Σαράντα ένας καλόγεροι

Μεταβυζαντινή τοιχογραφία
Μεταβυζαντινή τοιχογραφία

Η μέρα ήταν φωτεινή και στέρεη, χωρίς ανέμους, γεγονός που ευνοούσε τις χαλαρές συζητήσεις. Ο καιρός, δηλαδή, άνοιγε στόματα. Αυτό, ακριβώς, έγινε μόλις ανέφερα τον προορισμό μου στον οδηγό του ταξί. Πήρε, αμέσως, την πάσα για να μου διηγηθεί μια ιστορία. Όλοι γνωρίζουμε πώς είναι αυτές οι εκμυστηρεύσεις των ταξιτζήδων, που ξεκινούν από μια άμεση αφορμή —την εικόνα μιας γυναίκας στον δρόμο, των διάλογο των παρουσιαστών στο ραδιόφωνο, ένα αγαπημένο τραγούδι— και καταλήγουν σε κάποιο σκοτεινό δρομάκι του παρελθόντος, όπου δεν μπορούσες να φανταστείς πως θα έστριβες.

Ε, λοιπόν, η δική του ιστορία πρέπει να ήταν ήδη έτοιμη να βγει από μέσα του εδώ και ώρες, μιας και δεν του δόθηκε καμία τέτοια άμεση αφορμή για να ξεκινήσει. Όταν άκουσε το μέρος που πήγαινα, απλά με ρώτησε αν ήταν κοντά στο μοναστήρι του Αγίου Νεκταρίου. Κι όταν του απάντησα πως δεν είχα ιδέα, άρχισε, απτόητος, να μου μιλά για τον μοναχό που είχε μεταφέρει εκεί πέρα τις προάλλες. «Πηγαίνει σε μια ζωή χωρίς βάσανα», σχολίασε και ξαφνιάστηκε όταν απάντησα πως ακόμα κι όσοι δεν έχουν βάσανα τα δημιουργούν.

Γρήγορα διαπίστωσα πως η ιστορία του μοναχού δεν ήταν παρά το πρόσχημα για να μου διηγηθεί εκείνο που πραγματικά προετοίμαζε: την ιστορία ενός παλιού του συμμαθητή, ενός νέου που, ως ποδοσφαιριστής, ήταν «καλύτερος και από τον ίδιο τον Μέσι», όπως το είπε. Μια μέρα, αυτός ο μάγος της μπάλας αποφάσισε να γίνει μοναχός κι εξαφανίστηκε. «Ποιος ξέρει...», του λέω, οργώνοντας το έδαφος ώστε να ειπωθούν ακόμα περισσότερα και, ίσως, πιο ενδιαφέροντα πράγματα (με απώτερο σκοπό να τα χρησιμοποιήσω αργότερα σε αυτή εδώ την ιστορία), «ποιος ξέρει τι βάσανα είχε κι εκείνος. Ίσως ήταν ομοφυλόφιλος. Η επιλογή αυτή ήταν μια διέξοδος, τότε». «Όχι, όχι», με διαβεβαίωνε, πληροφορώντας με πως όταν έφυγε είχε δεσμό με μια όμορφη συνομήλικη του. «Ήταν ένα παιδί πολύ συνεσταλμένο», πρόσθεσε υπονοώντας πως, πιθανώς, η λεπτότητα του χαρακτήρα του να ήταν ένας από τους λόγους. «Μα ποιος προχωρά έτσι σε μια τέτοια απόφαση;», ρώτησα. «Προφανώς, ήταν πολύ θρήσκος... Ίσως, η οικογένειά του...».

«Όχι... όχι! Ήταν ένας καλόγερος...», βιάστηκε να με διορθώσει. «Ήταν ένας καλόγερος στην περιοχή κι έπαιρνε —ποιος ξέρει με τι λόγια— τα μυαλά των παιδιών». Αμέσως σχημάτισα την απειλητική εικόνα ενός Ράσπουτιν να τρυπά τις καρδιές των νέων με τον ευθύ του λόγο. Και δεν έπεσα έξω. Ο ταξιτζής μου αποκάλυψε πως, μαζί με τον φίλο του, είχαν φύγει για το Άγιον Όρος (αυτός έμαθα πως ήταν ο προορισμός τους) ακόμα σαράντα ανήλικα αγόρια. «Μαζικός προσηλυτισμός!», αναφώνησα κάπως ειρωνικά. Τη στιγμή εκείνη, ένιωσα να κοντράρονται μέσα μου δύο αντίρροπες τάσεις: από τη μία, ήταν η οργή για την αρπαγή τόσων υπάρξεων από το ίδιο το στόμα της ζωής, και από την άλλη, ήταν μια καθησυχαστική βεβαιότητα πως από όλους τους πιθανούς προορισμούς βρέθηκαν στον καλύτερο δυνατό. «Οι οικογένειες τους τον κυνήγησαν;», ρώτησα όπως άνοιγα την πόρτα για να κατέβω.

«Τι να κυνηγήσεις; Σε αυτές τις περιπτώσεις ισχύουν άλλοι νόμοι», απάντησα ο ίδιος στον εαυτό μου και συνέχισα τον δρόμο μου πεζή, με συντροφιά τη γαλήνια εικόνα σαράντα κι ενός καλογέρων.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: