«Μπραντ» και «Πέερ Γκιντ»

«Ο Πέερ Γκιντ στο παλάτι του βασιλιά του βουνού» (1906), εικονογράφηση του Θίοντορ Κίτελσεν. Πηγή εικόνας: www.liberliber.it
«Ο Πέερ Γκιντ στο παλάτι του βασιλιά του βουνού» (1906), εικονογράφηση του Θίοντορ Κίτελσεν. Πηγή εικόνας: www.liberliber.it

Ο Νορβηγός δραματοποιός, Ερρίκος Ίψεν, είναι γνωστότερος σήμερα στο ευρύ κοινό για τα μεταγενέστερα και πιο ρεαλιστικά του έργα, όπως το «Κουκλόσπιτο» (1879), τους «Βρικόλακες» (1882), τον «Εχθρό του λαού» (1883) και την «Έντα Γκάμπλερ» (1891). Δύο θεατρικά έργα της μέσης περιόδου του, ωστόσο, το «Μπραντ» (1866) και το «Πέερ Γκιντ» (1876), που θεωρούνται πιο ποιητικά, αλλά εξίσου κλασικά, δανείζονται πολλά στοιχεία της πλοκής τους από τη σκανδιναβική μυθολογία και είναι τόσο μακροσκελή που παίζονται σπάνια, ενώ ελάχιστοι σκηνοθέτες (ένας από τους οποίους ήταν ο μεγάλος Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, που ανέβασε το «Πέερ Γκιντ» το 1957) έχουν επιχειρήσει να τα μεταφέρουν στη σκηνή χωρίς περικοπές. Ενώ το «Μπραντ» πραγματεύεται την ιστορία ενός φιλότιμου ιερέα, που αναλαμβάνει πλήρως τις συνέπειες των πράξεών του και χάρη στις απόλυτες απόψεις του εισπράττει το φθόνο και το μίσος των ανθρώπων που βρίσκονται στον περίγυρό του, το «Πέερ Γκιντ», ένα από τα πιο σκανδαλιάρικα έργα του Ίψεν, πραγματεύεται την ιστορία του ομώνυμου χαρακτήρα, που είναι ακριβώς το αντίθετο από τον Μπραντ. Ο Πέερ Γκιντ, δειλός και φυγόπονος, ακολουθεί τη συμβουλή του μεγάλου Σκυφτού, δηλαδή να «Κάνει τον γύρο» και να μην παίρνει ποτέ τον ευθύ, άρα και γεμάτο ευθύνες δρόμο. Ο Πέερ θα έπρεπε, κανονικά, να είναι ένας απεχθής χαρακτήρας, που να μην εμπνέει καμία συμπάθεια στο θεατή, όμως ο Ίψεν τον παρουσιάζει πέρα για πέρα ανθρώπινο και επικαλούμενος τον αντι-ήρωα μέσα μας, μας κάνει συχνά να ταυτιζόμαστε μαζί του.

Λιθογραφία του Μορίς Ντουμόν για μια παράσταση του «Μπραντ», το 1895. Πηγή εικόνας: en.wikipedia.org
Λιθογραφία του Μορίς Ντουμόν για μια παράσταση του «Μπραντ», το 1895. Πηγή εικόνας: en.wikipedia.org

Μια σύγκριση μεταξύ των δύο αυτών έργων του Ίψεν και της θεωρίας του Γερμανού νιχιλιστή φιλόσοφου, Φρίντριχ Νίτσε, περί απολλώνιας και διονυσιακής φύσης του ανθρώπου, την οποία διατύπωσε για πρώτη φορά στο βιβλίο του Η γέννηση της τραγωδίας (1872), δεν θα ήταν άστοχη. Ο Μπραντ, αυστηρός και αποφασισμένος να τα έχει «όλα ή τίποτα», εκφράζει την απολλώνια φύση του ανθρώπου, η οποία βλέπει πάντα προς το φως, «ζυγίζει» τα πράγματα και είναι διατεθειμένη να θυσιάσει μερικές πρόσκαιρες χαρές, στο βωμό ενός απώτερου και μεγαλύτερου σκοπού. Ο Πέερ Γκιντ, αντιθέτως, ζει για τη στιγμή, ελπίζοντας πως όταν τα πράγματα δυσκολέψουν, κάτι πάλι θα βρεθεί στο δρόμο του για να τον «σώσει» και να του επιτρέψει να συνεχίσει το ανίερο ταξίδι του, από ηδονή σε ηδονή. Ο Πέερ αναμφίβολα εκφράζει περισσότερο τη διονυσιακή φύση του ανθρώπου, ποθώντας τις γυναίκες, το κρασί και το γλέντι, και θυσιάζοντας στο βωμό αυτών την αφοσίωση σε οποιαδήποτε θρησκεία ή ιδανικό. Χαρακτηριστικά, σε ένα σημείο του έργου μας λέει πως έχει ασχοληθεί και με τις θρησκείες, σε καιρούς που χρειαζόταν κάτι να τον στηρίξει, διαβάζοντας για όλες από λίγο και επιλέγοντας να κρατήσει μόνο αυτά που τον συνέφεραν, αποφεύγοντας να «μπουκώσει» στο διάβασμα.



Πορτρέτο του Ίψεν από τον Γκούσταβ Μπόργκεν, γύρω στο 1898. Πηγή εικόνας: commons.wikimedia.org
Πορτρέτο του Ίψεν από τον Γκούσταβ Μπόργκεν, γύρω στο 1898. Πηγή εικόνας: commons.wikimedia.org

Αν ο Μπραντ ή ο Πέερ Γκιντ ήταν χαρακτήρες σε κάποιο από τα αργότερα, «νατουραλιστικά» έργα του Ίψεν, η πραγματικότητα θα ερχόταν σύντομα να τους συντρίψει, όπως συνέβη με τη μητέρα του Όσβαλντ, στους «Βρικόλακες», ή τον Τόρβαλντ Χέλμερ, στο «Κουκλόσπιτο». Εκείνο που επιτρέπει στον Μπραντ και τον Πέερ να επιβιώνουν είναι το γεγονός ότι ζουν σε ένα «μαγικό» κόσμο, με ήρωες και μυθικά πλάσματα, βγαλμένο από τη σκανδιναβική μυθολογία, που απασχόλησε τον Ίψεν στα νιάτα του. Ο Μπραντ, αν και ηθικά ακέραιος, είναι ουτοπιστής και μέσα στον ρεαλιστικό, «βιομηχανοποιημένο» κόσμο που λαμβάνουν χώρα τα νατουραλιστικά έργα του συγγραφέα, θα ερχόταν αντιμέτωπος με τις ανάγκες της καθημερινότητας και θα αναγκαζόταν να αλλάξει, πολύ πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, φωνάζοντας στο Θεό: «Δεν υπολογίζει η σωτηρία τη θέληση του ανθρώπου;» Ο Μπραντ, του οποίου το όνομα στα Δανέζικα σημαίνει «φωτιά», είναι ένας ήρωας βγαλμένος από τα παραμύθια και εκτός από την παρρησία του, στην απεγνωσμένη κραυγή του μπορούμε να διακρίνουμε και ένα λανθάνον μήνυμα του συγγραφέα, αναφορικά με την ασυμβατότητα μεταξύ των κυρίως ανθρωποκεντρικών, παγανιστικών θρησκειών που προϋπήρχαν, από τα αρχαία χρόνια, στις σκανδιναβικές χώρες και το δόγμα του Χριστιανισμού, που αδιαφορεί για τη θέληση του ανθρώπου, μπροστά στο θέλημα του Θεού.

«Ο Πέερ Γκιντ και τα Τρολ» (1936), εικονογράφηση του Άρθουρ Ράκμαν. Πηγή εικόνας: mythus.fandom.com
«Ο Πέερ Γκιντ και τα Τρολ» (1936), εικονογράφηση του Άρθουρ Ράκμαν. Πηγή εικόνας: mythus.fandom.com

Από την άλλη, δε, βρίσκεται ο Πέερ Γκιντ, που, χωρίς να το πολυσκεφτεί ή να το πολυσυζητήσει, απορρίπτει το χριστιανικό δόγμα, απλά και μόνο επειδή έρχεται σε αντιπαράθεση με τις φυσικές του ορμές. Ο Πέερ, όταν βλέπει μια φλογερή γυναίκα, σαν την Ανίτρα, την κόρη του αρχηγού των Βεδουίνων, την οποία γνωρίζει στην έρημο, δεν χάνει χρόνο με ηθικούς προβληματισμούς, αλλά τη διεκδικεί αμέσως, πέφτοντας έτσι συχνά σε παγίδες. Αν το υπόβαθρο της ιστορίας του ήταν καθαρά χριστιανικό, ο Γκιντ θα τιμωρούταν ως αμετανόητος αμαρτωλός και δεν θα έβρισκε τόσο εύκολα διεξόδους στα μεγάλα εμπόδια που του παρουσιάζονται. Η φιγούρα του, ωστόσο, έχει κάτι το αρχετυπικό, μέσα στην τρυφηλότητά της, κάτι σαν τον Ιερό Ανόητο, από τις κάρτες Ταρώ, που βρίσκει την αρετή μέσω της ελαφρότητας με την οποία αντιμετωπίζει τον κόσμο. Η σκηνή προς το τέλος, όπου ο Πέερ Γκιντ συλλογίζεται, παρατηρώντας τις φλούδες ενός κρεμμυδιού, τις διαφορετικές φάσεις και περιόδους της ζωής του, και της ζωής του ανθρώπου γενικότερα, είναι ό,τι πιο κοντά μπορεί να βρεθεί μέσα στο έργο, σε μια στιγμή ενδοσκόπησης του χαρακτήρα, και έχει επηρεάσει πολλούς μεταγενέστερους συγγραφείς και φιλοσόφους.

Φωτογραφία από τη θεατρική παραγωγή του «Πέερ Γκιντ» (1957), του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Πηγή εικόνας: www.ingmarbergman.se
Φωτογραφία από τη θεατρική παραγωγή του «Πέερ Γκιντ» (1957), του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Πηγή εικόνας: www.ingmarbergman.se


Αν και λιγότερο διαδεδομένα από άλλα του Ίψεν, τα δύο αυτά έργα είναι τα πιο μεγαλόπρεπα του συγγραφέα και εκείνα τα οποία φαίνεται να έχει «δουλέψει» περισσότερο απ’ όλα. Τόσο στο «Μπραντ», όσο και στο «Πέερ Γκιντ» υπάρχουν ισάριθμες αναφορές στην παγκόσμια ιστορία και την μυθολογία. Έργα όπως το «Κουκλόσπιτο», μπορεί να έχουν τη φήμη ότι είναι ψυχολογικά τρισδιάστατα, όμως σε μια πιο προσεκτική ανάγνωση, μπορεί κανείς να δει πως η ψυχολογική ανάλυση των χαρακτήρων δεν απουσιάζει ούτε από το «Μπραντ», ούτε από το «Πέερ Γκιντ», με τους πρωταγωνιστές τους να είναι μεν πεισματάρηδες, όμως οι αποφάσεις τις οποίες παίρνουν να είναι απολύτως δικαιολογημένες, από εκείνα που τους συμβαίνουν, και σύμφωνες με τις εκκεντρικές ιδιοσυγκρασίες τους. Ο Μπέργκμαν, που ασχολήθηκε κατά κόρον με την ψυχολογία σε ταινίες του, όπως την «Persona» (1966), θα πρέπει να το είχε αντιληφθεί αυτό πολύ πριν πάρει την απόφαση να «ανεβάσει» το «Πέερ Γκιντ», αντί για οποιοδήποτε άλλο έργο του Ίψεν. Όπως ισχύει και με τον «Φάουστ: Μέρος Πρώτο & Δεύτερο» (1806-1831), του Γκέτε, περισσότερο χάρη στην πολυπλοκότητα των ιστοριών τους και όχι τόσο λόγω της μεγάλης τους έκτασης, μπορεί κανείς να κερδίσει πιο πολλά διαβάζοντάς τα, παρά βλέποντάς τα να παίζονται με ηθοποιούς και σκηνικά, όπως τα παραδοσιακά θεατρικά έργα.