«Το πίσω μπαλκόνι» της Φωτεινής Φραγκούλη

«Το πίσω μπαλκόνι» της Φωτεινής Φραγκούλη

Φωτεινή Φραγκούλη, Το πίσω μπαλκόνι (εικονογράφηση Εύη Τσακνιά), εκδόσεις Πατάκη 2018



Το πίσω μπαλκόνι

Περνά ξαφνικά καιρός. Πολύς καιρός όταν συνειδητοποιείς πως χρειάστηκες χρόνια απουσίας για να γράψεις για κείνη. “Το πίσω μπαλκόνι” της. Ένα μπαλκόνι που έζησες την πραγματικότητά του όσο καιρό ζούσε εκείνη, ο πατέρας της, η Πουπέτα και η Μελένια. Ένα μπαλκόνι που ήταν φωλιά, στολισμένο τα Χριστούγεννα για κείνον, τα τελευταία του Χριστούγεννα, με φυτά που γίνονταν δέντρα, με ποιήματα εν τέλει που λάνθαναν στο χώμα των γλαστρών του. Πάντα, κάθε φορά που κοιτούσα μέσα από το παράθυρο αυτό το πίσω μπαλκόνι της Φωτεινής, με εξέπληττε το πόσο ήταν μια κρυφή αγκαλιά. Το πόσο ήταν αυλή. Με τις φτέρες του, την πικροδάφνη, το σπαθίφυλλο, τη σεφλέρα, το γιούκα, τον φύκο, το μπένζαμιν. Εκείνη τη μυρτιά και τη ροδιά, όπως στα παραμύθια. Με το μαρμάρινο τραπεζάκι, το καλαθάκι με τους καρπούς και τα φρούτα. Κι εκείνες τις ντουλάπες που φύλαγαν ως εργαστήρι όλα τη θεατρική σκευή των γιορτών που έκανε στο σχολείο με τους μαθητές της. Μνήμες ανεξίτηλες για την ίδια αλλά και για κείνους που έζησαν σε μια δίνη δημιουργίας μαζί της. Μαζί με τη φωλιά της δεκαοχτούρας, τα σχοινιά για τα ρούχα. Τα απέναντι σπίτια.
Πώς λοιπόν να παραξενευτείς, όταν αυτό το πίσω μπαλκόνι το πλέκει μέσα στο τελευταίο, τυπωμένο, της βιβλίο. Ήταν φυσική συνέχεια. Γεωγραφία του σπιτιού και της ψυχής της. Έτσι που και αυτό, όπως και ολόκληρο το σπίτι, να είναι σα μια βραχονησίδα του ομφάλιου τόπου, ορατή οπωσδήποτε από το εκεί μπαλκόνι του Μολύβου, της αρχαίας Μήθυμνας, όπως την ακούω να υπογραμμίζει, με το οποίο και το συνέδεε νήμα μυστικό, που ακροβατούσε πάνω από τα κύματα του Αιγαίου μέσα σε ένα μαγικό ρεαλισμό — ολόδικό της. Έχω τη βεβαιότητα πως τις νύχτες συνεχίζει να ακροβατεί πάνω από τους ανθούς της θαλάσσης.
Στο πίσω μπαλκόνι η Φωτεινή επέλεξε να φυλάξει τα ποιήματα της Μελένιας που την πήρε ο θάνατος -ή μάλλον ο Καναδάς. Στο πίσω μπαλκόνι — αυτή την κρυφή αυλή. εκεί όπου φυλάμε —προστατεύοντάς το— ό,τι πιο αγαπημένο.


Η μύηση στην πρώτη ύλη της ποίησης

Το πίσω μπαλκόνι είναι ένα βιβλίο-ελεγεία, ελεγεία εις εαυτόν, αν και εκ προοιμίου μιλά για τη Μελένια και “μέλι που πέτρωσε η απουσία της”. Λίγες μέρες μετά τον δικό της θάνατο όμως, το βιβλίο έρχεται σε εμάς, τους δικούς της αγαπημένους, τους αναγνώστες της εν γένει, μικρούς και μεγάλους, ως ένα δώρο, προκειμένου να συμφιλιωθούμε με τη δική της απουσία —με την κάθε απουσία— που φρόντισε να την τοποθετήσει στον “Καναδά που έχει πολλά α και είναι πιο σταθερός” και όχι στην “Αλάσκα που επίσης έχει πολλά α αλλά κουνιέται”. Ο μεταφορικός λόγος υπαρκτός εξαρχής — το προοίμιο και η ουσία της ίδιας της ποίησης.
Τα φωνήεντα, τα σύμφωνα, το πλέξιμο μεταξύ τους μέσα στην κάθε λέξη, η ίδια η λέξη, το ελάχιστο αυτό μόριο της γλώσσας (λέξη φέρουσα νόημα και επιπλέον ετυμολογικό νόημα — και όχι μονάχα ερμηνευτικό, αλλά και λέξη που αποκτά νόημα μέσα από τους φθόγγους, τη φωνητική αυτή δυναμική που τη συνθέτουν), στη δική της αίσθηση εμπεριείχαν και αποκάλυπταν κάτι πιο βαθύ για την ίδια την ουσία της. Το -ως των επιρρημάτων δε γράφεται απλά με ωμέγα. Για τη Φωτεινή είναι ολόκληρο, δραστικό και τελειωτικό. Οι “ιαχές”, αυτά “τα νικηφόρα έξαλλα φωνήεντα” του Κακναβάτου, δεν είναι απλά 7 στον αριθμό. Η Φωτεινή είχε βιωματική σχέση με σύμφωνα και φωνήεντα. Αυτή τη σχέση καταθέτει εδώ.

Έρωτα έχω με τα -ως των επιρρημάτων και τα φωνήεντα γενικώς.

Το πίσω μπαλκόνι είναι όλη αυτή η αφανέρωτη διεργασία που συμβαίνει ανάμεσα στους φθόγγους, τα γράμματα, τα φωνήματα και τον ίδιο τον ποιητή-συγγραφέα. Αυτό το ένδον “πίσω” είναι που στηρίζει το ενώπιον της μετέπειτα γραφής. Αυτή η μύχια διεργασία υπαγορεύει τον “ρυθμό”, “την επανάληψη των λέξεων”, και όλη τη σκευή της ποίησης, που, ενώ φαίνεται ως “παιχνίδισμα”, είναι στην πραγματικότητα η αλήθεια που εκλαμβάνουν οι λέξεις μέσα σε ένα ποίημα — ακόμα και γατοποίημα, όπως στην περίπτωση της Μελένιας. Το φως είναι χάδι, του ήλιου το φως αγκαλιά, η αγκαλιά είναι φως η ίδια. Στο τέλος του βιβλίου, αυτό του ήλιου το φως καταλύεται από ένα φως ισχυρότερο. Που θα μας το πει τότε, στις τελευταίες φράσεις της.

Το φως, το φως, το φως
Χάδι το φως
[...]
Του ήλιου το φως
Αγκαλιά
Αγκαλιά η πιο μεγάλη
Ζεστή αγκάλη

Στο “πίσω μπαλκόνι” λανθάνουν λέξεις που περιμένουν καρτερικά την ανάδυσή τους, όπως η “«Αγκάλη», μια λέξη που κοιμόταν”. Λέξεις που έχεις τη βεβαιότητα ότι ανασύρονται από σεντούκι, από κάτι πολύ παλιό και πολύ τρυφερό. Κάτι που είναι επιτακτικό ζητούμενο μέσα στη συναισθηματική ρηχότητα. Κάτι που ραγίζει το ευτελές κατασκεύασμα, που έχει τη δύναμη να περπατά επί του βάλτου. Κάτι που υπάρχει ως χαραμάδα φωτός — ακόμα. Κάτι που κάνει το ξέφτι, νήμα ξανά.
Θέματα “συνηθισμένα” και “καθόλου πρωτότυπα” που όμως γίνονται ποίηση, έτσι, με αυτόν τον προαιώνιο, διαχρονικό, βαθιά ουσιαστικό τρόπο που κάνουν οι απλές λέξεις μέσα στα αληθινά ποιήματα. Αυτά τα ποιήματα που μας έχουν ορίσει από τον Όμηρο και εξής και μας ορίζουν. Όχι τα εγκεφαλικώς, στεγνώς, επιδειξιομανώς. Τα ποιήματα απλώς.
Η Φωτεινή αγαπούσε πολύ τους ποιητές. Αυτούς που αντιλαμβάνονται -όπως και η ίδια- τη γλώσσα, την ποίηση, βιωματικά και μόνο. Είχε σε κάποιους αδυναμία, απήγγειλε στίχους και ποιήματα ολόκληρα από τον Ελύτη κυρίως, την Αγγελάκη-Ρουκ. Ξεκινούσε με το “πάρε τη λέξη μου, δώσε μου το χέρι σου” του Εμπειρίκου και τούτο τον στίχο τον έκανε γέφυρα ανάμεσα σε κείνη, τα παιδιά, τους αναγνώστες της, εμάς. Τους επικαλούνταν διαρκώς, μέσα στην καθημερινότητά της, ως προέκταση των δικών της λόγων. Ακουμπούσε σε αυτούς. Όπως ο κάθε αυθεντικός αναγνώστης της ποίησης.
Γι' αυτό και μπορεί —από αυτή την αγάπη για τη γλώσσα κα την “άλλη φωνή” της κατά Paz— να αποκωδικοποιεί τα γράμματα και τις λέξεις. Να βλέπει το κάθε γράμμα ως εικόνα που μιλά αποκαλυπτικά για την ίδια τη λέξη μέσα στην οποία βρίσκεται. Να βλέπει μέσα στο κάθε γράμμα μια λανθάνουσα ιστορία, μέσα στην κάθε λέξη μια ιστορία επίσης. Γι' αυτό και τα παραμύθια της είναι το καθένα και ένα ποίημα. Ο λόγος της, η σκέψη της, είναι ποιητική και μόνο. Και από την άλλη —από αυτή την αγάπη προς την ποίηση και μόνο— δε δίστασε να εγκολπώσει στίχους ποιητών σε ένα βιβλίο —όπως λέμε— για παιδιά. Αν και εκείνη δεν έγραψε ποτέ για παιδιά με τον τρόπο που το έκανε ο Άντερσεν, με τον τρόπο που το έκανε πρωτύτερα το λαϊκό παραμύθι.
Εδώ θα πω: υπάρχουν δρόμοι και δρόμοι να μιλήσει κανείς στα παιδιά. Η Φωτεινή είχε δύο μοναδικούς δρόμους. Τον έναν τον γνώρισαν και τον απόλαυσαν οι μαθητές της. Τον άλλον οι αναγνώστες της. Οι μαθητές της όμως, ξέρουμε πολύ καλά όσοι τη γνωρίζαμε, ήταν και οι πρώτοι της αναγνώστες. Έπειτα ήταν οι αγαπημένοι της φίλοι. Μέσα από αυτούς όλους φίλτραρε τις τελευταίες της σκέψεις, επιμελούνταν τις διορθώσεις της. Είχε εμπιστοσύνη σε αυτή τη διεργασία που συνέβαινε. Σε αυτό το μοίρασμα που ήταν γεγονός ανεπιτήδευτο και συνέβαινε με την αγωνία της έκθεσης πάντα. Όσο λαχτάρα ένιωθε να γράφει ιστορίες, άλλη τόση να τις προσφέρει. Προτού γίνουν βιβλίο, ήταν πρώτα συνομιλία. Αγωνία και συνομιλία.

Νιώθω λαχτάρα να γράφω λέξεις και λεξούλες, ιστορίες και ιστοριούλες, συμπλήρωσε η Φωτεινή. Αυτό λέγεται δημιουργία!” της απαντά η πολύγλωσση Πουπέτα.

Δημιουργία ήταν και αυτό το μαγικό που συντελούνταν ανάμεσά μας. Δημιουργία εμπιστοσύνης, φιλίας και αγάπης. Αφοσίωσης.

Η Φωτεινή Φραγκούλη




Η μύηση στην ποίηση την ίδια

Η συγγραφέας Φωτεινή Φραγκούλη δεν γράφει απλώς ένα παραπάνω βιβλίο. Το βιβλίο της αυτό πρόκειται για μια μύηση κατ' ουσίαν στην ανάγνωση της ποίησης. Χαλικάκια αφήνει αυτής της εμπειρίας της ανάγνωσης που γίνονται φανοί, προκειμένου να δείξει τον δρόμο, όπως η ίδια τον αποκωδικοποίησε πρώτα για τον εαυτό της μέσα σε αυτή τη μακροχρόνια και αγαπητική σχέση με την ανάγνωση που είχε.
Καταθέτει με λόγια απλά —αλλά όχι απλοϊκά— αυτό που όλοι γνωρίζουμε ότι κάνει μέσα μας η ποίηση. Όταν κατορθώνει και λύνει τον άλυτο κόμπο, αυτή την ακαμψία στην οποία έχουμε υποβάλει τον εαυτό μας μέσα από λέπια, φραγμούς, έξωθεν «θελήματα», και συντελείται επομένως η εισέλευσή της μέσα μας — κάποτε ασφαλώς πρόκειται για επέλαση, η αναγνώριση αυτού που είμαστε και μας συμβαίνει:

Τι ακριβής περιγραφή! Έτσι ακριβώς όπως νιώθω

Αυτή είναι η θύρα -κατώφλι και βημόθυρο- μέσα από την οποία ένα ποίημα γίνεται δικό μας. Το ότι κατορθώνει και περιγράφει ευκρινώς αυτό που κατ' ουσίαν νιώθουμε. Το ότι επομένως μας παραβιάζει. Και του αφηνόμαστε να το κάνει. Και τότε, όταν μοιράζεται αυτή η ανάγνωση -ή και η γραφή της ποίησης- ενδέχεται να συμβεί και κάτι παραπάνω. Γιατί η ποίηση είναι πράξη κατ' ουσίαν συντροφική. Και η αγάπη επίσης. Dueto Και Μόνο.

Κοιτάζονται. Λόγια δε λένε. Μίλησε το ποίημα. Ακούγεται μόνο το ρολόι και ο αέρας που χτυπά την τέντα στο μπαλκόνι

Και έτσι συνυπάρχουν μέσα σε “πολλή ώρα σιωπής” ακουμπώντας στα λόγια της ποίησης που προηγήθηκαν, στα δικά τους που δεν ειπώθηκαν, υπάρχουν όμως ως σιωπηλές κραυγές, μεσίστιες κάποτε παραμένουσες, λόγω του Έρωτα ή του Θανάτου. Της Αγάπης τελικά.

Το προφίλ του Ποιητή

Μέσα σε αυτή τη μύηση στην ποίηση, που υπάρχει ως ένας από τους κύριους άξονες ανάγνωσης του βιβλίου της Φωτεινής, εισχωρεί και ένα δικό της έμμεσο σχόλιο για το προφίλ του ποιητή. Θα μπορούσε εν ολίγοις να μιλήσει και για τη δική της στάση απέναντι στην ακατάσχετη κάποτε και άνευ όρων εξωστρέφεια της σύγχρονης γραφής. Τα πράγματα είναι διαυγέστερα του ύδατος. Η Φωτεινή επέλεξε αυτόν τον όχι και τόσο πολυσύχναστο δρόμο. Τον σιωπηλό και με τη στόφα του κλασικού. Ν' αντέχει στον χρόνο και μετά. Να είναι καρπός ουσιαστικής -και κάποτε μακροχρόνιας- σιωπής. Και δουλειάς εσωτερικής. Εις την αίθουσα του θρόνου.

Η Μελένια μας, όμως, δεν έλεγε ποτέ ότι γράφει. Ζούσε στη σκιά. Ήταν χαμηλών τόνων. Διακριτική



Η μύηση στην απώλεια που γίνεται μύηση στην αγάπη

Κυρίως όμως στο “πίσω μπαλκόνι” μιλά για την απώλεια, την απουσία που προκαλεί η απώλεια, και τη βλέπουμε να τη διαχειρίζεται με μια απλή πρόταση: “Δεν θέλω να μιλάμε για την απουσία της. Θέλω να κάνουμε σαν να πήγε ταξίδι”. Σε αυτό το ταξίδι φανταζόμαστε και εμείς τη Φωτεινή ότι πήγε.
Όσο ήταν στη γη, την περπάτησε απαλά, την αγνάντεψε, την αφουγκράστηκε, “άκουσε την καρδιά της” και επομένως “όλα της τα μυστικά”. Έτσι όπως η “Δάφνη” του Βενέζη, που τον γνώρισε η Φωτεινή μικρό παιδί στο σχολείο της στον Μόλυβο. Η Δάφνη, που “ήξερε πως μονάχα αυτή είχε το προνόμιο ν' ακούει τη φωνή των πραγμάτων” και μονάχα αυτή άκουγε ό,τι δεν άκουγαν οι άλλοι, όταν γι' αυτήν και μόνο “όλα μιλούσαν απόψε στον λόφο”. Κάποιοι άνθρωποι έτσι ζουν και περπατούν. Φανερώνοντας τον κόσμο και για τους άλλους. Οι ποιητές κατεξοχήν. Δέντρα ιερά και Απολλώνια, να σκορπίζουν φως και βλέμμα σε έναν κόσμο που επιμένει να πορεύεται μέσα στο οικειοθελές σκοτάδι του. Έτσι περπάτησε η Φωτεινή, όπως και κάθε αυθεντικός άνθρωπος της γραφής. Διαρρηγνύοντας το σκοτάδι του κόσμου. Ως δέντρο φωτός. Και ιεροπρεπές επίσης.
Τώρα, ψηλά πετώντας, τώρα που “βλέπει καλύτερα”, επιβεβαιώνει και σε εμάς εδώ πως “ο κόσμος είναι στρογγυλός”, δίχως γωνίες, αγκυλώσεις, γραμμές. Ή ίσως η μία και μοναδική γραμμή που καμπυλώνει, για να κλείσει εν τέλει σε αυτόν. Μια “αγκάλη” ή “αγκαλιά” ο κόσμος -αν μπορέσεις να τον δεις. Μπορεί να χρειαστεί να πετάξεις γι' αυτό, μπορεί, όμως, και να έχεις ήδη φτερά και εδώ στη γη, να την πατάς “απαλά”, να την ακούς, και γι' αυτό να συντελείται εντός σου αυτή η μεταμόρφωση που κάνει το “πατώ”, “πετώ”. Όσο πιο ψηλά, όσο πιο απαλλαγμένος και μεταμορφωμένος, όσο εν σιωπή, τόσο καλύτερα, τότε και μόνο μπορείς να “δεις”. Με άπειρο σεβασμό και θαυμασμό απέναντι στο ελάχιστο που συμβαίνει μέσα στον “κόσμο” του κόσμου. Με προσήλωση σε αυτό το ένα και μοναδικό πουλί μέσα στο βαθύ δάσος. Με σιωπή απέναντι στο ρίγος της θάλασσας, έτσι που να το ακούς. Γονυκλινώντας απέναντι στην πέτρα, στο φως απάνω της, το χορτάρι, το άνθος μέσα στα αγκάθια. Διασχίζοντας τη ρυτίδα της έγνοιας και κρατώντας τη λάμψη των κουρασμένων ματιών ενός προσώπου αγαπημένου. Κοιτώντας ψυχή.

ΑΤΙΤΛΟ

Πατώ στη γη
Απαλά
Όσο πιο απαλά πατώ
Τόσο πιο καλά ακούω
Ακούω την καρδιά της
Και όλα της τα μυστικά
Ανεβαίνω
Ψηλά σκαρφαλώνω
Πετάω
Πετώ
Σχεδόν πετώ
Και κάθομαι ψηλά
Όσο πιο ψηλά κάθομαι
Τόσο καλύτερα βλέπω
Ο κόσμος είναι
Στρογγυλός.


Η αγάπη

Στρογγυλός” σημαίνει την ίδια την αγάπη. Τον ενθουσιασμό του έρωτα απάνω στα πράγματα και τα πλάσματα, που επιμένει να υπάρχει μέσα σε αυτή τη δύσβατη καθημερινότητα. Όταν ηρωισμός είναι ακριβώς αυτό: να συνεχίζει κάποιος να βλέπει την ομορφιά και τη χαρά, εκεί όπου πράγματι υπάρχει:

Όταν γελάς, Φωτεινούλα, στρογγυλεύει όμορφα ο κόσμος” της λέει η Πουπέτα.

Όμως αυτό ποτέ δεν έγινε ανώδυνα. Το στρογγύλεμα, η αγκάλη, η ίδια η αγάπη λειαίνει το άκαμπτο που είναι —ή γίνεται— η ψυχή του ανθρώπου, αυτό το αμοντάριστο, το ακαθόριστο, το σκοτεινό. Η αγάπη προχωρά και όσο προχωρά επουλώνει, σημαδεύοντας όμως, προσυπογράφοντας τον πόνο της απώλειας που θα έρθει μετά.

Η αγάπη αφήνει σημάδια, Πουπετιώ μου, σημάδια, και στα δίποδα και στα τετράποδα

Η αγάπη αφήνει επίσης τον άλλον να προπορεύεται. Εθελουσίως, απρόσκοπτα και απροσποίητα. Γιατί όταν προπορεύεται ο άλλος, εσύ νιώθεις ότι υπάρχεις μέσα σε αυτή την προπόρευση και τούτο είναι “επιλογή”. Η επιλογή της ασφάλειας της αγκάλης — έτσι ως φύλακας άγγελος. Ίσως αυτό να είναι εντέλει αυτός που αγαπά. Ή αυτό καλείται να γίνει. Ένας θυσιαζόμενος φύλακας άγγελος.

Στο καλαθάκι της μεταφοράς
Μπροστά εσύ πίσω εγώ
[...]
Επιλογή
Πάντα
Πρώτη εσύ μετά εγώ

Και έρχονται ως επιστέγασμα στίχοι ξανά, δικοί της, μα και δικοί του, του Ελύτη αυτή τη φορά, που συμπορεύονται και στερεώνουν ό,τι στρογγυλό έχει προηγηθεί και έχει ξεκινήσει από προηγούμενα βιβλία της Φωτεινής. Τώρα στεγάζει την ολοκλήρωσή του:

Γιατί στην αγάπη ξέρω να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Και δανείζομαι τις λέξεις των ποιητών
Για σένα, πουλάκι μου,
Των ποιητών τα λόγια για σένα
Και οι πράξεις μου για σένα
Στην όχθη των πράξεων
Πολύ ευχαριστημένη είμαι
Και νιαουρίζω για σένα
Μόνο για σένα

Γέρασα” λέει η Πουπέτα. “Σ' εσένα μπορώ να το παραδεχτώ. Είμαι γριούλα πια. Πολύ γριούλα”. Μα γι 'αυτόν που αγαπά δεν υφίσταται αυτό το πέρασμα του χρόνου: “Είσαι γλυκούλα” της απαντά η Φωτεινή. “Και πάντα η βασίλισσα των γατών και της καρδιάς μου η βασίλισσα”.

Είσαι. γιατί είσαι “το σμαράγδι”, αυτό το “πολύτιμο πράσινο φως”, αυτή η ύπαρξη που είναι ο καθένας από μας στα μάτια αυτού, αυτών που τον αγαπάνε. Γιατί για αυτόν που τον αγαπάει, “δέντρο ανθισμένο που περπατά” και που “ανθίζουν όλα πάνω” του είναι, και που “φωτίζει τον κόσμο” του και αυτό “δεν είναι μεταφορά /κυριολεξία είναι”.
Στην αγάπη συμβαίνει η κατάλυση του χρόνου. Ο χρόνος δεν υπάρχει. Υπάρχει μονάχα το τώρα που το βιώνουν δυο άνθρωποι —δυο πλάσματα— με ανοιχτά τα χέρια. Και τα μάτια να καθρεφτίζουν —όχι το πέρασμά του— αλλά την αλήθειά τους μονάχα. “Ο χρόνος δεν υπάρχει, όταν ψάχνεις για κάτι αληθινό”, λέει η Μπάμπουσκα στο παραμύθι της Ρωσίας.


Το σημάδι της απώλειας

Σημάδι ανεπούλωτο μονάχα ο θάνατος που τη σαρώνει στο πέρασμά του. Ή την κάνει κάτι άλλο. Μια πεταλούδα ας πούμε. “Οι πεταλούδες άνθη σε αέναη κίνηση” έλεγε ο Nicanor Parra, άνθη ιπτάμενα, ψυχές μετέωρες μεταξύ του εδώ και του επέκεινα. Ψυχανθή. Με τον άνεμο μέσα τους. Αυτό το ελάχιστο αεράκι μόνο. Που μας “χαϊδεύει”. Μόνο. Αυτή η πνοή των απόντων μέσα στην κάθε μέρα. Που “έρχεται”, επιστρέφει πάντα, αιφνίδια και παρηγορητικά, “κάτι να πει” μέσα από το καινούριο “δικό της φως”. Ακόμα και να μας υπαγορεύσει. Και που μας κάνει να δακρύζουμε. Απλά, βουβά, ένα ξεχείλισμα του επιούσιου πένθους στο καθ' οδόν της δικής μας ζωής που συνεχίζεται. Δάκρυα που γίνονται ποίημα.

Η ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ

Μια πεταλούδα
Κίτρινη
Ανάλαφρη
Αλλιώτικη
Δεν έρχεται να παίξει
Έρχεται απαλά
Κάτι να πει
Έχει δικό της φως
Φαγούρα δεν έχω
Ένα αεράκι χαϊδεύει
Τα αυτιά μου
Μόνο.

Τότε αναζητά ο καθένας από μας, μέσα σε αυτό το πένθος, το “πιο κοντά” του άλλου. Την αφή. Το “ν' ακουμπήσει το κεφαλάκι του στα γόνατα” του άλλου. Το να παρηγορηθεί με αυτό “το χέρι που τρέμει και θα το χαϊδέψει”. Το να μοιραστεί ο βουβός αυτός θρήνος, “το κλάμα που θύμιζε παλιό παιδικό τραγούδι”, όταν η “σταγόνα” από το ένα πρόσωπο φύγει στο άλλο, όταν η “σταγόνα” από το ακουμπισμένο πρόσωπο φύγει στα γόνατα του άλλου. Τότε που “έβρεχε ήσυχα, φθινοπωρινό ψιλόβροχο, τοπικά στον καναπέ”. Μια βαθιά ανθρώπινη εικόνα που μέσα στην απουσία του άλλου ανθρώπου συντελείται μεταξύ μιας γάτας και της ίδιας. Μια βαθιά συνομιλία που αναγνωρίζουν πολύ μονάχα όσοι δεν είχαν την τύχη να ακουμπήσουν σε μια άλλη ανθρώπινη ψυχή την ίδια την ψυχή τους. Τότε που ο κόσμος στρογγυλεύει έως τέλους. Και τούτο το στρογγύλεμα που προέρχεται από την αφή την ίδια και που προκύπτει από την αφή της ψυχής πρώτα, είναι μια κυοφορία. Τίποτα δεν είναι το ίδιο πια. Όλα γεννιούνται εξαρχής.
Όπως πολύ σωστά “είδε” και απεικόνισε η Εύη Τσακνιά μέσα στην εικόνα αυτού του σημείου της ιστορίας. Ένα αυγό ο κόσμος πια. Έσπασε το τσόφλι του. Το έσπασε το άγγιγμα. Το ένδον και το έξω μετά. Το μοίρασμα αυτής της εσωτερικής μοναξιάς. Που πια δεν είναι το κράτος της. Γιατί η αγάπη είναι “μια κουβέρτα”, “ένα σεντόνι”. Για όλες τις εποχές. Ή “μια ομπρέλα”, “έν' αλεξιβρόχιον”. Και αυτό για όλες τις εποχές. Η σκεπή του μαζί μέσα σε αυτό το χοϊκό, πολύ χοϊκό, και διαρκές, πάντα.

Η ΟΜΠΡΕΛΑ

Μια ζεστή κουβέρτα για τον χειμώνα
Ένα δροσερό σεντόνι για το καλοκαίρι
Αυτό να είμαι εγώ για σένα
Κι εσύ να μου δώσεις μια ομπρελίτσα
Έν' αλεξιβρόχιον
Και να μην το πάρεις πίσω.


Το κράτος του θανάτου

Τέλος για τη Μελένια είναι “Το ταξίδι”, ένα σχεδόν ημερολόγιο. Η βεβαιότητα της φυγής. Μέσα στο παρακάτω σημείωμα, που δεν έχει τη μορφή ποιήματος, είναι όμως κατ' ουσίαν ποίημα, η Φωτεινή Φραγκούλη περιγράφει προφητικά -σε καιρό αιθρίας- τον αιφνίδιο δικό της θάνατο. Έτσι όπως οι ποιητές το κάνουν, ανερμήνευτα. Να προπορεύεται το ποίημα της ίδιας της ζωής. Μέσα σε αυτό το σημείωμα λάμπει για μια ακόμα φορά η μεγάλη αγάπη για όλο αυτόν τον κόσμο των λέξεων που στηρίζεται στα απλά σημάδια και που γεννά ιστορίες. Το “φ” του “φεύγω”, του “φωτός”, του “φυσάει”, της “Φωτεινής”. Ένα γράμμα απλώς. Και μια πραγματικότητα.

Θα φύγω, σχεδόν φεύγω. Φ, φ, παρήχηση του φ. Την έμαθα και την παρήχηση! Φως, Φωτεινή. Φωτεινούλα, η αγαπημένη μου.

Φυσάει, Φωτεινούλα μου. Βοριάς. Φ, φ,φ, θα με φυσήξει ο Αμμένιος. Ποιος ξέρει πού. Θα σε σκέφτομαι και όταν λείπω. Φ, φ, φ, θα με φυσήξει σαν βοριάς παγωμένος. Να με σκέφτεσαι και όταν λείπω. Θα με φυσήξει, ποιος ξέρει πού. Μπορεί και ως τον Καναδά, αν με φυσήξει δυνατά! (Καναδά-δυνατά). Έκανα ομοιοκαταληξία! Πού και πού τα καταφέρνω. Μπράβο μου!

Τα γράμματα φέρνουν λέξεις. Λέξεις που υπάρχουν ως ένα βιογραφικό σημείωμα της ίδιας. Λέξεις-πυγολαμπίδες και φλογοβόλες που λειτουργούν για όλους εμάς ως λόγος ύστατος και παρακαταθήκη της.

Κ για την καλοσύνη
Α για την αγάπη
ΝΑ! ΝΑ! ΝΑ! για τα θαυμαστικά και τις εκπλήξεις!
Δ για τα δέντρα
Α για την αγάπη ξανά
Σ για τη σιωπή και τα μυστικά της


Ένα κύκνειο άσμα για την Αγάπη — ξανά και ξανά

Τα τελευταία λόγια της Πουπέτα είναι ένα ξέσπασμα, αληθινό, όσο αληθινό είναι ότι δυσκολευόμαστε να εκ-φράσουμε ό,τι πιο βαθύ νιώθουμε. Να εκ-τεθούμε. Να παραδώσουμε την ψυχή μας γυμνή, ανυπεράσπιστη στα χέρια του άλλου. Και ας την κάνει ό,τι θέλει. Δειλιάζουμε. Αργοπορούμε. Βαφτίζουμε διακριτικότητα την ατολμία. Σύνεση τον φόβο. Σιωπή την ολιγοψυχία. Ο εγωισμός καιροφυλακτεί και φορά μάσκες. Η Πουπέτα ξεσπά και φανερώνει σε όλους μας τον ένα και μοναδικό δρόμο. Ίσως και να προλαβαίνει κανείς να τον πάρει.

Είμαι ανόητη. Ποτέ δεν την έδειξα πόσο πολύ την αγαπούσα. Πόσο τη λάτρευα. Πώς τώρα να της το πω; Ε, πώς; Τώρα είναι πολύ αργά. Είμαι άμυαλη. Εγωίστρια είμαι. Ακόμα και τώρα που τη χάσαμε, λέω στα αγγλικά ότι είναι αξέχαστη. Unforgettable. Αριστοκρατικές ανοησίες. Δειλές συμπεριφορές. Γέρασα για να καταλάβω ότι αξίζει να δείχνουμε απλόκαρδα την αγάπη μας όσο είναι δίπλα μας αυτοί που αγαπάμε. Οι τσιγκουνιές στα αισθήματα είναι μεγάλη χαζομάρα

Άργησα” είπε η Πουπέτα.

“Ποτέ δεν είναι αργά” της απάντησε η Φωτεινή.

“Μα δεν είναι πια εδώ και θέλω να νιαουρίσω πολύ δυνατά πως είναι αξέχαστη, α-ξε-χα-στη και πολυαγαπημένη. Πως ήταν καλή και ομόρφαινε το εικοσιτετράωρό μου... Και μισώ τον Καναδά που μας τη στέρησε”.

Στο “πίσω μπαλκόνι” η Φωτεινή μας δίνει — όπως το έκανε σε όλες της τις ιστορίες-αποχρώσεις της αγάπης. Από το πρώτο της βιβλίο “Το χωραφάκι της αγάπης” ως και τούτο το τελευταίο. Τα χρώματα είναι διαφορετικά κάθε φορά. Και τούτο είναι μια άλλη ιστορία. Για μια άλλη φορά. Οι αποχρώσεις όμως στο “πίσω μπαλκόνι” είναι πένθιμες. Δεν βλέπω το μαύρο, παρά μονάχα στο ξέσπασμα της Πουπέτα, όταν έχει διαπιστώσει —όπως όλοι μας κάποια φορά— πόσο καθυστερήσαμε. Πόσο αργήσαμε να τη μιλήσουμε την αγάπη μας, να λυτρωθούμε και να λυτρώσουμε. Στο σημείο αυτό όμως η ίδια η Φωτεινή κάνει το μαύρο, βιολετί, με την υπογράμμιση ότι ποτέ —όσο κανείς είναι ζωντανός ακόμη— ποτέ δεν είναι αργά να πάρει και να δώσει αγάπη. Ότι η αγάπη δεν υπόκειται στον χρόνο. Από τη στιγμή που συμβεί, ήδη τον εξαγόρασε. Για τούτο και “το πίσω μπαλκόνι” στο τέλος λούζεται μέσα στο φως του ήλιου, που είναι δυνατό, όμως η αγάπη είναι δυνατότερη και από αυτόν. Σκεπάζει και καταλύει και διασχίζει και το κράτος και το σκοτάδι του Θανάτου. Γιατί θάνατος είναι μονάχα η ανυπαρξία της. Ή ο φιμωμένος εγκλωβισμός της.


Έξοδος

Πόσα χρόνια θέλει κανείς για να' ναι έτοιμος; Κάποτε το έτοιμος είναι έτοιμο από καιρό. Αποκωδικοποιημένο. Φανερωμένο. Και άλλοτε απαιτεί αυτό που μαρτυρεί και η ίδια η λέξη,[1] την εξέταση, την προετοιμασία του δρόμου, προκειμένου να δεις καθαρά, πολύ καθαρά, να σου αποκαλυφθεί αυτός ο ίδιος ο δρόμος. Και να' σαι πρόθυμος να τον πάρεις. Να συνεργαστεί με τους ένδον λαβυρίνθους σου, έτσι ώστε να αφήσει κάποια στιγμή, μέσα στον βυθό της θάλασσας, αυτό το κοχύλι της, το σπάνιο, με το χρώμα της αυγής απάνω του, που το λένε όσοι ψαράδες ακόμα το βρίσκουν “μάτι της θάλασσας” ή “της Παναγιάς”.


Υ.Γ.

Τώρα χιονίζει. Εδώ στα δυτικά της Μακεδονίας που ήρθε και ξαναήρθε η αγαπημένη Φωτεινή. Μακριά από τη θάλασσα και “οχτακόσια μέτρα ψηλότερα από την επιφάνεια του Αιγαίου”, όπως γράφει και ο αγαπημένος Μίμης Σουλιώτης.[2] Εδώ στην Πτολεμαϊδα, που την αγάπησε αυτή τη μοναχική στεριά, που δεν περιτριγυρίζεται από τον ενάλιο κόσμο, αλλά από τον κόσμο των βουνών και μόνο. Και που και εδώ τα βουνά έλιωσαν για χάρη της. Μικροί και μεγάλοι. Τους αφόπλισε. Με την ευγένεια, τη συγκίνηση, την αγάπη της. Τη σοφία που κυοφορούσε ο κάθε λόγος της.
Τώρα χιονίζει και τελούμε υπό το κράτος μιας πρωτόγνωρης “κατοχής”. Στο βάθρο όμως των περιστάσεων θα υψώσουμε πάλιν και πολλάκις τη δυνατότητα της στιγμής. Της έκρηξης αυτού του πυρήνα που έχει τη δυνατότητα ο καθένας από εμάς να τον στρογγυλέψει κατά πώς θέλει και αγαπά.

Σταμάτησε να φυσά. Ο ήλιος βγήκε και έλαμπε. Η Φωτεινή πήρε αγκαλιά την Πουπέτα [...]. Ήταν οι δυο τους, αλλά ήταν και οι τρεις μαζί. Ο ήλιος που έλαμπε έκανε τα δύσκολα πιο εύκολα, πιο απαλά. Φώτιζε τον κόσμο. Και η αγάπη τους τις ζέσταινε και από τον ήλιο πιο πολύ

Ή όπως έγραφε μέσα από έναν άλλο διωγμό η Αχμάτοβα[3] τον Ιούνιο του 1921:

Θλίψη γυμνή τα σάρωσε όλα
γιατί τα βλέπουμε, όμως, όλα φωτεινά;


 

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: