Ποίηση και Μνήμη

Giovanni Benedetto Castiglione: Σπουδή για μια Αλληγορία της Ποίησης (περ. 1660)
Giovanni Benedetto Castiglione: Σπουδή για μια Αλληγορία της Ποίησης (περ. 1660)

Στα πλαίσια του μαρξισμού είναι η ταξική πάλη που κινεί την ιστορία, ή με τα λόγια των Μαρξ και Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, η ιστορία όλων των ως τώρα κοινωνιών είναι ιστορία ταξικών αγώνων. Οι ταξικοί αγώνες και η χειραφετητική προοπτική εγγράφονται και γράφουν (σ)την ιστορία της ανθρωπότητας. Με σποραδικές εξαιρέσεις, όπως την ιστορία του Σπάρτακου, οι κοινωνικοί και οι ταξικοί αγώνες αναδύονται κυρίως στην περίοδο που αναφερόμαστε ως «καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής», και είναι η περίοδος ανάδυσης του έθνους κράτους, σηματοδοτώντας αυτό που αποκαλούμε νεωτερικότητα. Όπως αλλάζει ο κόσμος με την ανάδυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλάζει η μορφή των αγώνων, καθώς αρχίζει να εμφανίζεται το κέρδος, η υπεραξία, η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο αλλά και ο «ελεύθερος άνθρωπος», αλλάζει και η τέχνη στη νεωτερικότητα. Στη νεωτερικότητα, για πρώτη φορά ίσως, ο καλλιτέχνης μοιάζει να συνειδητοποιεί την ανάγκη μιας κριτικής των ίδιων των συνθηκών ανάδυσης του ως ιστορικού υποκειμένου αλλά και των συνθηκών παραγωγής του αντικειμένου του (Δασκαλοθανάσης 2004, σελ. 105). Εκείνο πού αναζητείται στην τέχνη είναι ή λύση ενός «πολιτικού» προβλήματος: της απελευθέρωσης του ανθρώπου από τις απάνθρωπες υπαρξιακές συνθήκες (Μαρκούζε 1981, σελ. 190).

Στη νεωτερικότητα, η τέχνη επικοινωνεί με τη μνήμη και τη φαντασία. Για την πρώτη μεταπολεμική γενιά, η μνήμη είναι μνήμη των ταξικών αγώνων. Η ποίηση από τη μία επαναφέρει τη συλλογική μνήμη και από την άλλη τροφοδοτείται από αυτήν. Η τέχνη στοχάζεται και φαντάζεται εμπνεόμενη από τους ταξικούς αγώνες του χθες αλλά και αυτοτελώς οραματίζεται το αύριο με μια οντολογική έννοια της ελευθερίας και της συνύπαρξης. Είναι μια ενότητα του αύριο και του χθες, όπου η τέχνη μέσα από τη μνήμη και τη φαντασία γεφυρώνονται. Χωρίς μνήμη η τέχνη δεν μπορεί να φανταστεί, αλλά και η φαντασία υπερβαίνει τη μνήμη, το χώρο, το χρόνο και την πραγματικότητα. Για την αντιφατική ενότητα μνήμης, φαντασίας και τέχνης, ο Μαρξ στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη θα γράψει: «Η κοινωνική επανάσταση του 19ου αιώνα δεν μπορεί να αντλήσει την ποίησή της από το παρελθόν, αλλά μόνον από το μέλλον. Δεν μπορεί ν’ αρχίσει με τον ίδιο τον εαυτό της προτού σβήσει όλες τις προλήψεις σχετικά με το παρελθόν. Οι προηγούμενες επαναστάσεις είχαν ανάγκη από κοσμοϊστορικές αναμνήσεις, για να κρύψουν από τον εαυτό τους το περιεχόμενό τους. Για να φτάσει στο δικό της περιεχόμενο η επανάσταση του 19ου αιώνα, πρέπει ν' αφήσει τους πεθαμένους να θάψουν τους νεκρούς τους. Εκεί η φράση ξεπερνούσε το περιεχόμενο, εδώ το περιεχόμενο ξεπερνάει τη φράση». Είναι προφανές ότι οι διατυπώσεις αυτές του Μαρξ εδράζονται και στην χωροχρονική τους συγκυρία. Είναι η περίοδος ανάδυσης της νεωτερικότητας και της οριστικής αποσύνδεσης με τις προνεωτερικές αντιλήψεις, τόσο για τον άνθρωπο, όσο για την κοινωνία και τους αγώνες αλλά και για την τέχνη. Από την άλλη, σε ένα μεταμοντέρνο κόσμο μαζικής παραγωγής λήθης η μνήμη αφορά την τέχνη και τα καλλιτεχνικά υποκείμενα. “Μας νοιάζει”, με μια μάλλον παράδοξη έννοια, που δεν έχει καμία σχέση με τη νοσταλγία, αλλά μάλλον μ’ αυτό που καταλαβαίνουμε σα μαζική παραγωγή της λήθης μέσα στην (και μέσα από την) καπιταλιστική αναδιάρθρωση. Ή όπως έλεγε ο Ρενάτο Κούρτσιο «όλες οι μνήμες του ανταγωνισμού είναι πολύτιμες αποσκευές, αγώνες και υποκείμενα του χτες, μακρινού ή μακρινότερου, πλάθονται και αναπλάθονται διαρκώς, για να συντροφεύουν και να προσανατολίζουν στον μακρύ δρόμο του πολεμικού (κάθε φορά) παρόντος».
Για τη σχέση μεταξύ μνήμης και φαντασίας η συζήτηση είναι εκτενής. Από τον Αριστοτέλη μέχρι τον Χιουμ η μνήμη και η φαντασία τοποθετούνται η μια απέναντί στην άλλη. Ο Αριστοτέλης έδειξε τη σχέση της φαντασίας με την αίσθηση, διαχωρίζοντάς την από αυτή της ανάμνησης. Για τον Αριστοτέλη, η μνήμη συνδέεται με τη φαντασία, αλλά και με την κοινή αίσθηση. Η μνήμη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς «φάντασμα», δηλαδή φαντασιακή εικόνα, ακόμα και αν μιλούμε για νοητά πράγματα ή αφηρημένες έννοιες. Από την άλλη, για τον Χιουμ (Urmson 1967), οι εικόνες της μνήμης έχουν μεγαλύτερο βαθμό ζωντάνιας από εκείνες της φαντασίας. Οι ιδέες της μνήμης αντιγράφουν τη μη χρονική διάταξη και πολυπλοκότητα των εντυπώσεων των οποίων είναι αντίγραφα, ενώ οι ιδέες της φαντασίας μπορεί να παρουσιάζουν καινοφανείς διατάξεις και πολυπλοκότητες. Μπορεί να φανταζόμαστε, αλλά όχι να θυμόμαστε, δράκους.

Στο έδαφος αυτής της διαλεκτικής ενότητας αντιφάσεων μεταξύ μνήμης και φαντασίας στο οποίο η μία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την άλλη, φύεται η τέχνη. Στην τέχνη, το ελεύθερο παιχνίδι της φαντασίας δεν αποτελεί ούτε κατάληξη και ιδιωτική διαφυγή από την πραγματικότητα, όπως στη νεύρωση, ούτε ενύπνια υπεκφυγή δια ιδιωτικών συμβόλων, όπως στο όνειρο, αλλά την αφετηρία για μια επιστροφή στην πραγματικότητα (Τάκης 2008, σελ. 63). Σύμφωνα με τον Μπένγιαμιν, στη σχέση φαντασίας και σκέψης, η φαντασία δεν προσφέρει απλώς το υπόστρωμα στο οποίο εκτελείται η επεξεργασία των μετασχηματισμών στο χώρο των εννοιών αλλά λειτουργεί η ίδια ως καταλύτης σε μια διαδικασία όπου το λογικό-εννοιακό στοιχείο εμπλουτίζεται προκειμένου να προσεγγίζει επαρκέστερα τα πράγματα χωρίς ωστόσο να απορροφά το φαντασιακό απόθεμα εγκλωβίζοντας το σε ολοένα επαρκέστερες εννοιακές κατασκευές (Καρύδας και Σταυρίδης 2004, σελ. 153). Για τον Λούκατς η μέθοδος της αφαίρεσης στην τέχνη από το παραδοσιακά αρχετυπικό ή εμπειρικό δημιουργεί το πεδίο της «ολότητας» (Lukács, 1971), το καθολικό το οποίο συντελεί τον κοινό παρονομαστή των αναγνωστών.

Για τον Μπένγιαμιν το περιεχόμενο μιας ανάμνησης βρίσκονται εικόνες του παρελθόντος οι οποίες δεν ανασυγκροτούν αυτό που υπήρξε, αλλά αναδεικνύουν την πραγματικότητα τη στιγμή που αυτή ήρθε στο φως. Το παρελθόν γίνεται πεδίο ανεκπλήρωτων δυνατοτήτων. Οι εικόνες του παρελθόντος δείχνουν ένα μέλλον που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, ένα μέλλον υποσχέσεων και ξαστοχημένων ονείρων (Καρύδας και Σταυρίδης 2004, σελ. 161). Χωρίς το παρελθόν, το τώρα, δεν θα μπορούσε να υπάρξει, αλλά τη στιγμή που υπάρχει, συντελείται μια ά-συνέχεια. Πρόκειται για μια διαλεκτική «εν στάσει» που αποζητά αποκρυπτογραφήσεις των ιστορικών προσδιορισμών μιας ολόκληρης εποχής στον ακαριαίο χρόνο της «πλήρους στιγμής», της στιγμής κατά την οποία τούτη η εποχή καθίσταται αναγνώσιμη (Καρύδας και Σταυρίδης 2004, σελ. 164). Παρά την αντίφαση σχετικά με τον τρόπο που οι εμπειρίες ανασύρονται στη μνήμη και το ρόλο της φαντασίας στο ζωντάνεμα των εμπειριών, η ισορροπία μεταξύ μνήμης και φαντασίας καθορίζει – ανάμεσα σε άλλα – το μοτίβο, την αισθητική και το ύφος του έργου τέχνης. Συλλογική μνήμη σημαίνει επιτυχίες ή ήττες του συλλογικού υποκειμένου, έθνους ή υποομάδας αυτού. Άλλοτε συλλογική μνήμη σημαίνει δόξα, χαρά και έμπνευση όπως οι αναφορές στο έπος του ’21 ή το ’17 κι η Παρισινή Κομμούνα κι άλλοτε σημαίνει ήττα, ματαίωση και απογοήτευση όταν αφορά την Κατοχή ή τον εμφύλιο Ελληνικό ή Ισπανικό.

Η μνήμη του εμφυλίου διαπερνά την ποίηση της μεταπολεμικής γενιάς. Συχνά με τρόπο ματαιωτικό όπως στο ποίημα του Αναγνωστάκη στο ποίημα του Κύρου, αλλά και σε εκείνο του Νερούδα για τον Ισπανικό εμφύλιο:

Μανόλης Αναγνωστάκης, «Στο Νίκο Ε… 1949» (Παρενθέσεις, 1949)

Φίλοι
Που φεύγουν
Που χάνονται μια μέρα

Φωνές
Τη νύχτα
μακρινές φωνές
Μάνας τρελής στους έρημους δρόμους
Κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση

Ερείπια
Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες

Εφιάλτες
Στα σιδερένια κρεβάτια
Όταν το φως λιγοστεύει
Τα ξημερώματα.

Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;



Κλείτος Κύρου, Κραυγές της νύχτας (απόσπασμα)

Μιλώ με σπασμένη φωνή δεν εκλιπαρώ
Τον οίκτο σας μέσα μου μιλούν χιλιάδες στόματα
Που κάποτε φώναζαν οργισμένα στον ήλιο
Μια γενιά που έψελνε τα δικαιώματά της
Κουνώντας λάβαρα πανηγυριού σειώντας σπαθιά
Γράφοντας στίχους εξαίσιους μιας πρώτης νεότητας
Ποτίζοντας τα σπαρτά με περίσσιο αίμα
Μικρά παιδιά που αφέθηκαν στο έλεος τ’ ουρανού.

Η γενιά μου ήταν μια αστραπή που πνίγηκε
Η βροντή της η γενιά μου καταδιώχτηκε
Σα ληστής σύρθηκε στο συρματόπλεγμα
Μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο
Οι άνθρωποι της γενιάς μου δεν πεθαίναν
Στα νοσοκομεία κραυγάζαν έξαλλοι στα εκτελεστικά
Αποσπάσματα τα χέρια τους ήταν μαγνήτες.

Πάμπλο Νερούδα, από τη συλλογή Memorial de la Isla Negra (1964)

Ομολογώ.
Εγώ ήμουν
εκεί.
Εγώ ήμουν
και πόνεσα και κρατώ
τη μνήμη
ακόμη και αν δεν υπάρχει κάποιος
να τη θυμάται,
εγώ
είμαι αυτός που θυμάται,
ακόμη και αν δεν μείνουν μάτια στον κόσμο
εγώ θα συνεχίζω να κοιτάζω
και εδώ θα μείνει γραμμένο
εκείνο το αίμα,
εκείνη η αγάπη εδώ θα συνεχίζει να φλέγεται,
δεν υπάρχει λήθη, κύριοι και κυρίες,
και από το πληγωμένο μου στόμα
εκείνα τα στόματα θα συνεχίζουν να τραγουδάνε.

Κι ο Ρίτσος: «Κι αν αδέξιοι μια μέρα σας φανούν οι στίχοι μας, θυμηθείτε μονάχα πως γραφτήκαν κάτω απ’ τη μύτη των φρουρών και με τη λόγχη πάντα στο πλευρό μας».

Άλλοτε η μνήμη εμπνέει για το μέλλον

Ο Μιχάλης Κατσαρός: «Εγώ με τη φωτιά του 17 προχωράω αντίθετα/ από τα συνέδρια τις συσκέψεις…/ Κανένας πια δεν έμεινε ποιητής./ Έτσι μονάχος ανοίγω το δρόμο.»

Και ο Έκτωρ Κακναβάτος: «Από έναν Οχτώβρη βορινό και δώθε / Δεν διαβάζονται τα αρχοντολόγια / Μόνον άκου: τα μυδράλια / Κατάγονται από κίνδυνο/ Και από κουδουνίστρα επανάστασης…»

Ο Λευτέρης Πούλιος: «Ότι επαναστατικό είναι αιώνιο/ Έρχεται από μακριά η ποίηση/ για να γραφτεί στις καρδιές./Είναι αυτό που έχουμε ανάγκη,/ να ντυθούμε κουρέλια ηλιόφωτος/ και η ανθρωπιά να σκεπάσει/ ολόκληρο αυτόν το βάρβαρο κόσμο…/ Γκρεμίζοντας και χτίζοντας/ προχωράει κανείς./ Αυτό ξέρω κι απ’ αυτό κατέχομαι…»…

Από τις αρχές της δεκαετίας του '90, η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, η διάψευση της ουτοπίας, η καπιταλιστική επίθεση, διαμορφώνουν ένα τοπίο στο οποίο ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός αποκτά συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Η απειρία της πληροφορίας και η συνακόλουθη λήθη, η υπαγωγή της αξίας του έργου τέχνης στο χρόνο ρευστοποίησης και κερδοφορίας, το εφήμερο, διαμορφώνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο δημιουργείται η σύγχρονη καλλιτεχνική παραγωγή. Σε αυτό το πεδίο θα ισχυριστεί ο Λαμπρόπουλος πως διαμορφώνεται το ρεύμα της «Αριστερής μελαγχολίας» όπου στη σκηνή της ιστορίας την επανάσταση διαδέχεται η εξέγερση, την απεργία η ανυπακοή. Είναι μια διαρκής αναζήτηση μιας ρωγμής στο σώμα της ορθολογι(στι)κής συναίνεσης (Κιουπκιολής, 2011), μια μάχη ενάντια στη λήθη και την απώλεια. Μια μάχη ενάντια στην ήττα. Η Αριστερή Μελαγχολία ως κριτικός όρος θεωρεί ότι οι άνθρωποι που υποφέρουν, σκεπτόμενοι ότι η επανάσταση έχει καταστεί ανέφικτη (είτε λόγω ήττας είτε λόγω εσωτερικής αποτυχίας), μπορούν να αντιμετωπίσουν την πικρία τους με δύο τρόπους: μπορεί να πενθήσουν, να περάσουν μέσα από τρομερό πόνο, να αποδεχθούν, και να ξεπεράσουν την απώλειαˑ ή μπορεί να γίνουν μελαγχολικοί, να μην εγκαταλείψουν ποτέ, να εσωτερικεύσουν το πολύτιμο αντικείμενο, και να συνεχίζουν να ζουν παρά την απουσία του (Λαμπρόπουλος 2018, 2021). Να ζουν στη μνήμη όπως αυτή διανθίζεται μέσα από τη φαντασία και την εξιδανίκευση, μέσα στην τρέλα. Για το Λακάν, «το είναι του ανθρώπου όχι μόνο δεν μπορεί να γίνει κατανοητό χωρίς την τρέλα αλλά δεν θα ήταν το είναι του ανθρώπου εάν δεν έφερε μέσα του την τρέλα ως το όριο της ελευθερίας του (Lacan 1972).

Προσκολλημένου στην απώλεια, μπορούμε να αναζητούμε, τη ρωγμή, την ελευθερία, τη διαρκή ουτοπία. Η ουτοπία ως διαφυγή και απελευθέρωση, ή με τα λόγια του Ροζάνη, «η ουτοπία δεν είναι εικόνες φαντασιακής εκπλήρωσης του παρελθόντος. Είναι μια διαρκής εξεγερτική κατάφαση του μη δυνάμενου να ολοκληρωθεί και μαζί μια απόλυτη πίστη σε αυτό, μια γοητεία που ωθεί την ψυχή να οραματίζεται και να προαναγγέλλει το λανθάνον μέσα στο πραγματικό, το λανθάνον ως δυναμική ενός ‘καθ’ οδόν’ προς τον κόσμο».




ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Benjamin W., Μονόδρομος, Άγρα 2004.
Lacan J., Ακόμη Σεμινάριο εικοστό, 1972-1973 (δίγλωσση έκδοση, ελληνικά-γαλλικά), Ψυχογιός 2013.
Lukacs, G., (1971). History and Class Consciousness: Studies in Marxist Dialectics. MIT Press.
Marcuse H., Έρως και πολιτισμός, μτφρ. Ιορδάνης Αρζόγλου, Κάλβος 1981, σελ. 190.
J. O. Urmson, VII.—Memory And Imagination, Mind, τόμ. LXXVI, τχ. 301, Ιαν. 1967, σσ. 83-91, Https://Doi.Org/10.1093/Mind/Lxxvi.301.83

Aλέξανδρος Κιουπκιολής, Πολιτικές της ελευθερίας: Αγωνιστική δημοκρατία, μετα-αναρχικές ουτοπίες και η ανάδυση του πλήθους, Εκκρεμές 2011.
Καρύδας, Δ., Σταυρίδης, Σ. 2004, «Εικόνες οδοδείκτες της ιστορίας» στο W. Benjamin, Μονόδρομος, Άγρα
Λαμπρόπουλος Β., 2018, «Η αριστερή μελαγχολία στην ελληνική ποιητική γενιά του 2000», περ. Θράκα, https://thraca.gr/2018/12/2000_15.html
Λαμπρόπουλος Β., 2021, «Στον αστερισμό της αριστερής μελαγχολίας», περ. Χάρτης, τχ. 33, https://www.hartismag.gr/hartis-33/klimakes/ston-asterismo-ths-aristerhs-melagxolias.
Μαρξ Κ., Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Σύγχρονη Εποχή 2012.
Ροζάνης Σ, Η ουτοπία και οι εικόνες της, εκδ. Έρμα 2017.
Σταυρακάκης Γ.–Σταφυλάκης Κ., επιμ. Το πολιτικό στη σύγχρονη τέχνη, Εκκρεμες 2008.
Τάκης Α. Χ., Για την ελευθερία της τέχνης, Δοκίμιο πολιτικής και συνταγματικής θεωρίας, εκδ. Σαββάλας 2008.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: