Κανιβαλισμός τον Αύγουστο και άλλα ποιήματα

Λεπτομέρεια τοιχογραφίας του Bartolo di Fredi (1374-1375)
Λεπτομέρεια τοιχογραφίας του Bartolo di Fredi (1374-1375)



Κα­νι­βα­λι­σμός τον Αύ­γου­στο


Αλ­λά­ζεις ώρα με την ώρα,
τρώω ένα πα­γω­τό κι αλ­λά­ζει πρό­σω­πο:
αν ξέ­ρω την ώρα, ξέ­ρω τον άν­θρω­πο. Για να σε βλέ­πω νύ­χτα,
μάλ­λον έχεις γκρι­ζά­ρει. Για να ιδρώ­νουν τα μαλ­λιά σου
ανά­με­σα στα χέ­ρια μου, μάλ­λον εί­ναι Αύ­γου­στος
ή μπο­ρεί και όχι. Μπο­ρεί να εί­ναι Οκτώ­βριος,
Σε­πτέμ­βριος ήδη, να εί­ναι πρωί και να πέ­ρα­σε
από πά­νω μας βρο­χή, όπως περ­νά­νε όλα.
Πε­νή­ντα χρό­νια στη γη γε­μά­τα και δεν μου έμα­θες
ού­τε τους μή­νες να λέω σω­στά,
με τη σει­ρά τους, ού­τε την ώρα.
Θα φτά­σω κι εγώ πε­νή­ντα και δεν θα ξέ­ρω
πό­τε έρ­χε­ται ο Αύ­γου­στος
πό­τε φεύ­γουν οι άν­θρω­ποι,
όπως όταν τρώω πα­γω­τό και λιώ­νει ξαφ­νι­κά
στα χέ­ρια μου και δεν ξέ­ρω πια τι να τα κά­νω.



Νο­έμ­βριος

I.
Πλη­σιά­ζεις όπως φεύ­γει
κά­ποιος που δεν συγ­χω­ρεί.

II.
Ο κα­θέ­νας προ­ε­τοι­μά­ζε­ται για την κα­τά­λη­ξή του
όσο κι αν στις ισχνές ψύ­χρες των πε­ρι­πλα­νή­σε­ων
την κα­θυ­στε­ρεί με μια πορ­το­κα­λιά
ένα παλ­τό, ένα τρε­μού­λια­σμα.

III.
Κά­νω στην άκρη
για­τί αυ­τή μου ανή­κει.

IV.
Βλα­σταί­νεις από εμέ­να
σαν τη μο­να­δι­κή πα­πα­ρού­να σε ναρ­κο­πέ­διο·
πύ­ρι­νος διώ­κτης του εαυ­τού σου
και σε κυ­νη­γάω.

V.
Ίσως που­θε­νά κα­νείς δεν συ­να­ντά
το κε­νό που τό­σο επι­θυ­μεί η μο­να­ξιά του·
ού­τε στο χώ­μα ού­τε στα βρά­χια ού­τε στο κρα­νίο του.

VI.
Όταν πέ­φτου­με μέ­σα σε μία ανά­μνη­ση
οι νε­κροί φο­ρά­νε τα σώ­μα­τά μας
και περ­πα­τούν ξα­νά μα­ζί και ζε­σταί­νο­νται
κα­τά­κο­ποι από αγά­πη
ο ένας από τον άλ­λο.

VII.
Αντι­στέ­κο­μαι πριν πέ­σω
αντι­στέ­κο­μαι και φα­νε­ρώ­νο­μαι
όπως τα δό­ντια των πρω­τό­γο­νων
μπρο­στά στην αμ­φι­βο­λία.

VIII.
Στο βά­θος της βο­ής σε εί­δα:
στό­λι­σες με σπιν­θή­ρες το χρώ­μα της ώρας
τρί­βο­ντας και τρί­βο­ντας
αγριό­τη­τα με αγριό­τη­τα.

IX.
Όταν σε πρό­λα­βα
ακό­μα και τό­τε έμει­να πί­σω.



Δε­κέμ­βριος σαν χαϊ­κού

Ι.
Οι πε­ρα­στι­κοί
πιο πε­ρα­στι­κοί από πο­τέ
χά­θη­καν.

ΙΙ.
Μια χιο­νί­ζει, μια όχι·
κα­νέ­νας εδώ
ν’ απο­φα­σί­σει.

ΙΙΙ.
Ευ­τυ­χώς αρ­γώ,
δεν ξυ­πνάω πια νω­ρίς,
οι μέ­ρες τρέ­χουν.

IV.
Και νό­μι­ζα πως
δεν θα ξε­χνού­σα πο­τέ.
Έκα­να λά­θος.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: