Υπάρχει ένας άντρας που έχει τη συνήθεια να με χτυπάει με μία ομπρέλα στο κεφάλι

Υπάρχει ένας άντρας που έχει τη συνήθεια να με χτυπάει με μία ομπρέλα στο κεφάλι
How To Defend Yourself Against Scorpions By Fernando Sorrentino Edited By Apache Libros



Υπάρχει ένας άντρας που έχει τη συνήθεια να με χτυπάει με μία ομπρέλα στο κεφάλι. Σήμερα συμπληρώνονται ακριβώς πέντε χρόνια από την ημέρα που άρχισε να με χτυπάει με την ομπρέλα στο κεφάλι. Τον πρώτο καιρό δεν μπορούσα να το αντέξω· τώρα πια το έχω συνηθίσει. 
Δεν ξέρω πώς τον λένε. Ξέρω πως είναι ένας άντρας κοινός, με γκρι σακάκι, ελαφρώς γκριζαρισμένα μαλλιά, βλέμμα απλανές. Τον γνώρισα ένα αποπνικτικό πρωινό, πέντε χρόνια πριν. Εγώ διάβαζα την εφημερίδα μου καθισμένος σ’ ένα παγκάκι, κάτω από τη σκιά ενός δέντρου, στο πάρκο τού Παλέρμο. Ξάφνου, ένιωσα κάτι να με ακουμπάει στο κεφάλι. Ήταν ο ίδιος αυτός άντρας που και τώρα, καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, εξακολουθεί μηχανικά κι αδιάφορα, να με κοπανάει με την ομπρέλα στο κεφάλι.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, στράφηκα προς το μέρος του γεμάτος αγανάκτηση: αυτός συνέχισε να μου καταφέρνει χτυπήματα στο κεφάλι. Τον ρώτησα αν ήταν τρελός: φάνηκε να μη με ακούει καν. Τότε τον απείλησα ότι θα φώναζα την αστυνομία: ατάραχος, νηφάλιος, αυτός συνέχισε το βιολί του. Μετά από μερικές στιγμές αναποφασιστικότητας και βλέποντας ότι δεν εννοούσε να παραιτηθεί από αυτή του τη συμπεριφορά, σηκώθηκα πάνω και τού ’δωσα μια γροθιά στα μούτρα. Ο άντρας, αφήνοντας έναν σιγανό βογγητό να του ξεφύγει από τα χείλη, σωριάστηκε στο έδαφος. Πολύ γρήγορα και, κατά πως φαινόταν, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια, σηκώθηκε και ξανάρχισε σιωπηρά να με χτυπάει με την ομπρέλα στο κεφάλι. Η μύτη του είχε ματώσει και, προς στιγμήν, λυπήθηκα εκείνον τον άντρα κι ένιωσα τύψεις που τον είχα χτυπήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Γιατί, στην πραγματικότητα, τα χτυπήματα που μού ’δινε ο άντρας εκείνος δεν ήταν ακριβώς αυτό που θα ονόμαζε κανείς «ομπρελιές»· πιο σωστά θα λέγαμε ότι επρόκειτο για κάποια ελαφριά, εντελώς ανώδυνα χτυπηματάκια. Φυσικά, τα χτυπηματάκια αυτά ήταν απείρως ενοχλητικά. Όλοι μας το γνωρίζουμε, πως όταν μια μύγα έρχεται και κάθεται στο μέτωπό μας, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι νιώθουμε και κάποιου είδους πόνο: απλώς μας δίνει στα νεύρα. Λοιπόν, εκείνη η ομπρέλα ήταν μία γιγάντια μύγα, η οποία, ανά τακτά διαστήματα, ερχόταν και προσγειωνόταν, ξανά και ξανά, ίσια πάνω στο κεφάλι μου.
Πεπεισμένος ότι είχα να κάνω με τρελό, θέλησα να απομακρυνθώ. Όμως ο άντρας με ακολούθησε σιωπηλός, χωρίς να πάψει να με χτυπάει. Τότε άρχισα να τρέχω (στο σημείο αυτό, οφείλω να καταστήσω σαφές, ότι λίγοι άνθρωποι είναι τόσο γρήγοροι όσο εγώ). Αυτός, άρχισε να με καταδιώκει, μάταια επιχειρώντας να μου καταφέρει κάποιο χτύπημα. Κι ο άντρας άσθμαινε, λαχάνιαζε, αγκομαχούσε... Ξεφυσούσε τόσο, που σκέφτηκα, ότι εάν συνέχιζα να τον αναγκάζω να τρέχει μ’ αυτόν τον ρυθμό, ο βασανιστής μου θα έπεφτε τελικά νεκρός επί τόπου.
Γι’ αυτό, σταμάτησα να τρέχω κι άρχισα πάλι να περπατώ. Τον κοίταξα. Στο πρόσωπό του δεν έβλεπες ούτε ευγνωμοσύνη, ούτε ψόγο. Μόνο με χτυπούσε με την ομπρέλα στο κεφάλι. Σκέφτηκα να παρουσιαστώ στο αστυνομικό τμήμα και να πω: «Κύριε αξιωματικέ, αυτός ο άντρας με χτυπάει με μία ομπρέλα στο κεφάλι». Σίγουρα θα επρόκειτο για μία υπόθεση χωρίς προηγούμενο. Ο αξιωματικός θα με κοιτούσε με καχυποψία, θα ζητούσε τα χαρτιά μου, θα άρχιζε να μου κάνει ενοχλητικές ερωτήσεις, πιθανότατα θα κατέληγε να με συλλάβει κιόλας.
Προτιμότερο μου φάνηκε να γυρίσω σπίτι. Ανέβηκα στο 67. Ακολούθησε κι αυτός από πίσω μου, χωρίς να σταματήσει να με χτυπάει. Κάθισα στο πρώτο κάθισμα. Αυτός, βολεύτηκε όρθιος, ακριβώς δίπλα μου: με το αριστερό του χέρι πιανόταν από το χερούλι· με το δεξί κράδαινε αδυσώπητα την ομπρέλα του. Οι επιβάτες άρχισαν να ανταλλάσσουν μεταξύ τους κρυφά γελάκια. Ο οδηγός βάλθηκε να μας παρατηρεί από τον καθρέφτη. Σιγά σιγά, ένα βροντερό χαχανητό άρχισε να καταλαμβάνει τους επιβάτες, ένα χαχανητό εκκωφαντικό, ατελείωτο. Εγώ, από την ντροπή μου, είχα γίνει κόκκινος σαν το παντζάρι. Ο διώκτης μου, εντελώς απαθής στα γέλια τού κόσμου, συνέχισε τα χτυπήματά του.
Κατέβηκα –κατεβήκαμε– στη γέφυρα του Πασίφικο.[1] Προχωρούσαμε τώρα επί της λεωφόρου Σάντα Φε. Με περισσή βλακεία, όλοι οι περαστικοί γύριζαν ένας-ένας και μας κοιτούσαν. Σκέφτηκα να τους φωνάξω: «Τι κοιτάτε, ρε ηλίθιοι; Ποτέ σας δεν έχετε δει έναν άντρα να χτυπάει έναν άλλον με μία ομπρέλα στο κεφάλι»; Όμως την ίδια στιγμή σκέφτηκα, ότι πράγματι, ποτέ τους δεν θα είχαν δει παρόμοιο θέαμα. Πέντε-έξι πιτσιρίκια μάς πήραν στο κατόπι, τσιρίζοντας σαν θεριά ανήμερα.
Όμως εγώ, είχα ένα σχέδιο. Μόλις φτάσαμε πια στο σπίτι μου, πήγα να του κλείσω απότομα την πόρτα στα μούτρα. Δεν τα κατάφερα: εκείνος με αιφνιδίασε, άρπαξε με σταθερό χέρι το πόμολο της πόρτας και, μετά από μία σύντομη μάχη μαζί μου, τρύπωσε  κι αυτός μέσα.
Έκτοτε, συνεχίζει να με χτυπάει με την ομπρέλα στο κεφάλι. Εξ όσων γνωρίζω, ποτέ του δεν έχει κοιμηθεί, ούτε κι έχει φάει οτιδήποτε. Απλώς περιορίζεται στο να με χτυπάει. Με συνοδεύει σε ό,τι κι αν κάνω, ακόμη και στις πιο προσωπικές μου στιγμές. Θυμάμαι, ότι στην αρχή, τα χτυπήματά του δεν με άφηναν να κοιμηθώ· τώρα πια, έχω την εντύπωση, ότι χωρίς αυτά δεν θα με έπαιρνε καν ο ύπνος.
Πάντως, οι σχέσεις μας δεν υπήρξαν πάντοτε ομαλές. Επανειλημμένα του έχω ζητήσει, σε όλους τους δυνατούς τόνους, να μου δώσει κάποιες εξηγήσεις για τη διαγωγή του. Δώρον άδωρον: σιωπηλά, αυτός συνεχίζει να με χτυπάει με την ομπρέλα στο κεφάλι. Σε ουκ ολίγες περιπτώσεις τού έχω επιδαψιλεύσει γροθιές, κλωτσιές και –ο Θεός ας με συγχωρέσει– μέχρι κι ομπρελιές. Αυτός έχει δεχτεί πάντοτε τα χτυπήματά μου με πραότητα, τα έχει δεχτεί ως ένα ακόμη κομμάτι τής δουλειάς του. Και το γεγονός αυτό, είναι ίσως το πιο απίστευτο στοιχείο τής προσωπικότητάς του: εκείνη η απαρασάλευτη προσήλωση στη δουλειά του, εκείνη η απόλυτη έλλειψη κάθε ίχνους μοχθηρίας. Η βεβαιότητά του εν τέλει, ότι εκτελεί κάποιου είδους μυστική αποστολή υψίστης σημασίας.
Παρά την απουσία φυσιολογικών αναγκών που τον χαρακτηρίζει, ξέρω ότι κάθε φορά που τον χτυπάω αισθάνεται πόνο, ξέρω πως είναι αδύναμος, ξέρω ότι είναι θνητός. Ξέρω επίσης, ότι μία μόνο σφαίρα θα αρκούσε να με απαλλάξει από δαύτον. Αυτό που δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα, είναι τι θα ήταν καλύτερο – η σφαίρα να έβρισκε αυτόν ή εμένα. Δεν μπορώ επίσης να είμαι σίγουρος για το κατά πόσο θα συνεχίσει να με χτυπάει με την ομπρέλα στο κεφάλι, ακόμη κι όταν θα είμαστε κι οι δυο μας νεκροί. Όπως και νά ‘χει, ωστόσο, αυτού του είδους η συλλογιστική είναι ανούσια: οφείλω να αναγνωρίσω, ότι επ’ ουδενί δεν θα τολμούσα ποτέ να σκοτώσω είτε αυτόν, είτε εμένα.
Κι από την άλλη, εσχάτως έχω καταλάβει ότι δεν θα μπορούσα και να ζήσω χωρίς τα χτυπήματά του. Τώρα πλέον, ολοένα και πιο συχνά, με καταδιώκει ένα συγκεκριμένο άσχημο προαίσθημα. Μία νέα αγωνία μού κατατρώει τα στήθη: η αγωνία που μου προκαλεί η σκέψη, ότι τη στιγμή ακριβώς που εγώ θα τον χρειάζομαι περισσότερο, ο άντρας αυτός πιθανότατα θα έχει φύγει και τότε εγώ δεν θα νιώθω πια εκείνες τις απαλές ομπρελιές, που τόσο βαθιά με έκαναν να κοιμάμαι.

[Από το Αυτοκρατορίες και υποτέλειες, Βαρκελώνη, εκδ. Seix Barral 1972]

Στις ιστορίες του Fernando Sorrentino τείνουν να συνυφαίνονται φαντασία και πραγματικότητα –κατά έναν διακριτικό και σχεδόν υπόγειο τρόπο– έτσι ώστε να μην είναι πάντοτε εύκολο να αποφασίσει κανείς πού τελειώνει η πρώτη και πού αρχίζει η δεύτερη. Ορισμένες από τις τελευταίες συλλογές διηγημάτων του είναι οι: Συνήθειες της αγκινάρας (2008), Το έγκλημα του Αγίου Αλβέρτου (2008), Το κέντρο τού ιστού τής αράχνης (2008), Ομπρέλες, προκαταλήψεις και κροκόδειλοι (2013), Λυμένο πρόβλημα/Problem gelöst (δίγλωσση, ισπανο-γερμανική έκδοση, 2014), Οι βασιλείς τής γιορτής κι άλλες ιστορίες με κάποιο χιούμορ (2015). Πολλές από τις ιστορίες του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες. Έχει εκδώσει επίσης δύο τόμους συνεντεύξεων: Επτά συνομιλίες με τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες (1974) και Επτά συνομιλίες με τον Αντόλφο Μπιόυ Κασάρες (1992). Περισσότερες πληροφορίες: www.fernandosorrentino.com (κυρίως στα Ισπανικά, αλλά περιλαμβάνονται και πολλά διηγήματα σε άλλες γλώσσες)

Υπάρχει ένας άντρας που έχει τη συνήθεια να με χτυπάει με μία ομπρέλα στο κεφάλι


Αυτοβιογραφικό σημείωμα

Γεννήθηκα στο Μπουένος Άιρες στις 8 Νοεμβρίου 1942. Πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής μου ηλικίας και εφηβείας στο γκρίζο τετράγωνο που σχηματίζουν οι τέσσερις λεωφόροι Σάντα Φε, Χουάν Χούστο, Κόρδοβα και Ντορέγκο. Στα νιάτα μου ήμουν ένας ασήμαντος υπάλληλος γραφείου. Όχι τόσο πια στα νιάτα μου και για πολύ μεγάλο διάστημα, ήμουν καθηγητής γλώσσας και λογοτεχνίας σε διάφορα γυμνάσια. Γενικά αξιώθηκα της αγάπης μαθητών και συναδέλφων μου, γεγονός που μου λέει ότι είμαι αρκετά καλός άνθρωπος.
Στη διάρκεια διαλειμμάτων από την εργασία μου, προσπάθησα να διαβάσω και προσπάθησα να γράψω.
Έχω την ευαισθησία να εκτιμώ την ομορφιά της ποίησης, αλλά μου λείπει το ελάχιστο ταλέντο για να γράψω ένα άξιο λόγου ποίημα. Χωρίς τύψεις κατέστρεψα τα ποιήματα της νιότης μου, μια και δεν είχε νόημα να προσθέσω περισσότερη ασχήμια στον κόσμο.
Από την άλλη, είμαι αρκετά ικανοποιημένος από τις αφηγηματικές δημιουργίες μου. Όπως άνθρωποι που αξίζει να πιστεύεις συνηθίζουν να λένε, στην πεζογραφική μυθοπλασία μου υπάρχει μια περίεργη ανάμιξη φαντασίας και χιούμορ, που κυλά σε ένα περιστασιακά γκροτέσκο ωστόσο αληθοφανές πλαίσιο.
Γενικά, έχω μάλλον άνεση με τον εαυτό μου. Είμαι εντελώς απαλλαγμένος από κάθε κλήση να γίνω μέρος οποιασδήποτε λογοτεχνικής ομάδας, οποιασδήποτε επιτροπής ανθρώπων που έχουν παρόμοια λογοτεχνική ανεπάρκεια ή οποιασδήποτε κοινωνίας αμοιβαίου θαυμασμού. Ομολογώ εντούτοις ότι μαχητικά υπηρετώ ανάμεσα στους σταθερούς οικοδεσπότες των οπαδών της ποδοσφαιρικής ομάδας της Aβεγιανέδα.
Μου αρέσει να διαβάζω περισσότερο από το να γράφω και, πράγματι, γράφω πολύ λίγο. Σε μια περίοδο σχεδόν σαράντα ετών, δεν έχω ιδιαίτερα μεγάλη βιβλιογραφία να επιδείξω. Όπως όλοι, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, έχω πάρει διάφορα λογοτεχνικά βραβεία.
Με δυο λόγια, είμαι σχετικά ευτυχής.

[ Απόδοση Γιώργος Χουλιάρας ]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: