Τρία ποιήματα του Ζαν-Κλωντ Πιρότ

Εικαστικό του ποιητή
Εικαστικό του ποιητή

Ποτέ δεν θα μάθεις ποιος είμαι…

Ποτέ δεν θα μάθεις ποιος είμαι
Λέει το παιδί περνώ το δρόμο μου
Οδεύω προς τις μακρινές πεδιάδες,
Όπου το χορτάρι τραγουδά τα μεσάνυχτα εκεί προς τις ιτιές
Που κλαίνε γιατί έτσι είναι 
Όπου ανοίγεται στην καρδιά μου η πιστή μουσική
Κι ο κόσμος αρχίζει επιτέλους να ζει
Κι εγώ αρχίζω να πεθαίνω
Δεν θα με δεις να γερνάω
Ούτε και τη σκιά μου θα αναγνωρίσεις
Όπως διαγράφεται ακουμπισμένη στην πλαγιά
Εκεί όπου το μαύρο μονοπάτι μες τα αγκάθια χάνεται
Και τα αστέρια των λευκών συντρόφων

Όσο και να κοιτάζεις ακατάπαυστα πίσω
σου σα να φοβάσαι την καταιγίδα
Και να βιάζεσαι, κυνηγημένη από την αστραπή
Ποτέ δεν θα συλλάβεις το χαμόγελό μου
Το τρυφερά σκληρό σαν του θλιμμένου εκτελεστή.

(Passage des ombres, La Table ronde 2008)

Από τα «Ποιήματα στο τέλος του χρόνου»

Από τα ποιήματα στο τέλος
Του χρόνου τίποτα δεν απομένει

Ας επιστρέψουνε στο χώμα
Αρχέγονων δασών

Να θρέψουνε το σώμα
Ορθόπτερων εντόμων

Τα όνειρα των κορασίδων
Τις σκόνες των ταριχευτών 

O θάνατος

O θάνατος: πολλά λέγονται γι’ αυτόν
τον χρόνο στο ρολόι μου κοιτώ
και τις δέκα εντολές
είμαι ένας άλλος, όντας εγώ

αυτός ο άλλος θα πεθάνει
που όλα τα περιγελά
θα έχει παίξει τα πιο γερά χαρτιά
μα θα χαθεί μέσα στην πλάνη

κι εγώ κοιτώ τον χρόνο που περνά
σύννεφα λογχίζουν τα κλωνάρια
σκοτάδι – ο πύργος αγρυπνά
στο παρελθόν μου κατοικώ μακάρια



Τρία ποιήματα του Ζαν-Κλωντ Πιρότ

«Έχω ήδη εξα­φα­νι­στεί πολ­λές φο­ρές», εί­χε γρά­ψει ο Jean-Claude Pirotte (1939-2014) σε κά­ποιο από τα βι­βλία του, και με αυ­τήν τη φρά­ση τον απο­χαι­ρε­τά, το 2014, ο Nouvel Observateur. Ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος και ζω­γρά­φος, ο βελ­γι­κής κα­τα­γω­γής Πι­ρότ έχει πε­ρά­σει στην ιστο­ρία της λο­γο­τε­χνί­ας ως ο «πε­ρι­πλα­νώ­με­νος ποι­η­τής». Πο­λυ­βρα­βευ­μέ­νος (με το Με­γά­λο Βρα­βείο Ποί­η­σης της Γαλ­λι­κής Ακα­δη­μί­ας, με­τα­ξύ πολ­λών άλ­λων, και το Βρα­βείο Γκον­κούρ Ποί­η­σης), ο Πι­ρότ ερ­γά­στη­κε ως δι­κη­γό­ρος από το 1964 έως το 1975, οπό­τε και δια­γρά­φη­κε από το δι­κη­γο­ρι­κό σώ­μα και κα­τα­δι­κά­στη­κε σε διε­τή φυ­λά­κι­ση χω­ρίς ανα­στο­λή, με την κα­τη­γο­ρία ότι βο­ή­θη­σε έναν πε­λά­τη του να δρα­πε­τεύ­σει, κά­τι το οποίο αρ­νή­θη­κε σε όλη του τη ζωή. Για να απο­φύ­γει τη φυ­λα­κή, διέ­φυ­γε από τη Γαλ­λία (με ένα κόκ­κι­νο MG, λέ­ει ο μύ­θος) και για πολ­λά χρό­νια (μέ­χρι και το 1981, έτος πα­ρα­γρα­φής της ποι­νής) πε­ρι­πλα­νή­θη­κε σε όλη την Ευ­ρώ­πη, αντλώ­ντας πλού­σιο υλι­κό για το εξί­σου πλού­σιο συγ­γρα­φι­κό του έρ­γο, τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, τα χρο­νο­γρα­φή­μα­τα και τα ποι­ή­μα­τα που θα αφή­σει πί­σω του να μαρ­τυ­ρούν το ιδιαί­τε­ρο τα­λέ­ντο που διέ­θε­τε ο Πι­ρότ να με­τα­πλά­θει αυ­τό το δύ­σκο­λο έρ­γο που λέ­γε­ται ζωή.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: