Η πλαστογραφία μου

Η πλαστογραφία μου

Το δικαίωμα στην τεμπελιά του Paul Lafargue

εξω­σχο­λι­κά βι­βλία δεν διά­βα­ζα πο­τέ,
ού­τε, μιας και τα λέ­με, σχο­λι­κά.
λέ­γαν διά­φο­ροι:
«μω­ρέ σι­γά τ’ αβγά,
σχο­λείο ει­ν’ αυ­τό που έχου­με;»
εγώ λέω πως άμα τυ­χαί­νει και εί­σαι λί­γο τε­μπε­λά­κος
όλα σου φταιν, εκτός από σέ­να.
( ο πα­τέ­ρας μου, απ’ την άλ­λη, λέ­ει:
άμα το παι­δί έχει μυα­λό,
αρ­γά ή γρή­γο­ρα θα το βρει,
άμα δεν έχει μην το πιέ­ζεις )
κι εγώ ( φυ­σιο­λο­γι­κά, φρο­νώ ) προ­τι­μού­σα
να ξα­πλώ­νω στα γκα­ζόν και στα πάρ­κα
να χα­ζεύω τα ου­ρά­νια
σαν τσό­νι χα­ρι­τό­βρυ­τα να φλυα­ρώ
( ού­τε καν μπά­λα να παί­ζω, π.χ. )

η κα­τά­στα­ση της από­λυ­της ηρε­μί­ας, άλ­λω­στε,
εί­ναι απ’ όλα τα ζώ­ντα
η πλέ­ον επι­θυ­μη­τή.
ποιος θέ­λει να κου­ρά­ζε­ται;

άλ­λο πράγ­μα όμως όταν σπου­δά­ζεις.
εκεί το διά­βα­σμα εί­ναι ρα­φή
και το βι­βλίο πα­νω­φό­ρι χρώ­μα­τος χα­κί
κά­τι ο Kafka, κά­τι ο Κα­βά­φης
μά­νι μά­νι φτά­σα­με και στον Lafargue,
που ήταν και γα­μπρός του Marx,
κι από κει δεν θέ­λει και πο­λύ·
την κο­σμο­θε­ω­ρία σου βγά­λε τώ­ρα απ’ το τσε­πά­κι
ανή­συ­χέ μου φοι­τη­τή !

μα τι τα θες, τι τα κου­βε­ντιά­ζεις;
ότι στον κα­θέ­να πε­ρισ­σέ­ψει
μια ατά­κα, μια πλη­γή,
εν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει κά­τι για να πο­ρευ­τεί·
όπως, ας πού­με, ο κά­τω­θι στί­χος του Κα­ρού­ζου:
«το με­θαύ­ριο εί­ναι με­τα­φυ­σι­κή».
αλ­λά εγώ δεν έχω κα­μία σχέ­ση με τα με­τα­φυ­σι­κά
ού­τε και με τα θρη­σκευ­τι­κά
πά­ντα βά­ση έπαιρ­να, κι αυ­τή με το ζό­ρι,
ίσα για να πε­ρά­σω το μά­θη­μα
και πά­ντως όχι από τε­μπε­λιά.
άθε­ος και υλι­στής εκ γε­νε­τής,
όπως, υπο­ψιά­ζο­μαι, και ο Lafargue.

προ­τεί­νω, λοι­πόν,
όσα τώ­ρα γί­νο­νται
όλα με συ­νε­τή από­λαυ­ση να τα γευό­μα­στε
κι ελα­φρά βε­βαί­ως για το αύ­ριο να με­ρι­μνού­με,
αφού το θαύ­μα συμ­βαί­νει μία και μό­νο φο­ρά
και θέ­λει ξε­ζού­μι­σμα για τα κα­λά!
για­τί κα­θώς το εί­πε ο Keynes:
( δεν έγρα­φε ποι­ή­μα­τα, οι­κο­νο­μο­λό­γος ήταν ο άν­θρω­πος )
«μα­κρο­πρό­θε­σμα όλοι θα πε­θά­νου­με».

Στον δάσκαλό μας Γεράσιμο Βώκο

κα­νείς δεν ξέ­ρει αν θα γεν­νη­θεί
μα τό­τε όλα πια τε­λειώ­νουν
( εμείς, βε­βαί­ως, το βλέ­που­με για αρ­χή )

«η ζωή δεν εί­ναι εύ­κο­λο πράγ­μα,
και δεν ζεις επει­δή έχεις γεν­νη­θεί»,
γρά­φει κά­που ο Βώ­κος,
κι από τη μια στιγ­μή
στην άλ­λη
ου­δείς γνω­ρί­ζει τι θα του συμ­βεί·
ακού­γε­ται τό­σο εύ­κο­λο να το απο­δε­χτείς
γι’ αυ­τό το προ­σπερ­νά­με,
έτσι,
αβρό­χοις πο­σί.

– εί­στε, με ρω­τά, της φι­λο­σο­φι­κής;
– όχι, απα­ντώ, της νο­μι­κής
– και τι γυ­ρεύ­ε­τε εδώ;

δεν παίρ­νει αξία, του εί­πα, η ζωή
εάν έντα­ση δεν έχει,
πο­λυ­τά­ρα­χη, την θέ­λω,
πο­λυ­ποί­κι­λη,
πα­ρο­ντι­κή!

«έτσι ακρι­βώς», μει­δί­α­σε γλυ­κά,
όπως σε δά­σκα­λο ται­ριά­ζει,
«έτσι ακρι­βώς», συ­νέ­χι­σε να μου μι­λά,
«όπως το εί­χε πει ο Marx:
κά­θε μέ­ρα πε­θαί­νου­με κα­τά ει­κο­σι­τέσ­σε­ρις ώρες».

Από τις «Εποχές» του Μανόλη Αναγνωστάκη

υπό μια έν­νοια,
αυ­τή της αντί­στρο­φης οπτι­κής,
ο Μα­νό­λης Ανα­γνω­στά­κης
ήταν μπρο­στά, που λέ­με, για την επο­χή του·
και πο­λύ πιο μπρο­στά κι απ’ την δι­κή μας.

( με κιά­λια θα μας βλέ­πει,
κα­λή του ώρα κει που ’ναι,
και θα γε­λά μα­ζί μας )

τό­τε δη­λα­δή,
όπως τα γρά­φει ο ίδιος,
χρεια­ζό­τα­νε να πε­θά­νεις
για να γί­νεις άξιος, κα­λός,
ένας υπέ­ρο­χος άν­θρω­πος!

μα ήταν σα να το ’ξε­ρε ο ποι­η­τής αυ­τός
πως κά­πο­τε θα ’ρ­χο­νταν τού­μπα­λιν τα πράγ­μα­τα

κι ο θά­να­τος δεν θα με­τρού­σε γρό­σι.

τώ­ρα γί­νε­σαι σπου­δαί­ος και τρα­νός εν ζωή
και μά­λι­στα από πο­λύ νω­ρίς
( με­ρι­κοί δε από τα γεν­νο­φά­σκια τους )

έτσι παί­ζε­ται στην επο­χή μας το παι­χνί­δι.

ας αφή­σου­με, λοι­πόν, πια κα­τά μέ­ρος
τις μια ζωή εξα­γο­ρα­σμέ­νες
τις μια ζωή εξα­γο­ρά­σι­μες
σιω­πές
( κρί­νε για να κρι­θείς,
γρά­φει ο Ανα­γνω­στά­κης σ’ ένα άλ­λο ποί­η­μα),
ας αφή­σου­με πια κα­τά μέ­ρος
τους επι­τύμ­βιους,
τα δε­δι­καί­ω­ται,
και τις τι­μές
και για όποιον απο­θα­νό­ντα εξ ημών του αξί­ζει
από δω και μπρος
επι­τέ­λους άφο­βα ας λέ­με
τι κά­θαρ­μα που ήταν μια ζωή.

Αυτοφωτογραφία σε οθόνη αφής

Η ει­κό­να του εαυ­τού, σε έναν κα­θρέ­φτη ή σε μια  φω­το­γρα­φία, εγεί­ρει ερω­τή­μα­τα που ερευ­νή­θη­καν και συ­ζη­τή­θη­καν διε­ξο­δι­κά στο πλαί­σιο του γνω­στι­κού πε­δί­ου της ψυ­χα­νά­λυ­σης ... η ταύ­τι­ση του εαυ­τού με μια ει­κό­να ει­σά­γει μια σχέ­ση απα­τη­λή, όπου η ανα­γνώ­ρι­ση συ­νυ­πάρ­χει με την απο­ξέ­νω­ση. Το­πο­θε­τη­μέ­νη σε από­στα­ση από το άτο­μο η επι­κυ­ρω­μέ­νη μέ­σω του βλέμ­μα­τος των άλ­λων, η ει­κό­να αυ­τή εμ­φα­νί­ζε­ται ως ένα βαθ­μό ελ­λι­πής και επι­σφα­λής· θα ει­κά­ζα­με δε, πως πλα­νά­ται ατέρ­μο­να πά­νω από το άτο­μο ως ερώ­τη­μα: Πως εί­μαι πραγ­μα­τι­κά και πως με βλέ­πουν οι άλ­λοι; | Να­τάσ­σα Μαρ­κί­δου, «Ει­κό­νες του εαυ­τού», ει­σα­γω­γι­κό κεί­με­νο στην φω­το­γρα­φι­κή έκ­θε­ση «[ selfimages ]» στο Μ.Φ.Θ., 2018

για να ζή­σει μό­νο η ψυ­χή
στα μο­να­στή­ρια ξε­κρε­μά­νε τους κα­θρέ­φτες,
έτσι χά­νου­νε το πρό­σω­πό τους.
( κα­τ' εμέ χά­νουν και τα μυα­λά τους )

εμείς πά­λι,
οι νορ­μάλ,
δια­κό­σια πε­ρί­που χρό­νια τώ­ρα
( και τε­τρα­κό­σια πε­ρί­που με­τά τον Descartes )
επι­μέ­νου­με να δια­τη­ρού­με την ασφά­λεια της ύπαρ­ξής μας.
κι όσο μας βλέ­που­με στον κα­θρέ­φτη
( αχτέ­νι­στοι το πρωί, το βρά­δυ σι­νιέ )
δεν έχου­με ακό­μη εξαϋ­λω­θεί,
ή έτσι φαί­νε­ται να εί­ναι.

Εξού και κά­ποιοι φι­λό­σο­φοι τρε­λοί
εί­παν πως μό­νο ότι βλέ­που­με υπάρ­χει,
και τι εγ­γυ­ή­σεις έχου­με για ότι στην πλά­τη μας σκιά­ζει;

κά­πως έτσι, υπο­θέ­τω, γεν­νή­θη­καν και τα πορ­τρέ­τα
και οι φω­το­γρα­φί­ες
και την φρε­νί­τι­δα των σέλ­φιζ να μην την λοι­δο­ρού­με
από­δει­ξη εί­ναι κι αυ­τές,
για­τί στην προ­κει­μέ­νη
απ' το τα­μείο μα­κριά
δεν έχεις και πολ­λά να σε θυ­μού­νται,
πως ήσου­να βρε αδελ­φέ!

( σκέ­φτο­μαι:
αν εκτυ­πώ­να­με όλες τις φω­το­γρα­φί­ες
και τις ρά­βα­με παλ­τό
θα φτά­να­νε να κου­κου­λώ­σου­με όλο τον πλα­νή­τη; )

οι Κι­νέ­ζοι, θυ­μά­μαι, ορ­δές, κά­θε Σάβ­βα­το στην Heidelberg
βι­ντε­ο­σκο­πού­σαν πε­ρισ­σό­τε­ρο απ’ ότι χά­ζευαν
( κι ύστε­ρα τα ’βλε­παν στην οθό­νη της τι­βί )·
του­ρι­σμός σου λέ­ει ο άλ­λος,
με την ψυ­χή στο στό­μα.
εγώ, από την άλ­λη,
ζή­τη­μα να ’χω
( ή να ’σω­σα )
δύο φω­το­γρα­φί­ες μου από την Χαϊ­δελ­βέρ­γη,
έναν ολά­κε­ρο χρό­νο εκεί.

Η πλαστογραφία μου

«Κα­νείς δεν μπο­ρεί να γρά­ψει την αυ­το­βιο­γρα­φία του. 
Κα­νείς δεν “εί­ναι” η αυ­το­βιο­γρα­φία του»  
Κώ­στας Αξε­λός,  «Αυ­το­βιο­γρα­φι­κές» ση­μειώ­σεις

εσείς οι δι­κη­γό­ροι μέ­σα στο ψέ­μα !

( all time classic, σκέ­φτη­κα.
ενώ εσείς,
οι άλ­λοι,
πή­γα να του πω,
κο­λυ­μπά­τε στην αλή­θεια ·

ει­δι­κά σ' αυ­τή την αντρο­τα­βέρ­να
με τα κα­τρού­τσα να φεύ­γουν κα­ρα­βά­νια
και την ει­λι­κρί­νεια να παια­νί­ζει νι­κη­φό­ρα
ποιον να πρω­το­γοη­τεύ­σου­με εί­μα­στε δω μέ­σα ...
εμάς,
τους άλ­λους,
ή τους εαυ­τούς μας ;

– πά­ντως οι ποι­η­τές, εί­πα στον εαυ­τό μου,
το ψέ­μα το 'χουν στο τσε­πά­κι τους,
απ' τα ποι­ή­μα­τα,
μέ­χρι τα πο­το­πω­λεία ·
κα­τά­ρα κι αυ­τή, συλ­λο­γιέ­μαι, στην Ελ­λά­δα :
δι­κη­γό­ρος - ποι­η­τής,
πφφφ
να μας κλαί­νε ίαμ­βοι και ρί­μες! –

και τέ­λος πά­ντων
άσε με στην ησυ­χία μου
να πιω κά­να κα­το­στα­ρά­κι
με­τά από οχτά­ω­ρο
–ψέ­μα : τέσ­σε­ρεις ώρες το πο­λύ–
στα πρω­το­δι­κεία! )

κοί­τα, του απα­ντώ μπας και ξε­μπλέ­ξω,
η κοι­νω­νία όλη λέ­ει ψέ­μα­τα·
εμείς απλώς την εκ­προ­σω­πού­με στα δι­κα­στή­ρια.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Αντώ­νη Ψάλ­τη ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: