«Τι εφύλαγεν αυτός ο Χαμαιδράκων;» και η αποκατάσταση του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ευσταθίου

Το διήγημα του Πάνου Θεοδωρίδη, Τι εφύλαγεν αυτός ο Χαμαιδράκων; αναφέρεται στην άλωση τής Θεσσαλονίκης από τους Νορμανδούς τον Αύγουστο του 1185 και αντλεί από το Χρονικόν τῆς ἁλώσεως του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ευσταθίου (δεύτερη δεκαετία 12ου αι. ‒ λίγο πριν το 1196).


«Τι εφύλαγεν αυτός ο Χαμαιδράκων;» και η αποκατάσταση του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ευσταθίου

Τελείωσε ο δωδέκατος αιώνας σε μία Ευρώπη αφυπνισμένη, όπου νέα ήθη και νέες τεχνικές δοκιμάζονταν σε ευρεία κλίμακα. Μερικοί πανέξυπνοι είχαν ήδη βρει τον τρόπο να μην γκρεμίζονται οι ανεμόμυλοι από τον αέρα, κι ενώ οι βόρειες Ευρωπαϊκές χώρες γέμιζαν με τα τριξίματα από τις φτερωτές, σε μερικά μοναστήρια υπομονετικοί τεχνίτες κόντευαν να εφεύρουν το ρολόι. Οι διανοούμενοι της εποχής, σ’ ανατολή και δύση, προσπαθούσαν να εκφραστούν μέσα από τις παραδοσιακές μορφές, ξεπερνώντας ένα σωρό σκοπέλους, ενώ ἡ ύπαιθρος σαρωνόταν από μεγάλους σιδερωμένους βρόμικους και αγράμματους ιππότες, που με το μαντήλι της αγαπημένης τους ως φλάμπουρο κομμάτιαζαν αλλόθρησκους ή απλώς αγνώστους χάριν αφηρημένων εννοιών. Καλά όλα αυτά, αλλά στη Θεσσαλονίκη της εποχής κανένας δεν τα συζητούσε, μήτε τον ενδιέφεραν. Καλοκαίρι του 1183 και ο μητροπολίτης Ευστάθιος, με ταραγμένο ύπνο από μέρες μάθαινε για τη συμφορά που προσέγγιζε την πόλη του. Στην Κωνσταντινούπολη, μερικούς μήνες πριν, είχε ανεβεί στην εξουσία ένας εξηντάρης βίος και πολιτεία, που παρέλαβε ένα στέμμα καταματωμένο.[1] Πριν να μπει στη βασιλεύουσα, οι βυζαντινοί που πολλά χρεωστούσαν και είχαν φυλαγμένα στους δυτικούς, μπήκαν στις συνοικίες τους και τους ερήμαξαν. Μέρες και μέρες εκάπνιζαν τα εμπορικά και τα κουφάρια των ζώων από τους ανθρώπους που κείτονταν αγνώριστοι στους δρόμους.

Για να εκδικηθούν οι Νορμανδοί, εμπήκαν στον κόπο και μάζεψαν ισχυρό και αδίστακτο ασκέρι και τράβηξαν για τη Θεσσαλονίκη, να τη ρημάξουν. Τρεις αιώνες είχε να παρθεί ἡ πόλη. Στην αρχή κανένας δεν ανησυχούσε υπερβολικά: η φρουρά ήταν εντάξει, ο διοικητής φαινόταν επαρκής και τα τείχη άπαρτα. Ο Ευστάθιος δεν τα πολυπίστευε αυτά: κάθε βράδυ γυρνούσε στο επισκοπείο του, μουρμουρίζοντας τις αντιρρήσεις του στον γραμματικό του, τον νεαρό Βασίλειο Στυμβάκωνα.[2] «Όλοι μου οι κόποι, παιδί, πηγαίνουν χαμένοι. Εγώ είμαι που εζήτησα από τον βασιλέα να διορθώσει τους αγωγούς και να ʼρχεται το νερό στην πόλη μας. Μόνο η μεγάλη στέρνα δεν συμπληρώθηκε. Βάλαμε μαστόρους να την επιχρίσουν από μέσα με υδραυλικό κονίαμα, αλλά πριν να τραβήξει ο σοβάς, βιάστηκε ο διοικητής κι ανοίξανε τούς αγωγούς και διέρρευσε το νερό.[3] Χωρίς νερό, σε ποια πολιορκία θα αντέξουμε;»

«Οι φόβοι σας, Παναγιώτατε, σας τιμούν», του λέει ο γραμματικός, «αλλ’ ας μην υπερβάλλουμε. Οι Νορμανδοί είναι στίφος άτακτο και δεν θα είναι σε θέση να επιμείνουν. Εξάλλου, ο διοικητής υποσχέθηκε να ζητήσει βοήθεια από την Κωνσταντινούπολη». Ο Ευστάθιος κούνησε το κεφάλι αποδοκιμαστικά. Μπορεί να είχε φάει τη ζωή στις βιβλιοθήκες,[4] αλλά ήξερε από τη ζωή και τη δράση της. «Τι μου λέγεις, παιδί… ο διοικητής να ζητήσει βοήθεια… μόλις ο βασιλέας το μάθει, ευθύς θα τον αντικαταστήσει και κινδυνεύει ἡ κεφαλή του… Μόνοι μας θα τα βγάλουμε πέρα, μόνοι μας». Μετά, πέρασε την αυλή της Αγίας Σοφίας, ανέβηκε τα σκαλία, προσευχήθηκε στη μικρή εκκλησία του Σωτήρος και ανέβηκε στο κελί του, λέω μεταξύ των οδών Πρασακάκη και Κεραμοπούλου, εκεί όπου σήμερα είναι ένα φαρμακείο.[5] Γευμάτισε με λάχανα και οξύγαλα και έμεινε άγρυπνος στο παράθυρό του, βλέποντας την πόλη έρημη στα πόδια του και το μεγάλο μνημείο μπροστά του βουβό… Ερχόταν άρωμα από τον μικρό του κήπο και γέμιζε τη νύχτα το φεγγάρι.

Το φεγγάρι εκμεταλλεύτηκε ο μέγας πολεμιστής Χαμαιδράκοντας κι έκαμε με την ομάδα του μια περιπολία στο ανατολικό τείχος. Αυτός στήριζε με τα όπλα του έναν μεγάλο προμαχώνα πίσω από τη Ροτόντα, που τον έλεγαν όλοι πύργο του Χαμαιδράκοντα·[6] σήμερα βγάζουν εκεί φωτοτυπίες κι έχει ταβέρνες γεμάτες φοιτητές. Από τη θάλασσα κι ως το βουνό το τείχος ήταν ευθύ, ατσαλάκωτο, γεμάτο τετράγωνους και τριγωνικούς πύργους.

Μέχρι την άνοιξη, γύρω από τις πύλες μυρμήγκιαζαν τα τσαντήρια και τα παραπήγματα, ώσπου μία σοφή διαταγή τα ισοπέδωσε όλα, για να μην έχουν οι εισβολείς πάτημα μπροστά στα τείχη να καλύπτονται. Στρατιώτες πάνω στους πύργους, γύρω από τις φωτιές, γυάλιζαν τους θώρακες και τις ασπίδες τους και δοκίμαζαν με τα δόντια τα νευρά από τα στραφταλιστά καινούργια τους τόξα που μόλις είχαν διανεμηθεί. Άκουγες παντού συνθήματα και χάχανα. Ο Χαμαιδράκοντας όμως ήταν επαγγελματίας.[7] Δεν επρόσεχε αυτά τα ζωντανά, αλλά τις αδιόρατες ρωγμές το εξασκημένο του μάτι έβλεπε, που είχαν γεμίσει το τείχος. Χορταριασμένοι αρμοί, πέτρες που λείπανε, πεσμένες πολεμίστρες παντού. Σε αντίθεση με τα γυαλισμένα τείχη του βοριά που δεν έκλειναν μια γενιά ανθρώπινη, που είχαν ξαναγίνει ωσάν καινούρια από τον πολέμαρχο Ανδρόνικο Λαπαρδά, δια χειρός ενός σκοτεινού υπαλλήλου που τόν λέγανε Προσούχ. Αυτωνών τα ονόματα είναι σχεδιασμένα με πλίνθους πάνω στα μέτωπα ενός πύργου.[8]

Τις ρωγμές παρατηρώντας αυτός δεν έμεινε αργός, μήτε πήγε να κοιμηθεί. Τον Χούμνο βρήκε,[9] που ήταν πολεμιστής με δικό του σύστημα, και μερικούς άλλους ανακάλυψε που ανησυχούσαν σε ταβέρνα, ζαλισμένοι από τα σπάνια τσίπουρα που έβρισκε κανείς ακόμη στην τρομαγμένη πόλη. Τους εξέθεσε τις εικόνες που είδε: ραγισμένοι πύργοι, σύριγγες παντού στο προτείχισμα, συκιές και κισσοί σε κάθε ράγισμα· δύο ποτηράκια τον βοήθησαν να ξεπεράσει τη φυσική του δειλία και την αποστροφή προς τη δημόσια διοίκηση και να επισκεφθεί τον Δαβίδ Κομνηνό, τον διοικητή της πόλης.

«Έξοχε φύλαξ διοικητά», του λέγει, «τρύπιο είναι απ’ έξω το τείχος».
«Μη νοιάζεσαι», του απαντάει σοβαρά αυτός, «θα το τρυπήσουμε και εμείς από μέσα».

Ο Χαμαιδράκοντας δεν κατάλαβε. Καθόντουσαν όρθιοι στο Ζαβαρείο, εκεί όπου ήταν το εργαστήριο των όπλων, πάνω από τον σημερινό Άγιο Νικόλαο τον Ὀρφανό.[10]

«Έξοχε φύλαξ διοικητά», ξαναλέει ο πολέμαρχος σαλιώνοντας το μουστάκι του από το τρακ, «με το πρώτο πετροβόλημα που θα μας κάνουν θα πάθουμε ζημία».
«Ουδέν πρόβλημα, αρειμάνιε» λέγει ο Δαβίδ, «θα το βαράμε κι εμείς με πέτρες από μέσα».

Φορούσε μαλακά μποτίνια ιταλικού ρυθμού και μία καταπληκτική ψάθα στο κεφάλι του. Οδηγούσε μούλα αντίς για άλογο και ήταν τρυφηλός και άοπλος.[11] Ο Χαμαιδράκοντας, όταν κατάλαβε ότι τον κορόιδευαν, έσφιξε το ζωνάρι του, έκλεισε μια για πάντα τα σαγόνια του και πήρε την ομάδα του και πήγε στον χειρότερο, τον πιο ετοιμόρροπο πύργο, τον αρμάτωσε και περίμενε.

Λοιπόν, «ἡ καρδιά ἡμῶν καιομένη ἐν ἡμῖν καὶ ὡς πάντα», καθώς λέγει ο Ευστάθιος,[12] τρώγοντας ένα ξεροκόμματο σε μια καλύβα στον παλιό Ιππόδρομο, περιμένοντας να τον μεταφέρουν στο λιμάνι να συναντήσει τους αρχηγούς των επιδρομέων. Τον έβαλαν σ’ ένα λιανό υποζύγιο να μην κουράζεται – στο σαμάρι του είχε ακόμη φαρέτρα και βέλη. Στοιχηδόν οι νεκροί στις πύλες. Στην πόρτα που την έλεγαν Ρώμη και στην πόρτα που την έλεγαν Κασσανδρεωτική. Τριακόσια χρόνια πριν, αυτές οι πόρτες είχαν χτιστεί από μέσα προκειμένου να γλιτώσουνε οι Θεσσαλονικείς τους Σαρακηνούς.[13] Πάλι καλοκαίρι, Ιούλιος του 904. Τότε η πόλη πάρθηκε από τη θάλασσα και άντεξε το ανατολικό τείχος, καθώς είχε αντέξει και παλιότερα, στους Σκλαβηνικούς πολέμους.[14] Κάθε πράγμα στον καιρό του – θα τα ειπούμε ἄλλη φορά αυτά, καθώς μου έρχονται στη μνήμη. Αλλά στα 1430 οι Τούρκοι μπήκαν πάλι από εδώ, ίσως από λίγο ψηλότερα, απέναντι απο το Δημορικό Νοσοκομείο ή την Ευαγγελίστρια. Βάλανε σκάλες κι ένας θηριώδης πρόλαβε πρώτος, βρήκε στα μπεντένια έναν Λατίνο ετοιμοθάνατο, του ʼκοψε το κεφάλι και το έδειξε στους απέξω. Κι αυτοί αλάλαξαν και με περισσότερο κουράγιο υπέμεναν τα δεινά του πολέμου.[15]
Αυτά τα τείχη, στον 18ο αιώνα, κάτασπρα τα διηγείται ο πολύς περιηγητής και αρμόδιος, ο Κουζινερής.[16] Πέσανε με τον καιρό τα κάτω από την Καμάρα κι απόμειναν τα υψηλά. Εκεί βρίσκεται και μια επιγραφή που διαβάστηκε τελευταία από τον Αργύρη Κούντουρα, ο οποίος τη συντήρησε: «Με αδιάρρηκτα τείχη ο Ορμίσδας επλαισίωσε αυτήν τη μεγάλη πόλη, έχοντας τα χέρια του καθαρά».[17]
Όταν με τα πολλά έφτασαν οι Νορμανδοί στην πόλη και πιάστηκαν στον πόλεμο, δεν πέρασε πολύς καιρός και ο πύργος του Χαμόδρακα έπεσε.[18] Λύθηκαν οι αρμοί του, διηγείται ο Ευστάθιος και φάνηκε φρικτό κενό, ωσάν δόντι που λείπει από το στόμα μιας παινεμένης, ωσάν πανάκριβη χτένα με σπασμένο δόντι φαινότανε το τείχος. Στάθηκαν τότε οι πολεμιστές μια σειρά μπροστά στο κενό και πιάσαν τα αγχέμαχα και πολεμούσαν το νορμανδικό στίφος. Αλλά ήταν λίγοι και εξαιτούσαν βοήθεια. Ήρθε κι ο διοικητής κι εχάζευε. Του φώναξαν, «Κομνηνέ, στάμα και πέζευμα», δηλαδή κάτι σαν «στάσου και πολέμα», κι εκείνος τους απαντάει «καβαλίκευμα, καθ’ ἅ μέ βλέπετε», δηλαδή κάτι σαν «κάντε ό,τι κάνω! Καβαλίκα και δρόμο».[19]

Τι απόγινε ο Χαμαιδράκοντας; Μήπως τον έφαγε ο μαύρος θάνατος με φάσγανο στο στομάχι ή με αποτομή τής κεφαλής; Μήπως έφαγε πέτρα κατά στέρνου κι εζαλίσθη και όταν συνήλθε όλα τελείωσαν, οπότε βρήκε τον τρόπο και έφυγε προς τη μονή Χορταΐτου και προς τη Γαλάτιστα και τα Βασιλικά; Μήπως παρέδωσε τη σπάθα του σε λεοντόκαρδο Ιταλό και γονάτισε μπροστά του να του χαρίσει τη ζωή; Εκατόν είκοσι έξι χρόνια αργότερα κάποια Κέρταινα είχε ένα σπιτάκι πίσω από τη Ροτόντα. Ήρθαν καλόγεροι Ξενοφωντινοί αγιορείτες και αγόρασαν το σπίτι του γείτονα. Έτσι ξέρουμε τη γυναίκα αυτή, το πώς την έλεγαν και πού έμενε. Έμενε κάτω από τον πύργο του Χαμαιδράκοντος. Λοιπόν, ο πολέμαρχος δεν πρέπει να εδειλίασε αλλά άφησε αλησμόνητη τη μνήμη των αιμάτων του στους Θεσσαλονικείς. Τον πύργο αυτό τον καινουριωμένο τον σεβάστηκαν οι αιώνες, αλλά τον γκρέμισαν ανανεωτές πολεοδόμοι τον περασμένο αιώνα και σήμερα τον ξέσκαψαν οι αρχαιολόγοι. Βρήκαν φάσεις τού τείχους, εδώ η ρωμαϊκή, μετά η παλαιοχριστιανική, ίσως μια μεσοβυζαντινή, αλλά κοκαλάκι από τον Χαμαιδράκοντα· τα φτιασίδια τής στολής του τα επούλησαν Αρμένηδες ως ανταλλακτικά θωράκων στην επαρχία· τα γάντια του βρέθηκαν στην Ιταλία να τα φορεί κάποιος σαν τον Μπρανκαλεόνε σε γιόστρες τρίτης κατηγορίας στη Λούκα και στη Φερράρα.[20] 

Ο Βιτόριο Γκάσμαν στους «Γενναίους του Μπρανκαλεόνε» του Μάριο Μονιτσέλι, 1966)

Οι μπότες του έλιωσαν μαζί με τον Καταλανό που τις φορούσε έξω από την Ποτίδαια, όταν ο στρατηγός μας ο Χανδρηνός τους τα είπε ένα χεράκι στα 1308. Η σπάθα του ποτέ δεν μπήκε σε μουσείο, άλλαξε δεκατέσσερις ιδιοκτήτες, ώσπου στα 1436 ο τελευταίος κάτοχος, ένας Γιουρούκος από τη Μερσινούδα την έδωσε ενέχυρο για να πάρει δυο αγελάδες.
Ο Ευστάθιος θαρρείς και τα ʼξερε όλα αυτά. Όταν το φρικτά ακρωτηριασμένο πτώμα τού Ανδρονίκου Κομνηνού στράγγιζε στον Ιππόδρομο, αποφάσισε να συγγράψει την ιστορία της πολιορκίας τής πόλης του. Άνοιξη πλέον, ακόμη και στα ψηλά βουνά, και οι ρωγμές στα τείχη πάντοτε ανθισμένες.
Αυτά ο Ευστάθιος, αυτά ο Δαβίδ Κομνηνός και οι παλαιοί εζούσαν και εμείς τα εμάθαμε. Μικρό το ενδιαφέρον, αν τα πράγματα σταματούσαν εδώ. Αλλ’ αν είστε τυχεροί ενώ βαδίζετε στη Νέα Κρήνη, προς το αλσώδες της τέρμα, αν είστε τυχεροί κι έχει φεγγάρι στον Άγιο Θωμά και στον Τριακονταστάτη και στα Χωνά, εκεί όπου λιώνει τις πέτρες του ο Μαρμαροσύρτης[21] και βγαίνουνε κουνούπια ωσάν φλώροι μεγάλα, θα ιδήτε έκθαμβοι να πετά με μεγάλους βαρείς γύρους, κάνοντας γδούπο ωσάν τίναγμα χαλιού πάνω από τα καλαμαράκια και τα ζευγαράκια, όχι ο πολιούχος της πόλης και λοιπά, αλλά ο στρατηλάτης Χαμαιδράκων, ακριβώς επάνω από την ταβέρνα του Χαμόδρακα, ίσως από απλή συνωνυμία.

Τοξότες (από τοιχογραφία που ιστορεί «Το μαρτύριο του Αγ. Σεβαστιανού, Μονή Βαρλαάμ, Μετέωρα



Η τελευταία παράγραφος του διηγήματος προκαλεί το ερώτημα: Τι έρχεται άραγες να κάνει ο Χαμαιδράκων στον Χαμόδρακα, στην παραλία της Νέας Κρήνης; Διαβάζοντας τη νεότερη βιβλιογραφία θέλω να πιστεύω πως ο ατρόμητος πολέμαρχος γνωρίζων την αλήθεια των τραγικών γεγονότων τον Αύγουστο 1185, έρχεται μέσω της λογοτεχνίας να άρει την αδικία και ν’ αποκαταστήσει το όνομα και τη φήμη τού μητροπολίτη Ευσταθίου από τη διαβολή ορισμένων βυζαντινολόγων φιλολόγων και ιστορικών· πως τάχα ο σοφός μητροπολίτης Θεσσαλονίκης τα ʼχε κάνει πλακάκια με τον Αλδουίνο και τους Νορμανδούς καπετανέους για να σώσει το τομάρι του από τη σφαγή αφήνοντας το ποίμνιό του στο έλεος κάθε Νορμανδού αλήτη, και πως μετά την αναχώρησή τους από την κατακρεουργημένη πόλη εστράφη με κολακείες και γλώσσα λογοτεχνική προς τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Β΄ Άγγελο (1185-1195) για να αποσείσει, όπως υποστηρίζουν, καταγγελίες Θεσσαλονικέων εις βάρος του. Αποσιωπά ο Πάνος Θεοδωρίδης τον πραγματικό λόγο, που ο στρατηλάτης Χαμαιδράκων εμφανίζεται στον ουρανό της Νέας Κρήνης με φεγγαρόφωτο, επάνω από την ταβέρνα τού Χαμόδρακα· ίσως από απλή συνωνυμία λέγει, κλείνοντας το μάτι και τη διήγηση στο σημείο αυτό, και ο νοών νοείτω.






Το κείμενο αυτό διαβάστηκε στη Λέσχη Ανάγνωσης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης την Κυριακή, 25 Μαΐου 2025 ως φιλολογικό μνημόσυνο στη μνήμη τού Πάνου Θεοδωρίδη (†14 Φεβρουαρίου 2025). Δημοσιεύεται στη συνέχεια του Χάρτης#75, Αφιέρωμα στον Πάνο Θεοδωρίδη, Μάρτιος 2025 ως δείγμα σχολιασμού και τρόπου ανάγνωσης του διηγήματος. Για το Χρονικό τῆς ἁλώσεως βλ Eustazio di Tessalonica, La espugnazione di Tessalonica, testo critico introduzione annotazioni di Stilpon Kyriakidis, proemio di Bruno Lavagnini, versione italiana di Vincenzo Rotolo, Istituto Siciliano di Studi Bizantini e Neoellenici, Παλέρμο 1961 (εφεξής Ευστάθιος) και μετάφρασή του στη νεοελληνική Ιωάννης Καμινιάτης-Ευστάθιος Θεσσαλονίκης-Ιωάννης Αναγνώστης, Χρονικά των αλώσεων της Θεσσαλονίκης, μτφρ. Χάρης Μεσσής, εισαγωγή-σχόλια Paolo Odorico, εκδ. Άγρα 2009, 171-308.





 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: