Μικρή είχα ακούσει πολλές ιστορίες για την στοιχειωμένη λίμνη στην άκρη του δάσους. Μα η πιο ενδιαφέρουσα απ’ όλες ήταν εκείνη του γέρο Γουντ, που ερωτεύτηκε μια μυγδαλιά στην όχθη της λίμνης. Όταν το δέντρο κάηκε σε μια πυρκαγιά, που είχε ξεσπάσει στο δάσος, ο Γουντ από τον καημό του αγκάλιασε τον καμένο κορμό κι έκλαψε πολύ. Οι σταγόνες που έτρεξαν από τα μάτια του ενώθηκαν με το ρετσίνι του δέντρου και ο γέρο Γουντ μισός άνθρωπος και μισός δέντρο πια ζούσε τη δική του παράξενη ιστορία. Με τον καιρό τα δάκρυά του έγιναν αμύγδαλα, που φύτρωσαν στα κλαδιά του κι από τότε ενώθηκε μαζί της σ’ έναν έρωτα πρωτόγνωρο. Όσοι δοκίμασαν τον καρπό αυτού του ασυνήθιστου έρωτα έμειναν με μια γεύση πικρή στο στόμα. Ύστερα από χρόνια η λίμνη κατάπιε τη μυγδαλιά. Τα κλαδιά της λένε, έγιναν βάρκες, που ταξιδεύουν τις νύχτες κρυφά τους ερωτευμένους, που δεν τολμούν να φανερώσουν τον έρωτά τους στους ανθρώπους.
Ο γέρος και η μυγδαλιά
