Ο δρόμος

Στάση σε σταυροδρόμι1

Εγώ που εικονίζω βλέπω. Αυτό που εικονίζεται κοιτά. Ποιό απ' τα δυο είναι κάπου; Τι  π' τα δυο είναι παντού;  ———— Νίκος A. Παναγιωτόπουλος2



Είναι που το βλέμμα απλώνεται. Ο δρόμος καλεί σε παύσεις. Τα πρόσωπα είναι μεγάλες παύσεις. Το καθένα και ένας τόπος. Άλλος νησί. Άλλος ρίζα. Άλλος φωτιά. Άλλος χαρτί.
Είναι το βλέμμα που απλώνεται. Και τότε αρχίζει. Μιλούν οι τόποι. Αυτοί οι τόποι που 'ναι οι άνθρωποι μιλούν. Άλλοτε εγκάρσια. Άλλοτε διαμήκη κύματα. Κι αυτός που περπατά ακούει και στέκεται. Να δεχτεί αυτόν τον κυματισμό που εγγίζει και τον τέμνει. Η λήψη διασώζει τη συνομιλία που μόλις έχει αρχίσει. Όμως ἐν ἀρχῇ ἦν ἡ σιωπή. Και αυτός που σταματά, το έμαθε,
πόσο γόνιμη αυτή η σιωπή, όταν περάσει απ' το σκοτάδι στο φως.
Η λήψη έρχεται για να δοθεί την αμέσως επόμενη στιγμή. Η φωτογραφία είναι λήψη κυρίως. Και η  λήψη δωρεά. Κάτι σου χαρίζεται, το αξιώνεσαι. Το κρατάς. Μέσα σ' αυτήν την ανοιχτή σκοτεινή κάμαρα. Το απλώνεις έπειτα στο φως.


——————————
1. “Ο δρόμος” γράφτηκε μέσα από τη στάση σε αυτό το σταυροδρόμι —τις 4 φωτογραφίες του Χαράλαμπου Βλαχοδήμου. Οι λήψεις πραγματοποιήθηκαν λίγο πριν την πρώτη καραντίνα του 2020 στην Αθήνα.
2. Νίκος Α.Παναγιωτόπουλος, «Το σπάργανο», Εκηβόλος, τχ. 8-9, 1981.



Ι. Η κλιτότητα ενός νησιού

Αυτός ο άνθρωπος είναι νησί. Είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχει πάνω σε αιγιαλό. Από εκεί στέλνει τον φλοίσβο της δικής του θάλασσας. Κι η θάλασσά του, ένα απόμακρο τραγούδι, τρυφερό όσο η πλάγια τοποθέτησή του μέσα στον χώρο. Εδώ κατάματος είναι μόνο ο σύντροφός του. Δυο τετράποδα μάτια που στέκονται, όταν όλα τα άλλα γύρω τους μετατοπίζονται. Κι ας μην βλέπει κανείς το πίσω της λήψης — νιώθει το ιλιγγιώδες των άλλων. Όταν αυτός σε μια πλάγια στάση αποκοπής, κρατιέται από τον ομφάλιο δρόμο του, αυτόν της ενδοχώρας. Έχει φροντίσει για αυτόν τον μετεωρισμό — ένα χαλάκι προστατεύει τον σύντροφό του κυρίως, ίσως κι αυτόν. Μερικές χορδές υπάρχουν ως ασπίδα στο realite. Όταν realite είναι και τα αποκόμματα ζωής πίσω του — αυτό το κέλυφος. Ο ίδιος φυλάγεται, σχεδόν εμβρυακά, από την κατά μέτωπο επίθεση του χοϊκού βασιλείου. Ή και ευλαβικά. Η θάλασσά του γεμίζει αστερίες. Σκύβει και τους αφήνει. Σκύβεις και τους μαζεύεις. Είναι ήδη γεμάτος ρίζες. Αν και οι ρίζες, έρχονται συνήθως αργότερα.

ΙΙ. Η κλιτότητα ενός εναγκαλισμού

Οι ρίζες έρχονται αργότερα. Αφήνουν τη γη κι ανεβαίνουν στο πρόσωπο. Και αυτό κινείται μ' όλες τις ρίζες πάνω του. Κι όσο μεγαλώνει κανείς τόσο —αυτές οι αφανέρωτες— ανεβαίνουν στο φως. Αυλάκια και δείχνουν τους δρόμους που πέρασες ως να 'σαι στο τώρα. Κι αυτό το τώρα σου, ένα βλέμμα που είναι κατάματο όταν κατάματο σημαίνει να' σαι εκεί ακριβώς που δεν φαίνεται ότι είσαι. Κι ένα σώμα που δε φανερώνεται —παρά μονάχα στα χέρια, σ' αυτήν την κοιλότητα— ο αδιαπραγμάτευτος εναγκαλισμός. Όπως παιδί κρατά στοργικά την πρώτη του ζωγραφιά —να τη δείξει.


ΙΙΙ. Η κλιτότητα ενός φλογοβόλου

Ή κατάματα είναι και το άλλο, να μην αποστρέφεις τον δρόμο σου από τον δρόμο που σε καλεί. Κατάματα είναι αυτό που μπήγεται μέσα απερίφραστα. Και δεν είναι τώρα οι ρίζες αλλά αυτά τα δυο δέντρα που ' ναι τα μάτια. Δυο δέντρα που καίγονται, αν μιλήσουμε γι' αυτόν τον φλογοβόλο δρόμο που άνοιξε μεταξύ μας. Όταν ο δρόμος αυτός δεν είναι παρά μια στιγμή —η στιγμή— που κύρτωσε για να σε βρει.


IV. Η κλιτότητα μιας σκεπής

Ένα φυλαγμένο βλέμμα, ένα βλέμμα ωστόσο παρόν στην κίνηση της λήψης, η ασπίδα ενός ρούχου ως προμετωπίδα, όταν τα άψυχα ορθούνται αδιαφόρως ορθάνοιχτα. Ένα βλέμμα άστεγο, άπορο, άρρωστο. Ένα βλέμμα χάρτινο. Έτοιμο να καταρρεύσει την επόμενη στιγμή. Ένα δέντρο πάνω του. Να φυλά λες το ασκεπές. Ένα χαρτί πάνω από το χαρτί. Τα δυο πόδια συμπαρασύρονται σε αυτή την πλάγια κίνηση. Εντροπία. Μια επιπλέον κλιτή παύση.


Έξοδος

Μέσα από κυματισμούς και παύσεις συνεχίζει κανείς να προχωρά, αιχμάλωτος στα βλέμματα που του δόθηκαν και του ήταν αφανέρωτα πλην της στιγμής αυτής. Διασώζεται η κλιτότητά τους στο κλίτος των αφανών και μας αγγίζουν, αν μιλήσει κανείς ερμητικά, περί λύχνων αφάς — τότε που η φλόγα τους αγγίζει τη δική μας. Ή, αν μιλήσει ομηρικά, κρατώντας ασφαλώς τη σκοτεινή κάμαρα υπό μάλης, «χρύσεον λύχνον ἔχουσα, φάος περικαλλὲς ἐποίει».



Η λέξη κλιτότητα απαντά στην Ελληνική Δημώδη Γραμματεία και δη στην κρητική ποίηση (17ος αι.). Προέρχεται από το επίθετο «κλιτός», που σημαίνει 1) γονατιστός, σκυφτός 2) ταπεινός, φοβισμένος, θλιμμένος 3) υπάκουος και 4) απλωτός, και την κατάληξη -ότη, -ότητα.

Δίνω ένα παράδειγμα με τη λέξη κλιτός από την Ερωφίλη του Γεώργιου Χορτάτση: «μα την κερά μου συντηρώ κι έρχεται προς εμένα, κι έχει το πρόσωπο κλιτό, τ’ αμμάτια θαμπωμένα» (Πράξη Γ, σκηνή 2, στ. 61-62). 

Η λέξη κλιτότητα σημαίνει 1) σεβασμός και 2) ταπείνωση.

 Η πρόταση «με τάξη και κλιτότητα» απαντά στον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου. Δεν είναι του Λιαντίνη. Δίνω το στίχο: “ομπρός-τως (εννοεί τους γονείς) γονατίζει με τάξη και κλιτότητα κ’ έτοιας λογής αρχίζει” (Δ΄ 308). Εδώ η λέξη ολοφάνερα έχει την έννοια του σεβασμού.

Για την έννοια της κλιτότητας ως ταπείνωσης παραθέτω απόσπασμα από το κρητικό ποίημα «Στάθης»; «φαητά θωρούν τα μάτια μου σ’ αρχοντικά μεγάλα και με πολλή κλιτότητα τάχα με συντηρούσι» (Α΄ 109).

Η λέξη λύχνος (πληθ. λύχνοι και λύχνα) είναι αρχαία ελληνική και σημαίνει φορητό φως (που μπορεί δηλ. να μεταφέρεται), λάμπα, λυχνάρι, το οποίο φέρεται στο χέρι ή τίθεται σε λυχνοστάτη (λύχνιον). Στην Οδύσσεια (τ, 34) διαβάζουμε: «Τότε ο Oδυσσέας κι ο γιος του ο ασύγκριτος τα κοφτερά κοντάρια, / τ’ αφαλωτά σκουτάρια αρπάζοντας με βιάση και τα κράνη / τα κουβαλούσαν μπρος τους η Αθηνά Παλλάδα, ανακρατώντας / χρυσό λυχνάρι, φως πανέμορφο σκορπούσα, για να φέγγουν.» (…χρύσεον λύχνον ἔχουσα, φάος περικαλλὲς ἐποίει.) Μτφρ. Καζαντζάκη-Κακριδή.