«Όπως γνωρίζει όποιος απαρνιέται γι’ αυτήν τη ζωή του»: Ο φιλελληνισμός ενός σκεπτικιστή

Ο Percy Bysshe Shelley, έργο του Alfred Clint
Ο Percy Bysshe Shelley, έργο του Alfred Clint


Ο κόσμος έχει κουραστεί να ζει στα περασμένα,
Ας πέθαινε ν’ αναπαυτεί, ή ας ζήσει μονιασμένα!

Με τους στίχους αυτούς τελειώνει το μεγάλο –σε έκταση αλλά και φιλοδοξία– «λυρικό δράμα» του φιλέλληνα, μείζονα Ρομαντικού ποιητή Percy Bysshe Shelley (1792-1822) που φέρει τον εύγλωττο τίτλο «Hellas» –και όχι Greece–, γραμμένο με ιλιγγιωδώς ενθουσιώδη ταχύτητα τον Οκτώβριο του 1821, στην Πίζα της Ιταλίας, τόπο μόνιμης κατοικίας του Σέλλεϋ, και δημοσιευμένο τον Φεβρουάριο του 1822 στο Λονδίνο.

Το δράμα «Ελλάς» δανείζεται πολλά στοιχεία από τους Πέρσες του Αισχύλου: τα γεγονότα παρουσιάζονται από την οπτική γωνία του ηττώμενου βασιλιά (Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ στον Σέλλεϋ – Ξέρξης στον Αισχύλο), μια σειρά αγγελιοφόροι μεταφέρουν στον βασιλιά πληροφορίες περί της εξελισσόμενης σύρραξης από διαφορετικές πηγές και τοποθεσίες, ένα φάντασμα νεκρού προγόνου (Μωάμεθ ο Πορθητής στον Σέλλεϋ – Δαρείος στον Αισχύλο) εμφανίζεται στον βασιλιά, και, τέλος, δίνονται γλαφυρότατες περιγραφές από τα πεδία των μαχών σε στεριά και θάλασσα. Βεβαίως, υπάρχουν και μεγάλες διαφορές μεταξύ Σέλλεϋ και Αισχύλου: δεν υπάρχει στον Σέλλεϋ μητέρα του βασιλιά, και ο Χορός των Περσών γερόντων στα Σούσα αντικαθίσταται από έναν Χορό αιχμαλώτων Ελληνίδων – θα άξιζε πιθανώς να προσπαθήσει κανείς να ερμηνεύσει τις διαφορές αυτές, σε μια διεξοδικότερη μελέτη του δράματος, ανατρέχοντας στα ψυχολογικά χαρακτηριστικά του ίδιου του Σέλλεϋ.
Ένας –ίσως και ο μοναδικός, εν τέλει, αν κρίνουμε από την ταχύτητα με την οποία γράφτηκε– στόχος της συγγραφής του ποιήματος ήταν να κινητοποιήσει τη βρετανική κοινή γνώμη –να την «ευαισθητοποιήσει» όπως θα λέγαμε στις μέρες μας– έναντι της Ελληνικής Επανάστασης, στα αρχικά στάδια της οποίας η Μεγάλη Βρετανία παρέμενε αυστηρά ουδέτερη. Προς τούτο και η εισαγωγή του ίδιου του ποιητή, ένα κείμενο εν είδει προκήρυξης πολιτικών φρονημάτων, σε πολεμικό, φλογερά ενθουσιώδη τόνο:

«Η απάθεια των κυβερνώντων του πολιτισμένου κόσμου έναντι της καταπληκτικής αυτής συγκυρίας όπου οι απόγονοι του έθνους στο οποίο χρωστούν τον πολιτισμό τους αναγεννώνται από την τέφρα των ερειπίων τους, μοιάζει εντελώς ανεξήγητη στα μάτια του απλού θεατού των συμβάντων της μοιραίας αυτής σκηνής. Είμαστε όλοι Έλληνες. Οι νόμοι μας, η λογοτεχνία μας, η θρησκεία μας, οι τέχνες μας, έχουν όλα τη ρίζα τους στην Ελλάδα. Αν δεν ήταν η Ελλάδα, η Ρώμη –διδάσκαλος, κατακτητής, ή και μητρόπολη των προγόνων μας– δεν θα έφερνε καμία φώτιση μοναχά με τα όπλα της, και μπορεί ακόμα να ήμασταν βάρβαροι κι ειδωλολάτρες· ή, ακόμα χειρότερα, μπορεί να φτάναμε στη στασιμότητα και την ένδεια των κοινωνικών θεσμών που χαρακτηρίζουν την Κίνα και την Ιαπωνία.
Η ανθρώπινη μορφή και ο ανθρώπινος νους άγγιξαν στην Ελλάδα μια τελειότητα που εντυπώθηκε ως εικόνα σε αυτά τα αψεγάδιαστα δημιουργήματα, τα θραύσματα των οποίων κάνουν την νεότερη τέχνη ν’ απελπίζεται, μια τελειότητα που μετέδωσε ερεθίσματα και ώσεις που δεν θα πάψουν ποτέ, μέσα από χιλιάδες αγωγούς φανερής ή αδιόρατης λειτουργίας, να εξευγενίζουν και να τέρπουν την ανθρωπότητα μέχρι τον αφανισμό του είδους».[1]


Εδώ βρίσκεται η πρώτη διατύπωση της περίφημης φράσης «Είμαστε όλοι Έλληνες», μιας φράσης που τόσες φορές και σε τόσο διαφορετικές περιπτώσεις έχει έκτοτε χρησιμοποιηθεί για να εκφράσει η ανθρωπότητα την αλληλεγγύη της προς διάφορα έθνη, μειονότητες και άλλες ομάδες που βρίσκονται υπό διωγμό – βλέπε ως ένα από τα πιο πρόσφατα παραδείγματα και το γαλλικό «Nous sommes tous Charlie» [Είμαστε όλοι Σαρλί], σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους δημοσιογράφους που έπεσαν θύματα της επίθεσης τζιχαντιστών στα γραφεία του σατιρικού περιοδικού Charlie Hebdo, στο Παρίσι, τον Ιανουάριο του 2015, μιας επίθεσης που επανήλθε στην επικαιρότητα με τον πιο φρικτό τρόπο όταν, τον Οκτώβριο του 2020, αποκεφαλίστηκε Γάλλος καθηγητής μέσης εκπαίδευσης επειδή έδειξε στους μαθητές του τα σκίτσα του Charlie που σατίριζαν τον Μωάμεθ, και, εν συνεχεία, αναζωπυρώθηκε η αντιπαράθεση μεταξύ κοσμικού γαλλικού κράτους και Μουσουλμάνων, με τον πρόεδρο Μακρόν να αναρτά γιγαντιαίων διαστάσεων σκίτσα του Charlie στις προσόψεις πολλών δημόσιων κτηρίων στη Γαλλία, και τους αποκεφαλισμούς Γάλλων από «τζιχαντιστές» να συνεχίζονται.
Μεγάλη η απόσταση από την Πίζα του 1821 στο Παρίσι του 2015 και του 2020, αλλά ίσως μικρότερη απ’ όσο νομίζουμε.
Αυτό με έκανε να θέλω να γράψω για τον Σέλλεϋ σήμερα – η αίσθηση ότι, αντίθετα απ’ ό,τι λέει ο ίδιος στο τέλος του δραματικού του ποιήματος, ο κόσμος δεν έχει καθόλου κουραστεί να ζει στα περασμένα, ή, αν έχει κουραστεί, δεν μπορεί παρά να τα ξαναζεί, καταδικασμένος να τα επαναλαμβάνει καθηλωτικά.
Και πάνω σ’ αυτήν την καθήλωση, κάτι ενδιαφέρον κομίζει ο Σέλλεϋ από τα βάθη του μεγαλορρήμονος Ρομαντισμού του.
Ακολουθώντας τους Πέρσες του Αισχύλου και προτάσσοντας μια προμετωπίδα από τον Οιδίποδα του Σοφοκλή, ο Σέλλεϋ κάνει απόλυτα σαφές ότι τον κινεί και τον συγκινεί ο δεσμός των σύγχρονων Ελλήνων με τους αρχαίους προγόνους. Επιβεβαιώνοντας αλλά και προεκτείνοντας την πνευματική σύλληψη του Winckelmann[2] και όλων των λοιπών Γερμανών του Νεοκλασικισμού, που είδαν τα αρχαία μνημεία ως κάτι σύγχρονο, ως κάτι που έπρεπε να μελετηθεί συστηματικά, ο Σέλλεϋ βλέπει «στα αρχαία μνημεία τη σύγχρονη θλίψη» αλλά και τη δυνατότητα της επαναμάγευσης, της μυθο-ποίησης, στην οποία τόσο πιστεύουν οι Ρομαντικοί. Η αρχαιότητα είναι γι’ αυτόν –που μόλις έχει γράψει το μείζον ποίημα «Adonais» (δηλαδή Άδωνις) για τον πρόωρα χαμένο φίλο του, τον John Keats, και λίγο πριν, τον Προμηθέα Λυόμενο, πάλι στα χνάρια του Αισχύλου– ζωντανή, απτή πραγματικότητα, αλλά και μύθος, ο μείζων μύθος που μπορεί να μας αποκαλύψει την πραγματική ζωή. Οι αναφορές στην αρχαία μυθολογία και ιστορία κατακλύζουν ολόκληρο το έργο του. Και η σύνδεση, αν όχι ταύτιση, των αρχαίων με τους νέους Έλληνες, που μιλούν την ίδια γλώσσα και κατοικούν, ως τοποτηρητές του αρχαίου πνεύματος, τα ίδια μέρη, είναι μια πράξη σχεδόν φυσική για τον Σέλλεϋ και τους Ρομαντικούς. Η σύγχρονη «Αρκαδία», η νέα Ελλάδα με την παραμυθένια φύση και τα εγκατεσπαρμένα ερείπια, είναι γι’ αυτούς η πιο μεστή, η πιο οριστική διαφυγή από τον στείρο κόσμο των κοινωνικών συμβάσεων και των τεχνολογικών επιτεύξεων – και η καλύτερη αφορμή για την ανικανοποίητη νοσταλγία, για το αγγλικό yearning, το γερμανικό Sehnsucht: για τον αρχέγονο όλβο, τη μακάριο ευτυχία που ποτέ δεν θα μπορέσουμε να γευτούμε ξανά.
Απόρροια, σχεδόν, αυτής της μυθοποιητικής αρχαιολατρίας είναι και η ποιητική διατύπωση στο δράμα «Ελλάς», για άλλη μια φορά από τον Σέλλεϋ, της κατασταλαγμένης πλέον αθεΐας του και της εχθρότητάς του προς κάθε μορφή εκκλησιαστικά οργανωμένης θρησκείας. Δεν είναι η Χριστιανοσύνη η κατάληξη που προφητεύει ο εξόδιος χορός, αλλά η Κρόνιος ευτυχία, δηλαδή η επάνοδος σε μια εποχή «πριν από τους θεούς» και την έριδα που αυτοί εγκαινίασαν:

Κρόνος και Έρως ξαναφέρνουν νέα ήθη,
πιο καλοί κ’ αγαθοί
από τον Έναν που αναστήθη
κι απ’ τους θεούς που πέσαν ή επιζήσανε στη γη:
Ούτε αίμα, ούτε χρυσάφι τους βωμούς τους δεν προικίζει,
μονάχα δάκρυα και ό,τι το άνθος συμβολίζει.


Ο ποιητής γίνεται ακόμα πιο σαφής στις σημειώσεις που συνοδεύουν το ποίημα. Παρ’ όλο που εκφράζει τον θαυμασμό του για την ανθρώπινη υπόσταση του Ιησού και το μεγαλείο του μαρτυρίου του, αρνείται να αποδεχθεί τον χριστιανικό Θεό που επιμένει να βασανίζει τους ανθρώπους που ο ίδιος δημιούργησε. Τα σχετικά χωρία είχαν, βεβαίως, φρονίμως αφαιρεθεί από τον εκδότη Ollier, όμως αποτελούν πλέον αναπόσπαστο μέρος του έργου:


«Ο υπερβατικός ανθρώπινος χαρακτήρας του Ιησού Χριστού παραμορφώθηκε από την αποδοθείσα σε αυτόν ταύτιση με έναν Δαίμονα, ο οποίος έβαλε σε πειρασμό, πρόδωσε και τιμώρησε τα αθώα όντα που απέκτησαν ύπαρξη χάρη στο δικό του θέλημα και μόνον· και για μια υπερχιλιετή περίοδο, το πνεύμα αυτού, του πιο δίκαιου, σώφρονος και αγαθοεργού εκ των ανθρώπων, αδιαλήπτως εξευμενίζεται με μυριάδες εκατόμβες όσων πλησίασαν περισσότερο από κάθε άλλον στην αθωότητα και τη σωφροσύνη του, ανθρώπων που θυσιάστηκαν με κάθε βίαιο μέσο φρίκης και βασανισμού».

Άρα είναι σαφές ότι ο Σέλλεϋ εχθρεύεται, ή, πιο έντονα, πραγματικά βδελύσσεται και τον χριστιανικό φονταμενταλισμό – καταδικάζει, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του συρμού, τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται.

Έλληνες και Τούρκοι, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι –παρά την μυθοποιητική αγάπη του για την αρχαία Ελλάδα– παρουσιάζονται ως φριχτά εναγκαλισμένοι σε έναν χορό θανάτου. Περιγράφοντας μια ναυμαχία μεταξύ Χίου και Σάμου, ο υπασπιστής του Σουλτάνου λέει:

Πλοίο με πλοίο, κανόνι με κανόνι, άντρας
μ’ άντρα παλεύανε πολεμικά αγκαλιασμένοι, αξεχώριστοι
εξόν από το θάνατο ή τη νίκη.

Θύτες και θύματα δεν διαφέρουν πια και τόσο, καθώς ο υπασπιστής περιγράφει τον όλεθρο που σκόρπισε ο ελληνικός στόλος στις τάξεις των Τούρκων:

Το μονοπάτι του μεσημεριού έλαμπε μέσα στον αφρό τον ματωμένο,
κι η αντηλιά απ’ τα πλοία έκανε τον ήλιο να χλωμιάζει:
μέσα στο άγριο φως οι ίσκιοι των πανιών
γίνονταν κόκκινο του αίματος,
και σβήνανε οι όψεις των προσώπων. Ήτανε καράβια
που τάιζαν την αχόρταγη φωτιά, ως κάτω στα ίσαλα τους·
άλλα ανατιναγμένα· και άλλα βαριά
βουλιάζανε· και των συντρόφων τα ουρλιαχτά πεθαίναν στον αέρα,
που πέρα μακριά μάς πήγαινε γοργά,
και τα ’φερνε σε μας αφού είχαν πεθάνει. Χάθηκαν εννιά χιλιάδες!
Τους γύπες είδαμε, λεγεώνα του ουρανού, πάνω νερά
πηγαίνοντας στο χείμαρρο του μολυσμένου ανέμου·
σκούζοντας κατεβαίνανε απ’ τις κορφές των βράχων,
σκίζαν την κάπνα από το θειάφι του πολέμου και σταλιάζανε
καθένας πάνω σε κουφάρι αγαπημένο που κολύμπαε στο αίμα,
σαν την καταραμένη του ψυχή ή σαν τον άγγελό του,
άγγελος εξολοθρευτής στον κόρφο της θαλάσσης.
Είδαμε και τον σκύλο να ’ρχεται γοργά, να κάτσει στο τραπέζι.[3]
Ξύπνησε άγρια χαρά της θάλασσας τον άφωνο λαό,
κι η αδηφάγα Πείνα βγήκε απ’ το θαλάμι της
να κατοικήσει με τον πόλεμο, μ’ εμάς και την απελπισιά μας.
Μας βρήκε η νύχτα ώρες τρεις στα δυτικά της Πάτμου,
και με τη νύχτα η θύελλα…

Δεν μοιάζει και τόσο φιλελληνική αυτή η περιγραφή, αφού η τραγωδία που επιφυλάσσει ο πόλεμος για τους Τούρκους περιγράφεται με όλη την ποιητική μαεστρία του Σέλλεϋ.
Οπότε, η πραγματικότητα του πολέμου, η φρικιαστική βία, κάνει τις αδρές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ πιστών και απίστων, χριστιανών και βαρβάρων –τις οποίες, σχεδόν από κεκτημένη ταχύτητα, φαίνεται γενικά να υπερασπίζεται ο Σέλλεϋ– να μοιάζουν πλέον χονδροειδώς αφελείς.
Ο Σέλλεϋ είναι φιλελεύθερος, όμως ο φιλελευθερισμός του, η φλογερή αγάπη του για την ελευθερία, δεν έχει εθνικό αλλά ταξικό πρόσημο. Περισσότερο δηλαδή θαυμάζει την όποια επανάσταση ως έναν ξεσηκωμό των κοινωνικά καταπιεσμένων εναντίον των καταπιεστών τους. Σε μια άλλη παράγραφο της εισαγωγής του στο ποίημα «Ελλάς», την οποία επίσης αφαίρεσε (!) ο εκδότης Ollier, ο Σέλλεϋ γράφει:


«Αν ποτέ και ο αγγλικός λαός κερδίσει την ελευθερία του, θα ανακαλεί τον ρόλο που διαδραματίζουν σε αυτό το δράμα αναβίωσης της ελευθερίας[4] εκείνοι οι οποίοι θεωρούν ότι εκπροσωπούν την θέλησή του, με αισθήματα που οι τελευταίοι θα όφειλαν να έχουν προβλέψει. Η τωρινή εποχή είναι εποχή πολέμου των καταπιεσμένων εναντίον των καταπιεστών τους, και κάθε ένας από αυτούς τους αρχισυμμορίτες των προνομιούχων συμμοριών δολοφόνων και απατεώνων, που ονομάζονται Ηγεμόνες, ζητούν βοήθεια ο ένας απ’ τον άλλον εναντίον του κοινού εχθρού και αναβάλλουν τις έριδές τους ευρισκόμενοι ενώπιον υπέρτερου φόβου. Αυτής της ιεράς συμμαχίας[5]  όλοι οι δυνάστες της γης αποτελούν κατ’ ουσίαν μέλη. Όμως ένα νέο γένος ανθρώπων έχει κάνει την εμφάνισή του παντού στην Ευρώπη, αναθρεμμένο ώστε να απεχθάνεται τις ιδέες που αποτελούν τα δεσμά του, και αυτό το γένος θα συνεχίσει να παράγει νέες κι ακμαίες γενιές ώσπου να εκπληρώσει το πεπρωμένο που οι τύραννοι προβλέπουν και τρέμουν».

Νικόλαος Γύζης: «Η Δόξα των Ψαρών» (1898). Εθνική Πινακοθήκη
Νικόλαος Γύζης: «Η Δόξα των Ψαρών» (1898). Εθνική Πινακοθήκη

Τι παραπάνω θα περιείχε το μανιφέστο ενός ριζοσπάστη σοσιαλιστή; Αξίζει να σημειωθεί ότι την παράγραφο αυτή επανέφερε στη θέση της ο Buxton Forman 70 χρόνια αργότερα (!), για την έκδοση των Ποιητικών Απάντων του 1892.
Η λύση για τον σκεπτόμενο φιλελευθερισμό –και άρα για τον σκεπτικιστικό φιλελληνισμό– του ποιητή δεν είναι τελικά ο διαχωρισμός σε πιστούς και αμαρτωλούς, άμωμους και μιάσματα, Χριστό και Σατανά – γι’ αυτό και ο φαουστιανής έμπνευσης ποιητικός Πρόλογος του δράματος, όπου ο Χριστός εμφανίζεται να μιλά υπέρ των εξεγερμένων Ελλήνων και ο Σατανάς εναντίον τους, αφαιρέθηκε από τον ποιητή πριν φτάσει το χειρόγραφο στο τυπογραφείο.
Άρα τι κομίζει ο Σέλλεϋ; Ίσως κάπως απροσδόκητα για έναν φλογερό Ρομαντικό, μας δείχνει έναν δρόμο καταλλαγής, μετριασμού των εθνικών παθών. Είναι ένα έμμεσο κάλεσμα προς έναν νέο κατευνασμό, όπου δεν ωφελεί να τονίζουμε τα όρια αλλά τη διαπερατότητά τους – όχι το απαραβίαστο αλλά το πολλαπλώς και αναπόδραστα παραβιαζόμενο των συνόρων μας από στρατιές κατατρεγμένων, καθώς ο κόσμος ολόκληρος τείνει να γίνει ένας.
Έχοντας ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής μου στην (μετά κόπων και βασάνων) πολυπολιτισμική Αγγλία, η οποία δεν ακολούθησε τελικώς το εφιαλτικό όραμα του Enoch Powell που προειδοποιούσε για «ποταμούς αίματος» αν γινόταν προσπάθεια να ενσωματωθούν οι μετανάστες, αισθάνομαι ότι είναι πια καιρός να μπορούμε να πούμε, 200 χρόνια μετά τη δική μας Επανάσταση,

Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βια μετράει τη γη,

απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων (και των Τούρκων) τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε Ελευθεριά!

( οι προσθήκες και υπογραμμίσεις δικές μου ).


Όποια πολιτική ξυπνάει ξανά τα ίδια, μοιραία πάθη που πάντα λαγοκοιμούνται στο προσκέφαλό μας –είτε επειδή «οι Μουσουλμάνοι είναι τυφλωμένοι γιατί δεν έζησαν Διαφωτισμό», είτε επειδή «οι Δυτικοί είναι τυφλωμένοι γιατί δεν έχουν ιερό και όσιο»– μας απομακρύνει ολοταχώς από το ήδη δυσκολοκατόρθωτο όραμα της πανανθρώπινης, «κρόνιας» ευτυχίας του Σέλλεϋ.
Το κοινόν της βιας της ανθρώπινης μοίρας, το κοινόν της ανάγκης για ελευθερία που και οι Τούρκοι μοιράστηκαν και μοιράζονται με τους Έλληνες, το νιώθει και ο Σολωμός, όταν βάζει ως προμετωπίδα του Ύμνου του (μας) τη φράση του Δάντη:

«Την ελευθερία θα τραγουδήσω, που είναι μονάκριβη, όπως γνωρίζει όποιος απαρνιέται γι’ αυτήν τη ζωή του».

Σε αυτό το «όποιος» –αντίστοιχο το πολλαπλώς σχολιασμένου «altra cosa» των Στοχασμών του– κλείνει ο Σολωμός όλη την ανεκτικότητα που οφείλουμε πια όλοι να έχουμε, ή τουλάχιστον να εφαρμόζουμε.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: