Οι μικρές πάπιες του φθινοπώρου

Οι μικρές πάπιες του φθινοπώρου

Όσοι έλεγαν πως ήταν κακό προμήνυμα που φέτος δεν εμφανίστηκαν οι fisole, οι μικρές πάπιες του φθινοπώρου, δεν έπεσαν έξω. Έβρεχε ασταμάτητα. Τα μαύρα σαν μελάνι κανάλια φούσκωσαν και ξεχείλισαν το Μεγάλο Κανάλι. Η αποφορά του σάπιου νερού ήταν έντονη, τόσο που σε ανάγκαζε να κλείνεις τη μύτη σου. Η θάλασσα κάλυψε τα σκαλοπάτια από λευκό μάρμαρο, τους κομψούς κίονες, τα λεπτοδουλεμένα ανάγλυφα από πορφυρίτη, τις πύλες των ανακτόρων, τις διαβρωμένες προσόψεις των κτιρίων.
Κάποιες γειτονιές βρίσκονταν ήδη κάτω από την επιφάνεια του νερού, με τα καμπαναριά των εκκλησιών και τις κωνικές καμινάδες των σπιτιών να εξέχουν σαν φουγάρα μισοβυθισμένου πλοίου.
Τα ορειχάλκινα άλογα στη μεγάλη πύλη του Σαν Μάρκο ανασηκώνονταν στα πίσω ποδάρια τους, λες και πάσχιζαν να προφυλαχτούν από την πλημμύρα. Οι 72 δόγηδες κοίταζαν βλοσυρά τούς εθελοντές καθώς τους μετέφεραν χέρι με χέρι από το Παλάτι των Δόγηδων στα βαπορέτα που περίμεναν με τις μηχανές αναμμένες. Όταν φορτώθηκε και ο τελευταίος, τα πλοιάρια απέπλευσαν πανικόβλητα αφήνοντας πίσω τους εθελοντές να καλούν σε βοήθεια.
Λένε πως η Βενετία δεν αντιστάθηκε σε κανέναν από τους κατακτητές της. Ούτε στον Αττίλα ούτε στον Βοναπάρτη ούτε στους Αψβούργους ούτε στους Αμερικάνους. Τους παραδόθηκε εύκολα, σαν πόρνη πολυτελείας. Τώρα έβλεπε την πολυτέλειά της να καταποντίζεται. Μέγαρο Μοροζίνι, μέγαρο Πιζάνι, μέγαρο Ντάριο. Πόσοι και πόσοι δεν είχαν περάσει από τα σαλόνια αυτά, πόσοι δεν είχαν πάρει μέρος σε χοροεσπερίδες και γιορτές, πόσοι τέλος δεν είχαν βαρυγκωμήσει πίσω από κατεβασμένες κουρτίνες με μπαρόκ διακόσμηση. Τα κτήρια βυθίζονταν μαζί με τις σκιές που κουβαλούσαν. Τα κατάπινε όλα η λήθη. 
Τρεις ηλικιωμένοι που γνώριζαν τη Βενετία σαν την παλάμη τους είχαν σταθεί στην άκρη μιας altana, μιας βεράντας-εξώστη, και ολοφύρονταν.
«Μου το έλεγαν τόσα χρόνια, και δεν το πίστευα», έλεγε σοκαρισμένος ο πρώτος.
«Δεν φανταζόμουν τέτοιο θέαμα», μουρμούριζε ο δεύτερος.
«Η σκοτεινή ώρα της Βενετιάς, καταμεσής του μεσημεριού», παραμιλούσε ο τρίτος. «Το είδαμε κι αυτό…»
Οι Βενετσιάνοι εγκατέλειπαν την πόλη τους παίρνοντας όσα μπορούσαν να σώσουν. Τον τόνο της ερημιάς έδιναν οι campi, οι μικρές πλατείες, που άλλοτε έσφυζαν από ζωή. Τώρα ήταν άδειες, αφημένες στην τύχη τους. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το μονότονο πάφλασμα της βροχής.
Σε κάποια γόνδολα υπήρχε ένας μοναχικός επιβάτης, γύρω στα εξήντα, αστός – ποιος ξέρει πόσα είχε πληρώσει για να απολαμβάνει αυτή την τιμή. Είχε συγκεντρώσει όλα του τα υπάρχοντα γύρω από ένα πιάνο και έπαιζε έναν μελαγχολικό σκοπό. Οι στάλες της βροχής γλιστρούσαν πάνω του κι έπεφταν στο πιάνο, συνοδεύοντας με τον υπόκωφο χτύπο τους την παράξενη μελωδία. 
Ένα μαγαζί που εμπορευόταν πολυελαίους βυθιζόταν αργά αργά στα Ύδατα της Στυγός. Ως ύστατο χαιρετισμό, ο ιδιοκτήτης του, ένας ευσταλής γέροντας, είχε ανάψει όλους τους πολυέλαιους, πολλοί εκ των οποίων ήταν φτιαγμένοι από γυαλί Μουράνο και στολισμένοι με λουλούδια. Τους έβλεπε να σβήνουν ο ένας μετά τον άλλον, η μία λάμπα μετά την άλλη, και φύσαγε τη μύτη του προσπαθώντας να κρύψει τη συγκίνησή του.
Μια μεγάλη πομπή από οικοσκευές και αντικείμενα καθημερινής χρήσης κυλούσε μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Ιερεμία για να καταλήξει στο Μεγάλο Κανάλι, εκεί όπου διοχετεύονταν τα πάντα. Χάνοντας τη λάμψη της, η Βενετία μετατρεπόταν σε μια μεσαιωνική πόλη γεμάτη ρωγμές που δεν είχε τίποτα να επιδείξει.
«Τη Βενετία πρέπει να τη δεις μετά τη βροχή», έλεγε και ξανάλεγε κάποτε ο Ουίστερ.
Πόσο γελοίες έμοιαζαν τώρα οι παλιές ρήσεις!
Η πτώση της Βενετίας έμοιαζε με θανάσιμη γιορτή στην οποία έπαιρναν μέρος όλα τα διάσημα τέκνα της. Έμποροι, ναυτικοί, τραπεζίτες, αρχιτέκτονες, διπλωμάτες, καλλιτέχνες και τυχοδιώκτες από τον Μάρκο Πόλο και τον Τιέπολο ως τον Τιτσιάνο και τον Βιβάλντι, μαγεμένοι από τα ηδυπαθή γούστα της. Αντίθετα, την απέφευγαν οι ποιητές και οι στοχαστές. Δεν χώραγε η διανόηση μέσα σε τόση χλιδή.
Το τέλος της αφθονίας.
Ξελιγωμένοι από την πείνα γλάροι αναδεύονταν στις σημαδούρες. Τα περιστέρια που φώλιαζαν στις εσοχές, τίναζαν τρομαγμένα τα φτερά τους και κουτσούλιζαν. Ένας δαιμόνιος Γενοβέζος πούλαγε σκάφανδρα στους τουρίστες. Στολές καταδύσεων με αμπούλες οξυγόνου, που τους επέτρεπαν να κάνουν υποβρύχιες λήψεις στην πόλη την ώρα που βυθιζόταν. Τόσοι αιώνες στην τέχνη της αναπαράστασης και ούτε ένας ντόπιος δεν βρισκόταν εκείνη τη στιγμή να απαθανατίσει τον κατακλυσμό.

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Κώστα Αρκουδέα ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: