Κείμενα / Χειρόγραφα

Λυκιδέας (=Π.Θ.): «Ποιήματα 1962-1964». Αυτόγραφο τετράδιο με πολλά ανέκδοτα ποιήματα. Γιαννιτσά 1964 (Αρχείο Δ.Κ.)

Λυκιδέας (=Π.Θ.): «Ποιήματα 1962-1964». Αυτόγραφο τετράδιο με πολλά ανέκδοτα ποιήματα. Γιαννιτσά 1964 (Αρχείο Δ.Κ.)

Λυκιδέας (=Π.Θ.): «Ποιήματα 1962-1964». Αυτόγραφο τετράδιο με πολλά ανέκδοτα ποιήματα. Γιαννιτσά 1964 (Αρχείο Δ.Κ.)

Εσπανιόλα
Κείμενα / Χειρόγραφα

«Έκλει­σε νο­μί­ζω ορι­στι­κά το εξώ­φυλ­λο της Εσπα­νιό­λας, του­τέ­στι του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος που ετοι­μά­ζω από το 2004. Ιστο­ρεί­ται ένας Μογ­γό­λος σα­μά­νος που μοιά­ζει εκ­πλη­κτι­κά με τον Στρετ­τί­στα φί­λο και αρ­χαίο γεί­το­να της πε­ριο­χής Σχο­λής Τυ­φλών Σά­κη, τον επι­λε­γό­με­νο Πλου­μπί­δη». ― Π.Θ., στο FΒ (7 Ιου­λί­ου 2012)


Κείμενα / Χειρόγραφα

Α Π Ο Σ Π Α Σ Μ Α Τ Α

Ο Στα­ρό­βας ήταν πιό λι­το­δί­αι­τος άν­θρω­πος από τον Λί­βε­ρι,ίσως και τριά­ντα χρό­νια µε­γα­λύ­τε­ρος και η προ­σω­πι­κή του απο­χή από το φα­γη­τό εί­χε κά­πο­τε ξε­πε­ρά­σει τις εν­νιά ηµέ­ρες χω­ρίς να του πέ­σου­νε τα δό­ντια γι΄αυ­τό. Λοι­πόν, δεν εί­χε το κί­νη­τρο του νέ­ου φί­λου του στην ανα­ζή­τη­ση λύ­σης, του­λά­χι­στον γιά εκα­τό ώρες ακό­µη.Του απα­ντά : «Ακό­µη κι αν τα κα­τα­φέ­ρου­µε στην πρώ­τη φά­ση, και βρε­θού­µε τρι­γυ­ρι­σµέ­νοι από λα­µπρο­ντυ­µέ­νους µα­γνά­τους, που βρω­µά­ει το χνώ­το τους από χορ­τα­σµό και κρε­ω­φα­γία,δύ­σκο­λα θα τους πεί­σου­µε ότι εί­µα­στε ει­δι­κοί σε οτι­δή­πο­τε πνευ­µα­τι­κό, έτσι που εί­µα­στε ντυ­µέ­νοι. Μας χρειά­ζο­νται ρό­µπες εξω­τι­κές, κά­τι ανα­το­λί­τι­κο και µα­κρυ­νό, αλ­λά όχι αγα­ρη­νό. Αν µπο­ρού­σα­µε να πα­ρα­στή­σου­µε τους Αρµέ­νη­δες ή τους Ίβη­ρες, τους Πέρ­σες κα­λύ­τε­ρα, ελα­φρώς φί­λους του σταυ­ρού, αλ­λά δί­νο­ντας την εντύ­πω­ση πως έλ­κου­µε κα­τα­γω­γή από πυ­ρο­λά­τρες ή δεν­δρό­βιους, κι αν ξέ­ρα­µε κά­ποιο µα­γι­κό, µπο­ρεί και να µας πί­στευαν.Αν και όλοι τους έχουν συ­µβού­λους ρα­σο­φό­ρους φα­να­τι­κούς και εχθρούς των λό­γων. Η ιδέα σου σκο­ντά­φτει στο ανα­λώ­σι­µο του εί­δους µας. Θα προ­τι­µή­σουν να βρούν µό­νοι τους τις άκρες µε τον Ίβαν, πα­ρά να µας εµπι­στευ­τούν».
Ο Λί­βε­ρις δεν το έβα­λε κά­τω. Ήταν ικα­νός να πα­ρα­δώ­σει τους Πλά­τω­νές του αµα­χη­τί σε όποιον του έφερ­νε µια µου­χλια­σµέ­νη κό­ρα από κρι­θα­ρό­ψω­µο.
«Οι κα­λές σου ιδέ­ες, Στα­ρό­βα, σκο­ντά­φτουν όχι σε ρού­χα που δεν έχου­µε, αλ­λά σε εκ­παί­δευ­ση που δεν θα απο­κτή­σου­µε πο­τέ. Εγώ πει­νάω και θα βγω από εδώ µέ­σα».
Οι δύο συ­γκά­τοι­κοι έµει­ναν σιω­πη­λοί για λί­γο, τό­σο ακρι­βώς ώστε να κα­τα­λά­βουν ένα σύρ­σι­µο που ξε­πέ­ρα­σε τον τρι­γµό τής βου­βής φω­τιάς στην αυ­λή. Κοί­τα­ξαν µε τρό­πο από το πα­ρά­θυ­ρο και εί­δαν κά­ποιον που έµοια­ζε το ίδιο χα­µέ­νος µε αυ­τούς. Φο­ρού­σε ρού­χα που δεν εί­χαν ξα­να­δεί,µιά στα­χτιά ρό­µπα µε κου­κού­λα από γι­δό­µα­λο, αβά­στα­χτη τέ­τοια επο­χή του χρό­νου, κολ­λη­τό πα­ντε­λό­νι µαύ­ρο που έµπαι­νε σε στε­νές µυ­τε­ρές µπό­τες και κρα­τού­σε ένα σκα­λι­σµέ­νο χο­ντρό ρα­βδί που τον ξε­περ­νού­σε στο µπόι. Τα γέ­νεια του ήταν µαύ­ρα και κα­τσα­ρά, ενώ στο κρα­νίο του γυά­λι­ζε η πε­ρι­φέ­ρεια µιας µε­γα­λό­πρε­πης φα­λά­κρας, που την σκέ­πα­ζε το πιο τρε­λό κα­πέ­λο που µπο­ρού­σε να δια­νοη­θεί και ο πλέ­ον εξε­ζη­τη­µέ­νος κα­πε­λάς µιας πρω­τεύ­ου­σας του πο­λι­τι­σµού. Δεν το πε­ρι­γρά­φω αµέ­σως, για να κα­λύ­ψω κά­ποιο άλ­λο κε­νό της δι­ή­γη­σης. Ση­µα­σία εί­χε πως δεν ήταν µή­τε Φρά­γκος, µή­τε Βε­νε­τσιά­νος και δεν έµοια­ζε µε ρω­µιό πρω­τευου­σιά­νο. Έβγα­λαν το µι­σό τους σώ­µα έξω από το πα­ρά­θυ­ρο και τον πρό­στα­ξαν να φύ­γει µε χει­ρο­νο­µί­ες και ένα από­το­µο «ουστ!». Εκεί­νος τους κοί­τα­ξε τρο­µα­γµέ­νος και τό­τε πρό­σε­ξαν τα µα­τω­µέ­να του µά­γου­λα,θαρ­ρείς από νύ­χια θη­ρί­ου. Δεν έδει­ξε ση­µεία φυ­γής.Απε­να­ντί­ας σή­κω­σε το ρα­βδί µε τα δυο του χέ­ρια και τους εί­πε:
«Δι­ψάω, πει­νάω, υπο­φέ­ρω, µό­νος µου µα­τώ­νω» και µε­τά τους κοί­τα­ζε σαν χα­µέ­νος. Ο Στα­ρό­βας γύ­ρι­σε στον Λί­βε­ρι. «Έχεις κα­νέ­να µα­χαί­ρι;» «Έχω ένα αρ­βα­νί­τι­κο, για το ψω­µί» «Αν του το πε­τά­ξεις, τον πε­τυ­χαί­νεις;» «Δεν ξέ­ρω να καρ­φώ­νω από µα­κριά, µό­νον λαι­µούς κό­βω κα­λά». «Τό­τε φώ­να­ξέ τον επά­νω, αυ­τόν τον πα­ρά­ξε­νο, επει­δή αν τον αφή­σου­µε να φύ­γει, µπο­ρεί να µας καρ­φώ­σει στον όποιον, για να µη δι­ψά­ει, για να µη πει­νά­ει, για να µη υπο­φέ­ρει, για να µη µό­νος του µα­τώ­νει».
Ο Λί­βε­ρις έδει­ξε στον άν­θρω­πο µε νεύ­µα­τα πώς να ανέ­βει κο­ντά τους. Ήρ­θε στο δω­µά­τιο, δεν τους πλη­σί­α­σε, κρά­τη­σε τη µα­γκού­ρα µε τα δυο του χέ­ρια µπρο­στά και σφη­νώ­θη­κε σε µια γω­νιά. Έµπει­ρος, ήξε­ρε πώς να προ­στα­τευ­τεί από δύο αντι­πά­λους. Ρώ­τη­σε αν υπάρ­χει φα­γη­τό και νε­ρό. Όταν του ένευ­σαν αρ­νη­τι­κά, άφη­σε την πλά­τη του να γλι­στρή­σει στον τοί­χο, και κά­θη­σε µάλ­λον απελ­πι­σµέ­νος στο πά­τω­µα.
Τον έλε­γαν Λί­τσο και ήταν από την Τρα­πε­ζού­ντα. Τα­βου­λά­ριος στην επι­σκο­πή Χαλ­δί­ας, απε­στα­λµέ­νος για υπο­θέ­σεις της στον Πα­τριάρ­χη, µέ­λος µιας επι­τρο­πής. Βρι­σκό­ταν λί­γες εβδο­µά­δες στην πό­λη, ακρι­βώς αυ­τές που συ­νέ­βη το ανε­πα­νόρ­θω­το. Έχα­σε τους συ­ντρό­φους του µέ­σα στην χλα­λοή και τρι­γυρ­νού­σε άσκο­πα στις ρη­µα­γµέ­νες γει­το­νιές, άφρα­γκος και άο­πλος,
πε­ρι­µέ­νο­ντας να πε­ρά­σει η αντά­ρα και να βρει τρό­πο να γυ­ρί­σει στην πα­τρί­δα του.Ήταν µορ­φω­µέ­νος, όσο µπο­ρεί να µορ­φω­θεί κά­ποιος στα όρη στ΄ άγρια βου­νά και έξω από τα νε­ρά του. Πρω­τά­κου­σε για σταυ­ρο­φό­ρους και εµφυ­λί­ους µό­λις ήρ­θε εδώ. Το µό­νο γνω­στό ση­µά­δι που έβρι­σκε, εκτός τους Ρω­µαί­ους, ήταν µε­ρι­κές βε­νε­τσιά­νι­κες στο­λές, κι αυ­τό πριν µπει στην πό­λη. Στα µέ­ρη τους δεν εί­χαν άλ­λους ξέ­νους, αφού οι λί­γοι Χά­ζα­ροι που κα­τέ­βα­ζαν εµπο­ρεύ­µα­τα και κα­λού­δια από τον βορ­ρά ήταν από και­ρό εξα­φα­νι­σµέ­νοι. Μό­νον βε­νε­τσιά­νοι ήρ­χο­νταν στα λι­µά­νια, και εί­χαν µά­λι­στα εγκαι­νιά­σει, ένα χρό­νο πριν τα­ξι­δέ­ψει, κα­λές απο­θή­κες που εί­χαν απ' όλα τα κα­λά στην Τρα­πε­ζού­ντα. Έφερ­ναν όπλα, ρού­χα και στο­λί­δια, έπαιρ­ναν σκλά­βους, σι­τά­ρια, γού­νες και επι­βά­τες. Ανα­λά­µβα­ναν επί­σης, µε σο­βα­ρό διά­φο­ρο, να µε­τα­φέ­ρουν εµπο­ρεύ­µα­τα τρί­των στις δυ­τι­κές πο­λι­τεί­ες. Αυ­τά τους εί­πε σε πρώ­τη φά­ση, κι αν ήταν ταϊ­σµέ­νος, µπο­ρεί και να τους µι­λού­σε ακό­µη, µε­τά από οχτα­κό­σια τό­σα χρό­νια ― τέ­τοια φλυα­ρία τον έζω­νε. Αλ­λά
πει­νού­σε και βρό­µα­γε το χνώ­το του.Κά­θε τό­σο σιω­πού­σε και έπε­φτε σε µαύ­ρη απά­θεια. Μή­τε να φα­ντα­στεί­τε ότι τα λό­για του εί­χαν την συ­νο­χή µε την οποία σας τα πα­ρου­σιά­ζω. Η πρό­τα­ση, λό­γου χά­ρη «έφερ­ναν όπλα, ρού­χα και στο­λί­δια», στα χεί­λη του Λί­τσου ήταν «έφε­ρα φέ­ρα τε φε­ρά­τα οι Ου­ε­νε­τοί, πόλ­λα, πολ­λά και αρίφ­νη­τα, δεν λέ­γω µό­νον άρµα­τα, δεν µο­λο­γώ τα ρου­χι­κά, αλ­λά εµµέ­νω, γούρ­παν, στα λι­λία, στα νι­νία και στις τιά­ρες, όπου οι κυ­ρά­δες, όχι άρµα­τα επε­θύ­µουν, µη­δέ τα σκα­ρα­µαγ­γι­κά, µο­νο­νου­χί των παι­δά­ντων τα στρου­θία, πά­ρεξ και µό­νον λι­λία εκυ­νή­γουν, τα ΄φε­ρε ο και­ρός, µο­λο­γάω το, χά­σον-χά­σον». Έκα­να τις σχε­τι­κές συ­ντµή­σεις και µε­τα­τρο­πές, για να µη φτά­σει τού­τη η ιστο­ρία στις µύ­ριες σε­λί­δες.
Μό­λις η ρί­ζα «βε­νετ―» έκα­µε την εµφά­νι­σή της στο λε­ρό δω­µά­τιο, τα µά­τια του Στα­ρό­βα τρε­µό­παι­ξαν και τα αφτιά του Λί­βε­ρι τε­ντώ­θη­καν.Κοι­τά­χτη­καν πά­λι µε νό­η­µα, οι πρό­σφα­τοι συ­γκά­τοι­κοι της ζω­ής, οι ενω­µέ­νοι µό­νον χά­ρη στην κόλ­λα ενός χα­λα­ρού συγ­γρα­φι­κού ήθους. Ξε­κί­νη­σαν λοι­πόν τις διευ­κρι­νι­στι­κές ερω­τή­σεις. Δεν ξέ­ρω, ακό­µη και σή­µε­ρα, αν εί­χαν την ίδια ιδέα στο µυα­λό τους, αλ­λά από τα ερω­τή­µα­τα που έκα­ναν στον Λί­τσο, κά­τι τέ­τοιο θα ήταν λο­γι­κό.
'Ω­στε ήρ­θες µε βε­νε­τσιά­νι­κο σκα­ρί; Πώς το έλε­γαν; Πώς λέ­γα­νε τον κα­πε­τά­νιο; Πού σας άφη­σε; Ήταν σε σκά­λα της πό­λης ή αντί­πε­ρα; Για­τί δεν γύ­ρι­σες εκεί, µή­πως και τον έβρι­σκες, να φεύ­γα­τε; Τι ζη­τάς στις στε­ριές µε τό­ση αι­µα­το­χυ­σία; Κο­νά­κι, στα­σίο και κά­θι­σµα δεν έχε­τε χαλ­δι­κό µέ­σα στην µε­γα­λό­πο­λη; Και που βρί­σκε­ται αυ­τό; Πώς θα το έβρι­σκες; Έχεις γνω­στούς στα µέ­ρη αυ­τά; Τι υπο­θέ­σεις θα ξε­κα­θά­ρι­ζες; Οι σύ­ντρο­φοί σου πώς χά­θη­καν;
Μέ­σα από τις λυ­ρι­κές απα­ντή­σεις του Λί­τσου, δια­µορ­φώ­θη­κε µια άλ­λη δι­ή­γη­ση.Το κα­ρά­βι εί­χε ένα λα­τι­νι­κό όνο­µα, κι αυ­τός ήξε­ρε µό­νο τούρ­κι­κες γλώσ­σες και µπο­ρού­σε να συ­νεν­νοη­θεί σχε­τι­κά κα­λά µε Ίβη­ρες και Αρµε­νί­ους. Η σκά­λα ήταν αντί­πε­ρα, στον Γα­λα­τά. Οι σύ­ντρο­φοί του έµει­ναν εκεί, αλ­λά αυ­τός κί­νη­σε µε τα πό­δια και µπή­κε στην πό­λη, περ­πα­τώ­ντας τρεις µέ­ρες όλη την πα­ρα­λία του στε­νό­µα­κρου κόλ­που, επει­δή έπρε­πε να δει τον εξά­δελ­φό του στο κά­θι­σµα της Χαλ­δί­ας, που εί­χε πε­ριώ­νυ­µο ναό στο όνο­µα του Αγί­ου Αρ­τε­µί­ου. Έπρε­πε να συ­γκε­ντρώ­σει την προη­γού­µε­νη αλ­λη­λο­γρα­φία των υπο­θέ­σε­ων που ανέ­λα­βε να πα­ρου­σιά­σει στο συ­νο­δι­κό δι­κα­στή­ριο (κλη­ρο­νο­µι­κά ευ­γε­νών και ένα δια­ζύ­γιο µπερ­δε­µέ­νο, κα­θώς και µία κή­ρυ­ξη σε αφά­νεια) ώστε να εί­ναι έτοι­µος. Στο κά­θι­σµα δεν έφτα­σε πο­τέ, επει­δή βρι­σκό­ταν στην άλ­λη άκρη της πό­λης, στα χερ­σαία τεί­χη, κο­ντά στην Χρυ­σεία, δη­λα­δή µέ­σα στον πό­λε­µο. Μπαί­νο­ντας από τα Ορµίσ­δου, τον έγδυ­σαν, τον χτύ­πη­σαν, αλ­λά τον άφη­σαν να µπει στις γει­το­νί­ες. Έκτο­τε φρο­ντί­ζει να µέ­νει σε οπτι­κή επα­φή µε τον Γα­λα­τά, κα­τε­βαί­νο­ντας κα­µιά φο­ρά στις ψα­ρό­σκα­λες, µή­πως και βρει σκα­φί­δι να τον βγά­λει αντί­πε­ρα,αλ­λά εδώ και τρεις µέ­ρες σά­πι­σαν ακό­µη και οι πα­τη­µέ­νες σαρ­δέ­λες που ήταν το φα­γη­τό του όλο αυ­τό το διά­στη­µα.Από τό­τε ψά­χνει να κλέ­ψει κά­τι, να πο­ρευ­τεί. Αλ­λά εί­ναι τα­βου­λά­ριος κι όχι ικα­νός σε τέ­τοια.Κι επι­πλέ­ον, δεν έχει δει, επί τό­σο διά­στη­µα που τα­λαι­πω­ρεί­ται, µή­τε έναν βε­νε­τσιά­νο, να γλι­τώ­σει.
«Για­τί να σε γλι­τώ­σει ο Βε­νε­τσιά­νος;» ρώ­τη­σαν µε ένα στό­µα οι δυο τους. Ο Λί­τσος έβγα­λε από τον κόρ­φο του και τους έδει­ξε µια σφρα­γί­δα.
«Εί­µαι, εκτός από τα­βου­λά­ριος, και εκ­πρό­σω­πός τους γιά τις ει­σα­γω­γές που κά­νουν από τα βου­νά. Ξέ­ρω τις γλώσ­σες των εθνών και βοη­θά που πη­γαί­νω πα­ντού για δου­λειές του επι­σκό­που. Αλ­λιώς πώς θα µας έφερ­ναν εδώ; Νο­µί­ζε­τε ότι η Μαύ­ρη θά­λασ­σα εί­ναι γε­µά­τη φε­λού­κες και πα­νιά που κυ­κλο­φο­ρούν ελεύ­θε­ρα;» Με τους Βε­νε­τσιά­νους εξή­γη­σε ότι η συ­νεν­νό­η­ση γι­νό­ταν µε την διε­θνή γλώσ­σα του εµπο­ρί­ου, δη­λα­δή µε γκρι­µά­τσες και τα δά­χτυ­λα και το κα­τάλ­λη­λο τρί­ψι­µο αυ­τών των συ­στα­τι­κών µε­τα­ξύ τους ή αυ­τό­νο­µα.
Με­τά, ο Λί­τσος ξε­θάρ­ρε­ψε και ζή­τη­σε να δει τις ταυ­τό­τη­τες των δυο τους, δή­θεν από πε­ριέρ­γεια. Ο Λί­βε­ρις του έδει­ξε την ει­κο­νί­τσα της Χά­ρµαι­νας και ο Στα­ρό­βας ένα πα­ρά­ξε­νο αση­µέ­νιο πλα­κί­διο, που πα­ρά­σται­νε έναν πύρ­γο, που τρι­γύ­ρω του πε­τού­σαν τρία που­λιά. Κα­θώς δεν σή­µαι­ναν τί­πο­τε γι΄αυ­τόν δεν επέ­µει­νε άλ­λο. Αλ­λά τώ­ρα η έξα­ψη βρι­σκό­ταν στα χεί­λη του Στα­ρό­βα.
«Εσύ, ο Λί­τσος, θέ­λεις να βρεις Βε­νε­τούς. Εµείς ξέ­ρου­µε που βρί­σκο­νται. Θα σε πά­µε σ΄ αυ­τούς. Εί­ναι κά­πως µα­κριά, αλ­λά θα βοη­θή­σει ο ένας τον άλ­λον. Και σε αντάλ­λα­γµα, θα µας κά­νεις µια χά­ρη: θα ζη­τή­σεις να µας ταϊ­σου­νε κι εµάς, που δεν τρα­βή­ξα­µε λι­γό­τε­ρα. Κα­τέ­βα να βι­γλί­σεις από την εξώ­θυ­ρα και κά­νε µας σή­µα, αν εί­ναι όλα κα­θα­ρά, να κα­τέ­βου­µε κι εµείς»
«Σύ­µφω­νοι». απά­ντη­σε ο Λί­τσος κι έφυ­γε.
Ο Λί­βε­ρις µου­ρµού­ρι­σε: «Και πού ξέ­ρεις που εί­ναι οι Βε­νε­τσιά­νοι;» «Δεν ξέ­ρω» εί­πε ο Στα­ρό­βας. «Αλ­λά ξέ­ρω και ξέ­ρεις που εί­ναι οι σταυ­ρο­φό­ροι και οι Γε­ρµα­να­ρά­δες. Σε αυ­τούς θα πά­µε κα­τευ­θεί­αν. Η ταυ­τό­τη­τα τού­του του µυ­στή­ριου, εί­ναι το δια­βα­τή­ριο της ζω­ής µας. Κα­θώς δεν του έχου­µε πει τί­πο­τε για εµάς, θα τον αφή­σου­µε να πει την ιστο­ρία του κα­θώς το επι­θυ­µεί, κι έτσι κα­νέ­να ψέ­µµα δεν θα θο­λώ­σει την λο­γι­κή του. Με­τά, εί­ναι η σει­ρά µας να παί­ξου­µε το παι­χνί­δι που προ­φη­τι­κά µου εί­πες ότι µπο­ρού­µε να παί­ξου­µε. Βρι­σκό­µα­στε δί­πλα σε έναν µάλ­λον ελα­φρό­µυα­λο βου­νή­σιο που έχει κα­λές συ­στά­σεις και µι­λά­ει εξω­τι­κές γλώσ­σες, ενώ οι Βε­νε­τσιά­νοι θα του µι­λά­νε µε σπα­σµέ­να ρω­µέι­κα. Τι εί­µα­στε λοι­πόν εµείς; Οι µε­τα­φρα­στές του και οι µύ­στες ενός άλ­λου κό­σµου. Βρες κά­ποιον τρό­πο να το βου­λώ­νει ενό­σω εµείς θα µι­λά­µε και όλα θα πά­νε κα­λά». Εί­δαν το σή­µα του Λί­τσου και κα­τέ­βη­καν κο­ντά του. Ο Λί­βε­ρις του λέ­ει: «Θα περ­πα­τή­σου­µε σε δύ­σκο­λους δρό­µους, θα µι­λά­µε µε νο­ή­µα­τα και ίσως χα­θού­µε στην δια­δρο­µή. Εµείς, να ξέ­ρεις, εί­µα­στε πιο σπου­δαί­οι από σέ­να στην εκτί­µη­ση των Βε­νε­τσιά­νων. Γι΄ αυ­τό, αν τους συ­να­ντή­σου­µε θα µι­λή­σεις µό­νο για λο­γα­ρια­σµό σου και δεν θα έχεις γνώ­µη για τί­πο­τε, εκτός αν λες «ναι» σ΄ό,τι κι αν σε ρω­τή­σουν». Ο Λί­τσος σί­γου­ρα δεν κα­τά­λα­βε, αλ­λά συ­µφώ­νη­σε.

Γει­το­νιά τού Αντι­φω­νη­τή, µια µε­γά­λη στέρ­να µε εξώ­στη που αντί­κρυ­ζε το κα­µµέ­νο πα­λά­τι του Κα­λα­µά­νου, µε τις δύο εκ­κλη­σί­ες και την το­ξω­τή αυ­λή, κολ­λη­τά σε έναν κα­τη­φο­ρι­κό νε­ρό­δρο­µο που έβγα­ζε στην πόρ­τα του Νε­ω­ρί­ου, µε τις κλει­στές σι­δε­ρέ­νιες θύ­ρες, και τα ξύ­λι­να πα­ρα­πή­γµα­τα των εµπό­ρων να φτά­νουν στα µι­σά του θα­λασ­σι­νού τεί­χους. Οι τρεις τους πή­ραν τον ανή­φο­ρο, που οδη­γού­σε µε ελι­κω­τά στε­νά­κια στον ζυ­γό ανά­µε­σα δεύ­τε­ρο και τρί­το λό­φο,κά­τω από µιά µε­γά­λη πλα­τεία, όπου δια­κρί­νο­νταν δυ­τι­κά οι τρού­λοι των Δώ­δε­κα Απο­στό­λων και η πό­λη στα νό­τια, που αντί για τη γρα­µµή του ορί­ζο­ντα, ήταν βου­τη­γµέ­νη στην αχλύ της θά­λασ­σας της Προ­πο­ντί­δας.Κρύ­φτη­καν στον µε­γά­λο βά­στα­γα της πλα­τεί­ας,πε­ρι­µέ­νο­ντας να πε­ρά­σουν απο­σπά­σµα­τα ενό­πλων που κα­τέ­βαι­ναν στο Μί­λι και ήρε­µα έκο­ψαν έως το ρεί­θρο του µε­γά­λου βα­σι­λι­κού δρό­µου.Τον διέ­σχι­σαν πο­λύ προ­σε­κτι­κά και έφτα­σαν σε άλ­λα στε­νά­κια, που οµο­λο­γου­µέ­νως δεν εί­χαν κα­θό­λου φω­τιές και υπήρ­χε αραιός κό­σµος, κά­τι γε­ρό­ντια που πε­ρί­µε­ναν ποιος ξέ­ρει τι στον αυ­λό­γυ­ρο ενός να­ού, ρω­µαί­οι µε τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τους που­κά­µι­σα, στο χρώ­µα της ώχρας και στο χρώ­µα του κε­ρα­µι­διού, µε τε­λειώ­µα­τα γαϊ­τά­νια και εκεί­να τα άβο­λα πο­δή­µα­τα από µαύ­ρο πε­τσί και κορ­δό­νια. Ρώ­τη­σαν τον πιο συ­στα­ζού­µε­νο «πού οι αρ­χές και πού οι άρ­χο­ντες» κι εκεί­νος τους έδει­ξε µε το χέ­ρι και την γου­βω­µέ­νη πα­λά­µη, πί­σω από την πλά­τη του, σα να πε­τού­σε µια πέ­τρα. Δυο τρεις πε­τά­χτη­καν και εί­παν «στο φυ­λά­κιο, στο φυ­λά­κιο».Ο Λί­βε­ρις ξε­φορ­τώ­θη­κε τον σά­κο του και τον έδω­σε στον Στα­ρό­βα, λέ­γο­ντάς του «πε­ρι­µέ­νε­τε εδώ να δω την κί­νη­ση κι έρ­χο­µαι να σας πά­ρω».
Βρή­κε όντως πί­σω από το ιε­ρό ένα ξε­πα­τω­µέ­νο πρό­θυ­ρο ενός αρ­χο­ντι­κού, όπου τε­µπέ­λια­ζε µια µά­γκα από ένο­πλα ξε­νά­κια. Εί­χαν ρί­ξει στο κοί­λο µιας τε­νε­κε­δέ­νιας ασπί­δας ξε­ρά κρε­µµύ­δια και πα­ξι­µά­δι κι έτρω­γαν.Πλη­σί­α­σε µε φλο­γι­σµέ­νο µά­τι και έντο­νη ναυ­τία την πα­ρέα, τους χαι­ρέ­τη­σε µε ψυ­χρό­τη­τα, ενώ αυ­τοί τον κοί­τα­ζαν απα­θώς. Χω­ρίς να δι­στά­σει,πή­ρε ένα κο­µµά­τι πα­ξι­µά­δι και άρ­χι­σε να το κα­τα­πί­νει χω­ρίς να δεί­χνει την αφα­γία του, όπως θα έκα­νε αν ήταν σταυ­ρα­δελ­φός µε όλους. Ταυ­τό­χρο­να εί­πε, πά­λι µε επί­τη­δες υπη­ρε­σια­κή φω­νή «λά­γκα­ρος αµί­δος, τού­τι ζέ­χνα κορ­τά­ει» κι έδει­ξε µε το χέ­ρι αό­ρι­στα προς µιά κα­τεύ­θυν­ση, κι όταν έδει­ξαν να µη κα­τα­λα­βαί­νουν, εξή­γη­σε σε δή­θεν  σπα­σµέ­να ελ­λη­νι­κά «έσπα­σε ο σω­λή­νας µε τα λύ­µα­τα στην επά­νω ρού­γα και βρο­µά­ει». Ένας από όλους κά­τι κα­τά­λα­βε και εξή­γη­σε στους άλ­λους στα φρά­γκι­κα.
Κα­θώς οι σταυ­ρο­φό­ροι ήταν σε ξέ­νο τό­πο και έξω από τα νε­ρά τους, µα­θη­µέ­νοι να τους φέ­ρε­ται κά­θε ύπο­πτος και ντό­πιος µε δου­λι­κό­τη­τα και κω­λο­τού­µπες, δεν δια­νο­ή­θη­καν ότι εί­χαν µπρο­στά τους έναν απα­τε­ώ­να από την θά­λασ­σα της δύ­σης.Του µί­λη­σαν λοι­πόν φυ­σιο­λο­γι­κά, σα να ήταν από κά­ποια δι­πλα­νή µά­γκα αλ­λο­γλώσ­σων, πλην οµο­φρό­νων. «Νε πα λα­ρµόρ», δεν βλέ­πω όπλα, σχο­λί­α­σε ένας. «Μόι κο­λέ­γκι άου­λα οκου­πά­ντες», οι σύ­ντρο­φοί µου εί­ναι στην δι­πλα­νή αυ­λή,τους εξη­γεί. «Σέρ­σο τραν­σλά­τιο φα­σί­λι­ταµ», ανα­ζη­τώ µε­τα­φρα­στή. «Έκο βι­λά­νο αντ δό­κα­νο», κρα­τώ κα­κούρ­γο στο δό­κα­νο. «Έους γκέ­νις Αρµέ­νι­κους», αρµε­νι­κής κα­τα­γω­γής. «Βοντ σπρέ­χε Βε­νί­τε», πλην µι­λά βε­νέ­τι­κα. «Ού­τις;», µή­πως κα­νέ­νας εδώ; Του έδει­ξαν µια κα­τη­φό­ρα και ένα χρυ­σό φλά­µπου­ρο κρε­µα­σµέ­νο από έναν εξώ­στη.Εκεί ήταν ο πο­τε­στά­τος, οι δρα­γου­µά­νοι και η φρου­ρά του. Εκεί ήταν οι µε­λο­δρα­µα­τι­κοί, στι­λά­τοι Βε­νε­τσιά­νοι.Τους ευ­χα­ρί­στη­σε, πή­ρε δή­θεν αδιά­φο­ρα δυο κο­µµα­τά­κια πα­ξι­µά­δι κι ένα σπά­σµα κρε­µµυ­διού (πορ αγκιά­ρε, για το δρό­µο, τους εξή­γη­σε γε­λώ­ντας) και γύ­ρι­σε στους συ­ντρό­φους του.
Πί­στευε πως εί­χε δει πολ­λά στην ζωή του, αλ­λά έπα­ψε να το πι­στεύ­ει όταν πρό­σφε­ρε µια ξε­ρή µπου­κιά στον Στα­ρό­βα και τα υπό­λοι­πα στον Λί­τσο που έζε­χνε. Δε χρειά­στη­κε να απλώ­σει τα χέ­ρια, επει­δή του κρά­τη­σαν από ένα απα­λά και άρ­πα­ξαν την τρο­φή µε το στό­µα, µέ­σα από την χού­φτα του, µα­σώ­ντας χω­ρίς να βγά­λουν το µού­τρο από την γού­βα της, ρε­ζι­λε­µέ­νοι µπρο­στά σε άθλιους Ρω­µαί­ους που κά­τι πε­ρί­µε­ναν πά­λι από κά­ποιον άγιο µάλ­λον, στην αυ­λή εκεί­νη. Με­τά τους εξή­γη­σε πως βρή­κε τους πο­τε­στά­τους, πως έπρε­πε να πε­ρά­σουν από µια ου­δέ­τε­ρη µά­γκα και πως ο Λί­τσος έπρε­πε να πα­ρα­στή­σει τον αι­χµά­λω­τό τους, πρά­γµα που έγι­νε αστρα­πιαία, δί­νο­ντας στον Στα­ρό­βα το θη­ριώ­δες ρα­βδί του και αφή­νο­ντας τον Λί­βε­ρι να του δέ­σει πί­σω τα χέ­ρια µε τη δεύ­τε­ρη ζώ­νη του,που ήταν όλη η µα­γκιά του ρού­χου του. Με­τά προ­χώ­ρη­σαν στα ίδια βή­µα­τα του Λί­βε­ρι κι όταν έφτα­σαν στην αρ­γό­σχο­λη µά­γκα, όλοι εν­δια­φέρ­θη­καν και ανα­ση­κώ­θη­καν, επει­δή τους εντυ­πω­σί­α­σε το κα­πέ­λο του Λί­τσου.Εί­χε µιά βά­ση που µε­τα­βί­ας ξε­περ­νού­σε την έκτα­ση µιας πα­πα­λή­θρας, απ΄ όπου ξε­κι­νού­σαν τέσ­σε­ρα µαύ­ρα λου­ριά που έδε­ναν πε­ρί­τε­χνα ανα δύο κι όλα µα­ζί κά­τω από τα δύο αυ­τιά, σαν γαϊ­τα­νά­κι, δε­µέ­να µε δύο πε­ρί­τε­χνους κό­µπους που από την καρ­διά τους ξε­πή­δα­γε µια ου­ρά σκί­ου­ρου.Πά­νω στην βά­ση ήταν ένα µα­τσού­κι από έβε­νο, λε­πτό και διά­τρη­το, απ΄όπου περ­νού­σαν ανα­ρί­θµη­τες κε­ρω­µέ­νες χο­ντρές κλω­στές και σύ­ρµα­τα σε πολ­λά χρώ­µα­τα, συν­θέ­το­ντας µια ανά­ε­ρη κρε­µα­στή φω­λιά από ίνες, σα να έντυ­σες µια κο­λο­κύ­θα µε σύ­ρµα και µε­τά την έβγα­λες τε­χνι­κά από µέ­σα, οπό­τε να µέ­νει µό­νον ο σκε­λε­τός.Φλο­γά­τες και κα­τα­πρά­σι­νες µε­τα­ξω­τές κορ­δέ­λες ανέ­µι­ζαν δε­µέ­νες πα­ντού στον σκε­λε­τό.Κι ολό­γυ­ρα, κου­δου­νά­κια, που όµως δεν ηχού­σαν, επει­δή ο Λί­τσος τα εί­χε στου­µπώ­σει µε µπά­µπα­κο. «Ίκα, χό­µους ιν­φέρ­νους» εί­πε ο Λί­βε­ρις δεί­χνο­ντας τον Χάλ­δο. Οι σταυ­ρο­φό­ροι σταυ­ρο­κο­πή­θη­καν και τους ξα­νά­δει­ξαν το χρυ­σό φλά­µπου­ρο. Στην κα­τη­φο­ριά ο Λί­βε­ρις πρό­λα­βε να πει στον Στα­ρό­βα «δεί­χνει αυ­τός ταυ­τό­τη­τα, µε­τά µι­λάς µό­νον εσύ, κι εγώ σε βοη­θάω». Στο µε­τα­ξύ απάλ­λα­ξε τον άν­θρω­πο από τα δε­σµά του και ξα­να­φό­ρε­σε τη ζώ­νη του.
Οι βε­νε­τσιά­νοι φρου­ροί, δεν πα­ρα­ξε­νεύ­τη­καν ιδιαί­τε­ρα, αλ­λά έδει­ξαν να ανα­γνω­ρί­ζουν το σή­µα του Λί­τσου. Ο Στα­ρό­βας εξή­γη­σε πως εί­ναι ο µε­τα­φρα­στής του Σο­φού από την Ανα­το­λή και τους έστει­λαν στις πο­λι­τι­στι­κές υπο­θέ­σεις, στον εκλα­µπρό­τα­το ιµπρε­σά­ριο Όλµο Μαρ­κε­ζά­νο. O άν­θρω­πος ήταν ευ­γε­νι­κός, αν και µπο­ρού­σες να τον χα­ρα­κτη­ρί­σεις αφη­ρη­µέ­νο. Ο Λί­τσος του εξή­γη­σε την θέ­ση του και την απο­στο­λή του, του εξή­γη­σε που βρί­σκε­ται η Χαλ­δία,πε­ριο­χή που ο Μαρ­κε­ζά­νος εί­χε ακου­στά σαν µια νέα, ανα­πτυσ­σό­µε­νη αγο­ρά, κι αυ­τό διευ­κό­λυ­νε το αί­τη­µα του Στα­ρό­βα (που προ­σποι­ή­θη­κε ότι µε­τέ­φρα­ζε µια χα­ζή έκ­φρα­ση του Λί­τσου) για να θυ­µί­σει την πεί­να και την δί­ψα των τριών, έτσι κα­θώς τα­λαι­πω­ρού­νταν επί µέ­ρες σε ύπο­πτες γει­το­νιές που δεν γνώ­ρι­σαν το χνου­δω­τό γά­ντι της στορ­γής τής Γα­λη­νο­τά­της. Αµέ­σως η συ­ζή­τη­ση συ­νε­χί­στη­κε στο µα­γει­ρείο του κτη­ρί­ου, όπου ένας βοη­θός τους έφε­ρε από ένα καρ­βέ­λι ψω­µί και ένα τσου­µπλέ­κι µε πα­στά ψά­ρια, πα­λα­µί­δες και το­νά­κια µε µαύ­ρη ρά­χη, κι από µία ευ­λο­γία µε κρα­σί ξυ­νού­τσι­κο, ρε­τσι­νω­µέ­νο. Ο Μαρ­κε­ζά­νος τους υπο­σχέ­θη­κε συ­νο­δεία για να πε­ρά­σουν απέ­να­ντι, στον Γα­λα­τά, για να βρουν το σκα­φί­δι τους, οπό­τε, χα­λα­ρός, ο Στα­ρό­βας ξε­κί­νη­σε την απο­στο­λή του.Το τα­ξί­δι τους ήταν άχρη­στο, αλ­λά ίσως όχι τε­λεί­ως. Με­τα­ξύ των σκο­πών τους, ήταν να δια­πρα­γµα­τευ­τούν την πώ­λη­ση σπου­δαί­ων έρ­γων του πνεύ­µα­τος και της επι­στή­µης, για να αγο­ρά­σουν άλ­λα χρή­σι­µα βι­βλία, κυ­ρί­ως λει­τουρ­γι­κά και δο­γµα­τι­κά, που σπά­νι­ζαν στις ερη­µί­ες τους. Πε­ρί­µε­νε την αντί­δρα­ση του ιµπρε­σά­ριου. Δη­λα­δή να ρω­τή­σει, δή­θεν αδιά­φο­ρα «τι έχου­µε εδώ;». Οι Πλά­τω­νες βγή­καν από το δι­σά­κι και πα­ρέ­µει­ναν χω­ρίς καν ένα ξε­φύλ­λι­σµα, επει­δή τα µά­τια του Μαρ­κε­ζά­νου έπη­ξαν επί εβδο­µά­δες σε τέ­τοια µε­τα­φυ­σι­κά, αφού ήταν ένας από τους υπεύ­θυ­νους της µε­τα­φο­ράς κω­δί­κων και συγ­γρα­µά­των στα βι­βλιο­στά­σια που ο ίδιος εί­χε στή­σει, ώστε να εί­ναι κα­τα­γε­γρα­µµέ­να προς δια­νο­µήν. Αλ­λά όταν βγή­κε ο 'Ι­βαν από το ύφα­σµα, και ο Στα­ρό­βας µε θε­α­µα­τι­κό τρό­πο του τον ξε­φύλ­λι­σε µπρο­στά του, εξη­γώ­ντας του ότι εδώ έχου­µε κα­θα­ρό­αι­µη, ακα­τα­νό­η­τη, ευ­ερ­γε­τι­κή, πο­λύ­γλωσ­ση, ει­κα­στι­κή και πρα­κτι­κό­τα­τη δου­λειά της αρ­χαί­ας πιά­τσας, που ανοί­γει δρό­µους στις εξε­ρευ­νή­σεις και µας γνω­ρί­ζει λα­ούς και αγο­ρές που δεν κα­τέ­χου­µε, αρ­κεί να µπο­ρού­µε να δια­βά­σου­µε αυ­τήν την πλίν­θο, ο Μαρ­κε­ζά­νος τσί­µπη­σε. Πε­ριερ­γά­στη­κε τον κώ­δι­κα, µέ­νο­ντας κυ­ρί­ως στα σχέ­δια και στους χάρ­τες, κοί­τα­ξε µε πε­ριέρ­γεια τα εν­δό­τε­ρα της Ιν­δί­ας και τις πη­γές του Βόλ­γα και του Νεί­λου και τον έκλει­σε ευ­χα­ρι­στη­µέ­νος, κοι­τά­ζο­ντας το κα­πά­κι και ρω­τώ­ντας: «Και ποιός ξέ­ρει να δια­βά­σει αυ­τό το ΛΙ­ΒΩΝ
Λί­βων; Τό­τε Λί­βε­ρις και Στα­ρό­βας πρό­σε­ξαν το µε­γά­λο Λά­µδα που σαν στέ­γη από σπι­τά­κι βρι­σκό­ταν πά­νω από το ΙΒΩΝ, ανη­φο­ρί­ζο­ντας από το γιώ­τα και κα­τα­λή­γο­ντας στην δε­ξιά κε­ραία του νι. Τό­τε κα­τά­λα­βαν ότι το άλ­φα του Ίβαν δεν ήταν ένα πα­χου­λό άλ­φα, αλ­λά ένα ωµέ­γα κά­πως εξί­τη­λο. «Εµείς µπο­ρού­µε» απά­ντη­σαν µε ένα στό­µα κι ο Λί­βε­ρις συ­νέ­χι­σε . «Γι΄αυ­τό ήρ­θα­µε εδώ. Σε πε­ρί­πτω­ση που κά­ποιος εν­δια­φέ­ρο­νταν να το αγο­ρά­σει, θα κα­θό­µα­σταν ένα µή­να και θα το γρά­φα­µε στην γλώσ­σα του αγο­ρα­στή, ή του­λά­χι­στον σε µία γλώσ­σα που θα µπο­ρού­σε να την κα­τα­λά­βει.»
Ο Μαρ­κε­ζά­νος δή­λω­σε: «Εν­δια­φέ­ρο­µαι.Ο Λί­βων κα­τά­σχε­ται. Και τα υπό­λοι­πα φυ­σι­κά. Θα απο­ζη­µιω­θεί­τε όταν µε το κα­λό µε­τα­φρά­σε­τε στην γλώσ­σα µου, όχι τα ελ­λη­νι­κά, αλ­λά αυ­τά τα δαι­µο­νι­κά πα­ρά­ξε­να σύ­µβο­λα. Θα µεί­νε­τε εδώ και θα τρώ­τε µία φο­ρά τη µέ­ρα, και θα συ­µπλη­ρώ­νε­τε µια ντου­ζί­να φύλ­λα ηµε­ρη­σί­ως. Επο­µέ­νως έχε­τε δί­κιο: θα φύ­γε­τε πί­σω στην πα­τρί­δα σας σε κα­νέ­να µή­να,πρώ­τα ο Θε­ός».
Τους έβα­λαν σε ένα κελ­λά­κι δί­πλα στους στά­βλους, τους έφε­ραν γρα­φί­δα και κα­λα­µά­ρι, κι άρ­χι­σαν την δου­λειά. Η «δου­λειά» ήταν µιά υπέ­ρο­χη οφθα­λµα­πά­τη. Ο Στα­ρό­βας έγρα­ψε όπου έβρι­σκε κε­νό, δι­κές του σκέ­ψεις και εντυ­πώ­σεις από αυ­τό που µά­θαι­νε µια ζωή πως ήταν η Ανα­το­λή, ο Λί­βε­ρις συ­µπλή­ρω­νε µε ό,τι θυ­µού­νταν και χαί­ρου­νταν από πε­ρι­γρα­φές λι­µα­νιών της Αδρια­τι­κής και ενί­ο­τε ρώ­τα­γαν τον Λί­τσο κα­µία πα­ρα­ξε­νιά, πώς εί­ναι στα τούρ­κι­κα φερ΄ει­πείν, η λέ­ξη άρ­χο­ντας ή η λέ­ξη χιο­νό­νε­ρο, εκεί­νος απα­ντού­σε κα­τά προ­σέγ­γι­ση και ο Λί­βων σκε­πά­ζο­νταν εσω­τε­ρι­κώς από δύο γρα­φι­κούς χα­ρα­κτή­ρες µε αλ­λο­πρό­σα­λες εκ­φρά­σεις.Αλ­λά πά­νω στο δε­κα­ή­µε­ρο, η κα­τά­στα­ση άρ­χι­σε να αλ­λά­ζει. Ήρ­θαν κα­να­δυό φρέ­ρη­δες και λο­ξο­κοί­τα­ξαν τους τρεις τους, στην διάρ­κεια της ξε­νά­γη­σης που τους έκα­νε ο Μαρ­κε­ζά­νος, ο ίδιος πή­ρε φύλ­λο πο­ρεί­ας γιά την Βε­νε­τία, αφού δεν κρί­θη­κε σκό­πι­µη η υπη­ρε­σια­κή πα­ρα­µο­νή του στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη και σύ­ντο­µα έγι­νε αντι­λη­πτό από τους πά­ντες πως δεν επρό­κει­το να υπάρ­ξει κα­µία σταυ­ρο­φο­ρία προς τους Αγί­ους Τό­πους. Βούλ­γα­ροι και Βλά­χοι έδε­ναν την ύπαι­θρο µε την αλυ­σί­δα τους, ο νέ­ος αυ­το­κρά­το­ρας ετοι­µα­ζό­ταν να εκ­στρα­τεύ­σει στην χώ­ρα του, στην Ρω­µα­νία, να µοι­ρά­σει τις επαρ­χί­ες και τα κά­στρη στους ιπ­πό­τες του, ώσπου ένα βρά­δι ο Μαρ­κε­ζά­νος ήρ­θε στην θύ­ρα τους και τους εί­πε «να τε­λειώ­νου­µε, να τε­λειώ­νου­µε» και σχο­λί­α­σε τα θα­µπω­µέ­να πλέ­ον ρού­χα του Λί­βε­ρι ως «κα­λή δου­λειά της Απου­λί­ας», ση­µείο µέ­γα πως άρ­χι­σε να µη πι­στεύ­ει το πα­ρα­µύ­θι τους. Ο Πα­τρι­νός και ο Εβραί­ος κα­τά­λα­βαν ότι έπρε­πε να εγκα­τα­λεί­ψουν το κέ­ντρο του κό­σµου και να δο­κι­µά­σουν την τύ­χη τους αλ­λού.Το ίδιο βρά­δυ, πε­ρί­µε­ναν να κοι­µη­θεί ο Λί­τσος και άνοι­ξαν τις καρ­διές τους, δη­λα­δή το κε­µέ­ρι τους. Ο Λί­βε­ρις ξή­λω­σε τον κα­τη­φέ και έδει­ξε στον Στα­ρό­βα µε­ρι­κά νο­µί­σµα­τα της Χά­ρµαι­νας, ο Στα­ρό­βας πή­ρε το ν Λί­βω­να και άνοι­ξε το πί­σω κα­πά­κι του,που το εί­χε µε­τα­τρέ­ψει αρι­στο­τε­χνι­κά σε κρύ­πτη άλ­λων νο­µι­σµά­των.Το µό­νο που τους έλει­πε ήταν µιά ταυ­τό­τη­τα αρε­στή στους Βε­νε­τσιά­νους. Και ένα µέ­ρος να ρι­ζώ­σου­νε. Ποιο ήταν άρα­γε κα­λύ­τε­ρο, πά­ρεξ η ερη­µι­κή πα­τρί­δα του Λί­τσου, νέα και ανα­πτυσ­σό­µε­νη αγο­ρά κα­τά τα λε­γό­µε­νά τους; Πού δεν θα τους έψα­χναν πο­τέ οι δυ­να­τοί και οι πρω­τευου­σιά­νοι; Εκεί, στην Χαλ­δία.Πε­ρί­µε­ναν να κοι­µη­θεί ο Λί­τσος, τον χτύ­πη­σαν µια στο δο­ξα­πα­τρί µε την δι­κή του µα­γκού­ρα και τον άφη­σαν στον τό­πο. Το πα­χύ ρα­βδί έσπα­σε στην άκρη του από την βία του χτυ­πή­µα­τος και έτρε­ξαν από µέ­σα άλ­λα χρυ­σά νο­µί­σµα­τα, που εί­χε κρύ­ψει ο Λί­τσος για κά­θε εν­δε­χό­µε­νο. Πή­ραν µα­ζί τους τον Λί­βω­να,πή­ραν και την σφρα­γί­δα από τον λαι­µό του πε­θα­µέ­νου, του άφη­σαν το κα­πέ­λο και λα­φρο­πα­τώ­ντας, πέ­ρα­σαν από τα πέ­ταυ­ρα του στά­βλου και κα­τη­φό­ρι­σαν προς την σκά­λα της Ικα­να­τίσ­σης. Ξύ­πνη­σαν έναν βαρ­κά­ρη, του µό­στρα­ραν πέ­ντε χρυ­σά νο­µί­σµα­τα για να πε­ρά­σου­νε στον Γα­λα­τά, αυ­τός δέ­χτη­κε, στη µέ­ση του στε­νού του έκο­ψαν το λα­ρύγ­γι και τον πέ­τα­ξαν στο νε­ρό, κω­πη­λά­τη­σαν µι­σή ώρα ώσπου να βγουν σε µια ξυ­λό­σκα­λα. Πριν ξη­µε­ρώ­σει, εί­χαν πε­ρά­σει τις Πη­γές και έφτα­σαν στο έσω λι­µά­νι του Βο­σπό­ρου, έξω από την αλυ­σί­δα, στις απο­θή­κες του λα­διού. Πε­ρί­µε­ναν να ξη­µε­ρώ­σει, πή­γαν στα λου­τρά του Σκα­µπαρ­δώ­νη, ένιω­σαν ξα­λα­φρω­µέ­νοι, αγό­ρα­σαν ρου­χι­κά από τον τέ­ως οθο­νο­ποιό Κασ­συ­µα­τά, δεί­χνο­ντας πα­ντού την βε­νε­τσιά­νι­κη ταυ­τό­τη­τα, ανα­ζή­τη­σαν πλε­ού­µε­νο για την Ανα­το­λή, έφευ­γε ένα φορ­τω­µέ­νο µε τσου­κά­λια και περ­συ­νό πε­τι­µέ­ζι, αγό­ρα­σαν τρό­φι­µα, πλή­ρω­σαν γε­ρά τον κα­πε­τά­νιο και απέ­πλευ­σαν, 3 του Σε­πτέ­µβρη του έτους 1204, απο­χαι­ρε­τώ­ντας ορι­στι­κά την Ευ­ρώ­πη, οι τέσ­σε­ρίς τους, Λί­βε­ρις, Στα­ρό­βας, ο Λί­βων και ο χρο­νο­γρά­φος τους.   
// Δηµοσιεύτηκε 17/5/2007 από τον χρήστη ΠΕΤΕΦΡΗΣ

Σχέ­διο Π.Θ. (Αρ­χείο Δ.Κ.)

Στην δι­κή µου λο­γο­τε­χνία, η λέ­ξη µπή­κε µε την έν­νοια του ρά­φτη στον ρά­φτη του Πα­να­µά. Ιστο­ρώ­ντας έναν µε­σά­ζο­ντα, σκε­φτό­µα­στε συ­νή­θως έναν τύ­πο όχι νε­α­ρό, όχι υπέρ­γη­ρο. Και ανώ­νυ­µο, στην θε­σµι­κή του λει­τουρ­γία. Επο­µέ­νως, αυ­τή η λέ­ξη µου ταί­ρια­σε από τον και­ρό που έπλα­θα επι­φυλ­λί­δες, εί­ναι κα­λό επί­τι­τλο, συ­γκι­νεί τους βια­στι­κούς. Και η Σα­µαρ­κάν­δη; Όλος ο τί­τλος εµφα­νί­στη­κε σε µία επι­φυλ­λί­δα µου, την εξής:

Ο µε­σά­ζων της Σα­µαρ­κάν­δης
«Ο Τα­µερ­λά­νος ανέ­θε­σε στο Που-γιν, που εφο­δί­α­ζε µε ζω­ο­τρο­φές τους ίπ­πους των Μογ­γό­λων, να ορ­γα­νώ­σει τε­λε­τές υπο­δο­χής των προ­γό­νων του στον δί­σκο της σε­λή­νης, µε λα­µπρούς αγώ­νες. Ήταν µία ανα­βί­ω­ση, επει­δή ο Ατ­τί­λας εί­χε απα­γο­ρεύ­σει τις γιορ­τές και ο Τζέν­γκις Χαν τις ξα­νάρ­χι­σε. Ο Που-γιν, λο­γά­ρια­σε τα έξο­δα στα εκα­τό χι­λιά­δες γα­λό­νια ξι­νό­γα­λα φο­ρά­δας. Ήταν ζά­πλου­τος, αλλ ΄όχι ηλί­θιος. Συ­γκέ­ντρω­σε τους προ­µη­θευ­τές του, τον υπέρ­τα­το των πε­τα­λω­τών και τον έξαρ­χο των σα­µα­ριών, και τους πρό­τει­νε να γί­νουν χο­ρη­γοί των Αγώ­νων. Σε αντάλ­λα­γµα, θα εί­χαν δι­καί­ω­µα να δια­φη­µί­ζουν την τέ­χνη τους, βά­φο­ντας µε τα εται­ρι­κά χρώ­µα­τα τις ου­ρές των κε­λή­των. Κλεί­στη­κε η συ­µφω­νία και ξε­κί­νη­σε η προ­ε­τοι­µα­σία. Ο Τα­µερ­λά­νος ήθε­λε στί­βους κα­θα­ρούς από κα­βα­λί­νες, θε­ω­ρεία για τους πρε­σβευ­τές των ξέ­νων κρα­τών που έπρε­πε να θα­µπω­θούν και νέ­ες γιούρ­τες υπερ­πο­λυ­τε­λεί­ας για να δια­µέ­νουν. Ο Με­σά­ζων θύ­µω­νε µε τους ερ­γο­λά­βους που κα­θυ­στε­ρού­σαν τα µογ­γο­λι­κά overlays.Kι όταν ήρ­θαν οι ξέ­νες απο­στο­λές,οι Τουρ­κµέ­νοι µε λα­µπρά άλο­γα, οι Αβα­ρο­σκύ­θες µε κο­ντού­τσι­κα και µαλ­λια­ρά που έτρε­χαν σαν πυ­ραυ­λά­κια βυ­ζα­ντι­νού υγρού πυ­ρός και οι Χά­ζα­ροι µε κά­τι ού­ντρες πε­ρι­ποι­η­µέ­νες, οι χο­ρη­γοί τον πί­ε­σαν εί­τε να του δώ­σου­νε λι­γό­τε­ρο ξι­νό­γα­λα φο­ρά­δας, εί­τε τα µογ­γο­λι­κά άλο­γα να λά­βουν µέ­ρος σε µια έξ­τρα πα­ρέ­λα­ση, µε πο­λύ στο­λί­δι, γιά να ανε­βά­σουν την δη­µο­φι­λία της ου­ράς τους.
Οι αυ­το­κρά­το­ρες των Κι­νέ­ζων, εί­χαν κα­θο­ρί­σει από αιώ­νες τι σα­νό και τι τρι­φύλ­λι πρέ­πει να τρώ­νε τα αγω­νι­στι­κά άλο­γα. Ο µε­σά­ζων ήξε­ρε ότι οι Χά­ζα­ροι θα κέρ­δι­ζαν τους Αγώ­νες, επει­δή άλε­θαν µέ­σα στο χορ­τα­ρι­κό βού­τυ­ρο από γιακ του Θι­βέτ. Αλ­λά ήξε­ραν τις ανα­λο­γί­ες και οι επό­πτες δεν τους έπια­ναν. Ενώ ο Με­σά­ζων, εί­χε κα­νο­νί­σει να εί­ναι τα άλο­γά του «κα­θα­ρά», την Πέ­µπτη νύ­χτα της Πε­τραί­ας Παν­σε­λή­νου. Η τε­λε­τή όµως ήταν µια εβδο­µά­δα πριν. Δο­κί­µα­σε λοι­πόν να τα φέ­ρει λα­θραία, πρά­γµα που κα­τά­λα­βαν οι αγρυ­πνού­ντες Χά­ζα­ροι και κα­τήγ­γει­λαν τα πά­ντα στους Κι­νέ­ζους αυ­το­κρά­το­ρες.
Ο Τα­µερ­λά­νος ήρ­θε σε δει­νή θέ­ση. Πή­γαι­νε για δό­ξα και πε­ρι­πτύ­ξεις µε την αιω­νιό­τη­τα και κό­ντευε να θα­φτεί σε ένο­χες κα­βα­λί­νες.Κά­λε­σε τον Που-Γιν και τον µά­λω­σε.Ο µε­σά­ζων µοί­ρα­σε άφθο­νο ξι­νό­γα­λα, βου­τούρ­τα και στε­γνό κρέ­ας κα­µή­λας σε ει­δι­κούς, σε αρµο­δί­ους, σε καλ­λι­τέ­χνες και σχε­τι­κούς. Αυ­τοί ξα­µο­λύ­θη­καν στις γει­το­νιές της Σα­µαρ­κάν­δης, ζη­τώ­ντας από τον λαό να λυ­πη­θούν τα µογ­γο­λι­κά άλο­γα και την µε­γά­λη προ­σπά­θεια του Τα­µερ­λά­νου που κιν­δύ­νευε.»

Αυ­τή εί­ναι η ιστο­ρία. Ευ­χα­ρι­στώ τους θε­ούς της στέπ­πας που µε ξα­να­βά­ζουν στο επάγ­γε­λµα του συγ­γρα­φέα...
Το έγρα­ψα στο Πα­γκρά­τι, 16 Αυ­γού­στου 2004, επί Ολυ­µπια­κών Αγώ­νων, δη­µο­σιεύ­τη­κε την άλ­λη µέ­ρα. Με πή­ρε ο διευ­θυ­ντής της εφη­µε­ρί­δας γιά να µε ρω­τή­σει άν αυ­τά ήταν από την κοι­λιά µου, ή εί­χαν ιστο­ρι­κή βά­ση. Πα­λιός συ­να­σπι­στής, κολ­λη­τός του αρ­χαί­ου Κα­στού­ρα, ενός ετοι­µό­λο­γου που τον θα τον θυ­µά­µαι πά­ντο­τε ως φοι­τη­τή κι ας εγέ­ρα­σε ως λύ­κος του απο­γεύ­µα­τος. Οι λέ­ξεις µου εί­χαν βέ­βαια βά­ση, την ιστο­ρία του Κε­ντέ­ρη και της Θά­νου, που εγώ θε­ώ­ρη­σα ότι πα­ρα­σύρ­θη­καν από την Γιάν­να Αγ­γε­λο­πού­λου ή τους χο­ρη­γούς τους, να εµφα­νι­στούν πρίν στε­γνώ­σουν στο Ολυ­µπια­κό χω­ριό, για να µπο­ρέ­σει ο Κε­ντέ­ρης να ανά­ψει την φλό­γα, πρά­γµα που θα έδι­νε στην
χο­ρη­γι­κή του οι­κο­γέ­νεια λα­µπρές δια­φη­µι­στι­κές προ­ο­πτι­κές. Κατ΄αυ­τά, ο µε­σά­ζων Που-Γιν ήταν ο Θό­δω­ρος Αγ­γε­λό­που­λος, ενώ ο Τα­µερ­λά­νος η γυ­ναί­κα του. Πα­ρο­µοί­ως οι Χά­ζα­ροι ήταν οι αµε­ρι­κά­νοι αθλη­τές ενώ οι Κι­νέ­ζοι ήταν η ΔΟΕ. Οι «ει­δι­κοί, οι αρµό­διοι, οι καλ­λι­τέ­χνες και οι σχε­τι­κοί» δεν χρειά­στη­κε να µε­το­νο­µα­στούν, αφού δια­τη­ρού­νται απεί­ρα­χτοι εί­τε στην
Σα­µαρ­κάν­δη, εί­τε στην Αθή­να. Ολα αυ­τά ήταν µία επι­νό­η­ση, συν­δυα­σµός του ανό­η­του κου­τσο­µπο­λιού που κυ­κλο­φο­ρού­σε εκεί­νες τις µέ­ρες στην πιά­τσα και της συ­νή­θους δη­µο­σιο­γρα­φι­κής τε­ρα­το­λο­γί­ας που υπάρ­χει πά­ντο­τε. Και την επι­νό­η­ση την επι­νο­είς. Συ­νή­θως µε µία ψευ­δοϊ­στο­ρι­κή βα­ριά­ντα. Το ΄κα­να πα­λιό­τε­ρα σε πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις. Το κει­µε­νά­κι ήρ­θε και χά­θη­κε αλ­λ' όχι ο τί­τλος, που µου καρ­φώ­θη­κε. Αρ­χι­σα να δια­βά­ζω γιά τον Τα­µερ­λά­νο και το σόι του, έβλε­πα χάρ­τες της κε­ντρι­κής Ασί­ας, εν­δια­φε­ρό­µου­να, ο όλε­θρος ξε­κί­νη­σε. Αρ­κε­τά γιά σή­µε­ρα. Τώ­ρα ανα­λα­µβά­νω να δια­χει­ρι­στώ την σιω­πή του µυ­θι­στο­ρή­µα­τος. [2005]

// Δη­µο­σιεύ­τη­κε 4/11/2006 από τον χρή­στη ΠΕ­ΤΕ­ΦΡΗΣ

Σχέ­διο του Π.Θ. (Αρ­χείο Δ.Κ.)


ΕΣΠΑ­ΝΙΟ­ΛΑ ― Αλη­θο­φα­νές ψευ­δο­λό­γη­µα/από­σπα­σµα 1


Οι φί­λοι µου ήταν επί πολ­λά χρό­νια οι πρα­γµα­τι­κοί µου δά­σκα­λοι,εάν δά­σκα­λος εί­ναι ο ανι­χνευ­τής του σώ­µα­τος.Μα­ζί αφο­σιω­θή­κα­µε στην πα­θια­σµέ­νη ενα­τέ­νι­ση και ονει­ρο­πό­λη­ση θη­λυ­κών υπάρ­ξε­ων.Αν και τα γεν­νη­τι­κά µας όρ­γα­να δεν εί­χα­νε αλ­λά­ξει όψη, πα­θια­ζό­µα­σταν παί­ζο­ντας µα­ζί τους,πρά­γµα που µας έφερ­νε µε­γά­λη ανα­στά­τω­ση και ευ­τυ­χία.Πρώ­τος ο Κό­µπο πρό­σε­ξε ότι στα αµέ­τρη­τα παι­χνί­δια και ανα­κα­λύ­ψεις µας στις γει­το­νιές, που έφερ­ναν συ­χνή ενού­ρη­ση, ενώ ο ίδιος, ο Άν­τζος κι εγώ το κά­να­µε αµέ­σως παι­χνί­δι ποιός θα στεί­λει το κά­του­ρο µα­κρύ­τε­ρα, ο Λιά­νος πά­ντο­τε έβρι­σκε τρό­πους να πη­γαί­νει πα­ρά­µε­ρα, και ενί­ο­τε να κά­θη­ται.Ήρ­θε µιά ηµέ­ρα που µε­τα­ξύ αστεί­ου και σο­βα­ρού, τον πιά­σα­µε και απαι­τή­σα­µε άµε­ση αυ­το­ψία της τσου­τσού­νας του.Αρ­νή­θη­κε και αντι­στά­θη­κε σαν σκορ­πιός που του ετοι­µά­ζα­µε φω­τιά να τον κά­ψου­µε, κι αυ­τό µας έφε­ρε ακό­µη µε­γα­λύ­τε­ρη όρε­ξη.Στο τέ­λος τον γδύ­σα­µε και εί­δα­µε µε µε­γά­λη έκ­πλη­ξη ότι ο Λιά­νος ήταν κο­ρί­τσι,εί­χε δη­λα­δή τον ίδιο κόλ­πο που εί­χα­µε ανι­χνεύ­σει στο βρα­δυ­νό κο­ρι­τσά­κι.Δεν υπήρ­χε θέ­µα µε­το­νο­µα­σί­ας ή έξω­σης από την οµά­δα µας.Ήταν ένας φί­λος.Μα­ζί µας στις δυ­σκο­λί­ες και στα βά­σα­να της παι­δι­κής ζω­ής. Αλ­λά ήταν και κο­ρί­τσι, επο­µέ­νως δια­θέ­σι­µο στην βού­λη­ση τριών αρ­σε­νι­κών αρ­χό­ντων ή τριών σκυ­λιών που δέ­χο­νταν να συ­νυ­πάρ­χουν µε µιά φου­ντω­τή γά­τα. Αµέ­σως εξα­σκή­σα­µε πά­νω στον φί­λο µας τον Λιά­νο όλη την δύ­να­µη της εξου­σί­ας µας.Τον ζου­πή­ξα­µε και τον χαϊ­δε­ψα­µε, τον βά­λα­µε να µας γλεί­ψει και να µας φι­λά­ει σα­λια­σµέ­να στα από­κρυ­φα, τον λε­ρώ­να­µε µε τις ακα­θαρ­σί­ες µας, τον πο­νού­σα­µε και µε­τά τον αγα­πού­σα­µε.Κα­θώς δεν έδει­ξε ση­µά­δια ότι ήθε­λε να δρα­πε­τεύ­σει από την νέα του κα­τά­στα­ση (από­δει­ξη ότι ξα­να­γύ­ρι­σε στην πα­ρέα µας την άλ­λη µέ­ρα σα να µη συ­νέ­βαι­νε τί­πο­τε) αυ­το­µά­τως τον θε­ω­ρού­σα­µε ισό­τι­µο συ­µπαί­κτη και θε­ρµό φί­λο την πε­ρισ­σό­τε­ρη ώρα που εί­µα­σταν µα­ζί, δε­χό­µα­σταν τις γνώ­µες και τις ει­ση­γή­σεις του, αλ­λά κά­θε τό­σο, ένας η πε­ρισ­σό­τε­ροι από µάς,
τον βά­ζα­µε κά­τω και του δεί­χνα­µε τα χά­δια και τα το­λµή­µα­τα που επι­θυ­µού­σα­µε.Με­ρι­κές φο­ρές η θέ­λη­σή του να µας υπη­ρε­τή­σει µας αύ­ξαι­νε τό­σο πο­λύ τον πό­θο, ώστε λη­σµο­νού­σα­µε βα­σι­κά συ­στα­τι­κά του παι­χνι­διού και της ανα­κά­λυ­ψης. 

// Δηµοσιεύτηκε 8/6/2006 από τον χρήστη ΠΕΤΕΦΡΗΣ


Σχέ­διο του Π.Θ. (Αρ­χείο Δ.Κ.)


ΕΣΠΑ­ΝΙΟ­ΛΑ ― Αλη­θο­φα­νές ψευ­δο­λό­γη­µα/από­σπα­σµα 2


Μερι­κές ώρες µε­τά την ανα­χώ­ρη­σή του, µε­τά από µία από­το­µη στρο­φή της κοι­λά­δας, το έδα­φος άρ­χι­σε να γί­νε­ται έντο­να κα­τη­φο­ρι­κό και φά­νη­καν δέ­ντρα στις κο­ρυ­φές, ο ήλιος έλα­µπε χα­µη­λά στον ορί­ζο­ντα και φά­νη­κε η θά­λασ­σα.Ηταν ακό­µη ένας ρό­δι­νος µα­κρυ­νός κα­θρέ­φτης,χω­ρίς να ξε­χω­ρί­ζει από τον ου­ρα­νό, χω­ρίς να µοιά­ζει µε επι­φά­νεια νε­ρού, αλ­λά µε µε­ταλ­λι­κή σκο­νι­σµέ­νη έρη­µο. Ο Μάρ­κος ήταν ο µό­νος που ήξε­ρε τι εστί θά­λασ­σα και κα­τά­λα­βε ότι απεί­χε πολ­λές ηµέ­ρες από την θέ­ση που την εί­δε. Δεν αι­σθάν­θη­κε κα­µία χα­ρά,πα­ρά µό­νον ότι έµπαι­νε σε µία νέα φά­ση η ζωή του, όπως ένας συγ­γρα­φέ­ας, οσµι­ζό­µε­νος ότι ένα εκτε­νές έρ­γο του τε­λειώ­νει, αρ­χί­ζει να αι­σθά­νε­ται ότι στε­ρεύ­ει η πε­ρί­ο­δος που κυ­µά­τι­ζε µε­τα­ξύ χει­ρω­να­ξί­ας και ορα­µά­των.Επι­στρέ­φο­ντας, πά­νω στο φρύ­δι µιάς πτύ­χω­σης,τους πε­ρί­µε­νε ο µογ­γό­λος της φυ­λής των Τζα­λα­χίρ που εί­χε προ­κα­λέ­σει τον εσω­τε­ρι­κό πό­λε­µο µε την πεί­να και τα βέ­λη του.Φύ­ση­ξε ένα αε­ρά­κι και έφε­ρε στα ρου­θού­νια την µπό­χα από το ψό­φιο του άλο­γο, που το άφη­σε να πε­θά­νει γιά να πί­νει το αί­µα του και να µα­σά­ει µι­κρά κο­µµά­τια από το ξυ­νό του κρέ­ας.’Ο­λοι ήξε­ραν ότι ήταν κα­τα­ζη­τού­µε­νος και ο Ρου­µπα­λάι τον ήθε­λε πε­σµέ­νον µπρού­µη­τα µπρο­στά στα πό­δια του, άο­πλον.Ο Μάρ­κος του ζή­τη­σε να προ­σεγ­γί­σει ,µι­λώ­ντας του αρ­τζάν και βαλ­γα­πό­γιε, διά­λέ­κτους που εί­χαν εκα­τό λέ­ξεις όλες κι όλες, κι αυ­τό τις έκα­νε δη­µο­φι­λείς στους πο­λε­µι­στές της στέπ­πας.Ο µογ­γό­λος έµει­νε σιω­πη­λός , µε αφα­νέ­ρω­τες προ­θέ­σεις.Τό­τε οι συ­µπο­λε­µι­στές του Μάρ­κου όπλι­σαν τα τό­ξα τους και τα έστρε­ψαν προς τον ανή­φο­ρο. Εκεί­νος τους έκα­νε σή­µα ζλα­βα τί­να­ριτ, δη­λα­δή στή­θι και εγκαρ­τέ­ρει, κα­τέ­βη­κε από το άλο­γό του, ξε­θη­κά­ρω­σε την αρι­στε­ρή κά­µα του προ­στη­θί­ου του και πή­ρε έναν ακι­νά­κη από τον αρι­στε­ρό σάκ­κο της σέ­λας.Ο µογ­γό­λος δεν κι­νή­θη­κε.Ο Μάρ­κος τον πλη­σί­α­σε στα δέ­κα βή­µα­τα και του εί­πε από­το­µα στου πε­θα­µέ­νου την αυ­λή βγαί­νει χορ­τά­ρι µαύ­ρο. Τό­τε ο σκο­τει­νός πο­λε­µι­στής πε­τά­χτη­κε µε ανεί­πω­τη δύ­να­µη δυό βή­µα­τα πί­σω,κι όταν στά­θη­κε, εί­χε ένα για­τα­γά­νι στο δε­ξί, από ένα µα­χαί­ρι στο αρι­στε­ρό και ανά­µε­σα στα δό­ντια, ενώ από τη µέ­ση του ανα­δεί­χτη­κε µιά φαρ­δειά ζώ­νη, έως τό­τε κρυ­µµέ­νη από τον µαν­δύα του, γε­µά­τη σι­δε­ρέ­νια αµύ­γδα­λα σφε­ντό­νας, σφύ­ρα, άκµο­να, αλυ­σί­δα, και άλ­λα χρή­σι­µα βλη­τι­κά και αγ­χέ­µα­χα.Ο Μάρ­κος πε­ρί­µε­νε την αντί­δρα­ση και πή­ρε την στά­ση του ηγε­µό­να των όφε­ων: ανοι­χτά και στα­θε­ρά χέ­ρια και πό­δια, µε το κε­φά­λι να κι­νεί­ται ανε­ξάρ­τη­τα, ωσάν κω­µι­κή πλαγ­γό­να πέ­ραν του Γάγ­γη.Στα µέ­ρη της ανα­το­λής δεν παί­ζουν τα άρµα­τα στα χέ­ρια, δεν µο­νο­µα­χούν µε κα­νό­νες, δεν ξι­φο­µα­χούν και δεν σπα­θί­ζουν όπως στον νό­το και στην δύ­ση.Χτυ­πούν σκλη­ρά και στο δο­ξα­πα­τρί, γνω­ρί­ζο­ντας ταυ­τό­χρο­να µε το υπό­λοι­πο σώ­µα τους να αντέ­χουν το σύγ­χρο­νο χτύ­πη­µα του αντι­πά­λου.Όποιος πε­τύ­χει πρώ­τος τον στό­χο του, νι­κά­ει.Αλ­λά η πο­λύ­χρο­νη εξά­σκη­ση και η πα­ρά­δο­ση πολ­λών αιώ­νων, συ­νή­θως έδι­νε την νί­κη στους µογ­γό­λους,ει­δι­κά όταν αντι­µε­τώ­πι­ζαν πο­λε­µι­στή µε δια­φο­ρε­τι­κές αξί­ες. Ο Μάρ­κος δεν εί­χε πο­λε­µι­κή εµπει­ρία, αλ­λά η ανώ­τε­ρη διά­νοιά του του επέ­τρε­πε να αντι­µε­τω­πί­ζει τους επί­φο­βους εχθρούς ωσάν γι­γά­ντια που­λιά, γεν­ναία πλήν κου­τά.Βέ­βαια η διά­νοια αυ­τή δο­κι­µά­στη­κε σκλη­ρά όταν το για­τα­γά­νι του αντι­πά­λου φτε­ρού­γι­σε µα­ζί µε το πα­νά­λα­φρο χέ­ρι του και του έκο­ψε κο­ντά στη λα­βή την κά­µα του.Έβγα­λε την άλ­λη και την έπαι­ξε µε τέ­χνη απει­λη­τι­κά στο ύψος του προ­σώ­που εµπο­δί­ζο­ντας βλή­µα­τα και µύ­τους.Κα­θώς ο µογ­γό­λος εί­χε το µι­σό
του ύψος,ο Τρα­πε­ζού­ντιος δεν δυ­σκο­λεύ­τη­κε να του µπή­ξει την µέ­σα αι­χµή του ακι­νά­κη στο δέ­σι­µο της ζώ­νης του, σπά­ζο­ντας τον δε­σµό της και αφή­νο­ντας τον κο­ντού­λη χω­ρίς εφε­δρι­κά όπλα.Οι συ­µπο­λε­µι­στές του ανέ­βη­καν κο­ντά του και πα­ρα­κο­λου­θού­σαν απα­θείς.Όταν ο Μάρ­κος άρ­χι­σε να ιδρώ­νει από την πά­λη, πρό­σε­ξε ότι οι αντι­δρά­σεις του µογ­γό­λου ήταν σπα­στι­κές και ανα­µε­νό­µε­νες. Τον άφη­σε κά­πως χα­λα­ρό, πη­γαί­νο­ντας δυό βή­µα­τα πί­σω, και τό­τε πρό­σε­ξε ότι ο άν­θρω­πος αι­µορ­ρα­γού­σε µέ­σα από το σου­σά­νι του, βά­φο­ντας µε πη­χτό σκου­ρό­χρω­µο υγρό τα πλου­µι­στά βρα­κιά του. Επί­σης δυ­σκο­λεύ­ο­νταν να δεί, κα­θώς µέ­σα από το κρά­νος του, το
πλαι­σιω­µέ­νο µε λε­πτή πλε­χτή δε­ρµά­τι­νη κα­λύ­πτρα,τα αί­µα­τα της κε­φα­λής του ξε­πη­δού­σαν κα­τα­κόκ­κι­να.Ήταν φα­νε­ρό πως ήταν λα­βω­µέ­νος από την µα­νία των ηµε­ρών που προη­γή­θη­καν.
Ωστό­σο κρα­τού­σε την δύ­να­µή του και την συ­γκέ­ντρω­νε στο επι­θε­τι­κό χτύ­πη­µα, αµε­λώ­ντας να αµυν­θεί,οπό­τε ο Μάρ­κος κα­τά­φε­ρε να τον πλη­γώ­σει κι άλ­λες φο­ρές, όχι κρί­σι­µα, αφού ξό­δευε την δι­κή του δύ­να­µη γιά να αµυν­θεί στα δυ­να­τά πλή­γµα­τα του µογ­γό­λου.Με­ρι­κές φο­ρές που πή­γε πί­σω στο άλο­γό του, να φέ­ρει νέο οπλι­σµό, ο αντί­πα­λος τον πε­ρί­µε­νε ακί­νη­τος,
σκο­τει­νια­σµέ­νος και άη­χος. Επι­τέ­λους, πέ­ρα­σε µία ώρα και ήρ­θε το τέ­λος γιά τον µογ­γό­λο. Επι­θυ­µώ να σε­βα­στού­µε όλοι µα­ζί τον γεν­ναίο πο­λε­µι­στή, και δεν θα πε­ρι­γρά­ψω την σφα­γή του σε κα­τα­λη­πτή γλώσ­σα, πα­ρε­κτός κι άν κά­ποιος από εσάς εί­χε πρό­γο­νο εκ των Ασούρ και εν­δε­χο­µέ­νως να του ανα­στη­θεί κά­ποια έκ­φρα­ση. Από σε­βα­σµό στην συ­νέ­χεια της δι­ή­γη­σης, τα πα­ρα­κά­τω λό­για αρ­κούν: σκο­ρέ­τι ταν­τζάν, αφή­κου λά, µουν­γκάλ τε­ρίτ σάν­γκρα αβί­λα. Και το αί­µα του σγου­ντη­ξε, ο µυ­ε­λός στρα­νά­δος βί­ος νο­τέ­να.Εί­τα, µο­ντέ­ουν τα δά­κρυα,αύ­θις το τέ­λος
Πί­σω στον Ρου­µπα­λάι, σµερ­δα­λέ­ος και βρω­µύ­λος ο Μάρ­κος χα­µο­γε­λού­σε ,ώσπου ο γέ­ρο­ντας να σκά­σει από ανυ­πο­µο­νη­σία. Ώσπου να του ει­πεί ήρε­µα θά­λατ­τα, θά­λατ­τα, δο­κί­µα­σε όλους τους συν­δυα­σµούς δια­λέ­κτων. Εί­πε µπου­γιούκ­βερ, µπου­γιούκ­βερ, µί­ξη τουρ­κι­κών και γαλ­λι­κών
γιά την αι­γυ­πτια­κή έκ­φρα­ση η µε­γά­λη πρά­σι­νη, χω­ρίς αντα­πό­κρι­ση. Δο­κί­µα­σε και άγνω­στες πρω­το­ε­φευ­ρη­µέ­νες εκ­φρά­σεις γιά το ίδιο ζή­τη­µα όπως βό­ντα­λε, µπε­γιάζ­κα­λε, κού­µτα­λα, φαρ­βείν, κα­ρείν τε και κα­λά­σπι­ρις.
Μα­ταί­ως.Ο κα­στε­λά­νος ζή­τη­σε να αντι­κρύ­σει το νε­ρό.

// Δηµοσιεύτηκε 9/6/2006 από τον χρήστη ΠΕΤΕΦΡΗΣ

Σχέ­διο του Π.Θ. (Αρ­χείο Δ.Κ.)

ΕΣΠΑ­ΝΙΟ­ΛΑ ― Αλη­θο­φα­νές ψευ­δο­λό­γη­μα/από­σπα­σμα 6

Δεν υπήρ­ξε μέ­γα ση­μείο του και­ρού, μή­τε κάν μιά δια­φο­ρε­τι­κή νυ­χιά στο δέρ­μα της ημέ­ρας. Ο άνε­μος φυ­σού­σε ήπια, οι φω­νές των αν­θρώ­πων μα­λα­κω­μέ­νες, οι ώρες κυ­λού­σαν κα­τά τις συ­νή­θειες. Στην αυ­λή του Ρου­μπα­λάι συ­νέ­βη η πρώ­τη τα­ρα­χή. Εμ­φα­νί­στη­κε ένας εξα­ντλη­μέ­νος κα­βα­λά­ρης,και σω­ριά­στη­κε κα­τα­γής ζη­τώ­ντας να μη πο­τί­σουν το φα­ρί του πρίν ξα­πο­στά­σει. Τα νέα που έφε­ρε δεν δια­δό­θη­καν πα­ρά μό­νον στον βαθ­μό που ήθε­λε ο άρ­χο­ντας της αό­ρα­της κό­λα­σης. Ένας στρα­τός βρι­σκό­ταν καθ΄όδόν προς την Γε­το­λύ­γη, σε τα­κτι­κή πο­ρεία, όχι πο­λύ με­γά­λος, αλ­λά πει­θαρ­χη­μέ­νος. Κύμ­βα­λα, τύ­μπα­να, κρό­τα­λα και ξυ­λό­φω­να του έδι­ναν ρυθ­μό. Τα μα­κρό­στε­να φλά­μπου­ρα των Κι­νέ­ζων της Μι­κρής Αρ­κού­δας έλα­μπαν στο φώς.Ήταν πε­ζοί και οι αρ­χη­γοί τους σε φο­ρεία. Αν κρα­τού­σαν τον βη­μα­τι­σμό που μέ­τρη­σε ο ανι­χνευ­τής, θα βρι­σκό­ταν στο χω­ριό σε δύο ακρι­βώς ημέ­ρες. Αν ήταν ζω­ντα­νοί νε­κροί, που δεν χρειά­ζο­νται ύπνο, σε μία ημέ­ρα.
Ο Ρου­μπα­λάι κά­λε­σε τους Μογ­γό­λους και τους έδω­σε εντο­λές. Γε­λού­σε μα­ζί τους, έτρω­γε και έπι­νε, σα να ετοι­μά­ζο­νταν όλοι γιά παι­χνί­δι στον στί­βο.Απε­να­ντί­ας στον Μάρ­κο έδω­σε ακρι­βείς και λε­πτο­με­ρείς δια­τα­γές. Σε μία ώρα, τα παι­διά ήταν στο δρό­μο γιά τους βάλ­τους, οι γυ­ναί­κες άρ­χι­σαν να μα­ζεύ­ουν όπου έπρε­πε το νε­ρό, το φα­γη­τό, πο­λε­μι­κά εφό­δια και να στή­νουν από τα δέρ­μα­τα που σκέ­πα­ζαν τις γιούρ­τες τρείς ενω­μέ­νους με­τα­ξύ τους κυ­κλι­κούς πε­ρι­βό­λους που εμπό­δι­ζαν το μά­τι να διεισ­δύ­σει. Αν θυ­μά­στε από το σι­νε­μά ή τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, από τις ιστο­ρι­κές πε­ρι­γρα­φές των χρο­νο­γρά­φων και τα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα πα­λαιών πο­λε­μι­στών τι εστί ατμό­σφαι­ρα μά­χης, ξε­χά­στε το κα­λύ­τε­ρα. Η Γε­το­λύ­γη ήταν σχε­δόν άο­πλη απ όποια πλευ­ρά και άν γι­νό­ταν η εκτί­μη­ση. Δεν υπήρ­χε ζή­τη­μα νί­κης σε εν­δε­χό­με­νη μά­χη. Οι Κι­νέ­ζοι δεν ήξε­ραν πι­θα­νώς που εβά­δι­ζαν, αλ­λά δεν υπήρ­χε επί­σης πε­ρί­πτω­ση να άφη­ναν ζω­ντα­νούς με­ρι­κούς πα­ρά­ξε­νους που ζού­σαν κά­τω από τα βου­νά της απά­της.Πο­τέ ένα μυ­θι­στό­ρη­μα δεν κιν­δύ­νε­ψε τό­σο πο­λύ να κα­τα­στρα­φεί γιά λό­γους ανω­τέ­ρας βί­ας, όσο το δι­κό μου. Θα προ­σπα­θή­σω να εξη­γή­σω το για­τί.
Ήμουν επτά χρο­νών, κα­λο­καί­ρι του 1955 όταν εί­χα δεί στο σι­νε­μά και εί­χα δια­βά­σει σε κλασ­σι­κά ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­να τους Ιπ­πό­τες της στρογ­γυ­λής τρα­πέ­ζης. Αρ­γό­τε­ρα διά­βα­σα και τα με­σαιω­νι­κά κεί­με­να πε­ρί Κά­με­λοτ και ομο­λο­γώ ότι δεν με συ­γκί­νη­σαν,του­λά­χι­στον όπως ο Τσό­σερ ή οι Δα­νι­κοί Νό­μοι. Απο­φά­σι­σα να κα­τα­σκευά­σω μιά ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νη ιστο­ρία. Με εξε­ζη­τη­μέ­νες λή­ψεις των ίπ­πων, με φί­δια με­γά­λα και δρά­κο­ντες.Η ιστο­ρία εί­χε τί­τλο τα σχέ­δια και άρ­χι­ζε: Μιά φο­ρά κι έναν και­ρό ήταν ένας βα­σι­λιάς και εί­χε τρείς γιούς.Μιά μέ­ρα φω­νά­ζει τον μι­κρό­τε­ρο και του λέ­ει: να πάς να φέ­ρεις τα σχέ­δια που τα φυ­λού­νε (sic) 30 δρά­κοι. Αλ­λά ο γιός δεν εί­χε ιδέα από εκεί­να τα σχέ­δια. Τι να κά­νει όμως, δεν μπο­ρού­σε να κά­νει αλ­λοιώς. Έτσι, τρά­βη­ξε τους δρό­μους. Αυ­τές οι λε­ζά­ντες κά­λυ­ψαν τρείς σε­λί­δες, αν θυ­μά­μαι κα­λά. Με­τά, πα­ρεμ­βά­λε­ται μιά σε­λί­δα όπου υπάρ­χει μιά ζού­γκλα του Αμα­ζο­νί­ου ή της Αφρι­κής, με άγρια θη­ρία, ιθα­γε­νείς και τα σχε­τι­κά. Φως φα­νά­ρι ότι εί­χα πά­ει σι­νε­μά με πα­ρό­μοιο θέ­μα ή ότι το κλα­σι­κό ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νο που έπε­σε στα χέ­ρια μου εί­χε εξω­τι­κό θέ­μα.Έτσι, στην επό­με­νη σε­λί­δα, η ιστο­ρία συ­νε­χί­ζε­ται και τε­λειώ­νει κα­κο­σχε­δια­σμέ­να και βια­στι­κά ως εξής: στον δρό­μο που πή­γαι­νε εί­δε κά­τι άγρια θη­ρία. Έβγα­λε το σπα­θί του μα τον σκό­τω­σαν. Τέ­λος.
Επί δε­κα­ε­τί­ες πί­στευα,ψά­χνο­ντας το για­τί και το πώς της συγ­γρα­φι­κής μου νεύ­ρω­σης, ότι ξε­κί­νη­σα με εν­θου­σια­σμό, που πά­γω­σε όταν ανα­κά­λυ­ψα ότι το να ζω­γρα­φί­σεις τέσ­σε­ρις φο­ρές την ου­ρά ενός αλό­γου ή μία πα­νο­πλία,δεν ήταν το ίδιο με την ενα­τέ­νι­σή της, μή­τε ήταν ζή­τη­μα έμπνευ­σης. Πί­στευα ότι η χει­ρω­να­ξία, ως δυ­σά­ρε­στο απο­τέ­λε­σμα μιάς σχε­δόν πα­ρα­νοϊ­κής αφο­σί­ω­σης στην φα­ντα­σία, έπε­σε πά­νω στη ζωή μου κα­τα­λυ­τι­κά και εμπό­δι­σε την ιστο­ρία να ανα­πτυ­χθεί. Αρ­γό­τε­ρα χρη­σι­μο­ποιού­σα αυ­τό το πα­ρά­δειγ­μα γιά να κα­το­χυ­ρώ­σω μιά εμ­μο­νή στο non finito που υπο­τί­θε­ται με κυ­βερ­νού­σε. Εξάλ­λου με αυ­τόν τον αυ­τά­ρε­σκο στό­χο ξε­κί­νη­σα να εντά­ξω την παι­δι­κή ιστο­ριού­λα μέ­σα στο σώ­μα αυ­τού του κει­μέ­νου. Μό­λις προ δε­κα­λέ­πτου κα­τά­λα­βα ότι το μυ­στι­κό ήταν στις λέ­ξεις αλ­λά ο γιός δεν εί­χε ιδέα από εκεί­να τα σχέ­δια. Τι να κά­νει όμως, δεν μπο­ρού­σε να κά­νει αλ­λοιώς.Έτσι τρά­βη­ξε τους δρό­μους. Κα­μία σχέ­ση με τα συ­μπα­θή αι­σθή­μα­τα που προ­κα­λού­νται από κά­ποιον που κυ­νη­γά­ει την τε­λειό­τη­τα κι επει­δή τα βρί­σκει μπα­στού­νια, αρ­κεί­ται σε εν­δια­φέ­ρο­ντα ερεί­πια. Απί­στευ­τα βου­νά αλα­ζο­νεί­ας και εγω­ι­σμού, πα­ρέα με ένα πα­κέ­το φο­βί­ες με οδή­γη­σαν στους δρό­μους που τρά­βη­ξα. Χω­ρίς κα­νέ­να ψιμ­μύ­θιο. Επει­δή το τρί­το μέ­ρος του κει­μέ­νου μου, επι­γρα­φό­με­νο Ενα χω­ριό πά­νω σε ρό­δες σχε­τί­ζε­ται με συ­νειρ­μούς και της δι­κής μου παι­δι­κής ηλι­κί­ας, δη­λα­δή πιό κο­ντά στη ου­σία της σάρ­κας μου, χω­ρίς ρέ­ου­σες πε­ρι­γρα­φές και χω­ρίς τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά μα­λα­κά λο­φά­κια της μα­κράς δι­ή­γη­σης, νο­μί­ζω ότι το φο­βή­θη­κα,κι επει­δή άρ­χι­σε να με ενο­χλεί η υπο­χρέ­ω­ση να κα­τα­γρά­φω «αλή­θεια» και όχι «δι­καιο­σύ­νη», σκέ­φτη­κα (μέ­σω του νω­τιαί­ου μυ­ε­λού, φυ­σι­κά) να στεί­λω μιά στρα­τιά πη­χτών, αφο­σιω­μέ­νων Κι­νέ­ζων να εξα­λεί­ψει τα παι­δι­κά μου χρό­νια. Κι έτσι, θα πα­ρα­τού­σα την δι­ή­γη­ση στο αρ­χείο, και πι­θα­νόν θα άρ­χι­ζα κά­τι άλ­λο, πιό μα­λα­κό, όπως την ιστο­ρία γιά τον Οκτώ­βρη του 1944 και τους ταγ­μα­τα­σφα­λί­τες, που με βα­σα­νί­ζει κα­μιά δε­κα­πε­ντα­ριά χρό­νια, αλ­λά πρό­κει­ται γιά εκ­δο­ρά μπρο­στά στον φό­βο του απο­κε­φα­λι­σμού που μου δη­μιουρ­γεί η ανα­σκα­φή στα πρώ­τα χρό­νια της ζω­ής μου. Στο δρό­μο που πή­γαι­νε, εί­δε κά­τι άγρια θη­ρία. Έβγα­λε το σπα­θί του, μα τον σκό­τω­σαν. Δη­λα­δή ο συγ­γρα­φέ­ας δεν εί­χε ιδέα που θα τον οδη­γού­σε το μυ­θι­στό­ρη­μα. Ωστό­σο ξε­κί­νη­σε πει­θα­να­γκα­στι­κά. Στην πο­ρεία, ήρ­θαν ξαφ­νι­κά και τον πο­λέ­μη­σαν στην δι­ή­γη­ση κά­τι Κι­νέ­ζοι. Αμύν­θη­κε,αλ­λά έχα­σε τη μά­χη και το μυ­θι­στό­ρη­μα δια­κό­πη­κε. Δυ­στυ­χώς ή ευ­τυ­χώς, ο άρ­χο­ντας της ορα­τής κό­λα­σης εί­χε άλ­λα σχέ­δια γιά την δι­ή­γη­ση.

Δη­μο­σιεύ­τη­κε 4/7/2006 από τον χρή­στη ΠΕ­ΤΕ­ΦΡΗΣ

Ύμνοι εναντίον γυναικών


Αχνός

Τον Μάρ­τιο μή­να του 1969, απέ­κτη­σα δω­μά­τιο στην πό­λη. Στην οδό Μα­κε­δο­νί­ας 41, μα­ζί με συ­γκα­τοί­κους, τον Θα­νά­ση, τον Γιώρ­γο και έναν Τά­κη. Ο Θα­νά­σης ήταν φί­λος φί­λης της φί­λης μου και θε­ο­σο­φι­στής, ο Γιώρ­γος αρι­στε­ρι­στής που διά­βα­ζε υπέρ πά­ντα θνη­τό, που η φί­λη του τον επι­σκέ­πτο­νταν αραιά και προ­γραμ­μα­τι­σμέ­να και ο Τά­κης, φοι­τή­τευε και ήταν μπά­κου­ρας, μπε­κιά­ρης, χα­μέ­νος στο μπε­τόν, ψη­λός με μου­στά­κι, μάλ­λον συ­γκά­τοι­κος με­τά από πολ­λές κα­ρα­μπό­λες. Το μοι­ρά­δι του ενοι­κί­ου ήταν δια­κό­σιες δραχ­μές και το δω­μά­τιο 2,70×2,90. Χω­ρού­σε ένα με­ταλ­λι­κό ντι­βά­νι, με στρώ­μα και κλα­ρω­τό ρι­χτά­ρι, ένα στρόγ­γυ­λο τρα­πέ­ζι και μιά κα­ρέ­κλα κου­ρέα από το μπιτ πα­ζάρ. Και μιά ντου­λά­πα με συρ­μά­τι­νο σκε­λε­τό και πλα­στι­κό πα­νω­φό­ρι που έφτυ­σα αί­μα να συν­δέ­σω. Έτζι αρ­χί­ζουν συ­νή­θως τα να­του­ρα­λι­στι­κά δι­η­γή­μα­τα του στύλ «αχ σπέρ­νε, κού­δε­βλο, τις ανα­μνή­σεις σου», αλ­λά ανα­φέ­ρω το δω­μά­τιο ή ανα­φέ­ρο­μαι στο δω­μά­τιο επει­δή τό­τε έσβη­σε μιά μο­να­δι­κή αί­σθη­ση που έτρε­φε τα προη­γού­με­να ολί­γα χρό­νια. Δεν άχνι­ζαν πλέ­ον οι για­κά­δες των παλ­τών, των αδιά­βρο­χων. Ή, σε άλ­λες εκ­δο­χές, των ημί­παλ­των, της βρα­χεί­ας, του παρ­ντε­σού, του τρέν­σκοτ, του μον­γκό­με­ρι ή πως αλ­λοιώς απο­κα­λού­σα­με τους χει­με­ρι­νούς επεν­δύ­τες. Δεν άχνι­ζαν από τα φι­λιά και τα κα­τε­νώ­πιον του προ­σω­ρι­νού απο­χαι­ρε­τι­σμού, πως ως συ­μπλεγ­μα­τα και ζευ­γα­ρά­κια απο­δί­δα­με, δί­κην θυ­σί­ας συλ­λο­γι­κής, στην πό­λη που μας φι­λο­ξε­νού­σε. Δεν άχνι­ζε τί­πο­τε. Διό­τι τα ρα­ντε­βού, τα αρα­ντε­βού, τα πές μου τι ώρα και τα ρέ­στα, ήταν πλέ­ον επι­σκέ­ψεις στο δω­μά­τιο. Όχι συ­να­ντή­σεις σε πάρ­κα, τσα­ΐ­ρια, κα­φε­τέ­ριες, γω­νιές, στά­σεις του ΟΑ­ΣΘ, από­με­ροι ακά­λυ­πτοι. Το πρώ­το τους μέ­λη­μα, να βγά­λουν το παλ­τό, να δεί­ξουν το φο­ρε­μα­τά­κι , το αν­σάμπλ, το αμπι­γιέ συ­νο­λά­κι, το σπορ­τίβ ζα­κε­τά­κι, το μάλ­λι­νο με τις με­γά­λες βε­λό­νες, το σκο­τσέ­ζι­κο που­λό­βερ, το μο­χαίρ απα­λό επί­τρι­χο δα­νει­κό από την ξα­δέρ­φη τους. Όσο κι αν το δω­μά­τιο δεν εί­χε πη­γή θερ­μό­τη­τας, ήταν κλει­στό και γε­μά­το προη­γού­με­νες ανά­σες, άρα έμοια­ζε κα­τα­φύ­γιο στην κό­λα­ση του Στά­λιν­γκραντ. Άρα δεν φο­ρού­σαν παλ­τό. Βέ­βαια, κρύ­ω­ναν. Με κά­τα­σπρα χει­λά­κια, μα­τιά θαμ­μέ­νη σε βα­ρύ­τα­τα ρί­μελ και πι­νε­λα­ρί­σμα­τα γύ­ρω από το μά­τι, συ­χνά με βα­ρύ­τα­το υπό­λευ­κο μέικ απ που ήταν ρα­γι­σμέ­νο από τον πο­λύ μπα­τα­νά, πά­νω από την κα­νο­νι­κή στρώ­ση, σαν μού­μιες που δεν εί­χαν δια­τη­ρη­θεί στην θέρ­μη της άμ­μου, αλ­λά χά­λα­γε η μό­στρα τους στον βαρ­δα­ρί­τσο και στο αγιά­ζι μιας θερ­μαϊ­κής μπου­κα­δού­ρας, έμπαι­ναν, άφη­ναν το παλ­του­δα­κι να γλυ­στρή­σει στα χέ­ρια μας και το αφή­να­με πά­ντα κά­που αλ­λά πο­τέ στο ντι­βά­νι επει­δή το θέ­λα­με δια­θέ­σι­μο για το προ­σε­χές μέλ­λον του, για την λει­τουρ­γία του ως ευ­νή, έμπαι­ναν με άσπρα χει­λά­κια και έτρε­μαν, οπό­τε πά­λι ταις αγκά­λια­ζες, αλ­λά δεν έβγαι­νε αχνός από κα­νέ­ναν.
Ενώ όταν δεν υπήρ­χε δω­μά­τιο πα­ρά μό­νον υπαί­θριες πα­γω­νιές, εί­τε στο κυ­πα­ρισ­σά­κι, εί­τε στο δια­λυ­μέ­νο πάρ­κο της Μαρ­τί­ου, εί­τε στο πάρ­κο εκεί που εί­ναι ο Φί­λιπ­πος, εί­τε στο πλάι της Σχο­λής Τυ­φλών ανά­με­σα στα δύο νε­ο­κλα­σι­κά, εί­τε δί­πλα στο Ιτα­λι­κό προ­ξε­νείο, εί­τε πί­σω από το ιε­ρό τής Θε­ο­τό­κου του Μα­στού­νη, λέ­γε με Νέα Πα­να­γία και εί­χε ένα δό­ντι προς τη Νι­κη­φό­ρου Φω­κά, εί­τε σε πολ­λές πε­ριο­χές των πάρ­κων της Κέν­νε­ντι που σή­με­ρα βρί­σκο­νται τα θε­μα­τι­κά, εί­τε στα τυ­λιγ­μέ­να με λη­γού­στρα πα­γκά­κια της Νέ­ας Πα­ρα­λί­ας με­τα­ξύ του Μα­κε­δο­νία Πα­λάς και ώσπου να φτά­σου­με στα μπλό­κια της επέ­κτα­σης, δεν εί­χα­με συ­νά­ντη­ση σε δω­μά­τιο, αλ­λά ρα­ντε­βού. Συ­νή­θως πριν σκο­τει­νιά­σει, οπό­τε δεν φι­λιό­μα­σταν καν, μην τύ­χει ξέ­νο μά­τι ή γνω­στό, και ρα­ντε­βού που έλη­γαν στο σκο­τά­δι, οπό­τε ο απο­χαι­ρε­τι­σμός ήταν θερ­μός και άχνι­ζε. Μπο­ρεί το αρα­ντε­βού να ξο­δευό­ταν σε οι­κο­γε­νεια­κά ζη­τή­μα­τά της, να πε­ριεί­χε μού­χτι, μου­ντά­ρι­σμα σε γυ­μνά μέ­λη που ήταν επι­τρε­πτό να συμ­βεί, ή και πιό ζω­ντα­νά συ­μπλέγ­μα­τα, ενί­ο­τε με δια­σκε­δα­στι­κή κα­τά­λη­ξη. Πά­ντως ήταν τέ­λος αρα­ντε­βού, δεν μπο­ρού­σα δεν μπο­ρού­σε, δεν μπο­ρού­σα­με, δεν μπο­ρού­σαν να χει­ρι­στούν τα ζευ­γα­ρά­κια κα­μιά προ­κά­λυ­ψη, κα­νέ­ναν κα­πνό τσι­γά­ρου, κα­μία ανα­ζή­τη­ση μα­ντι­λιού στην τσέ­πα, και τα μά­τια μας ήταν κο­ντά και τα τέσ­σε­ρα, δεν ακού­γα­με τα γειά σου, τα σ’ αγα­πώ, θα σε δώ στις πέ­ντε με­τά τον «Στρα­τη­γά­κη», αλ­λά στέλ­να­με τα μά­τια μας, και τα τέσ­σε­ρα κο­ντά το ένα με το άλ­λο, ανε­πι­τή­δευ­τα, γκιο­ρα­λί­δι­κα, συ­νή­θως εκεί­νες συ­χνά τα εκρά­τα­γαν μι­σό­κλει­στα για να διευ­κο­λυν­θεί το φι­λί τού «γειά σου» και «αντίο», αλ­λά δεν μέ­νω στα μά­γου­λα και στον αδιά­σπα­στο ειρ­μό των πε­πλεγ­μέ­νων χε­ριών μας, πα­ρά μό­νον στο άχνι­σμα στην μυ­ρω­διά και στο πα­γω­μέ­νο ατλά­ζι του αέ­ρα όπως έβγαι­νε από τον για­κά τού παλ­τού της, του κα­σκόλ πά­νω από την τρέν­σκοτ, που έδε­νε η άχνα με τη θερ­μή ανά­σα μας, μοιά­ζο­ντας με ατμί­ζο­ντα έν­ζω­δα μη­χα­νή­μα­τα δι­πλά, δί­πλα, δι­πλα­ρω­μέ­να, έτοι­μα να επι­στρέ­ψουν από το ενω­μέ­νο ζεύ­γος της δι­ή­γη­σης του Αρι­στο­φά­νη στο «Συ­μπό­σιο» τού Πλά­τω­να, στην κα­τά­στα­ση των ηρώ­ων του Κα­μύ ή του εσω­τε­ρι­κού μο­νο­λό­γου.
Και ο κοι­νός αχνός βελ­τί­ω­νε την αφή τού βα­ρέ­ος, σκου­λά­του υφά­σμα­τος, ακό­μη και το δι­πλής πλέ­ξης κα­μπαρ­ντι­νέ, ακό­μη και την υπο­ψία μιας μπλού­ζας ζα­κάρ που κρύ­βο­νταν πί­σω από την για­κα­δού­ρα. Εί­τε ρε­γκλάν, εί­τε φίλ φι­λέ, εί­τε μα­νι­κε­τό­κο­ψη, εί­τε φι­λα­φίλ, τα υφά­σμα­τα που γί­νο­νταν ρού­χα και μέ­σα στον αχνί­ζο­ντα απο­χαι­ρε­τι­σμό δεν ήσουν σί­γου­ρος πως απο­χαι­ρε­τού­σες εκεί­νην στο σκο­τά­δι ή στην έξο­δο τού Πα­πα­γιάν­νη, λέ­γα­με το αντίο τυ­λιγ­μέ­νοι μέ­σα σε μυ­τε­ρούς θά­μνους από ορο­λο­γί­ες, και να έρ­χε­ται ορ­μη­τι­κό το 1970 με τα μο­δά­τα και τα σκλη­ρά και τις χου­ντά­ρες και τον πό­θο και την σάρ­κα και–

Αυ­τά τε­λεί­ω­σαν τον Μάρ­τιο μή­να του 1969 και έκτο­τε αρ­νού­μαι να πε­ρι­γρά­ψω τι άρ­χι­σε.


Σχέ­διο του Π.Θ. (Αρ­χείο Δ.Κ.)


Φω­λέα

[…]
Μια ανοι­χτή πόρ­τα στο ανώ­γειο ενός τουρ­κό­σπι­του. Ζε­στά πρω­το­βρό­χια του 1948. Κά­θο­μαι ήσυ­χος σε ένα γυ­μνό δω­μά­τιο (μυ­ρί­ζει η κα­να­ζί­να στο πά­τω­μα), βλέ­πω το φύλ­λω­μα μιας αγριο­μου­ριάς και παί­ζω ήσυ­χα με κά­τι ξύ­λι­νες χρω­μα­τι­στές μπά­λες, πε­ρα­σμέ­νες με ένα σύρ­μα μπρο­στά μου. Κά­θο­μαι σε ένα βρε­φι­κό σκα­μνά­κι, μπο­ρώ να μπου­σου­λή­σω, αλ­λά εμπο­δί­ζο­μαι από το σύρ­μα. Η νε­ό­τε­ρη γυ­ναί­κα που αντι­δρά χα­μο­γε­λα­στά όπο­τε την λέω μα­μα­μά, λέ­ει το κά­θι­σμά μου κα­θη­κά­κι. Συν­δυά­ζω τη φω­νή της με ένα ζευ­γά­ρι δό­ντια. Πα­ντού στο σπί­τι εί­ναι γυ­ναί­κες. Με­γά­λες, γρηές, δύο. Κά­τι εν­διά­με­σες.
Και το πα­ρα­πέ­τα­σμα σκί­ζε­ται, η πόρ­τα σκιά­ζε­ται από έναν άν­θρω­πο άν­δρα. Γυα­λί­ζει το κε­φά­λι του, θυ­μά­μαι τις επω­μί­δες, κρα­τά­ει κα­πέ­λο στο χέ­ρι. Έχει κι αυ­τός δυο σει­ρές δό­ντια. Με πλη­σιά­ζει. Κλαίω. Εί­μαι επτά μη­νών και δεν έχω ξα­να­δεί τον πα­τέ­ρα μου. Κλαίω.
Υπάρ­χει μια λέ­ξη στον αέ­ρα. Με­ντι­χία. Ετσι λέ­νε μια γρηά που κυ­κλο­φο­ρεί, αλ­λά δεν θυ­μά­μαι τα δό­ντια της. Εί­ναι η νοι­κο­κυ­ρά. Η Με­ντι­χία δεν εί­ναι δι­κή μου. Δεν εί­μαι δι­κός της. Εκεί­νες τις μέ­ρες βρέ­θη­κα να μπου­σου­λάω και εί­δα πρώ­τη φο­ρά τις ξύ­λι­νες σκά­λες. Η μα­μα­μά ήταν στην κά­τω πόρ­τα. Μα­κρυά μαλ­λιά, αδύ­να­τη, με­σά­το φό­ρε­μα. Δεν με πρό­λα­βε. Κου­τρου­βά­λη­σα και βρέ­θη­κα στην αγκα­λιά της, στο ισό­γειο.
Άλ­λη ει­κό­να. Αρ­γό­τε­ρα. Μι­λάω, κα­τα­λα­βαί­νω. Ο πα­τέ­ρας μου κά­θε­ται με τη μά­να μου στο τρα­πέ­ζι, εί­ναι με στο­λή και μι­λά­νε για έναν Βί­κτωρ. Έτσι ο Βί­κτωρ, αλ­λοιώς ο Βί­κτωρ. Κά­θο­μαι στο πο­μπέ ντι­βά­νι και γκρι­νιά­ζω. Ο πα­τέ­ρας μου ση­κώ­νε­ται και έρ­χε­ται κα­τα­πά­νω μου, νο­μί­ζω εχθρι­κά. Όταν ορ­θώ­νε­ται τε­ρά­στιος κο­ντά μου, συ­νο­φρυώ­νο­μαι και του λέω : θη­ρί­ος εί­μαι! Το απει­λη­τι­κό σώ­μα ανα­λύ­ε­ται χα­λα­ρά, το πρό­σω­πό του φω­τί­ζε­ται, δεί­χνει όλα του τα δό­ντια, γε­λά­ει, γυρ­νά­ει στη μά­να μου, της λέ­ει Βαγ­γε­λιώ εί­πε θη­ρί­ος εί­ναι! Προ­σλαμ­βά­νω κά­τι δυ­να­τό : αν πο­τέ απει­λη­θώ, από μέ­σα μου να βγά­ζω λό­για που χα­λα­ρώ­νουν τους κα­κούς. Θη­ρί­ος εί­μαι διό­τι.
Η χρή­ση λέ­ξε­ων ήταν έκτο­τε με­γά­λη δρα­πέ­τευ­ση από τον πό­νο. Έμα­θα ότι έπρε­πε να εί­ναι έμ­με­σος ή ρυθ­μι­κός. Αν έλε­γα κου­λά­τη­κα πά­λε με τσο­τσό, δη­λα­δή επί των ώμων σου πα­τέ­λα, δεν το έπρατ­τε. Αν έδει­χνα το καλ­ντε­ρί­μι και του έλε­γα κα­κός βό­μος (κα­κός δρό­μος) γε­λού­σε και με ζα­λώ­νο­νταν με υπε­ρη­φά­νεια. […]


Μο­νω­δία

Έτο­νε και τρω­γό­πι­ναν ένας ρή­γας, ένας πρω­το­μά­στο­ρας κι ένας στρα­διό­τις, τζα­ού­σης. Πά­νω στην κου­ρου­μπου­γά­τσα, λέ­ει ο ρή­γας πως ξί­νι­σε το κρα­σί του και κλαί­ει, διό­τι χά­θη­καν έτζι μου­ζού­ρια δε­κα­τέσ­σε­ρα και πλή­θος βου­τζί­ων. Ξί­δια και ξι­νή­θρες. Ου φρο­ντίς τού λέ­γει ο τζα­ού­σης ο βα­σι­βου­ζού­κος, να μου τα δώ­κεις να πο­τί­σω τους λα­ούς που δεν κα­τέ­ουν. Ο πρω­το­μά­στο­ρας τού λέ­γει πως υπάρ­χει για­τρι­κό. Να εκ­με­τρή­σει το χα­μέ­νο κρα­σί και να φέ­ρει δυό κα­ρα­βιές μα­λα­κό, γλυ­κύ, ασθε­νές και ουγ­γα­ρέ­ζι­κο, να τα ανα­μί­ξει και τό­τε­νες θα έχει κα­λό γλυ­κό­πιο­το κρα­σά­κι για χρεία δι­κιά του και των δού­λων του. Εθαύ­μα­σεν ο βα­σι­λεύς, ανέ­θε­σεν στον πρω­το­μά­στο­ρα τη δου­λειά και τους απέ­λυ­σεν ερευ­γό­με­νος, να κοι­μη­θεί μες στην τρε­λή χα­ρά. Ο τζα­ού­σης ο τζα­γκρα­βο­λι­στής από­ρη­σεν που πή­ρεν ο πρω­το­μά­στο­ρας την ερ­γο­λα­βί­αν και τον ηρώ­τα πό­θεν ήξε­ρε το κόλ­πο με το ανα­κά­τε­μα. Δεν υπάρ­χει κόλ­πο απά­ντη­σεν ο κα­λός τε­χνί­της. Έχω κερ­δί­σει το διά­φο­ρον, τον λου­φέν και την δε­κά­την από κρα­σο­βό­λι δύο κα­ρα­βιώ­νε. Το κρα­σί που εξί­νι­σεν ευ­θύς θα το πε­τά­ξω, διό­τι το ξι­νόν υπε­ρι­σχύ­ει του γλυ­κέ­ος ακό­μη και σε ανα­λο­γί­αν μία στο χι­λιά­ρι. Μα τό­τε­νες, του λέ­γει ο στρα­διό­της ο το ρο­κά­νι φέ­ρων, εί­σαι απα­τε­ών και κούρ­σα­ρης. Εί­μαι κα­λός τε­χνί­της, απά­ντη­σεν ο χή­ρος πρω­το­μά­στο­ρας, και με­τά το κτί­σι­μον της κυ­ράς μου στο κω­λο­γε­φύ­ριν τού τσι­μπι­δο­μού­νη τού βα­σι­λέ­ως, ό,τι και να πρά­ξω άτι­μον, θε­μι­τόν μοι φαί­νε­ται.

Σχέ­διο του Π.Θ. (Αρ­χείο Δ.Κ.)


Πέν­θος

Ξύπνη­σα και σκε­φτό­μου­να πέν­θος, πέν­θος, νη­πεν­θές, πεν­θε­ρός, πεν­θέ­κτη. Και πά­λι πέν­θος.Το κρέ­μα­σα στο facebook και δεν απο­ρώ που αρ­κε­τοί θε­ώ­ρη­σαν τη λέ­ξη πέν­θος, κα­κιά. Όπως τις λέ­ξεις καρ­κί­νος, ετοι­μο­θά­να­τος, μογ­γο­λά­κι, aids, για τις οποί­ες προ­τι­μού­με την αντι­κα­τά­στα­σή τους με άλ­λους ήχους : φτού­τσα, φτού κα­κά, ή με χει­ρο­νο­μη­μέ­νες εκ­φρά­σεις : σταυ­ρο­κό­πη­μα, κού­νη­μα από την θέ­ση, φτύ­σι­μο στον κόρ­φο.
Μα δεν πεν­θώ για τον θά­να­το και τα επερ­χό­με­να γη­ρα­τειά. Ως άν­θρω­πος που ξερ­ρί­ζω­σε τα μαλ­λιά του με τα χέ­ρια για να δεί­χνει με­γά­λος και ήθε­λε να τον λέ­νε γέ­ρο και πάπ­πο από τα εί­κο­σί του, ετοι­μά­ζο­μαι για αυ­τήν την ηλι­κία, έστω φο­βι­κά. Και στον τά­φο μου ονει­ρεύ­ο­μαι μιά λέ­ξη, όπως επι­τέ­λους ή ουφ!.
Πεν­θώ επει­δή γεν­νή­θη­κα σε έναν κό­σμο με στε­α­το­πυ­γι­κές γυ­ναί­κες κρε­α­τω­μέ­νες που εί­χαν μι­κρά άκρα, στρου­μπου­λά, και τώ­ρα ο κό­σμος εί­ναι γε­μά­τος ξυ­λάγ­γου­ρες με πα­τού­σα νού­με­ρο 43 και βά­λε. Κοκ­κα­λιά­ρες με κυτ­τα­ρί­τι­δα. Οι άν­δρες αυ­τού τού κό­σμου στη γέν­νη­σή μου έμοια­ζαν με τον Γρη­γό­ρη Μπι­θι­κώ­τση και τώ­ρα οι νέ­οι μοιά­ζουν με τα δυό παι­διά του Στρά­του Διο­νυ­σί­ου. Από στε­γνοί τρο­μο­κρα­τη­μέ­νοι, ευ­τρα­φείς χα­βα­λέ­δες. Εξω­τε­ρι­κώς, εν­νοώ.
Πεν­θώ διό­τι το 1970 στο λε­ω­φο­ρείο έκα­ναν το σταυ­ρό τους δύο στους τρια­ντα­δύο, περ­νώ­ντας από να­ούς, σή­με­ρα εί­κο­σι στους πε­νή­ντα. Το 1980 άνα­βαν κε­ρά­κι κρυ­φά και διέ­φευ­γαν, τώ­ρα εί­ναι ου­ρά στα πα­ρό­δια ει­κο­νο­στά­σια.
Πεν­θώ διό­τι σε τό­σα χρό­νια, τα έρ­γα τέ­χνης πρό­λα­βαν και ψό­φη­σαν πά­νω στο παί­νε­μά τους, ή πέ­θα­ναν μα­ζί με τους ποι­η­τές τους. Αξέ­χα­στοι έμει­ναν ελά­χι­στοι, κι αυ­τοί εξαι­τί­ας τού τρό­που που πέ­θα­ναν.
Πεν­θώ επει­δή τό­σες δε­κα­ε­τί­ες ανά­πτυ­ξης και ορα­μά­των κα­τέ­λη­ξαν σε μιά άκε­φη δια­χεί­ρι­ση, που δεν την κυ­βερ­νά κα­νέ­νας. Πεν­θώ επει­δή η ποι­κι­λία στη ζωή θε­ω­ρεί­ται κα­θιε­ρω­μέ­νη μα­λα­κία.
Πεν­θώ επει­δή εί­ναι βο­λι­κό, οι­κο­νο­μι­κό, στα­θε­ρό και άσχε­το. Πεν­θώ επει­δή ο κό­σμος ξέ­ρει τι εί­ναι το Ντι­σπα­τα­λίν και ο αι­μα­το­κρί­της και δεν ξέ­ρει, όπως δεν ήξε­ρε πο­τέ, για­τί έγι­νε γέ­φυ­ρα ο Χα­ρί­λα­ος Τρι­κού­πης.
Πεν­θώ επει­δή αυ­τό ήξε­ρα να κά­νω. Πέν­θι­μη επε­ξερ­γα­σία πέν­θι­μων λέ­ξε­ων.
Πεν­θώ επει­δή το πέν­θος εί­ναι η πιο άσχε­τη με τον θά­να­το κα­τά­στα­ση που γνω­ρί­ζω.
Άντε τώ­ρα έναν πεν­θο­ζά­λη.

(Ύμνοι εναντίον γυναικών, Ιανός 2011)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: