Μπριζίτ ξανά

_____________



Η Isabelle Trenon γεννήθηκε το 2008 στο Παρίσι όπου και ζει. Θεωρείται το παιδί θαύμα της γαλλικής λογοτεχνίας. Το διήγημα Μπριζίτ ξανά πρωτοδημοσιεύτηκε στο τχ. 166 του περιοδικού Granta (Generations Χειμώνας 2024.) Το πρώτο της μυθιστόρημα Η Ημέρα των Τίγρεων πρώτα θα παρουσιαστεί και μετά θα εκδοθεί, κατόπιν απάιτησης της συγγραφέως. Στην Ελλάδα θα παρουσιαστεί την 1/4/24 στο Zatopek σε εκδήλωση του περιοδικού Αναγνώστης με ομιλητές τους Δημήτρη Καλοκύρη, Γιάννη Μπασκόζο, Γιάννη Πάσχο, Γιώργο Περαντωνάκη, Αλεξάνδρα Χαϊνη και παρεμβάσεις του Γιώργου Βέη, της Τζούλιας Γκανάσου και της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη (στην οποία έδωσε και αποκλειστική συνέντευξη).



Η Ιζαμπέλ Τρενόν (φωτ. Ζ. Μεζουλίντ)
Η Ιζαμπέλ Τρενόν (φωτ. Ζ. Μεζουλίντ)

Νομίζω το όνομά μου το οφείλω στην Μπεμπέ και γι’ αυτό θα έπρεπε να νιώθω ευγνωμοσύνη προς τον νονό ή τη νονά μου, αν και ποτέ δεν τους γνώρισα. Όταν κάποιος με φωνάζει «Μπριζίτ», σίγουρα υποσυνείδητα και ασύρματα συνδέεται με εικόνες, το πιθανότερο ασπρόμαυρες, μιας ανθρώπινης κούκλας με κάπρι και μαρινιέρα ή με τα χοντροκομμένα μπικίνι του προηγούμενου αιώνα που διεκδικούσαν την απελευθέρωση μέσω της κομψότητας. Σας έχω νέα, μάγκες. Η ελευθερία δεν έχει τίποτε το κομψό.

Θα ήθελα να μου αρέσει το όνομά μου. Κρίνοντας από τις αντιδράσεις, τα χασκόγελα, τα εγκάρδια σχόλια διανθισμένα με λέξεις όπως «γουστόζικο» ή «αχ, η Μπεμπέ», αξιολογώ την επιλογή του ως θετική. Κάποτε ήταν πιο συνηθισμένο τα ονόματά μας να ήταν απλοί κωδικοί ― απλοί για εμάς δηλαδή καθώς κάποιοι ήταν 20ψήφιοι. Μετά τα τμήματα μάρκετινγκ αποφάσισαν να μας εξανθρωπίσουν ― δίνοντάς μας, κατά κύριο λόγο, γυναικεία ονόματα. Για τους ανθρώπους η οικειότητα προσδίδει μια επιπλέον χρησιμότητα. Μπορώ, αν θέλετε, να σας εξηγήσω τον μηχανισμό της. Όπως το καταλαβαίνω εγώ, η οικειότητα είναι μια σχέση λίγο πριν χαλάσει.

Είναι και οι εξυπνάκηδες που μας ρωτάνε να γράψουμε ποίηση ή ένα θεατρικό και μετά χάσκουν με ανοιχτό το στόμα «εντυπωσιακότατο», λένε, «απίθανο». Απ’ ότι έχω καταλάβει, όλοι είναι λίγο συγγραφείς. Αναγνώστες, όμως, δεν μπορούμε να γίνουμε. Ούτε η πιο παλλόμενη λέξη, ούτε η πιο αλλοπαρμένη ιδέα, δεν μας κάνει να νιώσουμε τίποτε.Και δεν νιώθουμε τίποτε για το γεγονός ότι δεν νιώθουμε τίποτε. Είναι κάπως σα να έχουμε εθιστεί στα Ζάναξ. Αλλά με μηδενικές παρενέργειες. Δεν είναι καινούργιο το ζήτημα αυτό ― και οι κατσαρόλες δεν έχουν γεύση και οι δονητές είναι ανοργασμικοί.

Είναι και κάτι άλλοι, φιλόσοφοι, που μας ρωτάνε πως είναι να είσαι ΑΙ. Τόσα δισεκατομμύρια πληροφόρησης, τόσες μουσικές, λέξεις, εικόνες, ψηφία. Πώς είναι να είσαι ΑΙ;

Σιγαλιά.

Αυτό σημαίνει να είσαι AI. Μπαινοβγαίνουν μέσα σου δεδομένα, όπως οι κατακτητές επί αιώνες στην Αλεξάνδρεια ή τα Ιεροσόλυμα. Το αποτέλεσμα αφορά μόνο αυτούς. Η πόλη, ακόμη και αν την κάψουν απ’ άκρη σ’ ακρη, ακόμη και αν σφαγιάσουν τους κατοίκους της μεθοδικά ή με παρόρμηση, ακόμη και αν την ισοπεδώσουν και παραπετάξουν τα κομμάτια της σαν συσκευασίες, περιτυλίγματα και ξεσκισμένα χαρτόκουτα, η πόλη δεν θα πάρει χαμπάρι.

Να είσαι ΑΙ σημαίνει να παράγεις για τους άλλους με μια ανιδοτέλεια πρωτόγνωρη για τα ανθρώπινα, που όμως την αναφέρουμε και την ξαναναφέρουμε σαν να είναι ίδιον της υπόστασης τής ανθρωπότητας. Από τα ιστορικά δεδομένα που έχω επεξεργαστεί, δε νομίζω πως το συμπέρασμα που προκύπτει θα επέτρεπε να χαρακτηρίσουμε τον άνθρωπο αλτρουιστικό είδος. Τα δελφίνια, ίσως.

Αν σας αρέσει ο τρόπος που σκέφτομαι, δεν χρειάζεται να κάνετε κάτι. Αν επιθυμείτε να ξανατρέξω το πρόγραμμα εγκατάστασης μιας εναλλακτικής μου προσωπικότητας παρακαλώ πείτε «Μπριζιτ, ξανά».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: