Ο βαρναλικός και ο καβαφικός «Αλκιβιάδης»: μια διακειμενική ανάγνωση



Εισαγωγή

Ο Βάρναλης κι ο Καβάφης, ως δύο κορυφαίοι ποιητές της ίδιας εποχής, είχαν πλατιά γνώση της αρχαίας ιστορίας και πολιτισμού. Από την αρχαιοελληνική και την ελληνορωμαϊκή ιστορία δανείζονται αρκετά σύμβολα, με τα οποία ζωντανεύουν ιστορικές μορφές είτε για λόγους περισσότερο αισθητιστικούς, είτε για να εκφράσουν την εποχή τους ή την φιλοσοφική τους σκέψη. Ωστόσο, η ιστορία στον Βάρναλη μοιάζει εν πολλοίς με έναν «καθρέφτη», που αντανακλά το παρόν πάνω στο παρελθόν, ενώ ο Καβάφης οδηγείται στον ιστορισμό κυρίως για προσωπικούς λόγους, από ενδιαφέρον για τη φιλοσοφική και ερωτική (αισθητιστική) εξερεύνηση τις ιστορίας και δεν γράφει «καθ’ υπαγόρευση των ιδεών ή των γεγονότων της ιστορίας».[1]

Στη μελέτη αυτή, επιλέγουμε μια κοινή συμβολική μορφή «Αλκιβιάδη», που δημιούργησαν και οι δύο ποιητές, επιχειρώντας να ανιχνεύσουμε την πρόσληψη αυτής της ιστορικής μορφής στους δύο ποιητές μέσα από τη διακειμενική ανάγνωση.

Πιέτρο Τέστα (1611-1650): «Ο μεθυσμένος Αλκιβιάδης διακόπτει το Συμπόσιο» (1648)
Πιέτρο Τέστα (1611-1650): «Ο μεθυσμένος Αλκιβιάδης διακόπτει το Συμπόσιο» (1648)






Ο Αλκιβιάδης ως ιστορικό σύμβολο στον Βάρναλη

Η ιστορική αυτή μορφή απαντάται στο ομώνυμο ποίημα του Βάρναλη, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Πυρσός το 1918. Ανήκει, λοιπόν, στην προ-σοσιαλιστική περίοδο του έργου του Βάρναλη. Πρόκειται για ένα άρτιο ποίημα από όλες τις πλευρές, στιχουργία δομή, φαντασία και σύλληψη,[2] το οποίο φαίνεται να σφραγίζει τέλεια την παρνασσιστική (αλλά, εν μέρει, και αισθητιστική) περίοδο της ποίησης του Βάρναλη, προσφέροντας για πρώτη φορά αρκετά από τα «αιρετικά» στοιχεία των αντιλήψεών του για τη σχέση θεών και ανθρώπου, κοινωνίας και ατόμου, λογοτεχνίας και ιδεολογίας. Το ποίημα ξεκινά με τα εξής τρία πεντάστιχα:

Με λύγισμα μερτιάς, γυναίκειο χέρι
σέρνεις μαζί σου αιώνιο καλοκαίρι,
αχνούς κρασιών και βογγητά και μέλι
στη γλώσσα σου, φαρμακερόν αστέρι
στης Αθηνάς απάνου το καστέλι.

Όχτρητες και φιλίες τις εκοιμούσες
με το ταχύ και σφυριχτό σου ψέμα,
βαμμένο στης πατρίδας σου το γαίμα,
κ’ Ερινύες ελουζόντανε και Μούσες
μες το βαθύ και λαγαρό σου πνέμα.

Φλόγες εφτά στην ιερή Ολυμπία
ανάψαν τ’ άρματά σου. Τ’ άλογά σου
της γενιάς σου ανεβάσαν, με Πηγάσου
φτερά, στην καταγάλανην αιθρία,
την αρχοντιά και την ελευθερία.[...][3]

Το ποίημα, πέρα από επίτευγμα τεχνικής τελειότητας αλλά και μορφικής τόλμης (ιδιαίτερα στις ρίμες και τους αναπάντεχους διασκελισμούς), διαθέτει εσωτερική συνάφεια και συνοχή των νοημάτων που το κάνει σύνολο αρμονικό. Ο ποιητής μόνο με 35 στίχους δίνει μια αρκετά σφαιρική εικόνα τόσο της μορφής όσο και της ζωής, του ήθους και του ψυχισμού ενός προβεβλημένου από την Αρχαία Γραμματεία (ιστοριογραφία και φιλοσοφία, όπως από τον Πλάτωνα) πολιτικού και στρατιωτικού της ελληνικής αρχαιότητας και της αθηναϊκής δημοκρατίας. Η ζωηρή παραστατική δύναμη και η πλούσια φαντασία του ποιητή ζωντανεύουν εντελώς τις ενέργειες του «ήρωα», και επιτρέπουν να διεισδύσουμε, μέσα από τις φαινομενικές αντιφάσεις των συμπεριφορών του, στο άδυτο του συναισθηματικού κόσμου του. Εδώ δεν βλέπουμε το νεκρό, συμβατικό πορτρέτο ενός αρχαίου, όπως εκτίθεται στο μουσείο, αλλά δραστικές και ανάγλυφα παρνασσιστικές-εικονιστικές ενέργειές του (π.χ. τη συμποσιακή μέθη και το διονυσιασμό της αρχής ή τις αρματοδρομίες, όπου παριστάνεται η γρηγοράδα των αρμάτων με άλογα που είναι φτερωμένα σαν τον μυθικό Πήγασο).
Ο Αλκιβιάδης (452-404 π.Χ.), Αθηναίος μαθητής του Σωκράτη, πολιτικός και ρήτορας, από νεαρή ηλικία ήταν, κατά τους ιστορικούς, μια από τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της Ελληνικής Ιστορίας. Πρωταγωνίστησε κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ως στρατηγός αλλάζοντας πολλές φορές στρατόπεδο, τασσόμενος άλλοτε υπέρ της Αθήνας, άλλοτε της Σπάρτης και άλλοτε της Περσίας. Το 415 π.Χ., μετά από δική του εισήγηση, η Αθήνα ξεκίνησε μια τεράστια ναυτική εκστρατεία, τη λεγόμενη Σικελική Εκστρατεία, για να πλήξει συμμάχους της Σπάρτης στη Σικελία, υποστηρίζοντας εκεί την πόλη Έγεστα κατά των Συρακουσών. Τη στιγμή εκείνη ο Αλκιβιάδης αντιμετώπιζε δίκη ως ύποπτος ανοσιουργίας στην Αθήνα, επειδή προτού αναχωρήσει, μέσα σε «κραιπάλη» από κρασί, έσπασε τις «Ερμές» (δηλαδή «ερμαϊκές στήλες», προτομές του θεού Ερμή σε δρόμους και σταυροδρόμια της πόλης) και κατηγορήθηκε για ιεροσυλία. Γι’ αυτό το λόγο, εγκατέλειψε την εκστρατεία και κατέφυγε στη Σπάρτη, η οποία κατόπιν συμβουλής του επενέβη στη Σικελία. Το αποτέλεσμα ήταν το 413 να εξολοθρευτεί, να αιχμαλωτιστεί και να σταλεί σε βαριά καταναγκαστική εργασία, το αθηναϊκό στράτευμα μαζί με τον ηγέτη του, τον μετριοπαθή πολιτικό Νικία. Από αυτά τα ιστορικά γεγονότα και τη δράση του Αλκιβιάδη αφορμάται καλλιτεχνικά ο Βάρναλης στη συνέχεια του ποιήματός του:

Τρεκλίζοντας μια νύχτ’ απ’ την κραιπάλη
έσπασες τους θεούς στα στενορύμια
σαν αδειανά ποτήρια από κρουστάλλι.
Ω! Πώς απ’ τα μαρμάρινα συντρίμμια
της Σικελίας αντήχαν οι μεγάλ’ οι
θρήνοι και σαν αηδόνια του Ευριπίδη
τα χορικά, στερνή παρηγορία!
Μα εσένα, τ’ αλαφρό σου το κοπίδι
κ’ η θερμή σου καρδιά κ’ η γνώμ’ η κρύα
θα νικούσαν τη Μοίρα, Ερμοκοπίδη.[4]

Οι δύο αυτές στροφές σχεδόν φιλοσοφούν πάνω σε μιαν από τις πιο κακόφημες ενέργειες της ιδιωτικής (αλλά και δημόσιας) ζωής του Αλκιβιάδη, που «τρεκλίζοντας μια νύχτ’ απ’ την κραιπάλη» έσπασε τα αγάλματα του Ερμή οδηγώντας σε τραγικές επιπτώσεις που αφορούν, κυρίως, συλλογικές τύχες. Ωστόσο, ο αισθητιστής και ηδονόχαρος «αντάρτης» του καθωσπρεπισμού, ο ποιητικός χαρακτήρας Αλκιβιάδης, δεν κρίνεται από τις συνέπειες αυτές, ούτε είναι εκείνος που θα θιγεί τελικά. Είναι αυτός που φτιάχνει τη μοίρα του (όπως ο Ορέστης στο ομώνυμο ποίημα), αδιαφορώντας για το (άψυχο και ανήμπορο) «θείον» (η παρομοίωση των θεών με «αδειανά κρυσταλλένια ποτήρια» θυμίζει αντίστοιχες βέβηλες στιγμές του Καβάφη, π.χ. τη σκηνή με τους τρομοκρατημένους Λάρητες του Νέρωνα στο ποίημα «Τα βήματα», ή και του κατοπινού Καζαντζάκη και άλλων «ανταρτών» κατά του θείου και ιερού στη νεοελληνική λογοτεχνία). Παράλληλα, όμως, το συμβολικό πρόσωπο φτιάχνει ή, καλύτερα, σφραγίζει τραγικά και τη μοίρα των συμπολιτών του στη Σικελία. Ο ίδιος είναι ανίκητος στις μάχες και τους αγώνες, δεν υποκύπτει παρά μόνο στα πάθη του. Ο ποιητής ξέρει ότι η καταστροφική ιδιωτική ζωή του εκπορεύεται κατά βάθος από τον εγωισμό του, την ωραιοπάθεια και τα πάθη του, «ομαλά» και «ανώμαλα», αν και στην κατάληξη του ποιήματος δεν φαίνεται να τον επικρίνει γι’ αυτάˑ τα νιάτα και ο ερωτισμός δικαιολογούν τα πάντα, μάλιστα κάνουν αυτόν το διονυσιακό νέο άντρα, που είναι έρμαιο των παθών του, ακόμη και «απολλώνιο»!

Για κοίτα! Στης αυγής το κοκκινάδι
τραγουδάνε τα ξάρτια κ’ οι φλογέρες.
Με θείο στεφανωμένος δαφνοκλάδι
σέρνεις δεμένα πάνω σου κοπάδι
των οχτρών τα καράβια σαν εταίρες.

Ανίκητε σε γη και σε πελάη
και μόνο από τα πάθη νικημένε,
στα εικοσιδυό σου πάντ’ ανθοβολάει
η νιότη σου, απολλώνιε, μυρωμένε,
γλυκέ εραστή, γλυκύτατ’ ερωμένε,[5]

Ο ομιλητής του ποιήματος, που είναι γραμμένο όπως και ο «Ορέστης» με τη μορφή λυρικής αποστροφής σε δεύτερο ενικό πρόσωπο, μπαίνει βαθιά στον εσωτερικό κόσμο του ιστορικού προσώπουˑ ο συνδυασμός «η θερμή σου καρδιά κ’ η γνώμ’ η κρύα» αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός ανθρώπου φλογερού και ταυτόχρονα υπολογιστή, που μπορεί να συνδυάζει το ζέον πάθος και τη ψυχρή σκέψη, το διονυσιασμό και το απολλώνιο πνεύμα, ήρωας όμως, ακόμα, αρκετά νιτσεϊκός και υπόλογος μόνο στον εαυτό του («ανίκητος σε γη και σε πελάη, και μόνο από τα πάθη νικημένος»).[6]
Το περίεργο είναι πως το κλασικά αισθητιστικό αυτό ποίημα ενδέχεται να εμπεριέχει, συμβολικά, νύξεις σε συγχρονικές ιστορικές εμπειρίες, ιδίως του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και του πολιτικοστρατιωτικού Διχασμού ανάμεσα σε Κωνσταντινικούς και Βενιζελικούς. Κατά τη γνώμη, μάλιστα, του Σπ. Γκίνη, το ποίημα δεν αποτελεί μόνο μια απλή αναφορά στην αρχαία ιστορία, αλλά βρίσκεται σε συνάρτηση με νεότερους ιστορικούς συσχετισμούς, του προσώπου και της δράσης του Αλκιβιάδη με αντίστοιχα πρόσωπα και ενέργειες νεότερων Ελλήνων πολιτικών και επιφανών δημόσιων προσώπων. Για παράδειγμα, υποστήριξε, μάλλον αβάσιμα, ότι μπορεί να γίνει σύγκριση ανάμεσα στην αρχαία Σικελική Εκστρατεία, για το ξεκίνημα και την έκβαση της οποίας πρωτοστάτησε ο Αλκιβιάδης, και στη σύγχρονή του Μικρασιατική Εκστρατεία, με τα παρόμοια θλιβερά αποτελέσματα.[7] Αλλά, αν αυτή η παρατήρηση ευσταθούσε, τότε θα βρισκόμασταν μπροστά σε περίπτωση διαισθητικού ή προφητικού αναχρονισμού, αφού η Μικρασιατική Εκστρατεία ξεκίνησε μόλις το 1919, ενώ το ποίημα γράφτηκε ή τελείωσε στα τέλη του 1917 και δημοσιεύτηκε το 1918.
Ο Σπ. Γκίνης προχωρεί όμως και σε γενικότερες σκέψεις: Τον Αλκιβιάδη, όπως είπε ο ίδιος ο Βάρναλης, ο ποιητής τον φαντάστηκε σαν ένα αντιπροσωπευτικό τύπο όλης της αρχαίας Ελλάδας, τέλεια προσαρμοσμένο στην ψυχοσύνθεση του Έλληνα της αρχαιότητας.[8] Το ποίημα φαίνεται σαν ένας συμπυκνωμένος πίνακας ζωγραφικής, σαν μια δυναμική προσωπογραφία, που, με επίκεντρο ένα ξεχωριστό άτομο, αναπαριστάνει έναν ενιαίο ιστορικό πολιτισμό και την πορεία ενός λαού. Αν θεωρήσουμε πιθανή αυτή την εκδοχή, τότε ο ποιητής, με το ατομικό αυτό ιστορικό σύμβολο, γενικεύει όλους τους «Αλκιβιάδηδες», που αντιπροσωπεύουν τους αψίκορους αλλά και πετυχημένους, συχνά, ως δημαγωγούς, πολιτικάντηδες και συμφεροντολόγους, τόσο στην Ελληνική Ιστορία όσο και στη σύγχρονη πραγματικότητα. Επομένως, ο μελετητής φτάνει στο συμπέρασμα ότι η σκέψη του ποιητή επηρεάζεται άμεσα από τις ξεπεσμένες μορφές των πολιτικάντηδων της εποχής του, και χρησιμοποιεί έμμεσα την ιστορική μορφή του Αλκιβιάδη, που αποκτά συμβολική προέκταση στα πολιτικά πράγματα όπως εξελίσσονταν τότε.[9]


Ο καβαφικός «Αλκιβιάδης»: πικρός επίλογος του βαρναλικού

Ο «Αλκιβιάδης» ως ιστορικό σύμβολο, είχε χρησιμοποιηθεί και στην ποίηση του Καβάφη, στο ποίημα «Η Σατραπεία», το οποίο γράφτηκε το 1910, άρα νωρίτερα από τον «Αλκιβιάδη» του Βάρναλη:

Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνση κι επιτυχία να σε αρνείται·
να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.
Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις
(η μέρα που αφέθηκες κι ενδίδεις)
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πηαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια […].[10]

Το καβαφικό ποίημα, βέβαια, είναι περισσότερο φιλοσοφικό παρά ιστορικό, ή, καλύτερα, ανήκει στον τύπο του ψευδοϊστορικού ποιήματος. Ενδέχεται να διακρίνουμε το χαρακτήρα του Αλκιβιάδη,[11] ο οποίος τελικά πρόδωσε τους Αθηναίους και σε μη Έλληνες και επρόκειτο να μεταβεί στα Σούσα προκειμένου να συναντήσει το βασιλιά Αρταξέρξη (το Μνήμονα). Ωστόσο, το καβαφικό ποίημα μπορεί μεν να έχει συγκεκριμένους ιστορικούς υπαινιγμούς ή και ιστορικές αλήθειες, ο ιστορικός πρωταγωνιστής του όμως δεν κατονομάζεται, και έτσι το σύμβολο γίνεται ευρύτερο και πιο απρόσωπο, αφού οι τύχες του ταιριάζουν σε περισσότερα από ένα πολιτικά πρόσωπα της αρχαίας Ελλάδας (π.χ. στο Θεμιστοκλή, στο Σπαρτιάτη Δημάρατο κ.ά.).
Το ποίημα του Καβάφη, που αναφέρεται σε μια μάλλον απογοητευτική, αν όχι και τραγική κατάληξη του ιστορικού «ήρωα», μπορεί να θεωρηθεί ως πικρός επίλογος του βαρναλικού «Αλκιβιάδη», όσο κι αν είναι γραμμένο πριν από το ποίημα αυτό.
Ο Καβάφης, στην αρχή κιόλας του ποιήματος, περιγράφει την αποτυχία του προσώπου, ένα θέμα που τον απασχολεί ιδιαίτερα στην ποίησή του: ενώ κάποιος είναι πλασμένος (έχει τις ικανότητες, τις γνώσεις κτλ.) για «ωραία και μεγάλα έργα», αποτυγχάνει να τα πραγματώσει. Οι αιτίες για την αποτυχία του αυτή είναι: η «άδικη τύχη» και οι «ευτελείς συνήθειες, μικροπρέπειες και αδιαφορίες», για όλα την ευθύνη έχουν οι άλλοι και όχι ο ίδιος, σε αντίθεση με τον Αλκιβιάδη του Βάρναλη. Έπειτα από αποτυχίες και απογοητεύσεις, ο καβαφικός «ήρωας» αποφασίζει να συμβιβαστεί, προδίδοντας τον εαυτό του, αφού εγκαταλείπει τα όνειρα της ζωής του, τις ευγενικές του φιλοδοξίες και τον ζωτικό χώρο του δημοκρατικού και περισσότερο απαιτητικού πολιτισμού του. Ο συνέπειες αυτού του συμβιβασμού είναι η οδύνη, η απελπισία και μια ζωή χωρίς νόημα, τουλάχιστο στο πλαίσιο του πολιτεύματος και της ζωής των ελεύθερων Αθηναίων, καθώς τα υλικά αγαθά και τα αξιώματα που του προσφέρει ο απολυταρχικός μονάρχης Αρταξέρξης δεν πρόκειται ποτέ να αντισταθμίσουν τα χαμένα του όνειρα και ιδανικά.

Αντίθετα, στο Βάρναλη κυριαρχεί περισσότερο ο τύπος του αριστοκρατικής καταγωγής Αθηναίου, του ατομιστή «άρχοντα», ένα είδος ανελέητου και σκληρού (για τις τύχες όλων των άλλων) «υπερανθρώπου». Αν η ανάγνωσή μας είναι σωστή, τότε είναι περίεργο, ή έστω ενδιαφέρον, το ότι ο Βάρναλης δεν παραμέρισε ούτε αγνόησε το ποίημα αυτό στη σοσιαλιστική του περίοδο, όταν επέλεξε να ανθολογήσει και να ενσωματώσει στο έντυπο έργο του μερικά μόνο ποιήματα της προ-σοσιαλιστικής του παραγωγής. Άρα, γι’ αυτόν, η αισθητική αξία κάποτε υπερτερούσε των ιδεολογικών αναγκών ή θυσιών, ιδίως της εποχής του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Ή, θα λέγαμε γενικότερα για το Βάρναλη και για άλλους λογοτέχνες και καλλιτέχνες, οι δημιουργοί δεν είναι πάντα έτοιμοι, ή δεν είναι πάντα αρκετά πειθήνιοι σε κομματικές επιταγές ή εσωτερικούς καταναγκασμούς, ώστε να θυσιάσουν όλα τα δείγματα της προηγούμενης προσωπικής καλλιτεχνικής τους ιστορίας (εδώ της «αστικής τέχνης» τους) και να τα «αποκηρύξουν».

Συμπεράσματα

Συγκριτικά, λοιπόν, με το ποίημα του Βάρναλη, ο τόνος του Καβάφη είναι πιο ηθικοδιδακτικός και φιλοσοφικός: με το ιστορικό σύμβολο υπονοείται ότι κάθε ηθικός συμβιβασμός, που συνοδεύεται από την εγκατάλειψη των ονείρων και των ιδανικών μας, προκαλεί οδύνη και εσωτερικό διχασμό, καθώς, όποια κι αν είναι τα ανταλλάγματα που κερδίζουμε, δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τα χαμένα. Ο Βάρναλης όμως, παρά τα ορισμένα «ηθικού τύπου» σχόλια για τον Αλκιβιάδη μέσα στο ποίημα, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην πανοραμική αναπαράσταση μιας αρχαίας πολιτικής φυσιογνωμίας μέσα από το φακό ενός πληθωρικού παρνασσισμού, αισθητισμού έως, ίσως, και νιτσεϊσμού. Όταν έγραφε ο Βάρναλης το ποίημα, ίσως τα κίνητρά του να μην ήταν καθαρά ιδεολογικά-πολιτικά,[12] αλλά οι δεδομένες ιστορικές συνθήκες στις οποίες έχει παραχθεί το έργο επιτρέπουν στον αναγνώστη να συσχετίσει τη μορφή του Αλκιβιάδη με πολιτικές μορφές της σύγχρονης Ελλάδας.





ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Κείμενα
Κ. Βάρναλης, Ποιητικά, Πεζός Λόγος, Ελεύθερος κόσμος, Κέδρος 1956.
Κ.Π. Καβάφης, Ποιήματα, επιμ. Γ.Π. Σαββίδης, τ. Α΄, Ίκαρος 1983.

Μελέτες
Γ. Δάλλας, Καβάφης και Ιστορία, Ερμής 1986.
Σπ. Γκίνης, Κώστας Βάρναλης: ιδεολογία και αισθητική, Γλάρος 1982.
Ηρ. Κακαβάνης, Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματα, Εντός, Αθήνα 2012.
Μ. Μ. Παπαϊωάννου, Κώστας Βάρναλης. Μελέτες, Σύγχρονη Εποχή, 22011.
Gregory Jusdanis, The Poetics of Cavafy: Textuality, Eroticism, History, Princeton University Press, Πρίνστον 1987


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: