Ο Τομ το ξαναφύλαξε

Μουσείο Παιδικών Παιχνιδιών
Μουσείο Παιδικών Παιχνιδιών

ΤΟΜ: Αν σκεφτόμουνα και τόσο δα τον εαυτό μου... Θες να τ' ακούσεις; Ε; Λοιπόν θα γινόμουν ό,τι έγινε κι ετούτος: καπνός!
Τενεσί Ουίλιαμς, Γυάλινος κόσμος


Ο Τομ έγραψε στο χαρτί «Έχετε γεια». Εκτελώντας την επιθυμία του αυτή, ένιωσε το σώμα του να ξεπλένεται με την ανακούφιση που επιζητούσε. Στάθηκε στον καθρέφτη να θαυμάσει τα καινούρια κίτρινα παπούτσια που είχε πριν λίγες μέρες κλέψει από την αποθήκη υποδηματοποιίας όπου εργαζόταν και σε λίγο βγήκε στο δρόμο. Ήταν πρωί και είχε ησυχία. Τον οδοκαθαριστή που συνάντησε, τον προσπέρασε βιαστικά. Ενώ απομακρυνόταν, τον ξανάφερε στο μυαλό του. Τη στιγμή που τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν, τα φρύδια του οδοκαθαριστή πλησίασαν το ένα το άλλο εξαίροντας την απορία των ματιών με μια τριχωτή οξυβαρεία. Αυτό έφερε στον Τομ αναστάτωση. Επιτάχυνε κι άλλο. Όταν η απόσταση μεταξύ τους μεγάλωσε, ένιωσε ασφαλής και επέτρεψε στο βήμα του να σταθεροποιηθεί. Καθησύχασε τον εαυτό του με τη σκέψη πως ο οδοκαθαριστής τελικά δε θα τον ρωτούσε γιατί τις εγκατέλειψε.    
Από το πλησιέστερο καφέ ο Τομ αγόρασε κολοκυθόπιτα και ένα γλυκό με φυστίκια. Ζήτησε από την υπάλληλο να του πει αν κάποιο από τα δύο περιείχε τζίντζερ. Εκείνη απάντησε πως αν ήταν αλλεργικός δεν είχε να φοβάται κάτι και του έδωσε την απόδειξη. Τότε, για λίγα δευτερόλεπτα, τα δάχτυλά του Τομ κατά λάθος την άγγιξαν. Εκείνη σάστισε, αλλά προσπάθησε να το κρύψει. Η ταραχή της δεν την εμπόδισε να ξεστομίσει πως είχε κι εκείνη αλλεργία, όχι στο τζίντζερ όμως αλλά στο μπούκοβο. Ο Τομ συλλογίστηκε πως η υπάλληλος ήταν αλλόκοτη και κάνοντας μεταβολή έτρεξε να προλάβει το λεωφορείο που πλησίαζε.
Στο Πίμποντι, ο οδηγός έσβησε τη μηχανή και ο Τομ, βλέποντας τους επιβάτες να αποβιβάζονται, κατέβηκε κι αυτός. Έξω από τον κινηματογράφο ‘Λευκός Ελέφαντας’, ο Τομ στάθηκε και άνοιξε το χάρτη του να δει που βρίσκεται. Μάρκαρε με ένα στυλό το σημείο, ώστε να μπορέσει να επιστρέψει και να παρακολουθήσει την ταινία που επρόκειτο να προβληθεί το βράδυ. Ακόμα και όταν ξανάβαζε το χάρτη στο σάκο, δεν έστρεψε ούτε στιγμή το κεφάλι του να ρίξει μια ματιά στον τίτλο ή τουλάχιστον στο όνομα του σκηνοθέτη. «Πάλι στον κινηματογράφο; Κανείς δεν πηγαίνει κάθε βράδυ στον κινηματογράφο!» Η μητέρα του δε θα είχε σε ποιον να πει αυτά τα λόγια απόψε. Μπορεί και να ήταν ικανοποίηση αυτό που ένιωθε. Ο Τομ νόμιζε πως είχε κόψει τη συνήθεια να σκύβει το κεφάλι την ώρα που περπατάει, όμως να που το έκανε πάλι εδώ και εφτά σχεδόν λεπτά δίχως να το συνειδητοποιεί. Προτού προλάβει να διορθώσει τον εαυτό του ευθυγραμμίζοντας σπονδυλική στήλη και λαιμό, ένα γυάλινο βάζο έσκασε στα πόδια του. Το ζευγάρι που το πέταξε από το παράθυρο του ζήτησε συγγνώμη. Ο Τομ δεν ήθελε να μείνει άλλο στο Πίμποντι.    
Ίσως να έπρεπε να σκεφτεί την περίπτωση του Μουσείου Παιδικών Παιχνιδιών. Εκεί αν μη τι άλλο θα μπορούσε να σκοτώσει όση ώρα ήθελε. Ναι ή όχι, έπρεπε να το αποφασίσει σύντομα, το στενό το οποίο οδηγούσε στο Μουσείο ήταν εκείνο στα δεξιά της ‘Πιο Τρυφερής Αγκινάρας’, του οπωροπωλείου που μόλις είχε προσεγγίσει. Ο Τομ έπιασε τον εαυτό του να στέκεται και να χαζεύει αδικαιολόγητα τις ντομάτες στα μπροστινά τελάρα ενώ το μυαλό του πηγαινοερχόταν, καθόλου αδικαιολόγητα όπως διέβλεπε, μία στο Μουσείο, μία στο βάζο του ζευγαριού. Μία στα παιχνίδια, μία στα γυαλιά. Μία στην αδελφή του, μία στα γυάλινα αλογάκια της. Μία στην αδελφή του, μία στην αδελφή του. Μουρμούρισε «Όχι στο Μουσείο!» και κατευθύνθηκε προς τα αριστερά. Είχε ζεστάνει αρκετά και τώρα μπορούσε να βγάλει το μπουφάν του. Ο Τομ ένιωσε τον ήλιο στο πρόσωπό του. Αν ήταν θαρραλέος θα έλεγε στους περαστικούς πως αγαπάει τη ζωή.
Τα συσσωρευμένα νερά στις σπασμένες πλάκες του πεζοδρομίου λέρωσαν τα κίτρινα παπούτσια του Τομ. Εκείνος έσκυψε να αξιολογήσει τη ζημιά και ένα σπουργίτι τον πλησίασε. Ο Τομ χαμογέλασε. Για να μην αποχωριστεί γρήγορα το χαμόγελο του, το παρέτεινε με τη σκέψη πως το σπουργίτι ήρθε για να του συμπαρασταθεί και απευθυνόμενος στο πουλί είπε τη φράση «σπουργίτια που λένε Φίλιπ- Φίλιπ«. Στην πραγματικότητα είχε πει έναν στίχο από την «Πανταχού παρουσία των σπουργιτιών», ποίημα ενός ποιητή που είχε χαθεί στο ηφαίστειο Κουσινοεράμπου-χίμα της Ιαπωνίας και δεν τον εντόπισε ποτέ κανείς. Ο Τομ για να τον θυμάται έλεγε Φίλιπ- Φίλιπ σε κάθε σπουργίτι που συναντούσε, όχι αμέσως όμως, έδινε μερικά δευτερόλεπτα διορία στα πουλιά μήπως τυχόν και το πουν πρώτα εκείνα.
Στο πάρκο του Σαιντ Λούις, ο Τομ γνώρισε μία γυναίκα. Συνέθετε όλη την υπόλοιπη μέρα χάικου για χάρη της. Όχι πως είχε ενθαρρυνθεί με κάποιο τρόπο από εκείνη. Αντίθετα η γυναίκα είχε φύγει από το σημείο της γνωριμίας τους με έναν άλλο άντρα με τον οποίο όπως αποδείχτηκε είχαν ραντεβού. Όταν ο Τομ σκέφτηκε πως δεν ήταν η πρώτη φορά που του συνέβαινε αυτό, άνοιξε το μικρό τσεπάκι του σάκου του κι έβαλε πάλι μέσα το μπλοκ με τα χαϊκού. Το χέρι του παρέσυρε από το τσεπάκι ένα χαρτί, που έπεσε στο δρόμο. Έσκυψε και το μάζεψε. «Έχετε γεια» έγραφε κι αυτό. Το είχε αφήσει ο πατέρας του στο τραπεζάκι με το πράσινο τηλέφωνο όπως έμπαιναν στο χολ. Τα τελευταία δέκα χρόνια ο Τομ, η μητέρα και η αδελφή του δεν είχαν συναντήσει τον πατέρα ούτε είχαν μάθει νέα του. Μια και έως τώρα το είχε πάντα μαζί του, ο Τομ είπε να ξαναφυλάξει το σημείωμα στο σάκο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: