Οι «Δαιμόνιοι» της άλλης όχθης

Άννα Γρίβα, «Δαιμόνιοι», Μελάνι 2020

Οι «Δαιμόνιοι» της άλλης όχθης

Η Άννα Γρίβα ανήκει στις ανήσυχες ποιητικές φωνές του καιρού μας, που αναμετρώνται διαρκώς με την τέχνη τους και τους εκφραστικούς της τρόπους. Με πέντε ώς τώρα ποιητικές συλλογές[1] –παράλληλα με το αξιόλογο μεταφραστικό της έργο– έχει αποδείξει ότι δεν παραμένει στατική ούτε περιχαρακώνεται στην ευκολία μιας μανιέρας, αλλά προσπαθεί να δημιουργήσει έναν ποιητικό λόγο με ευρύτερες αναφορές, λιτό, ευθύβολο και συναισθηματικά δραστικό. Μελετώντας κανείς το έργο της, διαπιστώνει ότι η ποίησή της, από συλλογή σε συλλογή, σταδιακά αποβάλλει τα περιττά, συνδυάζει με πιο οργανικό τρόπο τη φαντασία με το βίωμα και δομεί έναν ξεκάθαρο αφηγηματικό σκελετό, όπου εντάσσονται συνειρμικά τα ποιητικά της στοιχεία (εικόνες, πρόσωπα, σύμβολα, σκηνές).[2]

Η τελευταία της συλλογή, Δαιμόνιοι κινείται πάνω στους ίδιους θεματικούς και εκφραστικούς άξονες με την προηγούμενη, Σκοτεινή κλωστή δεμένη (Γαβριηλίδης 2017), αποτελώντας κατά κάποιο τρόπο συνέχεια της. Στη Σκοτεινή κλωστή δεμένη η Γρίβα επιδιώκει να φωτίσει την τραγική αντίφαση που βιώνει ο άνθρωπος μεταξύ ζωής και θανάτου, μέσα από προσωπικούς απολογισμούς μυθολογικών ηρώων και ηρωίδων. Η ίδια αντίθεση ζωής και θανάτου, φθοράς και αιωνιότητας, αποτελεί το κυρίαρχο μοτίβο και στους Δαιμόνιους, όπως συμπυκνώνεται επιγραμματικά στο μότο της συλλογής: «τραγούδησε θεά / τη σκοτεινή χαρά».[3] Ωστόσο, το ποιητικό υλικό, όπου αποτυπώνεται το παραπάνω αντιθετικό σχήμα, δεν είναι τα μυθολογικά σύμβολα, αλλά πρόσωπα από την παγκόσμια ιστορία. Ο Δάντης, η Σαπφώ, η Ιωάννα της Λωραίνης, η Αγία Ευδοκία, η ζωγράφος Artemisia Gentileschi, ο τροβαδούρος Jaufré Rudel, η φιλόσοφος Υπατία, ο Γαλιλαίος, ο Λέων Σγουρός, ο Σενέκας, η λογοτέχνης Αιμιλία Δάφνη, ο Βυζαντινός λόγιος Κωνσταντίνος Λάσκαρις, μια ανώνυμη αιχμάλωτη των Αγαρηνών κι ένας προϊστορικός κυνηγός καταθέτουν τους μεταθανάτιους στοχασμούς τους και δημιουργούν ένα παράδοξο ιστορικό μωσαϊκό, ένα ετερόκλιτο πολυφωνικό σύνολο με κοινή επωδό την αθάνατη ομορφιά που υπάρχει πέρα από τα εφήμερα.
Κοινή συνισταμένη όλων των ιστορικών προσώπων, που παρελαύνουν στις σελίδες της συλλογής, είναι το δαιμόνιό τους, μια εσωτερική αλήθεια που φωλιάζει στην ψυχή και μέσα από την οποία προσεγγίζουν την αιωνιότητα. Το δαιμόνιο παίρνει διαφορετικές μορφές στον καθένα: στην Υπατία και τον Καρτέσιο είναι η φιλοσοφία και η αναζήτηση της αλήθειας, στην Ιωάννα της Λωραίνης η αίσθηση της ελευθερίας, στον Σενέκα το πνεύμα και στην αιχμάλωτη των Αγαρηνών η γενναιότητα απέναντι στον θάνατο.
Διαβάζοντας τους Δαιμόνιους, έχει κανείς την αίσθηση ότι ο θάνατος παρέχει εκείνη την αναγκαία αποκαλυπτική συνθήκη, ώστε οι ήρωες και οι ηρωίδες της Γρίβα να αναγνωρίσουν ξεκάθαρα «όσα περνούν μέσα απ’ την ύλη / και μένουν πάντα άπιαστα»,[4] όσα ξεπερνούν την ανθρώπινη λογική και δεν μπορούμε να τα αντιληφθούμε ή να τα ομολογήσουμε ενσαρκωμένοι. Αυτά που οι ζωντανοί αγνοούν ή κοροϊδεύουν, παγιδευμένοι «στην αδυσώπητη πλέξη / του κόσμου»,[5] όπως οι φρουροί περιγελούν τα οράματα της Ιωάννας της Λωραίνης στο σχετικό ποίημα, είναι καταληπτά και αισθητά μόνο από τους νεκρούς. Οι νεκροί στερούνται τη χοϊκή τους μορφή, η οποία μοιάζει με επίθετο ρούχο που απεκδύεται η αιώνια ψυχή. Παρόλο αυτά, εξακολουθούν να αισθάνονται, να σκέφτονται, να θυμούνται, όπως η ανώνυμη νεκρή του 7ου π.Χ. αιώνα ομολογεί: «Έβλεπα εκείνο το ανθάκι / κι ένιωθα μέσα μου / να απλώνεται μια δίψα»[6]. Στους Δαιμόνιους, λοιπόν, ο θάνατος δεν έχει καταθλιπτικό πρόσημο, δεν είναι το σκοτεινό τέλος, αλλά το κατώφλι μιας φωτεινής αποκάλυψης. Γι’ αυτό και τα ποιήματα βρίθουν αναφορών στο φως, τον ουρανό, τους αγγέλους, σε σύμβολα που υποδηλώνουν απελευθέρωση και υπέρβαση.
Αν και ο ποιητικός λόγος της Γρίβα δεν είναι προγραμματικά έμφυλος ούτε υιοθετεί έναν αιχμηρό τόνο για τη γυναικεία καταπίεση, ωστόσο προβάλλει τη χειραφετημένη γυναίκα που αυτοπροσδιορίζεται και αντιστέκεται. Άλλωστε, τα περισσότερα ιστορικά πρόσωπα της συλλογής είναι γυναίκες: σκεπτόμενες, δυναμικές, μαχόμενες, αλλά και ευάλωτες. Χαρακτηριστικό ποίημα της συλλογής για την καταδικασμένη στην αφάνεια γυναίκα από μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, είναι το παρακάτω για τη φιλόσοφο Υπατία:

415 μ.Χ. – Υπατία[7]

Από παιδί το γνώριζα:
του ανθρώπου ο βυθός
είναι το φως των πλανητών,
των αιθέρων η θεά είναι η Μονάδα.

Μα πόσοι αντίκρισαν ποτέ
την ομορφιά των αστρολάβων;
Και πόσοι άραγε ξεχώρισαν
των αριθμών τις δίνες;

Τώρα το αίμα μου μετέωρο
θα πλανηθεί για αιώνες.
Ω σύνεργα της γνώσης!
Διαβήτες χάρακες μολύβια
θα πρέπει πια οι άνδρες
να σας φυλάσσουν
σε σκοτεινά σεντούκια
θα πρέπει πια οι γυναίκες
να σας επινοούν
να σας μεταχειρίζονται
σ’ ένα εργαστήρι άυλο
σ’ ένα χαρτί αερικό
στο μυστικό δωμάτιο
των σκέψεών τους.


Ο στοχαστικός τόνος, ο οποίος συμπυκνώνεται σε κάποιους αποφθεγματικούς στίχους, όπως στην πρώτη στροφή του παραπάνω ποιήματος, δεν «αποστεγνώνει» ούτε βαραίνει τον ποιητικό λόγο της Γρίβα. Ως αντίβαρο λειτουργεί η γείωση στο συναίσθημα, καθώς οι στοχασμοί των ποιητικών υποκειμένων δεν παραμένουν αόριστες έννοιες, αλλά κατατίθενται με έντονα βιωματικό λόγο, συχνά σε πρώτο ή δεύτερο ρηματικό πρόσωπο. Επιπλέον, ο αφηγηματικός σκελετός των ποιημάτων, με τα διακριτά και συνήθως παρατακτικά τοποθετημένα στοιχεία του ποιητικού σκηνικού (σκηνές, εικόνες και ενέργειες του ποιητικού υποκειμένου), βοηθά ώστε το ποίημα να γίνει πιο εύληπτο στον αναγνώστη. Τα στοιχεία και οι συμβολισμοί δεν συγχέονται, αλλά μέσω λογικών και συνειρμικών σχέσεων συναρμόζονται και δημιουργούν μια στρωτή αφήγηση. Ακόμα και η συχνή εναλλαγή μεταφορικού και κυριολεκτικού λόγου συντελεί, ώστε αυτή η ποιητική αφήγηση να είναι λιγότερο σκοτεινή. Όλα αυτά συνιστούν εκφραστικές κατακτήσεις της ποιήτριας, τις οποίες διαπιστώνει κανείς ήδη από την προηγούμενη συλλογή της, Σκοτεινή κλωστή δεμένη.
Παρά την αφηγηματικότητά τους, τα ποιήματα της συλλογής δεν περιορίζονται στα στενά πλαίσια της ιστορίας που αφηγούνται. Διατηρούν την ποιητική τους ταυτότητα, ανάγοντας τις μεμονωμένες εμπειρίες των ποιητικών υποκειμένων σε διαχρονικές ιδέες. Οι συγκεκριμένες ιστορίες αποκτούν ένα ευρύτερο, καθολικό νόημα. Τα επιστημονικά όργανα της Υπατίας στο παραπάνω ποίημα (χάρακες, αστρολάβοι, διαβήτες) γίνονται αίφνης σύμβολα της αναζήτησης της αλήθειας, της θείας γνώσης, της ανθρώπινης χειραφέτησης. Παράλληλα, η Γρίβα επιμελείται τη μουσικότητα των στίχων της, ώστε το ποίημα να έχει όχι μόνο αφηγηματική αλλά και ρυθμική ροή.  

Με τους Δαιμόνιους αισθάνεται κανείς ότι η ποίηση της Γρίβα απελευθερώνεται ακόμη περισσότερο από το άχθος του θανάτου, το ανέκκλητο της απώλειας και το τραγικό βάρος μιας ματωμένης μνήμης. Όλα αυτά φαίνεται ότι την ταλάνισαν στις πρώτες της συλλογές. Τώρα, πλέον, επιζητεί την παραμυθία.[8] Στη Σκοτεινή κλωστή δεμένη το ποιητικό υποκείμενο, εξομολογούμενο τον πόνο της θνητότητας, εξημερώνει κάπως την αγωνία του. Στους Δαιμόνιους η ποιήτρια κάνει ένα βήμα παραπέρα και προχωρά σε μια θαρρετή έκκληση προς τους νεκρούς, να της χαρίσουν την κληρονομιά τους, όλα αυτά που συνιστούν υπόμνηση αθανασίας και αλήθειας, με άλλα λόγια το δαιμόνιο της ύπαρξής τους.

Ω κυνηγέ της άλλης όχθης!
Το φυλακτό μου γίνε εσύ
σοφή σπηλιά χτίσε τα σπλάχνα μου
ζωγράφισέ με
πελέκησέ με
κάνε με χίμαιρα
τρελού οπτασία
κύμα πελάγους μυθικού
όλα αυτά τα άπιαστα
τα εφήμερα
που αντέχουν στους αιώνες.[9]

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: