Βιοσοφία και αυτοσυνείδηση

Βιοσοφία και αυτοσυνείδηση

Αποδομώντας μεθοδολογικά τις βραχύβιες κοινοτυπίες μελετητών όσο και κάθε συμβατική προσέγγιση, θέση η/και πεποίθηση αναλυτών της κρητικής λογοτεχνίας, η πολυθεματική μονογραφία για τον «Ερωτόκριτο» του Μιχάλη Πιερή αποκαλύπτει έναν ολόκληρο κόσμο. Τον βιόκοσμο του Κορνάρου, το περίγραμμα του οποίου συναπαρτίζεται από μία ιδιάζουσα συνθετική ενότητα και έναν υπερβατολογικό σχηματισμό, ο οποίος ξεπερνά τα όρια της ποιητικής δημιουργίας.
Αναμφίβολα ο «Ερωτόκριτος» αποτελεί πρότυπο θεματικής και υφολογικής δημιουργίας. Άλλωστε πάνω στο λογοτεχνικό γένος και στην οντολογική του σύνθεση στηρίχθηκε ένα σημαντικό μέρος της νεότερης ποιητικής δημιουργίας: από τον Σολωμό μέχρι τον Ρίτσο, τον Σεφέρη και τον Ελύτη.
Ο Πιερής γνωρίζει και αναγνωρίζει τον Λόγο που διέπει το βιόκοσμο του Κορνάρου.
Και προσπαθεί να ανακαλύψει τι ακριβώς καθορίζει τη συνείδηση αλλά και την αισθητήρια ικανότητα του ποιητή ώστε να καταδείξει ένα σύστημα πραγματολογικών παραγόμενων του ερωτοκρίτειου ιδεαλισμού. Να ανιχνεύσει την ‘κατ’ αίσθηση αντίληψη’ του ποιητή για το Λόγο της ιστορίας. Εξυφαίνει λοιπόν έναν ιδεολογικό-οργανικό και αισθητικό προβληματισμό που υποδεικνύει, αποδεικνύει και αναδεικνύει νέες διαστάσεις ανάγνωσης αλλά και νέα κριτήρια ερμηνείας.
Καθόλου τυχαία η κλίμακα και, κυρίως, η θεματική αλληλεξάρτηση που συνθέτει το συνολικό corpus για τον Ερωτόκριτο, όπου το υπό μελέτη υπο-κείμενο, γίνεται αντι-κείμενο ερμηνευτικής ανάλυσης στα υπερ-κείμενα της μονογραφίας.
Η ευρείας άλλωστε κλίμακας διεισδυτική ανάλυση του συγγραφέα γίνεται πάροχος μιας βαθύτερης γνώσης για τις μορφολογικές και ιδεολογικές δομές που αφορούν στην ευρύτερη πρόσληψη του «Ερωτόκριτου».
Προεκτείνοντας, θα υποστήριζα πως σημαντικό ρόλο σε αυτή την ευρύτερη πρόσληψη της ερωτοκρίτειας σύνθεσης διαδραματίζει το τρισδιάστατο θεωρητικό και μεθοδολογικό πλαίσιο του Μιχάλη Πιερή, το οποίο ως τέτοιο:

(α) αποκτά χαρακτήρα βιο-μορφικής και βιο-υφολογικής ερμηνείας του υπό μελέτη θεματικού συμπλέγματος, αποδίδοντας ιδιαίτερη προσοχή στη συγκρότηση του αλληλένδετου των ιστορικών δεδομένων με το κοσμοθεωρητικό όραμα του Κορνάρου,

(β) εμπεδώνει -μέσα από τη βιοσοφία της εκλεπτυσμένης όσο και ελεγχόμενης γραμματείας του Κορνάρου - τη διακριτική τέχνη της μνήμης, καλλιεργώντας την ιστορική συνείδηση και την πολιτική αίσθηση με στόχο τη δυνατότητα ιδεολογικής απεξάρτησης από συμβολικές προοπτικές ή/και συμβολικής μυθοπλασίας παραδόσεις,

(γ) αναδεικνύει την ποιητική οντολογία αλλά και τη συμμέτρηση των εν δυνάμει δια-κειμενικών εκδοχών στα έργα του Κορνάρου, του Σολωμού και του Μαχαιρά.

Τούτων δοθέντων, η μεγάλη συμβολή του Πιερή στη διεθνή και εγχώρια βιβλιογραφία δεν είναι μόνο οι νέοι προβληματισμοί ή, ακόμα, η μεθοδολογική του προσέγγιση και ο συνακόλουθος προβληματισμός με επίκεντρο πάντοτε το κοινωνικό και ιστορικό γίγνεσθαι. Είναι,κυρίως, ότι η μονογραφία του αποκαλύπτει και διατυπώνει το προθεσιακό νόημα του Κορνάρου. Ήτοι, την «υπερτοπική» ιδεολογία του «Ερωτόκριτου» μέσω της οποίας ο Κορνάρος έχει «κύριο στόχο να πλήξει το παραδοσιακό κέντρο του μεσαιωνικού ελληνισμού, το Βυζάντιο, το γόητρο του οποίου υπονομεύει πολλαπλώς». Για τον Πιερή, ο Κορνάρος -μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την έκλειψη ισχύος της Βενετίας- αισθάνεται την αγωνία του νέου ελληνισμού που αναζητά μια νέα ενότητα είτε σε επίπεδο γλώσσας είτε στο πεδίο της πολιτικής οντότητας και ταυτότητας. Έτσι ο μέγας ποιητής «προσανατολίζεται προς μία νέα αναγκαιότητα που μοιάζει να είναι η ιδεολογική συσπείρωση του ελληνισμού γύρω από ένα νέο γεωγραφικό κέντρο, αλλά και γύρω από ένα νέο γλωσσικό, αισθητικό και ιδεολογικό όραμα». Και αυτό το γεωγραφικό κέντρο δεν είναι πλέον ούτε η Βενετία ούτε η Κωνσταντινούπολη αλλά η Αθήνα.
Μολονότι δεν ομολογείται ή/και διατυπώνεται η έννοια της διαλεκτικής της αυτοσυνείδησης στο βιβλίο, εντούτοις εμφιλοχωρεί ή, τουλάχιστον, αναγνωρίζεται από τον Πιερή ως η εαυτού συνείδηση του Κορνάρου. Η αυτοσυνειδησία φέρει εντός της τη διάσταση της συνείδησης του ποιητή, την οποία ο Πιερής, ως δεινός φιλόλογος και αναλυτής, ανασηματοδοτεί και αρθρώνει στο βιβλίο του. Ουσιαστικά είναι ο πρώτος δοκιμιογράφος που αντιμετωπίζει με σπουδή και φροντίδα την ιδεολογική αυτογνωσία του Ερωτόκριτου.
Ο αυτάρκης συλλογισμός του —ακόμα και η εύγλωττη εμμονή του στο δια-κειμενικό πνεύμα Δαντικών και Πετραρχικών απηχήσεων στον Ερωτόκριτο—, προάγει τη βαθύτερη σχέση των αναλογιών του υπο-κειμένου με το αντι-κείμενο της διαλεκτικής της αυτοσυνείδησης. Όσο η βιοσοφία του Κορνάρου ταυτίζεται με τη δυνατότητα ουσιαστικής ανανέωσης με στόχο να δημιουργηθεί ένα μέλλον που να εδράζεται στις δυνάμεις του παρόντος, τόσο πιο πολύ το όριο της συνείδησης μεταφυσικοποιείται σε αναστοχασμό του πνεύματος. Αυτό ακριβώς υποδεικνύει ο Πιερής, ότι δηλαδή η συνείδηση του Κορνάρου βρίσκεται σε ένα βαθύτερο επίπεδο. Στην ανακλητική μορφολογία της βιοσοφίας του, με άξονα τη σαφή διάκριση του ζητήματος της παρακμής από το ζητούμενο της ανανέωσης. Και τελικά, στην ιδεολογική απεξάρτηση από όλες εκείνες τις δυνάμεις του μεταφυσικού φορμαλισμού της συγκεκριμένης ιστορικο-χωρικής περιόδου που καθηλώθηκαν από τη βαρύτητα της παρακμής.

Όπως ο 19ος αιώνας είδε τη γέννηση μιας «ψυχολογίας χωρίς ψυχή» (κατά την έκφραση του Κώστα Παπαϊωάννου), όπου ο Χέγκελ υπογράμμιζε πως η Γαλλική Επανάσταση δεν μετουσιώθηκε σε ελευθερία αλλά σε οικοδόμημα νέου δεσποτισμού, έτσι και Κορνάρος διέκρινε πως το στοιχείο της παρακμής σε Βυζάντιο και Βενετία δεν μπορεί να διαμορφώσει παραγωγική συναλληλία για τον Ελληνισμό.
Μια τέτοια διάκριση αποτελεί κατ’ αρχήν για τον ίδιο τον ποιητή μια θεώρηση και, συνάμα, προοπτική της εμπειρίας του ως γιγνώσκοντος υποκειμένου. Κοντολογίς, η διάκριση που απορρέει από το ερωτοκρίτειο πνεύμα σημαίνει υποβολή σε ο,τι ο Αριστοτέλης αποκαλεί «θεωρητικό βίο». Τον βίο ενός ιδιάζοντος cognito που έχει γνώση και επίγνωση της συλλογικής ιστορίας.
Στην πολύ διεισδυτική μελέτη του, ο Μιχάλης Πιερής επεξεργάζεται μεθοδικά τη σκόπευση αυτού του βίου. Με σοβαρή προσήλωση, υπερβαίνει κάθε γενικευμένη σχετικότητα, κάθε αγκυλωμένη ερμηνεία αλλά και κάθε σχολαστική πλάνη που ως τέτοια δεν μπορεί ερμηνευτικά ν´αναδείξει το έργο του Κορνάρου ως ένα αριστούργημα επινοητικότητας: ιδεολογικά και αισθητικά.
Ο Πιερής θέτει σε κίνηση τη συνείδηση ως καταληκτήριο όριο της ερωτοκρίτειας βιοσοφίας που ξεπερνά τα στενά πλαίσια της εντοπιότητας. Θα σημείωνα πως όσο πιο πολύ η προσέγγιση του ανιχνεύει την ιδεολογική βιοσοφία/συνείδηση του ποιητή και όσο πιο εγκάρσιες τομές ανατέμνει η αναλυτική του ικανότητα για τη δημιουργική συναλληλία Κορνάρου - Σολωμού, τόσο βαθύτερα αποκαλύπτεται και διατυπώνεται η αιτιακή ακολουθία που συνδέει τον έναν με τον άλλο ποιητή μέσα από τον «Κρητικό». Αυτή είναι η αλήθεια, τη οποία και υπερασπίζεται η μελέτη του Πιερή. Μάλιστα ως αναγνώστες της μελέτης δεν έχουμε παρά να παρατηρήσουμε ευθύς εξαρχής πως η (αυτο)συνείδηση και των δύο ποιητών (συμ)πιέζεται ανάμεσα σε ένα παρελθόν που έχει εκπνεύσει και σε ένα μέλλον που είναι ante portas. Και που ως ποιητές και διανοητές αισθάνονται ότι υπάρχει. Πρόκειται για μια εδραιωμένη άποψη που δεν εγκαταλείπει στην μονογραφία του ο μελετητής. Τουναντίον, θέτει a priori και μέσω της ποιητικής κοσμολογίας τα στοιχεία και τις συνδέσεις in concreto, υποδηλώνοντας την εμμενή διαλεκτική συναλληλία Σολωμού και Κορνάρου.
Αυτή ακριβώς η διαλογική συσχέτιση και διαλεκτική σχέση εννοιολογικοποιεί ποιητικά την ίδια την ιστορία, καθορίζοντας αναγκαίο το υπόστρωμα της συναλληλίας, τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη μορφή της.

Συνοψίζοντας, καταθέτω τη θέση πως ο Μιχάλης Πιερής αντιστρέφει τη συμβατική και εν πολλοίς στρεβλωτική ανάγνωση του Κορνάρου. Τον ανατοποθετεί στα πραγματικά δεδομένα της εποχής του. Δεν επιχειρεί να τον μετατρέψει σε έναν πρόδρομο του δυτικού διαφωτισμού. Το αναφέρω επειδή την τελευταία τουλάχιστον 30ετία ένα μέρος των οργανικών διανοουμένων έχει συμβάλλει είτε στη συνειδητή απόπειρα συσκότισης είτε στη μονοδιάστατη υπεράσπιση του ελληνικού διαφωτισμού ως αποκλειστικά δυτικού φαινομένου, μηδενίζοντας ή εξοστρακίζοντας τις όποιες αντίθετες ή διαφορετικές συνιστώσες προβληματισμού και σκέψης.
Στη μονογραφία του ο Πιερής δεν παγιδεύεται στις αφηγήσεις και μετα-αφηγήσεις των οργανικών διανοουμένων. Τουναντίον, υπερασπιζόμενος ένα ολοποιητικό εγχείρημα περιοδολόγησης του «Ερωτόκριτου», συνθέτει νέες θεωρητικές απόψεις και σκέψεις προσφέροντας μια γνωσιακή ανάλυση για το έργου του Κορνάρου. Πετυχαίνει έτσι να δημιουργήσει ένα πρωτότυπο θεωρητικό υπόδειγμα ερμηνευτικής, μέσα από το οποίο αναδύονται ρωμαλέες θέσεις και σημαντικές εκδοχές.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: