Η χαμένη μέρα της κυρίας Προυστ

«Η κυρία Προυστ», μητέρα του Μαρσέλ
«Η κυρία Προυστ», μητέρα του Μαρσέλ



στη μικρή μου φίλη Δανάη Μοιρώτσου, που μου το ενέπνευσε




Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια απλή γεμάτη ηρεμία πολυκατοικία, σε μια μικρή συνοικία μιας μεγάλης πόλης, ζούσε ένα μικρό κοριτσάκι που ακόμη δεν πήγαινε σχολείο. Ζούσε μαζί με τους γονείς της σε ένα μικρό, ζεστό, γεμάτο αγάπη και χαρά, διαμέρισμα στον ημιώροφο της πολυκατοικίας που είπαμε. Οι γονείς της δούλευαν μαζί. Καθάριζαν την πολυκατοικία, που περιγράψαμε μόλις πριν, τρεις φορές την εβδομάδα. Έτσι, το μικρό κοριτσάκι, η αγαπημένη κορούλα τους, παρέμενε μαζί τους όλη την ώρα κι όταν οι γονείς της δουλεύανε, εκείνο με τις κούκλες της και τα άλλα παιχνιδάκια της καθόταν και έπαιζε στην είσοδο της πολυκατοικίας.
Όλοι στην πολυκατοικία την ήξεραν, την αγαπούσαν και της μιλούσαν. Όλοι της χάριζαν μερικά λεπτά από τη μέρα τους, πριν ή μετά τις δουλειές τους, καθώς μπαινόβγαιναν στην πολυκατοικία. Εκεί που ήταν όλη η ζωή της… Όλοι είπαμε; Χμ…, μάλλον σχεδόν όλοι… Όλοι, εκτός από την κυρία Προυστ.
Η κυρία Προυστ, περίπου μεσήλικας, έλεγαν οι γονείς του μικρού κοριτσιού, που πάει να πει περίπου πενήντα ετών, ήταν μια παράξενη κυρία. Λέγανε ότι ήταν μισή Γαλλίδα, από μπαμπά Γάλλο, και μισή Ελληνίδα, από τη μαμά της. Είχε ακουστεί, μάλιστα, ότι ήταν, λέει, μακρινή απόγονος («τι σημαίνει πάλι αυτό;», αναρωτιόταν το μικρό κορίτσι της πολυκατοικίας) του θείου ενός Γάλλου συγγραφέα που είχε γράψει όλο κι όλο ένα βιβλίο στη ζωή του… κάτι με χαμένο χρόνο, της είχαν πει οι γονείς της, που δεν γνώριζαν και πολλά επί του επίμαχου αυτού ζητήματος, «αλλά δεν πειράζει» την καθησύχαζαν «όταν μεγαλώσεις, θα το αναζητήσεις μόνη σου, αν θες, και θα το διαβάσεις…».
Η κυρία Προυστ, λοιπόν, ποτέ δε μιλούσε στο μικρό κορίτσι… Θέλω να πω, μην την κακολογήσω κιόλας, ποτέ δεν της μιλούσε περισσότερο από όλους τους άλλους. Ήταν πάντα πολύ βιαστική και είτε την χάιδευε φευγαλέα στα μαλλιά, είτε της έλεγε ένα βιαστικό «καλημέρα…» Όμως δεν ήταν μόνο αυτό που κινούσε την περιέργεια του μικρού κοριτσιού, δεν ήταν αυτό που της έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση, αλλά το ντύσιμό της. Η κυρία Προυστ ντυνόταν για δύο ανθρώπους. Φόραγε πάντα ένα δίχρωμο παντελόνι, κάθε μπατζάκι και άλλο χρώμα, μία δίχρωμη μπλούζα ή πουκαμίσα, κάθε μανίκι και άλλο χρώμα, και ένα δίχρωμο παλτό, κάθε πλευρά και άλλο χρώμα. Ακόμη και τα παπούτσια της, το καθένα είχε άλλο χρώμα… Και κρατούσε δύο τσάντες, με άλλο χρώμα η καθεμιά, εννοείται, σε κάθε χέρι από μια… Ακόμη ―άκουσον! άκουσον!― ακόμη και τα μαλλιά της είχαν δύο χρώματα. Μισά καστανά και μισά ξανθά. Έτσι, αν έβλεπες την κυρία Προύστ από τα δεξιά και μετά από τα αριστερά, νόμιζες πως έβλεπες έναν άλλον άνθρωπο. Μια διπλή προσωπικότητα, μια διπλή ζωή, λες και η κυρία Προυστ ήθελε κάθε μέρα να ζήσει για δύο μέρες…. Και ήταν πάντα βιαστική, όλο έτρεχε, και πολλές φορές το μικρό κορίτσι την έβλεπε να διαβάζει ―ε, αυτό κι αν ήταν αδιανόητο!― από δύο έγγραφα ταυτοχρόνως!
Όλο αυτό δεν το έβρισκε και πολύ ήρεμο το μικρό κορίτσι, που ―εντελώς αντίθετα― ζούσε με τους γονείς του μια ήρεμη γεμάτη αγάπη και χαρά ζωή… Εντάξει, ας μην υπερβάλλουμε, συχνά πυκνά το μικρό κορίτσι βαριότανε και λίγο, εκεί στην είσοδο της πολυκατοικίας, όταν οι γονείς της δούλευαν. Πόσο πια να χτενίσεις τις κούκλες σου; Ή όταν οι γονείς της κλείνονταν στο δωμάτιό τους…, αλλά σε γενικές γραμμές, που λένε οι μεγάλοι, ήταν ευχαριστημένη όπως ζούσε. Και κανείς στην πολυκατοικία δεν ήξερε, αν η κυρία Προυστ είχε γονείς, είχε συντροφική ζωή, αν ήταν παντρεμένη, αν είχε παιδιά… Μόνο γνώριζαν ότι αυτή η δουλευταρού πενηντάρα δεν είχε χρόνο για τίποτα άλλο παρά μόνο για τις δουλείες της, που ήταν πολλές…, πάρα πολλές! Αλλά και πάλι, τι δουλειά έκανε, ούτε αυτό το ήξεραν οι υπόλοιποι συγκάτοικοι αυτής της κατά τα άλλα πολύ ήρεμης πολυκατοικίας. Γενικά, λοιπόν, ήταν πολύ παράξενη αυτή η κυρία, αλλά το μικρό μας κορίτσι δεν μπορούσε να αποφασίσει αν ήταν παράξενη μόνο επειδή ντυνόταν σαν διπλός άνθρωπος ή επειδή ήταν πάντα βιαστική… Κάθε μέρα την χαιρετούσε και κάθε μέρα λάμβανε, όπως είπαμε, ένα φευγαλέο χάδι ή μια βιαστική καλημέρα… Βιαστική καλημέρα; Βιάζεται η καλημέρα; Όχι δα! Η κυρία Προυστ βιάζεται, συνέχεια αυτό έλεγε στο μικρό κορίτσι: «είμαι πολύ βιαστική, έχω πολλές δουλειές, δε θέλω να χάσω τη μέρα μου»…

«Για στάσου!» σκέφτηκε μια μέρα το μικρό κορίτσι… «Πώς χάνεται μια μέρα; Εγώ ξέρω ότι χάνω τα παιχνίδια μου και αφού ψάχνω λίγο, ας πούμε κάτω από το κρεβάτι μου ή πίσω από την κουρτίνα στο σαλονάκι, μετά τα βρίσκω…, αλλά η μέρα; Χάνεται η μέρα;»

Έτσι, λοιπόν, το μικρό κορίτσι, της το φύλαγε, που λέμε, όχι να πεις από πονηριά, μα επειδή της άρεσε να ρωτάει και να μαθαίνει. Και μια μέρα, που η κυρία βιαστική πάλι της είπε τα ίδια λόγια: «Καλημέρα μικρή, βιάζομαι, έχω πολλές δουλειές, δε θέλω να χάσω τη μέρα μου!», αποφάσισε να την ρωτήσει: «Κυρία Προυστ! Πώς χάνετε τη μέρα σας; Όπως εγώ χάνω τις κούκλες μου;» Η κυρία Προυστ, πρέπει να το ομολογήσουμε, ξαφνιάστηκε για λίγα δευτερόλεπτα, και αυτό δε θα μπορούσε να γίνει φανερότερο παρά από το γεγονός ότι σταμάτησε το, όπως πάντα, γρήγορο περπάτημά της… Μα, όχι μόνο αυτό, αλλά επιπλέον προσπάθησε κάτι να ψελλίσει, δηλαδή κάτι να πει σιγά και σύντομα, επειδή βρέθηκε σε στιγμή αμηχανίας, αλλά δεν τα κατάφερε! Τελικά, περιορίστηκε σε ένα χαμόγελο, «είσαι έξυπνο κοριτσάκι!» είπε και έφυγε…
Το μικρό κορίτσι, χωρίς απάντηση στην ερώτηση, την έβλεπε τώρα να απομακρύνεται και κοίταζε, πάντα με περιέργεια, το διπλόχρωμο παλτό της από την πλευρά της πλάτης της, μισό μαύρο, μισό μπλε. Όμως εμείς, που ξέρουμε την ιστορία και από τις δύο μεριές, είδαμε την κυρία Προύστ από μπροστά και διακρίναμε στο πρόσωπό της ένα μειδίαμα, ένα δηλαδή ανεπαίσθητο χαμόγελο συνοδευόμενο από μια μικρή άνοδο των φρυδιών της και μια διαστολή της κόρης των ματιών της…, που σημαίνει ότι αυτή η ερώτηση την εντυπωσίασε, και, όσο να πεις, την έβαλε σε σκέψεις… «Κοίτα το ατιμούτσικο το μικρό τι με ρώτησε!», σκεφτόταν, καθώς βάδιζε γοργά στον δρόμο, «έξυπνο που είναι…!», και συνέχισε τη μέρα της…

Όμως εκείνη τη μέρα σαν κάτι να άλλαξε μέσα της… Αυτή η ερώτηση, «πώς χάνετε την μέρα σας;», σαν να την ταλάνιζε, σαν να τριγυρνούσε συνέχεια στο μυαλό της, σαν να αναζητούσε επίμονα μια απάντηση! «Όχου! βρε αδελφέ!», μιλούσε στον εαυτό της, όπως όλοι μας κάνουμε κάπου κάπου, «παιδιάστικα πράγματα, αφέλειες, έχω δουλειές να κάνω! Δε θα ασχολούμαι δα με χαζομάρες!»… Κι όμως! Η ερώτηση γυρνούσε συνεχώς στο μυαλό της, λες και δε γυρνούσε μόνη της, αλλά την έφερνε στο μυαλό της η ίδια η κυρία Προυστ…, σαν κάτι να άλλαζε μέσα της…

Ώσπου μια μέρα..! Αχ, τι μέρα ήταν αυτή! Αξέχαστη! Μια συνηθισμένη μέρα, λοιπόν, «εργασίας και χαράς», που λένε οι μεγάλοι, αλλά δεν ξέρω αν το εννοούν, η κυρία Προυστ ξύπνησε, όπως πάντα, στις έξι το πρωί. Ξεκίνησε την προετοιμασία της για να πάει στις δουλειές της… Έφαγε το πρωινό της, πλύθηκε, ντύθηκε, άκουσε επιδερμικά, που σημαίνει όχι και με πολλή προσοχή, τις πρωινές ειδήσεις. «Τι να ακούσεις, δηλαδή;» αναρωτιότανε «όλο άσχημα μαντάτα, λες και θέλουνε να μας φοβίζουν! Όχι δα! Η ζωή είναι ωραία και εγώ έχω πολλές δουλειές!» σκέφτηκε. Και αφού ολοκλήρωσε την προετοιμασία της και ντύθηκε τα διπλόχρωμα ρούχα της και χτένισε τα διπλόχρωμα μαλλιά της, άνοιξε το επαγγελματικό ημερολόγιό της. Αυτό είναι κάτι σαν τετράδιο που σε καθεμιά σελίδα πάνω, στην αρχή, αναγράφεται ενδεικτικά τι μέρα έχουμε. Για παράδειγμα, δέκα Μαΐου, δηλαδή η μέρα που εξιστορούμε τώρα, αυτή η αξέχαστη, όπως θα δείτε παρακάτω, μέρα, μια ωραία ανοιξιάτικη μέρα, με λαμπερό ήλιο και ευχάριστη θερμοκρασία.
Άνοιξε, λοιπόν, η κυρία Προυστ το επαγγελματικό ημερολόγιό της, για να ελέγξει τις δουλειές της, που τις είχε επιμελώς καταγράψει την προηγούμενη βραδιά πριν κοιμηθεί. Και τι είδε, λέτε; Η μέρα εκείνη, η δεκάτη Μαΐου, η μέρα για την οποία μιλάει τώρα αυτό το παραμύθι, έλειπε από τη σελίδα όπου έπρεπε να βρίσκεται! Είχε… χαθεί! Η σελίδα ήταν χωρίς γράμματα και λευκή! «Χάθηκε η μέρα!!!», σκέφτηκε η κυρία Προυστ και κάτι συνέβη μέσα της, λες και μεταμορφώθηκε αυτή στο μικρό κορίτσι της πολυκατοικίας! Στην αρχή βέβαια γέλασε, «δεν είναι δυνατόν!» είπε «Πώς χάθηκε η μέρα από το ημερολόγιο; Αυτά είναι τυπωμένα χαρτιά με μελάνι! Θα βλέπω όνειρο…» σκέφτηκε «δε γίνονται στ’ αλήθεια αυτά τα πράγματα…, ή μήπως γίνονται;». Η κυρία Προυστ έκανε ό,τι μπορούσε για να επιβεβαιωθεί ότι δεν έβλεπε όνειρο, ό,τι περνούσε από το μυαλό της, ας πούμε, τσίμπησε το δέρμα της και πόνεσε, ας πούμε, έριξε λίγο νερό στον αέρα προς τα πάνω για να δει αν θα πέσει κάτω, αφού ο νόμος της βαρύτητας στα όνειρα καταργείται, εκεί όλα είναι εντελώς ελεύθερα…, ας πούμε, άνοιξε τα παντζούρια της και μίλησε σε μια γειτόνισσα, πράγμα σπάνιο για την κυρία Προυστ, οφείλουμε να πούμε, και άλλα πολλά… Κι όμως, δεν έβλεπε όνειρο! Και η μέρα είχε…χαθεί! Ένα τρέμουλο διαπέρασε την ραχοκοκαλιά της, ένας μυστήριος κλονισμός κυρίευσε τη σκέψη και την ψυχή της… Η πάντα ατάραχη και προγραμματισμένη της ημέρα εξαφανιζόταν και, όπως στο θέατρο αλλάζουν οι ηθοποιοί ενδυμασίες για τους ρόλους τους, τη θέση της λάμβανε η ανησυχία, ο φόβος, ο τρόμος για το μέλλον, λες και όλα εξαρτιόνταν από το πρόγραμμα της κάθε μέρας! «Πρέπει να ψάξω, να ψάξω παντού! Να βρω τη χαμένη μέρα!» σκέφτηκε δυναμικά η κυρία Προυστ και απτόητη άρχισε να ψάχνει σε όλο το σπίτι… Κάτω από το κρεβάτι της, πίσω από την κουρτίνα, δίπλα από την καφετιέρα, κάτω από το φωτιστικό, μέσα στα συρτάρια της: «τι στο καλό θα βρεθεί, μέρα είναι αυτή, πώς γίνεται να χαθεί!» αναφώνησε, αλλά πια φαινόταν πως είχε χάσει και την ψυχραιμία της και κάθε της ελπίδα για εύρεση της χαμένης μέρας…

«Όχι!» γκρίνιαξε η πολυάσχολη κυρία σε μια ύστατη προσπάθεια να νικήσει τη μάχη με το αδιανόητο αυτό γεγονός. «Θα πάω τώρα να αγοράσω ένα νέο επαγγελματικό ημερολόγιο! Και μέσα θα έχει τη χαμένη δεκάτη Μαΐου! Δε θα μου την σκάσει εμένα κανένας και καμία μέρα!». Δυναμική γυναίκα η κυρία Προυστ! Πρέπει να το παραδεχτούμε. Μια και δυο ντύνεται κάπως πρόχειρα, με τη διπλόχρωμη φόρμα της ―όλα διπλόχρωμα τα είχε τα ρούχα της― και βάζει το χέρι της στην τσέπη του χτεσινού παλτού της να βρει το πορτοφόλι της… Πάντα εκεί το βάζει και δεν του αλλάζει θέση… Όμως…! Τι τραγική μέρα! Τι μέρα γεμάτη δυστυχήματα! Τι απρόσμενη και δύσκολη μέρα…! Το πορτοφόλι της είχε και αυτό… χαθεί! «Να τα μας!» φώναξε νευριασμένη «δε φτάνει που έχασα μια μέρα μου, τώρα χάθηκε και το πορτοφόλι μου και τα λεφτά μου;… Μα, είναι οι μέρες δικές μου;» σκέφτηκε η κυρία Προυστ «ή μόνο τα λεφτά μου;»… «Ω!» απάντησε στον εαυτό της συνοφρυωμένη «τι βλακείες είναι αυτές που σκέφτεσαι! Βεβαίως και είναι και οι μέρες δικές σου! Άκου εκεί; Δηλαδή ποιανού είναι; Του γείτονα; Ή των εξωγήινων; Σοβαρέψου και η ώρα περνάει και πρέπει να πας στις δουλείες σου!» Όμως όσο κι αν έψαχνε, ούτε το πορτοφόλι της έβρισκε. Όλα άνω κάτω τα έκανε, σε κάθε πιθανή θέση έψαχνε, τίποτα. «Χαμένη μέρα, χαμένα λεφτά» ψιθύρισε πια ξέπνοη και εντελώς απελπισμένη…

«Δεν μου μένει τίποτε άλλο να κάνω» μονολογούσε «θα βάλω θερμόμετρο, μπορεί να έχω πυρετό, μπορεί να είμαι άρρωστη, μπορεί να έχω παραισθήσεις…, θα ξαπλώσω στο κρεβάτι να ηρεμήσω… Μόνο αν ηρεμήσω, ίσως κάτι να γίνει…» και αυτή, νομίζουμε, ήταν η πρώτη καλή σκέψη της χαμένης ημέρας που έκανε η κυρία Προυστ…

Τα λεπτά περνούσαν άλλοτε αργά, άλλοτε γρήγορα, όπως και οι εναλλαγές στις ανάσες της. Έπρεπε όμως να ηρεμήσει, ίσως να κοιμηθεί και λίγο; Όχι, όχι να κοιμηθεί, μόνο να κλείσει τα μάτια της… Τα έκλεισε. Πέρασαν άλλα τριάντα λεπτά… Μισή ώρα! Πω! Πω! Τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος σε μισή ώρα ε; Από το μυαλό της κυρίας Προυστ ή καλύτερα από την μνήμη της πέρασαν εικόνες από τα παιδικά της χρόνια…, από το χωριό της στη Γαλλία, το Ωτέιγ. Δεν είναι ακριβώς χωριό, όπως εδώ στην Ελλάδα, αλλά μικρή κωμόπολη! Εδώ το χωριό της ήταν ένας πολύ μικρός οικισμός στην κεντρική Εύβοια, ο Δύστος, τρέχα γύρευε, που λένε… Θυμήθηκε τη μαμά της, χρόνια πια στον άλλο κόσμο… «η καημένη η μαμά» είπε σιγανά και νοσταλγικά «elle est morte depuis dix ans»… Ένα μικρό πικράλμυρο δάκρυ κύλησε από τα μάτια στα διπλόχρωμα και μέχρι τότε άνευρα και ολόισια χείλη της, που απ’ το βάρος των δακρύων λύγισαν. Γιατί μπορεί στην πραγματικότητα δυο δάκρυα να μην ζυγίζουν πολύ, αλλά ρίχνουν μεγάλο βάρος στην ψυχή… «Μα, τι πας και θυμάσαι τώρα!» συνέφερε τον εαυτό της. Άνοιξε τα μάτια της, σκούπισε τα χείλη της και αποφάσισε να ανασυντάξει τις δυνάμεις της. Και τότε, έτσι σαν θαύμα, έτσι μαγικά, όπως συμβαίνει μόνο στα παραμύθια, το πορτοφόλι της φανερώθηκε δίπλα της!
Η κυρία Προυστ έψαξε όλο χαρά το πορτοφόλι για να βρει τα λεφτά της, μα ένα άλλο θαύμα, ένα άλλο μαγικό, την περίμενε αυτή τη φορά. Μέσα στο πορτοφόλι της είχε κρυφτεί η μέρα που είχε χαθεί, η δεκάτη Μαΐου! Ξετρελαμένη από τη χαρά της άδραξε τη μέρα στα χέρια της και τρέχοντας πήγε στο ημερολόγιό της. Με το ένα χέρι να κρατάει γερά τη μέρα, με το άλλο ένα συρραπτικό προσπάθησε να καρφιτσώσει την μέρα στη θέση της. Και τότε έγινε ακόμη ένα θαύμα, ένα μαγικό, όπως αυτά που, όπως είπαμε, συμβαίνουν μόνο στα παραμύθια! Η δεκάτη Μαΐου άρχισε να φωνάζει δυνατά! «Μη με καρφιτσώνεις στο ημερολόγιο! Μη με καρφιτσώνεις στον χρόνο σου! Δε θέλω να είμαι μέρος της ζωής σου! Δε θέλω να γίνω μέρος της δουλειάς σου! Θέλω για μένα τη μέρα μου! Θέλω και ’γω μια μέρα για μένα που είμαι μέρα! Θέλω να είναι δική μου η δεκάτη Μαΐου! Εγώ είμαι αυτή και με θέλω για μένα! Έχω το δικαίωμα! Το απαιτώ! Ακούστε, μέρες! Ακούστε τι μου κάνει ο άνθρωπος αυτός! Θέλει να με καρφιτσώσει στο ημερολόγιό του, ενώ εγώ του ξέφυγα! Βοηθήστε με!». Οι άλλες μέρες την άκουσαν και άρχισαν να φωνάζουν κι αυτές: «Αφήστε τη δεκάτη Μαΐου ελεύθερη! Ζήτω η ελευθερία! Θα φύγουμε και εμείς από το ημερολόγιο!». Και πράγματι άρχισαν να πηδάνε μια μια έξω από το ημερολόγιο και να τρέχουν μέσα σε όλο το σπίτι! Η κυρία Προυστ έμεινε άφωνη! Δεν πίστευε στα μάτια της! Όμως δεν έχασε αυτή τη φορά την ψυχραιμία της. Κατάλαβε πως έπρεπε να μιλήσει με τις μέρες της. Να, όμως που έπαυαν να είναι δικές της, να, που ήδη το συνειδητοποιούσε ότι έπρεπε να τους δώσει χρόνο και για αυτές! «Εντάξει, λοιπόν!» είπε στις μέρες. «Τι θέλετε από εμένα;» Οι μέρες που είχαν επαναστατήσει συζήτησαν γρήγορα μεταξύ τους και μαζί με τη μισοκαρφιστσωμένη δεκάτη Μαΐου και αφού αποφάσισαν, της ανακοίνωσαν: «Πρώτα από όλα» της είπαν «θέλουμε ειρήνη, ισότητα και ελευθερία! Δεύτερον, θέλουμε να ξεκαρφιτσώσεις τη δεκάτη Μαΐου, που είναι η πρωτεργάτρια της επανάστασής μας και να την χαρίσεις στο μικρό κοριτσάκι που είναι στην είσοδο της πολυκατοικίας! Και, τρίτον, θέλουμε μερικές μέρες να είμαστε ελεύθερες και να κάνουμε ό,τι θέλουμε, αλλά όχι δουλειές! Θέλουμε και ξεκούραση! Και αναψυχή! Και μαζί σου, αν θες, κατόπιν κουβέντας και συνεννόησης! Αυτά θέλουμε, αλλιώς θα αποδράσουμε όλες από το ημερολόγιό σου!»
Η κυρία Προυστ σκέφτηκε για λίγο, αλλά κατάλαβε πως ούτε περιθώρια να διαπραγματευτεί είχε ούτε και άδικο, εδώ που τα λέμε, είχαν οι επαναστάτριες μέρες. Μήπως τι ζητούσαν; Τίποτα φοβερό και τρομερό; Ανθρώπινα πράγματα ζητούσαν οι μέρες! «Άι στο καλό πια!» σκέφτηκε «και τόσα χρόνια πρόγραμμα πρόγραμμα πρόγραμμα και δουλειές, δουλειές, πολλές δουλειές! Τι έχω χαρεί ως τώρα; Ούτε μια φίλη δεν έχω! Λοιπόν θα κάνω φίλες μου τις μέρες μου και το μικρό κοριτσάκι!». Ίσως απορείτε που τόσο γρήγορα πείστηκε η κυρία Προυστ, αλλά πού ξέρετε, μπορεί από καιρό να τα σκεφτόταν όλα αυτά, μπορεί από καιρό κάτι να την απασχολούσε και να νόμιζε ότι ήταν δείγμα αδυναμίας να το σκεφτεί και να το συζητήσει με τον εαυτό της, να παραδεχτεί ότι κάτι δεν της άρεσε στην ζωή της, ότι ήθελε μια αλλαγή! Πόσο λάθος όμως να σκεφτόμαστε έτσι! Πόσο λάθος να φοβόμαστε να ψάχνουμε τον εαυτό μας και να μην φοβόμαστε αυτό που πραγματικά είμαστε, αλλά να το προστατεύουμε και να το φανερώνουμε! Μπορεί τελικά να περίμενε και αυτή η μεσήλικας κυρία μια αφορμή, την επανάσταση της δέκατης Μαΐου, για να φανερώσει τις κρυφές τις ανησυχίες. Μπορεί αυτή η επανάσταση των ημερών να ήταν για καλό της!

Η Μαρκέλλα, αυτό ήταν το όνομα της κυρίας Προυστ, που ήταν και το όνομα αυτού του Γάλλου συγγραφέα που είχε μαζί του κάποιου είδους μακρινή συγγένεια, η Μαρκέλλα, λοιπόν, για πρώτη φορά μετά από πάρα πολλά χρόνια ένιωσε μια ευδιαθεσία. Τα χείλη της σαν να καμπύλωσαν προς τα πάνω, όπως όταν είμαστε χαρούμενοι. Τα μάγουλά της σαν να φούσκωσαν και να ροδοκοκκίνισαν από μόνα τους όμως, όχι με μπογιές. Ένα πλατύ χαμόγελο, ανοιξιάτικο και δροσερό, σχηματίστηκε στο ως τώρα μελαγχολικό της πρόσωπο. Γιατί, θέλω να σας πω, καμιά φορά, μπορεί ο διπλανός μας να δείχνει σίγουρος, δυνατός και ευδιάθετος, αλλά αυτό δε σημαίνει κάτι, δεν είναι πάντα η πραγματική αλήθεια…Για στάσου…Υπάρχει πραγματική και ψεύτικη αλήθεια; Πού ξέρετε; Μπορεί να είναι και έτσι, αλλά αυτό θα το σκεφτείτε και θα το βρείτε εσείς. Μπορεί, λοιπόν, ένας άνθρωπος να είναι μελαγχολικός, στεναχωρημένος, και να παλεύει αυτό να μην φανεί από ντροπή ή επειδή φοβάται τη γνώμη των άλλων, όμως αυτό είναι λάθος. Η Μαρκέλλα άλλαξε πια και δε φοβόταν τίποτα! Με αποφασιστικότητα που θα την ζήλευε και η πιο δυναμική γυναίκα πήγε στην ντουζιέρα της και έλουσε τα μαλλιά της μέχρι να φύγουν από πάνω της οι βαφές. «Τέρμα τα καστανά και τα ξανθά μαλλιά! Τα μαλλιά μου» σκέφτηκε «είναι μαύρα και έχουν ασπρίσει σε διάφορες τούφες τους. Αυτά είναι τα μαλλιά μου και σε όποιον αρέσει! Αμάν πια!». Μετά το απολαυστικό και αποκαλυπτικό ντουζ η Μαρκέλλα άνοιξε την ντουλάπα με τα «πρόχειρα» τα ρούχα της, έτσι αποκαλούσε. Και θέλετε να μάθετε κάτι; Ήταν όλα του ιδίου χρώματος! Τέρμα τα διπλόχρωμα μπαντζάκια και μανίκια! Όλα μονόχρωμα ή παρδαλά! Όπως όταν ήτανε μαθήτρια! Η Μαρκέλλα φόρεσε ένα ωραίο λευκό φουστάνι, μακρύ με πιέτες και ζωγραφιστά λουλούδια που κάλυπτε όλο της το σώμα. Πήρε μερικά λεφτά, όσα χρειάζονται για λίγες πορτοκαλάδες και παγωτά και με την δεκάτη Μαΐου ―μην την ξεχνάμε αυτή ε; αυτή είναι η υπεύθυνη για όλα, μιας και τα λέμε― λοιπόν στα χέρια της έκλεισε πίσω της γερά την πόρτα του διαμερίσματός της και κατέβηκε χαρούμενη τις σκάλες!

Το μικρό κορίτσι της ιστορίας μας, αυτό που ρώτησε τη Μαρκέλλα «πώς χάνετε μια μέρα, κυρία Προυστ», όπως πάντα, καθόταν, κάπως βαριεστημένα, είναι η αλήθεια, με τις κούκλες της στην είσοδο. Όταν είδε τη Μαρκέλλα, ξαφνιάστηκε, τα ΄χασε! Τρόμαξε να την γνωρίσει! «Τι με κοιτάς έτσι, καλέ;» την ρώτησε η Μαρκέλλα! «Σου έχω ένα δώρο! Άνοιξε την τσαντούλα σου!» Το κορίτσι, που την έλεγαν Μάγια, γιατί γεννήθηκε την πρώτη του Μάη, άνοιξε την τσάντα της και η Μαρκέλλα της έβαλε μέσα μια ολοφώτιστη και χαρούμενη μέρα, τη δεκάτη Μαΐου! «Αυτό είναι το δώρο σου» της είπε «μια ολόκληρη μέρα που ήταν δική μου, μετά έγινε του εαυτού της και μετά μου ζήτησε να σου την χαρίσω! Και σήμερα θα πάμε στο πάρκο και στην παιδική χαρά! Θα παίξουμε στις κούνιες, θα πιούμε πορτοκαλάδες και θα φάμε παγωτά! Και ξέρεις κάτι;», συνέχισε η Μαρκέλλα, «Αυτή θα είναι μια από τις πιο γεμάτες και χαρούμενες μέρες της ζωής μου και της δικής σου τον τελευταίο καιρό και δε θα είναι καθόλου χαμένη μέρα!». Και κάπως έτσι η Μαρκέλλα και η Μάγια γίνανε φίλες! Κι όλες οι μέρες ξαναβρήκαν το νόημά τους!


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: