Νουθετώντας με τη δύναμη της σάτιρας

Νουθετώντας με τη δύναμη της σάτιρας

Στο διήγημα «Ο όρκος», του Τούρκου συγγραφέα Ömer Seyfettin, παρουσιάζονται δύο νεαροί συμμαθητές, που γνωρίζονται λίγο στο σχολείο, γίνονται «αδελφοποιητοί» με όρκο, και όταν ο ένας από τους δύο δέχεται αιφνίδια επίθεση από άγριο σκυλί, που αργότερα αποδεικνύεται λυσσασμένο, ο άλλος σπεύδει να τον υπερασπισθεί, με αποτέλεσμα να χάσει τελικά τη ζωή του. Θέλοντας ν’ αποθεώσει τις παραδοσιακές αξίες του τουρκικού λαού, μέσω της ιστορίας τούτης, ο Seyfettin καταλήγει:

«Και όσο απομακρυνόμαστε από τη φυλή μας, από την τουρκική μας ταυτότητα που τη διαισθανόμαστε μόνο, υποφέρουμε αποξενωμένοι από την παράδοσή μας κατρακυλώντας πιο βαθιά στον σκοτεινό και βρομερό γκρεμό της διαφθοράς και του εγωισμού, της χυδαιότητας και της οκνηρίας. Καθώς βασανίζομαι στα βάθη αυτής της κόλασης, ανοίγεται σαν όραμα μπροστά μου το καθαρό και αγνό παρελθόν ενός χαμένου παραδείσου. Είναι παρηγοριά και ευδαιμονία».

Είναι εμφανής η εξιδανίκευση της παραδοσιακής εποχής έναντι του εκμοντερνισμού και κάποιοι έχουν βρει όμοια στοιχεία στο διήγημα του Χρηστοβασίλη, «Ο Κουτσογιάννης στα Γιάννενα», με το οποίο ο τελευταίος (υποτίθεται ότι) ήθελε να εξυμνήσει την αγνή παραδοσιακή ζωή των βοσκών και να καυτηριάσει τη Νεωτερικότητα. Ο Κουτσογιάννης παρουσιάζεται ν’ αγνοεί ότι υπάρχουν βάρκες, πανδοχεία όπου πληρώνεις για να φας, και μέρη όπου οι άγνωστοι άνθρωποι δεν καλημερίζονται στον δρόμο. Κατά τη γνώμη μας, πρόκειται όχι για «παραδοσιακό» αλλά για έναν αντικοινωνικό βουνίσιο άνθρωπο, που και στην κοινότητά του γίνεται περίγελος. Είναι άστοχο να πιστεύει κανείς πως πριν τους Νεώτερους Χρόνους δεν υπήρχαν μεγάλες και πολυπληθείς πόλεις με παζάρια και εμπορικές συναλλαγές. Ωστόσο, πρέπει να το παραδεχτούμε, το δίλημμα «παράδοση ή εξευρωπαϊσμός» ετέθη μέσα στην ελληνική λογοτεχνία, ιδιαίτερα κατά τον 19ο αιώνα. Και όχι μόνο για να εγκωμιαστούν τα ήθη, αλλά κάποτε και για να στηλιτευτούν.

Ο Ανδρέας Λασκαράτος



Πόσοι θυμούνται, λόγου χάρη, τον Νεοέλληνα σατιρικό Ανδρέα Λασκαράτο και το βιβλίο του Ιδού ο άνθρωπος (1874); Πρόκειται για ένα έργο όπου ταξινομούνται εκατόν είκοσι έξι τύποι ανθρώπων, καλοί και κακοί, σοβαροί και γελοίοι, με κύριο στόχο την ηθικοπλαστική καλλιέργεια και, εννοείται, την προτροπή για μίμηση των καλών. Οι παρατηρήσεις του είναι καρπός της ώριμής του ηλικίας και «φιλτράρονται» με βάση τις προσωπικές του αντιλήψεις. Όπως παραδέχεται, βασική επιρροή του είναι το έργο Χαρακτήρες, του αρχαίου συγγραφέα Θεόφραστου. Στην αρχή του βιβλίου, βάζει τον δικό του χαρακτήρα («ο φιλόνικος»), ως περίπτωση εριστικού ανθρώπου που κρίνει αμείλικτα τα κακώς κείμενα της κοινωνίας, αδιαφορώντας για τις συνέπειες:

«Ο χαραχτήρας του φιλόνικου είναι κάπως ο χαραχτήρας μου. Και τόνε βάνω εδώ στην αρχή των χαραχτήρων μου, σαν εκείνους οπού στην αρχή του βιβλίου τους βάνουν την εικόνα τους».

Στο βιβλίο, ο Λασκαράτος εμφανίζεται βαθιά επηρεασμένος απ’ τον Γαλλικό Διαφωτισμό και τον αντικληρικαλισμό του, διαποτισμένος όμως παράλληλα απ’ την ευθύνη του διανοούμενου που επιχειρεί να καταστήσει την κοινωνία πιο σύγχρονη, φιλελεύθερη και ορθολογική, χρησιμοποιώντας ως όπλο τον φαρμακερό του σαρκασμό, όπως έκανε άλλοτε ο Βολτέρος. Μόνο που ο Λασκαράτος είναι πολύ πιο κοντά στον πουριτανισμό και υπερασπίζεται επίμονα τις παραδοσιακές αξίες της πατρίδας, της οικογένειας και της πίστης στην ηθική και στη φυσική θρησκεία, με εγγυητή της τελευταίας έναν Θεό ντεϊστικό και διαφορετικό από τον χριστιανικό. Η χρήση του φυσικού λόγου, πιστεύει ο ίδιος, θα ευνοήσει την ηθική καλλιέργεια, με την προϋπόθεση ότι πατάσσεται ο δογματισμός και η αμάθεια, εκπρόσωπος των οποίων είναι, σύμφωνα με τον Κεφαλλονίτη συγγραφέα, η Ορθόδοξη Ελλαδική Εκκλησία. Κάθε φορά που έχει ένα αρνητικό πρόσωπο, σπεύδει να το συγκρίνει με το θετικό αντίστοιχό του. Έτσι, στους κακούς μαθητές αντιπαραβάλλονται οι καλοί μαθητές, όπως και στους κακούς ιερείς αντιπαραβάλλονται οι ηθικοί ιερείς που μορφώνουν ηθικά τους Χριστιανούς. Γιατί; Διότι οι άνθρωποι που έχουν ένα ελάττωμα δεν θέλουν τίποτα περισσότερο απ’ το να έχουν πολλούς «συνενόχους», περιφρονώντας την αντίθετη αρετή σαν περίπου ανύπαρκτη. Έτσι καθησυχάζουν τη συνείδησή τους. Καθένας συμπεριφέρεται αναλόγως του ήθους του, μας λέει χαρακτηριστικά. Επειδή, όμως, η καθημερινότητα και η συνήθεια μας κάνει να μην προσέχουμε πολύ τα πράγματα που βλέπουμε γύρω μας, η σκιαγράφησή τους μέσα σ’ ένα βιβλίο μπορεί να μας ανοίξει τα μάτια. Απ’ το βιβλίο δεν λείπουν και μερικοί σύντομοι διάλογοι, προ παντός κωμικού χαρακτήρα. Υπάρχει όμως και μπόλικη ψυχολογική διάθεση:

«Οι καρδιές των ανθρώπων είναι κάμποι, καθένας από τους οποίους προικισμένος με διάφορα διαφορετικά άλατα, φύγει και σηκώνει περισσότερο κάποιες ψυχικές συνάψεις παρά κάποιες άλλες».

Για να συμπληρωθεί κατόπιν:

«Ένας είναι, βέβαια, ο κύριος χαρακτήρας του κάθε ανθρώπου συνάμα όμως είν’ επιδεχτικός ο άνθρωπος και άλλων δευτερευουσών αποχρώσεων, τας οποίας χρωματίζει ο κύριος χαρακτήρας το, και ενιαυτών επηρεάζει από αυτάς».

Εκτός των άλλων, ο Λασκαράτος επιθυμεί να δώσει συμβουλές και στη νεολαία. Με θαυμασμό μιλάει για τους προκομμένους νέους που εργάζονται και προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο, αντίθετα με τους οκνηρούς, για τους οποίους δεν έχει να δείξει παρά καταφρόνια. Η οκνηρία, γράφει χαρακτηριστικά σ’ ένα σημείο, είναι το «χτικιό» της νεολαίας. Η οκνηρία μπορεί να φτάσει μέχρι και στην αηδία για την ίδια τη ζωή, οδηγώντας τον άνθρωπο στην αυτοκτονία.

Οι πολιτικές του απόψεις συνταιριάζονται με τις θρησκευτικές. Αυτό φαίνεται όταν μας λέει, λόγου χάρη, ότι τα άκρα κατά βάθος συναντώνται και ο θρησκευτικός ασκητής έχει κοινό με τον «μηδενιστή» (μάλλον εδώ αναφέρονται οι διαβόητοι αναρχικοί τρομοκράτες που δρούσαν τότε σε Ρωσία και Ευρώπη) τον πόθο καταστροφής της κοινωνίας και της εγωιστικής του αυτοπροβολής, στο όνομα φαινομενικά αγαθών και «ανθρωπιστικών» ιδεωδών.
Στο βιβλίο στηλιτεύεται επίσης η κοινωνική υποκρισία. Δυστυχώς, εξηγεί ο Λασκαράτος, ο άνθρωπος της αίθουσας υποδοχής δεν είναι πάντα ο ίδιος με τον άνθρωπο της κρεβατοκάμαρας και το ποιος είναι κανείς στ’ αλήθεια μπορεί να διαπιστωθεί μονάχα στην ενδότατη οικογενειακή του ζωή.
Παράδειγμα της κοινωνικής υποκρισίας είναι τα δύο μέτρα και δύο σταθμά που ισχύουν για τα δύο φύλα. Για παράδειγμα, όταν υπάρχει στην οικογένεια πένθος, οι γυναίκες είναι κοινωνικά υποχρεωμένες να το τηρούν, να φορούν μαύρα ρούχα και ν’ αποφεύγουν τις κοινωνικές εκδηλώσεις, πράγμα που απ’ τους άνδρες πολύ σπάνια απαιτείται. Με τις ψυχολογικές του διαπιστώσεις, ο Λασκαράτος προβάλλει τα ηθικά του πιστεύω και υποστηρίζει αταλάντευτα την ελευθερία της έκφρασης, στηλιτεύοντας κάθε μορφή κοινωνικής υποκρισίας. Τέλος, το παρόν βιβλίο έχει έναν πρόλογο που απευθύνεται προς τους Ευρωπαίους φιλέλληνες, στους οποίους γράφει:

«Αφού εφέτο απονενοημένοι Κυβερνήτες και μωρός όχλος, με τα βαριά παιδιάστικά τους σας εδυσαρεστήσανε· απόκειται εις εμάς, όσοι τίμιοι και νοήμονες Έλληνες, να κάμωμε τα δυνατά μας δια να σας εξιλεώσωμε, με όποιον τρόπον καθένας μας ημπορέσει. Όσον αποβλέπει εμέ, ιδού εγώ σας παρουσιάζω και σας προσφέρω το ασθενές τούτο έργον μου ως μικρός μαθητής παρουσιάζει έργον του εις του διδασκάλους ου ζητώντας την εύνοιάν τους. Είναι δε τούτο, αν δεν σφάλλων, το πρώτο σύγγραμμα που παρουσιάζεται γραμμένο στη νεοελληνική γλώσσα, καθαρόν από βαρβαρισμούς λογιωτακτίστικους. Η πατρική γη σας προς εμάς φιλοστοργία, μας κάνει να ελπίσωμεν ότι, απάνου την αποτρόπαιη φετινή σκηνή μας, θα ρίψετε πέπλον λησμονησίας, και θα θεωρήσετε τα βάσκανο εκείνο, ως μήποτε γενομένο»

Και λίγο παρακάτω:

«Εμείς είμασθε ακόμη άγουροι στην Ελλάδα· είμασθε ακόμη ανήξεροι στην πολιτική μας πορίαν. Δώτε μας καιρόν και το κλίμα της Ελλάδος, ο αέρας της, το νερό, τα άλατα της γης της η εξευγενισμένη Ευρώπη από την οποίαν αντιγράφουμε και σχηματίζομε την ανθρωπιά μας, η φιλοστοργία σας θέλει ενεργήσουν απάνου μας, και θέλει γένουμε κ’ εμείς άξιοι απόγονοι των προγόνων μας, και ομότιμοι μ’ εσάς τους τώρα φιλοστρόργους κηδεμόνας μας. Θέλει δε ευγνωμονούμεν αιωνίως προς εσάς φια τα ωφέλιμα παραδείγματά σας, καθώς σεις ευγνωμονήσετε πάντοτε δια τα όμοια προς τους εδικούς μας προγόνους».

Παρόλο που έχει περάσει τουλάχιστον ένας αιώνας από τότε, το ερώτημα του αν η «Ελλάς ανήκει εις την Δύσιν», δεν έχει πάψει να μας απασχολεί. Όποια θέση και αν έχει κανείς στη διαμάχη, η επικαιρότητα του Λασκαράτου μας φαίνεται αναμφισβήτητη.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: