Έξι ποιήματα

Έξι ποιήματα

Αν ήσουν ρούχο

θα ήσουν λινό πουκάμισο, λευκό λινό πουκάμισο, από αυτά που αφήνουν το φως να περνάει μέσα από την αραιή τους ύφανση και αλλάζουν απόχρωση ανάλογα με το είδος της ακτινοβολίας, δείχνουν γαλάζια κάτω από μια ψυχρή λάμπα led ή κιτρινωπά κάτω από τον ήλιο του καλοκαιριού,
πουκάμισο με το μικρό πάνινο καρτελάκι της προέλευσης ραμμένο στο εσωτερικό της πλαϊνής ραφής, με τα μικρά κουμπιά του να δυσκολεύονται να περάσουν από τις σφιχτές κουμπότρυπες ώσπου αυτές να χαλαρώσουν λίγο λίγο μέχρι να ξανακλείσουν όταν το ρούχο βυθιστεί στο νερό, 
πουκάμισο με το σχήμα του γιακά του σταθερό –γιακάς καθόλου μαλακός αλλά πολύ ευάλωτος στον πρώτο ιδρώτα του σβέρκου– και με τα μανίκια του κάπως άκαμπτα και απολύτως ευθυγραμμισμένα, και πώς αλλιώς θα μπορούσαν να είναι; αφού τα κρατούν στη θέση τους οι διπλογαζωμένες σκληρές μανσέτες, μανσέτες που μοιραία υποκύπτουν στις δυσκολίες μιας ζεστής μέρας (ή νύχτας) και διπλώνονται γυρισμένες προς τα έξω, με τάξη ή ατσαλοσύνη δεν έχει σημασία, και τότε τα μανίκια χάνουν, ως δια μαγείας, φόρμα και μήκος και συρρικνώνονται –και όχι μόνο εξαιτίας του διπλώματος αλλά επειδή ακολουθούν πιστά τις κινήσεις των χεριών που τα φορούν– και στο τέλος καταλήγουν να γίνουν μια τσαλακωμένη μάζα υφάσματος, πάντα σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο, στις εσωτερικές γωνίες των αγκώνων. Ακριβώς εκεί.

Αν ήσουν ρούχο,
θα ήσουν λινό πουκάμισο, λευκό λινό πουκάμισο, από αυτά που αφήνουν το φως να περνάει μέσα από την αραιή τους ύφανση,
πουκάμισο που θα περιποιόμουν με μεγάλη φροντίδα –μέχρι και την τελευταία του ίνα– και μετά, φρεσκοπλυμένο και σιδερωμένο, θα του κούμπωνα όλα τα κουμπιά, θα τακτοποιούσα προσεκτικά το γιακά, θα έστρωνα ωραία, με κάθετες τσακίσεις, τα πλαϊνά και τα μανίκια και, τέλος, θα το δίπλωνα όλο μαζί σε τρία οριζόντια μέρη ώσπου να σχηματιστεί ένα μικρό τετραγωνισμένο πακέτο για να το καταχωνιάσω στο αρωματισμένο βάθος της ντουλάπας μου. Ακριβώς εκεί.

Εκ των υστέρων

κι ό,τι λείπει δεν μπορεί να μετρηθεί –– Εκκλησιαστής

Τώρα που κοιταζόμαστε χωρίς να μιλάμε,
εγώ από την πορσελάνινη φωτογραφία
κι εσύ –σχεδόν– σε στάση προσοχής,
ξέρεις ότι για το ανεπαίσθητο συνοφρύωμα μου
δεν ευθύνεται η λιακάδα της ανοιξιάτικης μέρας.
Και υποψιάζεσαι τι σκέφτομαι:
οι πράξεις μας δεν μοιάζουν πάντα με ένα κακό κούρεμα,
μαλλιά που θα μακρύνουν εύκολα ξανά·
η ζωή μας, συχνά, μας επιφυλάσσει μια γυαλιστερή φαλάκρα.

Ο Πάμπλο πλήττει

– Oh! Mon Dieu ! Πόσο βαρετό!
Να είσαι τόσο νέος
και να έχεις ήδη ζωγραφίσει τα πάντα.

Εκνευρισμένος, ψαλιδίζει
το σκίτσο που έχει μπροστά του.
Ανάβει τσιγάρο.
– Καταραμένο ταλέντο !
Ανακατεύει τα τεμαχισμένα χαρτιά
πάνω στο τραπέζι.
Ξαφνικά τινάζεται όρθιος.
– Αυτό μάλιστα ! Τώρα αρχίζει να έχει ενδιαφέρον !

Χωρίς όσφρηση

– Οι άνθρωποι έχουν πάψει να εκτιμούν την μυρωδιά της τροφής τους, διαπίστωσε κουνώντας με απογοήτευση το κεφάλι.
– Προσπαθούν, μάλιστα, να απαλλαγούν απ’ αυτήν με κάθε τρόπο, πρόσθεσε ένας άλλος.
– Χρησιμοποιούν συστήματα εξαερισμού και αποσμητικά χώρου, πετάχτηκε ο τρίτος.
– Και βάζουν παντού τεχνητά αρώματα. Γύρω μας, όλο οι ίδιες μυρωδιές, βανίλια, καραμέλα ή λάδι τρούφας. Το έχετε προσέξει; ρώτησε ο τέταρτος της ομήγυρης.
– Ναι, και γι’ αυτό είναι πολύ εύκολο να τους πασάρουν κάτι χαλασμένο χωρίς να το καταλάβουν, συμπλήρωσε κάποιος.
– Όταν τρώνε σε δημόσιο χώρο, δεν σκύβουν να μυρίσουν το πιάτο τους. Προφανώς, θεωρείται άκομψο, συμπέρανε αυτός που τους άκουγε με προσοχή.
– Υπάρχουν και χειρότερα. Όταν συναντιούνται κάνουν χειραψία
αντί να βάλει ο ένας τη μουσούδα του ανάμεσα στα πόδια του άλλου
και να εισπνεύσει τη μυρωδιά του.

Έχει πολλά στραβά αυτός ο κόσμος,
είπε ο γηραιότερος της σκυλοπαρέας.
Και ξάπλωσε στο πεζοδρόμιο αναστενάζοντας.

Eupithecia nabokovi ή Η μνήμη ως λεπιδόπτερο*

πριν η σκόνη από μετάξι κολλήσει στα δάχτυλα
πριν το σκληρό κέλυφος του θώρακα τρυπηθεί από την καρφίτσα
και βρει την οριστική του θέση στο ταμπλό
πριν το παγωμένο βαμβάκι πιέσει το μικροσκοπικό κεφάλι
και κάθε σπασμός κάθε κροτάλισμα κοπάσει

πριν πλησιάσεις τα φυλλώματα ακροπατώντας
με κρυφή ταραχή και πρόσωπο ανέκφραστο
πριν ακολουθήσεις το πέταγμα
ανυπομονώντας για σημάδια κάτω από τα κλειστά φτερά

η πεταλούδα σου
–με το δικό της χρώμα
     τους δικούς της σπίλους–
δεν ήταν παρά μια κάμπια
κι έψαχνε μια ήσυχη γωνιά για να μεταλλαχθεί

*διαβάζοντας το Μίλησε, μνήμη του Ναμπόκοφ

Προς Ρωμαίους

Remember me, remember me, but ah! forget my fate
Διδώ και Αινείας

      
Και μην ξεχάσετε να πείτε στον ποιητή σας
ότι
καθόλου δεν με πείραξε
που παραποίησε το βιογραφικό μου.

Η στάχτη μου σκορπίστηκε γρήγορα στον αέρα
χωρίς ν’ αφήσει ίχνη.
Πόσοι θα ήξεραν άλλη μια εξωτική πριγκίπισσα ;

Ενώ τώρα,
το όνομα μου φιγουράρει πολύ ψηλά
στη λίστα με τις διασημότητες της πόλης
(και, μάλλον, ανταγωνίζεται αυτό του Αννίβα).




ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ Ζέττας Μπαρμπαρέσσου ΣΤΟΝ ΙΑΝΟΡωμαϊκή ώχρα και άλλες ιστορίες

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: