Οι ανδριάντες

Λάζαρος Σώχος, Έφιππος ανδριάντας Θεόδωρου Κολοκοτρώνη (ορείχαλκος) 1894
Λάζαρος Σώχος, Έφιππος ανδριάντας Θεόδωρου Κολοκοτρώνη (ορείχαλκος) 1894


Πλάγιασε αργά το βράδυ και είδε ένα όνειρο. Ήτανε, λέει, σ’ ένα υπόγειο φωτεινό, φρεσκοβαμμένο κατάλευκο, από αυτά τα παλιά αθηναϊκά μαγέρικα που πρέπει να σκύψεις για να μπεις, να κατεβείς τρία ή και τέσσερα σκαλοπάτια, πριν αντικρίσεις τη μακρόστενη σάλα με τα παλιά ξύλινα βαρέλια. Αλλά δεν ήταν αυτός ο θαμώνας, ήταν ο ίδιος το αφεντικό που καθότανε, μπροστά ακριβώς από τη σκάλα σ’ ένα μικρό γραφειάκι ελέγχοντας την είσοδο. Ποιος μπαίνει, ποιος βγαίνει, ποιος άφησε πάλι βερεσέ. Τα σημείωνε όλα αυτά σε ένα μακρύ στενό τεφτέρι, περιμένοντας τους υποτιθέμενους πελάτες του, ευχαριστημένος και ήρεμος σε αυτόν τον πάλλευκο χώρο.

Πρώτος εμφανίστηκε φουριόζος ο Αλκιβιάδης και λίγο μετά σχεδόν μαζί, ο Νικίας με τον Δημοσθένη. «Αν είχα αναλάβει εγώ την εκστρατεία της Σικελίας, ίσως τα αποτελέσματα δε θα ήταν τόσο τραγικά για την Αθήνα», είπε χτυπώντας το χέρι του πάνω στο ξύλινο τραπέζι. Ξαφνιάστηκε και χαμογέλασε ειρωνικά στον ευφάνταστο προδότη, μα πριν ακόμη προλάβει να απαντήσει, πλησίασε ο Νικίας αθόρυβα ψιθυρίζοντας, «Είμαι ο μόνος του οποίου την αρετή έχει εξυμνήσει ο Θουκυδίδης κι όμως ανδριάντα δε μου έστησαν ποτέ οι Αθηναίοι». Γύρισε και τους κοίταξε και τους δύο ο Δημοσθένης υποτιμητικά, προσπερνώντας τους με βλέμμα άδειο.

Σάστισε. Πήγε να σηκωθεί, να καταλάβει τι του γίνεται, όταν ξαφνικά εμφανίστηκε καβάλα στο άλογο ο φουστανελάς. «Ωρέ!», «Αν δεν είμεθα τρελοί, δεν εκάναμεν την επανάστασιν», είπε. «Κι από τα κανόνια του κάστρου του Παλαμηδιού, από της φυλακής μου τα σίδερα φτιάξατε ανδριάντες. Δύο μάλιστα, ένας εδώ και ο άλλος στο Ανάπλι και όμως τίποτα τίποτα δεν μάθατε. Τι τους θέλετε τόσους δασκάλους;» Θυμός και αντάρα και ίσκιοι αλόγων με αρματωμένους και λάβαρα να γυρνοβολάνε πάνω στους λευκούς τοίχους της υπόγειας ταβέρνας, ώσπου έσβησαν ξαφνικά, όπως ήρθαν.

Ησύχασε. Μια καρέκλα έτριξε, και εκεί στο βάθος του υπογείου δίπλα στο παλιό ξύλινο βαρέλι, κάτω από το εκτυφλωτικό νέον, τον είδε πάλι καθισμένο. Όχι με φουστανέλα αυτή τη φορά αλλά με παντελόνι τσόχινο, μπαλωμένο. Πήγε προς τα εκεί τρέμοντας.

«Ζαμπία λέγανε και τη δική μου τη μάνα δάσκαλε…», είπε και τον κοίταξε άλλη μια φορά διαπεραστικά. «Στα γεροντάματα ξαναγίνηκα πατέρας. Στα 1770 γεννήθηκα, μέτρα να δεις, Πάνος κι αυτός σαν τον πρωτότοκο, μαγάρι νάχει τύχη καλύτερη!»

——— ≈ ———

Ξύπνησε αλαφιασμένος. Σηκώθηκε και γύρεψε λίγο νερό. Στο γραφείο του ακόμη ανοικτή η ανατύπωση των απομνημονευμάτων του Γέρου. Έσκυψε αφηρημένος και διάβασε: «Και έτσι εχωρισθήκαμε λέγοντες ο ένας τον άλλον, καλή αντάμωσι εις τον κόσμον τον άλλον…», ενώ σε λίγο επέστρεψε στο κρεβάτι του συλλογισμένος.

Ίσως θα έπρεπε να περιορίσει τα βραδινά διαβάσματα και να βγαίνει πιο συχνά για περπάτημα. Η άσκηση λένε πως πάντα ωφελεί, ιδιαίτερα τα γεροντάκια, ακόμη και στο σκοτεινό και μοναχικό κέντρο, ακόμη και έως το άγαλμα του Κολοκοτρώνη· να σε χτυπήσει λίγο ο αέρας κατηφορίζοντας και ύστερα πάλι να ανηφορίσεις ως το σπίτι, εκεί στον απέναντι λόφο, εκεί που κυματίζει γαλανόλευκη η σημαία.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: