Θα χορέψεις γέρο, βρε γέροντα…

Παραδοσιακοί οργανοπαίκτες. Φωτογραφία (της περιόδου 1961-63) του μεγάλου Ελληνοαμερικανού φωτογράφου Κωνσταντίνου Μάνου από το άλμπουμ του «A Greek Portfolio» (1972).
Παραδοσιακοί οργανοπαίκτες. Φωτογραφία (της περιόδου 1961-63) του μεγάλου Ελληνοαμερικανού φωτογράφου Κωνσταντίνου Μάνου από το άλμπουμ του «A Greek Portfolio» (1972).

Το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι εί­ναι βί­ω­μα.
Για να το κα­τα­λά­βεις, πρέ­πει πρώ­τα να το νιώ­σεις.
Εί­ναι το ίδιο πα­ρά­δο­ξο που ισχύ­ει και με τη θρη­σκεία. Πρέ­πει πρώ­τα να πι­στέ­ψεις και με­τά θα κα­τα­νο­ή­σεις.
Οι δια­νο­ού­με­νοι ψά­χνουν να κα­τα­λά­βουν πρώ­τα. Ανα­ζη­τούν τεκ­μή­ρια φι­λο­λο­γι­κά, ιάμ­βους και μο­τί­βα. Εμπι­στεύ­ο­νται το μυα­λό τους για να κα­τα­λά­βουν και να αξιο­λο­γή­σουν. Τι;
Οι συ­γκι­νή­σεις εί­ναι αλ­λού.
Τα δη­μο­τι­κά τα νιώ­θεις στο χρώ­μα που φεύ­γει απ’ τα φλό­κια στις φλο­κά­τες που στρο­βι­λί­ζο­νται βα­ριές μέ­σα στις ντρι­στέ­λες.
Τα νιώ­θεις τα κα­λο­και­ρι­νά με­ση­μέ­ρια «κά­τω στα δα­σιά τα πλα­τά­νια» δί­πλα στο νε­ρό που κε­λα­ρύ­ζει.
Τα νιώ­θεις στα ξέ­φω­τα και στις ελα­τό­φλου­δες που σι­γο­καί­νε για το ψή­σι­μο, δί­πλα στις δρα­γα­σιές με τις βερ­βε­ρί­τσες που κυ­νη­γιού­νται από κλα­δί σε κλα­δί.
Τα νιώ­θεις στους πέ­τρι­νους τοί­χους των χα­μη­λών τσο­πα­νό­σπι­των, μαυ­ρι­σμέ­νους από τη φω­τιά, δί­πλα στα μα­ντριά, με τα σκυ­λιά να αλυ­χτά­νε σε κά­θε κίν­δυ­νο και τα γι­δο­πρό­βα­τα να χο­ρω­δούν.
Τα νιώ­θεις στις τρύ­πες του ζουρ­νά και της φλο­γέ­ρας, στα γυ­ρί­σμα­τα του κλα­ρί­νου και στ’ ακόρ­ντα του λα­ού­του.
Τα οι­κειο­ποι­ή­θη­κε, λέ­νε, η χού­ντα και στιγ­μα­τί­στη­καν.

Τρί­χες!

Όσοι τα ένιω­θαν και τα ζού­σαν συ­νέ­χι­σαν να τα νιώ­θουν και να τα ζουν με τον ίδιο απα­ράλ­λα­χτο τρό­πο. Η χού­ντα μό­λις που τ’ άγ­γι­ξε, δεν τα μό­λε­ψε. Δεν μπο­ρού­σε άλ­λω­στε. Όπως ο φα­σι­σμός απέ­τυ­χε να οι­κειο­ποι­η­θεί τη λαϊ­κό­τη­τα και πε­ριο­ρί­στη­κε στον λαϊ­κι­σμό. Όσοι τα σνο­μπά­ρι­ζαν από πριν ως επαρ­χιώ­τι­κα, βρή­καν πά­τη­μα τη χού­ντα για να τα απορ­ρί­ψουν ορι­στι­κά. Οι ίδιοι που ήταν πρό­θυ­μοι να λα­τρέ­ψουν το τε­λευ­ταίο αν­θυ­πο­γκρούπ που έβγα­ζε δι­σκά­κι στην πέ­ραν του Ατλα­ντι­κού μου­σι­κή αυ­το­κρα­το­ρία, αδυ­να­τού­σαν (ή απα­ξιού­σαν) να δια­κρί­νουν δί­πλα τους τις μου­σι­κές ιδιο­φυ­ΐ­ες που πρω­τα­γω­νι­στού­σαν στα λαϊ­κά δρώ­με­να της επαρ­χί­ας αλ­λά και της Ομό­νοιας.
Δεν μπο­ρούν να δια­νοη­θούν ότι μπο­ρείς να νιώ­σεις την ίδια ψυ­χι­κή τέρ­ψη με το σό­λο του Κα­ρα­κώ­στα στη «Σβαρ­νιά­ρα» και το σό­λο του Mark Knopfler στο Sultans of Swing!

Με­ρι­κοί δια­νο­ού­με­νοι, που ψά­χνουν πα­ντού σχή­μα­τα, νο­ή­μα­τα και υπο­νο­ή­μα­τα, ναι, επη­ρε­ά­στη­καν. Αλ­λά αυ­τοί ού­τως ή άλ­λως τα δη­μο­τι­κά δεν τα ένιω­θαν. Ήταν «φι­λο­λο­γι­κό εί­δος». Αυ­τοί, που μι­λούν για τον λαό ερή­μην του λα­ού, δεν σκα­μπά­ζουν γρυ από την τά­βλα.
Για να κα­τα­νο­ή­σεις την τά­βλα, πρέ­πει να υπάρ­ξει μέ­θε­ξη.
Πρέ­πει να μπο­ρείς να νιώ­σεις την έκ­στα­ση του συ­μπο­σί­ου. Εκεί που η ομή­γυ­ρη, στην τά­βλα κα­θι­σμέ­νη, θα αρ­χί­σει τη λει­τουρ­γία. Όπου ο προ­ε­ξάρ­χων θα πει το πρώ­το ημι­στί­χιο και ο χο­ρός θ’ ακο­λου­θή­σει. Τε­λε­τουρ­γι­κά, δω­ρι­κά, πει­θαρ­χη­μέ­να. Τό­τε το τρα­γού­δι θα δια­πο­τί­σει την πα­ρέα, θα τη δια­πε­ρά­σει σαν ηλε­κτρι­κό ρεύ­μα. Και το τρα­γού­δι της τά­βλας θα γί­νει ψαλ­μός και ύμνος. Θα το δεις στα μά­τια τους που κοι­τούν χα­μη­λά ή κλεί­νουν. Δεν τους απο­γειώ­νει ού­τε ο δε­κα­πε­ντα­σύλ­λα­βος, ού­τε τα ζυ­για­σμέ­να ημι­στί­χια, ού­τε τα άστο­χα ερω­τή­μα­τα, ού­τε τα «σχή­μα­τα αδυ­νά­του». Τους ενώ­νει η κοι­νό­τη­τα του βιώ­μα­τος, η βα­θιά αι­σθα­ντι­κό­τη­τα, το «μα­ζί» μιας αρ­χέ­γο­νης τε­λε­τουρ­γί­ας που με τη μέ­θε­ξή τους σ’ αυ­τή απλώς βιώ­νουν. Ζουν. Νιώ­θουν. Εξί­στα­νται.

Άντε τώ­ρα να κά­νεις συ­ζή­τη­ση γι’ αυ­τά με κά­ποιους αστούς δια­νο­ού­με­νους που κα­τά βά­θος φθο­νούν τη λαϊ­κό­τη­τα και την υπε­ρα­σπί­ζο­νται μό­νο στο πλαί­σιο της θε­ω­ρί­ας και της ιδε­ο­λο­γί­ας. Που τα «στέ­κια επαρ­χιώ­τι­κα» πέ­φτουν πο­λύ μα­κριά από το Κο­λω­νά­κι και τους Πα­ρι­σί­ους. Βλέ­πεις, για να κα­τα­ξιω­θεί η λαϊ­κή μού­σα, πρέ­πει να αξιω­θεί να πα­τή­σει το σα­νί­δι του Με­γά­ρου!
Κά­πο­τε, μα­θη­τής λυ­κεί­ου, τέσ­σε­ρις δε­κα­ε­τί­ες πί­σω, έκα­να κά­τι απρό­σμε­νο. Στο μά­θη­μα της λο­γο­τε­χνί­ας, έφε­ρα στην τά­ξη ένα κα­σε­τό­φω­νο (τε­χνο­λο­γία επο­χής) και επέν­δυ­σα τους στί­χους ενός ποι­ή­μα­τος του (λοι­δο­ρη­μέ­νου) Κρυ­στάλ­λη με σό­λο φλο­γέ­ρα στον πε­ρί­φη­μο σκά­ρο. Ακού­γο­νταν στο βά­θος και βε­λά­σμα­τα και κυ­προ­κού­δου­να και κά­που κά­που σου­ρίγ­μα­τα. Θε­ω­ρή­θη­κε curiosum. Στο διά­λειμ­μα μια συμ­μα­θή­τρια εί­πε με προ­φα­νή απέ­χθεια: «Μα αυ­τά εί­ναι βλά­χι­κα!»

Πα­ρα­κο­λου­θώ με θαυ­μα­σμό και πε­ριέρ­γεια την ενα­σχό­λη­ση του Πα­ντε­λή Μπου­κά­λα με αυ­τά τα «βλά­χι­κα». Τι «πό­θος και τι πά­θος» πρέ­πει να τον ωθεί να δου­λεύ­ει τό­σο συ­στη­μα­τι­κά και τό­σα χρό­νια με αυ­τό το γι­γά­ντιο έρ­γο της συλ­λο­γής και ανά­δει­ξης του θη­σαυ­ρού των δη­μο­τι­κών τρα­γου­διών! Τι μπο­ρεί να ωθεί στην επο­χή μας, στον 21ο αιώ­να, έναν συγ­γρα­φέα να επι­στρέ­ψει στις πη­γές της λαϊ­κής μας μού­σας; Δεν ανή­κει σί­γου­ρα στους ακα­δη­μαϊ­κούς πρα­μα­τευ­τά­δες. Ού­τε στους πα­ρα­πά­νω δια­νο­ού­με­νους. Από τα γρα­φό­με­να, τα λε­γό­με­να αλ­λά και το ίδιον ύφος κα­τα­λα­βαί­νει κα­νείς ότι ο Μπου­κά­λας έχει το βί­ω­μα ζω­ντα­νό μέ­σα του. Το νιώ­θει το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι. Κι αν στις χι­λιά­δες σε­λί­δες του πο­λύ­το­μου έρ­γου του ανα­δει­κνύ­ο­νται και το­νί­ζο­νται φι­λο­λο­γι­κές αρε­τές, η ποι­η­τι­κό­τη­τα, ο γλωσ­σι­κός πλού­τος, η ποι­κί­λη θε­μα­το­λο­γία, μου φαί­νε­ται ότι δεν εί­ναι αυ­τές το κί­νη­τρο, αλ­λά η βα­θύ­τε­ρη αγά­πη του για το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι.

*

Θα χο­ρέ­ψεις γέ­ρο, βρε γέ­ρο­ντα / Θα χο­ρέ­ψεις γέ­ρο μ’, θέ­λεις δε θες…

«Αυ­τό το χό­ρευε ο παπ­πούς μου», άκου­σα να μου λέ­νε.
Στα λαϊ­κά πα­νη­γύ­ρια και τις γιορ­τές, κα­θέ­νας εί­χε (και έχει) «το τρα­γού­δι του». Ήταν τρό­πον τι­νά η πα­ραγ­γε­λιά του στα όρ­γα­να. Οι ορ­γα­νο­παί­κτες τα γνώ­ρι­ζαν αυ­τά και προ­σάρ­μο­ζαν το παί­ξι­μο στο στυλ και στον ρυθ­μό όποιου έσερ­νε τον χο­ρό. Τα δη­μο­τι­κά τρα­γού­δια ήταν και πα­ρα­μέ­νουν ταυ­το­τι­κά. Οι άν­θρω­ποι που τα βιώ­νουν έχουν ο κα­θέ­νας το τρα­γού­δι του, ταυ­το­ποιού­νται μέ­σω αυ­τού στην το­πι­κή κοι­νω­νία. Το ίδιο συ­νε­χί­στη­κε στο λαϊ­κό τρα­γού­δι.

Εν ολί­γοις: για να μι­λή­σεις γνή­σια για το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι, πρέ­πει να το νιώ­θεις, να το ζεις, να σου μι­λά­ει.

«Κι όποιος δεν κα­τα­λα­βαί­νει, δεν ξέ­ρει πού πα­τά­ει και πού πη­γαί­νει.»

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: