Ευτυχία

Ευτυχία


Η Ευτυχία έμενε στο απέναντι σπίτι
είχαμε το ίδιο επίθετο αλλά δεν ήμασταν συγγενείς
ερχόταν τα απογεύματα στην αυλή μας να παίξουμε ή για να δει τι κάνουμε
εκείνη δεν είχε φύγει ποτέ από το χωριό
εμείς πηγαίναμε μόνο τα καλοκαίρια
εμείς ήμασταν ήδη στο δημοτικό, εκείνη μάλλον νήπιο
Ευτυχούλα έλα πέρασε η ώρα, φώναζε η μάνα της μόλις νύχτωνε,
τα παιδιά του χωριού τριγυρνούσαν ανενόχλητα όλη μέρα, όχι μόνο τα μεγάλα, και τα μικρά
εμείς έπρεπε να πάρουμε άδεια να πάμε ως την πλατεία για παγωτό και μόνο με καθαρά ρούχα και χτενισμένες κοτσίδες

Ένα απόγευμα παίζαμε στην αυλή, η Ευτυχία βρήκε μια κατσαρίδα, μαύρη, όχι πολύ μεγάλη
την τσάκωσε με τα δυο της δάχτυλα, την γύρισε ανάποδα, τα πόδια της κουνιόνταν στον αέρα σαν μωρού, άνοιξε το στόμα της και ετοιμάστηκε να τη χώσει μέσα
εμείς κρατήσαμε την αναπνοή μας για αυτό που επρόκειτο να συμβεί
πάνω στην ώρα τρέχει η μάνα μας που την είδε από την κουζίνα

Μη Ευτυχούλα, μη, δίνει μια στο μικρό χέρι, πάει η κατσαρίδα, τινάζεται μακριά, η μάνα μας τη ρωτάει αν είναι καλά, εκείνη κουνάει το κεφάλι και συνεχίζει το παιχνίδι σα να μη συνέβη τίποτα, λες και το ίδιο της έκανε αν έτρωγε την κατσαρίδα ή όχι

Μετά εγώ έπιασα τον εαυτό μου να ζηλεύει που η Ευτυχία έκανε ό,τι ήθελε και τίποτα δεν τη τρόμαζε και ας ήταν ένα παιδί του χωριού, ενώ “εσείς έχετε δει τόσα πράγματα” όπως έλεγε η μάνα μας.

Μου τηλεφώνησε ο Γιάννης σήμερα το πρωί, παράξενο, είχαμε να μιλήσουμε από πέρυσι στη γιορτή του,
Έλα, είμαι στην τράπεζα που δούλευες, έπεσα επάνω σε μια συνονόματή σου, Ευτυχία Λαζαρίδου, τη θυμάσαι; Αυτή σε θυμάται πολύ καλά. Είναι στις χορηγήσεις, με βοήθησε πολύ. Είπε ότι τα σπίτια σας ήταν απέναντι στο χωριό. Μου έστελνε και χαιρετίσματα.

Είχα να δω την Ευτυχία από παιδί. Πέθαναν οι παππούδες, σταματήσαμε να πηγαίνουμε στο χωριό τα καλοκαίρια. Ό,τι θυμάμαι από εκείνη, είναι ένα μικρό κορίτσι με ανάκατα μαλλιά και ορθάνοιχτο στόμα, έτοιμο να χώσει μέσα μια κατσαρίδα. Αν με ρώταγες, θα έλεγα ότι έχει μείνει εκεί, να τριγυρνάει πάνω κάτω στους δρόμους και τις αυλές του χωριού, μαζεύοντας κατσαρίδες και κάνοντας ότι της καπνίσει.

Η Ευτυχία κάθεται τώρα πίσω από ένα μεγάλο γραφείο μιας μεγάλης τράπεζας,
κάθε μέρα ώρες ατελείωτες,
τα ίδια και τα ίδια,
με ωραία καθαρά και σιδερωμένα ρούχα,
καλοχτενισμένα μαλλιά,
περιμένει το Σαββατοκύριακο για να πιει καφέ με το πάσο της,
το καλοκαίρι για να διαβάσει ένα βιβλίο,
τη σύνταξη για να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι.

Τα ξέρω καλά, τα έκανα και εγώ η ίδια πριν από πολλά χρόνια, μέχρι που κουράστηκα και τα παράτησα. Προτιμώ να ξυπνάω το πρωί με την ησυχία μου, να βγαίνω στην αυλή με τις πυτζάμες και τα μαλλιά αχτένιστα, να κλείνω τα μάτια και να τριγυρνάω στα παιδικά μου χρόνια ανενόχλητη.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: