χάρη στην πολύτιμη συνεισφορά του νεανικού φίλου του Ρητορίδη, Τάκη Γκοσιόπουλου.[27] Φαίνεται μάλιστα πως θα εξέδιδε ακόμα περισσότερα, αν οι οικονομικοί πόροι τού το επέτρεπαν, αν ίσως εγκρινόταν το αίτημα συνταξιοδότησης από το ελληνικό κράτος ή το τραπεζικό αγροτικό δάνειο που τόσο επίμονα επιζητούσε.
Ωστόσο, η αδιάκοπη συγγραφή και έκδοση ποιητικών συλλογών την περίοδο αυτή, του στοιχίζει σε προχειρολογία και σε επαναλήψεις τόσο θεματικές όσο και τεχνοτροπικές. Η διακαής ανάγκη του να συμπεριλάβει διαχρονικά και αναλλοίωτα μηνύματα αφήνει το έργο του εκτεθειμένο σε συνθηματολογίες και καταγγελτικά παραληρήματα που υποβαθμίζουν το αισθητικό αποτέλεσμα. Πολύ περισσότερο, όλα τα ποιητικά του όπλα επιστρατεύονται στον αγώνα να πείσουν για την ανωτερότητα του ρόλου του ποιητή στην κοινωνία, με την άκρατη μεγαλομανία του να είναι τελικά αυτή που θα υποσκελίσει τη φυσική εξέλιξη της γνήσιας λυρικής φωνής του.
Παράλληλα, ο Ρητορίδης ιδρύει στη Ρώμη το τελευταίο του έντυπο, τη Δίμηνη Επιθεώρηση Ποίησης και Κριτικής, τον Βωμό Τέχνης (1979-1983), που παρακολουθεί τις λογοτεχνικές εξελίξεις της πατρίδας του και συγχρόνως γνωστοποιεί και συστήνει τα συγγραφικά του προϊόντα, με αναγγελίες, βιβλιοπαρουσιάσεις και κριτικές μελέτες συνεργατών. Το περιοδικό αυτό, παρότι διατηρεί στενές σχέσεις με το ελληνικό κράτος και τη λογοτεχνία του, εν τούτοις περνά απαρατήρητο.
Γύρω από τον Βωμό Τέχνης και τον όψιμα αναστημένο ποιητή, συσπειρώνεται γρήγορα ένας πνευματικός και καλλιτεχνικός κύκλος ελάσσονων λογοτεχνών και λογίων, που δρα εκτός του οριοθετημένου πλαισίου των κραταιών, κανονικοποιημένων και γραμματολογικά παγιωμένων ποιητικών ομάδων. Ειδικότερα, εντός των τειχών της συμμαχίας του Ρητορίδη βρίσκονται οι Λιλή Ιακωβίδου (1902-1985), Φοίβος Δέλφης (1909-1988), Ντίνος Βλαχογιάννης (1910-1998), Αντώνης Τσακιρόπουλος (γένν. 1917), Μήτσος Ν. Τσιάμης (1919-2008), Γιάννης Καραβίδας (1934-2019), Κώστας Μιχ. Σταμάτης (1935-2020), Παντελής Π. Οικονόμου, Δανάη Γ. Παπαστράτου, Γιώργος Βρέλλης. Οι λόγιοι αυτοί συνεργάζονται με τον Βωμό Τέχνης και ανταποκρίνονται θετικά στην πρόταση του Ρητορίδη να μελετήσουν και να γράψουν κριτικά κείμενα για το έργο του, τα οποία σκόπευε να τα μεταφράσει σε άλλες γλώσσες, για να τα διακινήσει στη διεθνή αγορά. Την εκτίμησή του φαίνεται να χαίρουν ακόμα η Ρίτα Μπούμη-Παπά (1906-1984), παρά τις διαφωνίες του με τον σύζυγό της, Νίκο Παπά (1906-1997), αλλά και ο Γιώργος Βαφόπουλος (1903-1966), για τους οποίους επιφυλάσσει και σχετικά αφιερώματα στο περιοδικό.[28]
Από την άλλη, στο αντίμαχο καλλιτεχνικό στρατόπεδο ο Θαλής Ρητορίδης φαίνεται πως έχει διακόψει με δυσάρεστο τρόπο τις φιλικές σχέσεις που τον ένωναν στα νεανικά του χρόνια με σημαντικούς και αναγνωρισμένους λογοτέχνες και αναλώνεται σε μια προσπάθεια ηθικής και καλλιτεχνικής υποτίμησης του δυνητικού τους αποθέματος, μοτίβο που επαναλαμβάνεται στη διαμειβόμενη επιστολογραφία του με τον λογοτέχνη και κριτικό Γιάννη Καραβίδα, το αρχείο του οποίου φυλάσσεται στο ΜΙΕΤ-ΕΛΙΑ και αποτέλεσε σημαντική πηγή για τα τελευταία χρόνια του Ρητορίδη.
Πιο συγκεκριμένα, ο Ρητορίδης εξαπολύει μύδρους απέναντι των καθιερωμένων ποιητικών ομάδων, τις οποίες κατηγορεί για ελιτισμό και «κλικισμό». Πρόκειται για τον “πνευματέμπορα” και “πνευματικό φεουδάρχη” –όπως τον ονομάζει– συγγραφέα και μακροβιότερο διευθυντή της Νέας Εστίας (1927-σήμερα), Πέτρο Χάρη, και τους Κωνσταντίνο Τσάτσο, Ανδρέα Καραντώνη, Γρηγόρη Ξενόπουλο, Γιώργο Σεφέρη, Οδυσσέα Ελύτη. Όλοι αυτοί, διατείνεται ότι συναπαρτίζουν μια κλίκα που επιβουλεύεται και συκοφαντεί τον ίδιο, φοβούμενη τυχόν αναμέτρηση με το δικό του αυθεντικό ταλέντο, το οποίο απειλεί να τραντάξει τα στεκάμενα νερά των βαλτωμένων λιμένων τους. Κατά τον ίδιο, οι δύο νομπελίστες και πρώην φίλοι του Έλληνες ποιητές δεν είναι παρά υπερεκτιμημένες μετριότητες, οι οποίες υπηρετούν δουλικά ευρωπαϊκές μανιέρες, καταστρέφοντας την αναγέννηση του ελληνικού πνεύματος, και θεοποιούνται από τους κριτικούς και τους εκδότες τους.[29] Από την άλλη, ο Ρητορίδης “κομίζει εις την Τέχνη” μια ανανεωμένη και «ελληνοχώματη» ποιητική παράδοση, που ανεπηρέαστη από τα έξωθεν καλλιτεχνικά προστάγματα, είναι γνήσια και κρίνεται άξια διεθνών τιμητικών βραβεύσεων του βεληνεκούς των Νομπέλ.

Η ποιητική δραστηριότητα του Ρητορίδη θα διακοπεί βίαια στα 1983, μετά τη στυγνή δολοφονία από την εν διαστάσει σύζυγό του. Παρότι συζούσε ήδη με έναν άλλον άνδρα, με τον οποίο απέκτησε και έναν ακόμη γιο, η Γαβριέλα Αλεσάντρι φαίνεται πως έτρεφε αισθήματα μίσους για τον σύζυγό της, ικανά να την οδηγήσουν σε ένα τέτοιο στυγερό έγκλημα. Η αιτία των μεταξύ τους προστριβών, κατά την κυνική ομολογία της ίδιας, ήταν οι μεγαλομανίες από τις οποίες υπέφερε ο ποιητής και η αποτυχία του κάθε διαβήματος (λογοτεχνικού, καλλιτεχνικού, εκδοτικού, πολιτικού, επιχειρηματικού, διπλωματικού) που επιχειρούσε. Ο Ρητορίδης, από την άλλη, παρά τη χλιαρή υποδοχή των συλλογών του, πίστευε ότι υπήρξε μια ιδιοφυία που δεν είχε αντιληφθεί ακόμα η ανθρωπότητα και επίσης ότι ήταν ο μεγαλύτερος λογοτέχνης όλων των εποχών, με την εγωπάθειά του αυτή να τον καθιστά ανυπόφορο σύζυγο.
Το γεγονός της δολοφονίας μνημονεύτηκε από τα ελληνικά έντυπα, χωρίς ωστόσο αυτά να αναγνωρίζουν την ποιητική φιγούρα του Ρητορίδη. Γι’ αυτό απευθύνθηκε αίτημα για συγκέντρωση περισσότερων πληροφοριών γύρω από τον άγνωστο ποιητή.[30] Μεταξύ άλλων ανταποκρίθηκε ο μελετητής και βιβλιογράφος, Κ. Γ. Κασίνης, ο οποίος με αρκετά υποτιμητικές κρίσεις καταλήγει ότι πρόκειται για έναν ιδιότυπο και ασήμαντο ποιητή,[31] ενώ εντοπίστηκε και ο μοναδικός εν ζωή συγγενής του Ρητορίδη, ο μεγάλος του αδελφός Άγγελος, ο οποίος παραχώρησε συνέντευξη στην εφημερίδα Ακρόπολη.[32]

Έτσι, μετά από τις χρόνιες εν ζωή προσπάθειες του Θαλή Ρητορίδη να κινητοποιήσει το ενδιαφέρον του ελληνικού Τύπου, την πραγματοποίηση αυτού του ονείρου του θα φέρει το τελευταίο παιχνίδι που του επιφυλάσσει η μοίρα, η αποτρόπαια δολοφονία από την εν διαστάσει σύζυγό του. Μόνο με αυτό τον τρόπο, μετά θάνατον, θα παρουσιαστεί στο ελληνικό κοινό, έστω και επικριτικά, η δράση του φιλόδοξου και εγωπαθούς ποιητή, του πάντοτε πιστού εραστή τής τέχνης και του μεγαλομανούς ανθρώπου που γνώρισε πολλές αποτυχίες και αντιξοότητες, αλλά δεν έπαψε μέχρι τέλους να διεκδικεί με πάθος μια θέση στα νεοελληνικά γράμματα.


 

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: