Δύο μικροδιηγήματα

(Φωτ. Μ. Κονταξάκης)
(Φωτ. Μ. Κονταξάκης)

Στοργικοί σκύλοι

Πάλι μαλώνουν μέσα. Ακούω τις φωνές τους και πράγματα να σπάνε. Ουρλιάζει. Αυτή πρέπει να είναι, δεν είμαι και σίγουρος. Όταν φωνάζει η μάνα μου δεν την αναγνωρίζω, μεταμορφώνεται σε άγριο ζώο, έτοιμο να σε κατασπαράξει. Την προηγούμενη εβδομάδα μου έριξε μια σπρωξιά και έπεσα κάτω. Βλέπεις είμαι κοντός και αδύνατος. Αυτή την αδυναμία μου μαζί με κείνη τις μισώ. Και ύστερα πάλι έχω τόσο ανάγκη την αγκαλιά της, το βλέμμα της πάνω μου. Αυτά δεν υπάρχουν.
Θα ανάψω τσιγάρο μέσα στο δωμάτιο, σιγά με μη με καταλάβουν, αόρατος είμαι για αυτούς. Που έβαλα τον αναπτήρα μου; Νά ’τος, μέσα στην τσάντα μου. Πηγαινοέρχεται μαζί με τα βιβλία που δεν ανοίγω ποτέ. Γιατί να τα ανοίξω; Ποτέ δεν με ρωτάει κανείς αν διάβασα ή αν χρειάζομαι βοήθεια. Όλη μέρα φωνές σ’ αυτό το άβολο σπίτι. Ο πατέρας μου βλάκα με ανεβάζει βλάκα με κατεβάζει. Μόνο εκείνη η φιλόλογος με παρατηρεί. Δεν την ενοχλεί ούτε το σκουλαρίκι στη γλώσσα μου ούτε η μπλε τούφα στα μαλλιά μου. Μου λέει ότι είμαι έξυπνος, ότι αναλύω τα ποιήματα με πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Δύο εβδομάδες πριν μου είπε να πω στους γονείς μου ότι θέλει να τους δει. Σιγά μην τους το πω. Μπορεί και να βαριούνται να πάνε, άσε που θα γελάνε αν τους πει για τα ποιήματα … Και είναι και κάτι άλλο. Ντρέπομαι για αυτούς. Ναι, ντρέπομαι πολύ, ντρέπομαι και για τον εαυτό μου, άχρηστος είμαι. Τις τελευταίες μέρες δεν αντέχω. Πονάω πολύ, αισθάνομαι μόνος. Η κόκκινη καύτρα του τσιγάρου μου μοιάζει λυτρωτική. Ειδικά όταν την ακουμπώ πάνω στο χέρι μου. Οι πληγές μου γίνονται σημάδια φανερά. Μα είναι και αυτά τα ποιήματα απ’ την άλλη, όταν τα διαβάζω δεν ξέρω τι στο διάολο μου κάνουν. Μοιάζουν με στοργικούς σκύλους που τις γλείφουν, τις επουλώνουν.

Αποδημητικά πουλιά

Στις έξι ακριβώς το ρολόι χτυπάει, μόνο αυτό ακούω, την καρδιά μου ποτέ. Σηκώνομαι ιδρωμένος και κουρασμένος. Ανοίγω και κοιτάζω τη ντουλάπα μου. Σκούρα μπλε και γκρι κουστούμια απ’ τη μια, τζιν παντελόνια και χρωματιστά μπλουζάκια απ’ την άλλη. Τα τελευταία δεν τα φοράω πια, είκοσι χρόνια μετρώ στην εταιρεία, αξιοπρεπές στέλεχος, συνήθισα πια την ύπαρξή μου χωμένη σε ένα γκρι κουστούμι. Καθώς το φοράω ακούω φτερούγες. Αποδημητικά πουλιά θα ’ναι. Βάζω τη γραβάτα μου. Σήμερα την έσφιξα παραπάνω. Δεν έχει και πολύ σημασία, ο κόμπος στο λαιμό μου παραμένει ακόμα και όταν τη βγάζω.
Στις οκτώ ακριβώς κάθομαι στην καρέκλα του γραφείου μου, άβολη είναι, τον τελευταίο μήνα δεν την αντέχω. Το σώμα μου μετράει πάνω της δώδεκα ώρες καθημερινά. Ο ουρανός και η θάλασσα γαλάζια, το γραφείο μου γκρι. Πριν μια βδομάδα ζήτησα να μου το αλλάξουν, να μου φέρουν ένα γαλάζιο, μα μου είπαν ότι αυτό δεν γίνεται. Ζήτησα επίσης να δουλεύω δέκα ώρες γιατί τελευταία δεν κοιμάμαι καλά, βλέπω κάτι παράξενες, μπερδεμένες εικόνες και ξεχνάω συνεχώς πράγματα. Ο γιατρός ήταν κάθετος. Θα δουν το αίτημά μου και θα μου απαντήσουν, μου είπε ο επικεφαλής του Ανθρώπινου Δυναμικού. Κοιτάζω τη στοίβα από τα έγγραφα, τους φακέλους, τις σφραγίδες, τον διακορευτή. Διακορευτής ονείρων. Ένας συνάδελφος με κοιτάζει παράξενα. Τον τελευταίο καιρό έχω πιάσει και άλλα τέτοια βλέμματα πάνω μου, ακολουθούν ψίθυροι. Μετά επιστρέφουν στα γραφεία τους με βήματα που δεν ακούγονται. Τα απορροφάει το πλούσιο πέλος της μοκέτας.
Τι να είναι αυτό; Ένας κλειστός φάκελος πάνω στο γραφείο μου. Τον ανοίγω. Η λέξη απόλυση με έντονα μαύρα γράμματα. Τι τρέλες είναι αυτές; Έχω πολλές εκκρεμότητες, ποιος θα τις κάνει; Αισθάνομαι τον κόμπο στο λαιμό μου. Υπάρχει μια και μοναδική εκκρεμότητα που μου διαφεύγει. Το άκουσμα απ’ τις φτερούγες πουλιών επιστρέφει, ένα σμήνος απομακρύνεται κι εγω δεν προλαβαίνω.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: