Φίλιππος Ιωάννου (1800-1880) / Ανακρεόντεια (επιλογή)

Ο Φίλιππος Ιωάννου (1863). Ψηφιακά επιζωγραφισμένη λιθογραφία
Ο Φίλιππος Ιωάννου (1863). Ψηφιακά επιζωγραφισμένη λιθογραφία

β΄

Στέψας ῥόδοις μέτωπον
χέρας ὁπλίσας τε μεστῷ
οἴνου σκύφει φιλοίστρῳ
σπένδω θεῷ Λυαίῳ.
Τὴν βάρβιτον δὲ χερσὶ
λαβὼν ἐμῆς ἑταίρης
τὴν καλλονὴν ἀείδω.
Θέλεις ἀναπλάσω σοι
εἶδος καλῆς κορίσκης;
Φυῆς μέν οἱ τὸ μέτρον
μέσον πέφυχ’, ὁ δὲ χρὼς
ἔκλευκος ὥστε λύγδου.
Τύπος δὲ τοῦ προσώπου
καὶ ῥυθμός οἱ τραχήλου
καὶ στέρνον εἰσὶν οἷα
ἀγάλματος Κυθήρης.
Ὅμηρος δ’ εἶπεν ἄν μιν
ὄψεις ἰδὼν βοῶπιν,
αἷς ἐλλοχῶν ἵησιν
πικροὺς Ἔρως ὀϊστούς.
Κοραλλίου δὲ λεπτὰ
τετύχθ’ ἕοικε χείλη,
πειθοῦς ἅ τ’ ἐστὶν ἕδρη.
Τὰ δ’ ἀλλ’ ἐμῆς ἑταίρης
ἄρρητ’ ἐᾶν ἄμεινον·
οὐ γὰρ θέμις βεβήλοις
μυστήρι’ ἐκκαλύπτειν.

β΄

Φορώ ένα ρόδινο στεφάνι
κρατώ ένα κύπελο γεμάτο
κρασί, και κάνω προσφορές
στον Διόνυσο τον μανιακό.

Κραδαίνω τώρα την κιθάρα·
για τα κάλλη της καλής μου
αμέσως τραγουδώ. Λοιπόν
αν θες πώς είναι θα σου πω:

Ούτε ψηλή κι ούτε κοντούλα·
σαν μάρμαρο λευκό το δέρμα·
πρόσωπο, στέρνο, τράχηλος
την Αφροδίτη ανακαλούν

όπως τη βλέπεις στα μουσεία.
Τα μάτια της; Θεάς θυμίζουν
σε στίχο μέσα ομηρικό·
ενέδρα στήνει μέσα τους

ο φτερωτός θεός και ρίχνει
τα ακονισμένα του δοξάρια.
Λεπτά πολύ τα χείλη της
και κόκκινα, μα πειστικά

όταν θελήσει να μιλήσει.
Τα υπόλοιπα κρυφά θα μείνουν·
δεν κάνει τους αμύητους
να βάζουμε μες στο ιερό.


δ΄

Ἄλλοις ὅπλων ἀρέσκει
κλαγγὴ μάχης τ’ ἐν ἀκμῇ
δεινὸν βρέμουσα σάλπιγξ·
στόνος δ’ ἀποπνεόντων
ψυχὴν ἐφ’ αἱμοφύρτου
πέδου φρένα σφι τέρπει.
Ἐμοὶ δὲ ταῦτα τερπνὰ
οὔτ’ ἐστί, μηδέ τ’ εἴη.
Εὐφραίνομαι δ’ ἀκούων
πληρουμένης κυλίχνης
Βάκχου τὸν ἡδὺν ἦχον,
λύρην τε τὴν λιγύθρουν
κρέκων φίλων μετ’ ἄλλων.
Ἐν μυρσίναισι δ’ εὕδειν
θέλω πέλας διαυγοῦς
ῥείθρου μέλη τανύσας.

δ΄

Σ’ άλλους αρέσει η σύγκρουση των όπλων
και μέσα στου πολέμου την αντάρα
η σάλπιγγα που βροντερά ξεσπάει·
άλλους γεμίζει με ηδονή μεγάλη
ο ρόγχος που τον θάνατο αναγγέλλει
σ’ αυτούς που κείνται στο πεδίο της μάχης.
Χαρά δεν προκαλούν σ’ εμένα τέτοια
κι ας μη συμβεί ποτέ να προξενήσουν.
Ευφραίνομαι όμως σαν μεμιάς ακούω
το κύπελο κρασάκι να γεμίζει,
τον ήχο τούτο τον γλυκό· κι η λύρα
στα δάκτυλά μου να κελαηδάει
όταν οι φίλοι ολόγυρά μου στέκουν.
Και θέλω να πλαγιάζω στις μυρσίνες
ανάμεσα, κοντά στο ποταμάκι,
και λαγαρό να τρέχει το νερό του
σαν δίπλα εκεί τεντώνω το κορμί μου.

ε΄

Φερανθὲς ἧκεν ἄρτι
ἔαρ, φύσις δὲ πᾶσα
ὕπνου λυθεῖσα μακροῦ
ἐγείρεται νέοργος.
Θάλλει μὲν αὖθις ὕλη
καινῇ φόβῃ κομῶσα·
νόμῳ δ’ Ἔρωτος εἴκει
μέλη τ’ Ἔρωτος ᾄδει
πτηνῶν γένη πρὸς αὔρας.
Οὐ τὴν Πρόκνην ἀκούεις

ἡδεῖαν ἐκχέουσαν
ἐν μυρσίναισι γῆρυν;
οὐ κωτίλην ἀκούεις
χελιδόνα θροοῦσαν
τὴν Τηρέως πρὶν ὕβριν;
Οὐκ αἰολόστομ’ ἄλλα
πετεινά, κόσμον ὕλης,
κλύεις ἱέντα τραυλὰ
μέλη κλάδων ἀπ’ ἄκρων;
Τί οὐχ, ἑταῖρε, χἠμεῖς
ὑπ’ εὐσκίου κλάδοισι
δρυὸς κατακλιθέντες
Ἔρωτα μελπόμεσθα
πάντων θεῶν κράτιστον,
καὶ σπένδομεν Λυαίῳ
οἴνου πλέοις δεπάστροις
λύοντι τὰς μερίμνας;

ε΄

Νάτη λοιπόν! Πες μου, την άνοιξη δεν βλέπεις
που φτάνει με χιλιάδες άνθη στολισμένη;
Η φύση δεν κοιμάται πια· φρέσκια ξυπνάει
απ’ τα δεσμά του λήθαργου λυμένη τώρα.

Τα δάση και τα πάρκα πάλι έχουν ανθίσει
ντυμένα με καινούργια φύλλα και κλωνάρια.
Πρωί κι οι φτερωτοί μας φίλοι κελαηδάνε
υπάκουοι εντελώς στο ερωτικό παιχνίδι

τι ψάλλουν του Έρωτα τις θείες μελωδίες.
Όχι, μην πεις! Μες στις μυρσίνες μόνον άκου·
είναι η τερπνή λαλιά της Πρόκνης. Κι αν προσέξεις
διακρίνεις και τη φλύαρη τη χελιδόνα

την προσβολή να διατρανώνει του Τηρέα.
Κι άλλα πολλά στα ακρόκλαδα πουλάκια ωραία·
είναι το σύδεντρο στη μουσική πνιγμένο.
Κι εγώ λοιπόν, καλοί μου φίλοι, σας ρωτάω

γιατί δεν βρίσκουμε κι εμείς ένα δεντράκι
και δεν ξαπλώνουμε στη σκιερή αγκαλιά του;
Τραγούδια τότε για τον Έρωτα θα πούμε,

απ’ όλους τους θεούς τον πιο σκληρό δυνάστη,
κι ακόμα προσφορές θα κάνουμε στον Βάκχο
τι το πολύ κρασί τις έγνοιες πέρα κάνει.

ς΄

Κάλλους με γῆρας ἐλθὸν
σθένους τ’ ἄμερσε γυίων
τάχους τε τοῦ πάροιθε.
Πόθον δέ μ’ οὐκ ἀφεῖλεν
εὐώπιδος κορίσκης,
οὐκ εὐΐου μερίμνας
πάσας σοβοῦντος οἴνῳ.
Ἥδιστόν ἐστ’ ἀθύρειν
σὺν παιδί μοι τερείνῃ·
ἡδεῖς δ’ ἔτ’ εἰσὶ κῶμοι
θοῖναί τε καὶ χορεῖαι ΄
σὺν τοῖς φίλοις ἑταίροις.
Ἔς τ’ ἄν με Μοῖρα φέγγος
ὁρᾶν ἐᾷ τὸ Φοίβου,
οὐ παύσομαι φιληδῶν
Ἔρωτι καὶ Λυαίῳ.

ς΄

Με πρόφτασαν τα γηρατειά, την ομορφιά μου πήραν
τα πόδια μου τα τσάκισαν, δεν τρέχω πια όπως πρώτα.
Κι όμως δεν τα κατάφεραν εκείνο να μου κλέψουν·
τον πόθο μου τον άσβεστο για μια όμορφη κοπέλα
ούτε τη βακχική καρδιά που πίνοντας κρασάκι
κάθε σκοτούρα και καημό στον κόρακα τα στέλνει.

Γλυκά να χαριεντίζεσαι μ’ ένα κορίτσι φρέσκο·
καλύτερα δεν γίνεται! Τα γλέντια κι οι ευωχίες
παρέα με τους σύντροφους, τρελούς χορευταράδες,
κι αυτά μου προκαλούν χαρά. Στη Μοίρα μου το λέω:
όλες τις μέρες που θα ζω κι όσο τον ήλιο βλέπω
θ’ αποζητώ τον Έρωτα, τον Βάκχο θα λατρεύω.

ζ΄

Λευρόν, φίλη χελιδών,
οἶμον πτέρυξι κούφαις
ψαίρουσα ποῖ πορεύῃ,
στέγην ἐμὴν λιποῦσα;
Εὖσοι γένοιτ’ ἰούσῃ·
νέωτα δ’ αὖθις ἔλθοις
νεοττιήν τ’ ἐν οἴκῳ
ἐμῷ πάλιν δομήσαις.
Εἰ δὲ ξεναγέτου τις
χάρις παρὰ ξένοισι,
μέμνησ’, ὅταν τὸ Νείλου
ἵκῃ κλυτὸν ῥέεθρον,
ἐμῷ πόσει τάδ’ εἰπεῖν
καλῷ Φιλιστίωνι.
Τί δὴ χρόνον τοσοῦτον
ἔκδημος ἧς ὁμεύνου
μένει τέκνου τε πόρρω;
Πῶς οὐ πάτρης πόθος μιν
οὐδ’ ἑστίης πόθ’ αἱρεῖ;
λελησμένος δ’ ἄρ’ ἡμῶν
ἐπὶ ξένης ἀλᾶται;
Γένοιο πρὸς πόσιν μοι
μάρτυς στεναγμάτων τε
καὶ δακρύων, χελιδών·
νεοττιῆς δ’ ἐκεῖνον
δίδαξον ὄρνις ἄνδρα
κήδεσθ’ ἀεὶ γλυκείης.
Ὅταν δὲ χεῖμα λήξῃ,
γένοιο πομπὸς αὐτῷ
νοστοῦντι τόν δ’ ἐς οἶκον,

ζ΄

Γιατί καλή μου χελιδόνα
σκίζουν τα ανάλαφρα φτερά σου
το λείο σώμα του ουρανού;
Για πού το βάζεις πίσω αφήνοντας
το ανώφλι μου και πίσω δεν κοιτάς;

Καλός ας είναι ο δρόμος σου!
Του χρόνου πάλι σε προσμένω
να κτίσεις τη φωλιά σου εδώ.
Κι αν νιώθεις έστω λίγη ευγνωμοσύνη
μικρή φιλοξενούμενή μου
τούτο για μένα κάνε: Σαν φτάσεις
στου ξακουστού του Νείλου
τις όχθες, βρες τον άντρα μου,
τον Φιλιστίωνα τον όμορφο,
και ρώτα τον:

«Γιατί τόσο καιρό στα ξένα μένεις
αφήνοντας μονάχη τη γυναίκα σου
και το μονάκριβο παιδί σου;
Αλήθεια δεν ποθείς τον τόπο σου;
Δεν σου έλειψε το σπιτικό σου διόλου;
Ξενιτεμένε ταξιδιώτη
μου φαίνεται πως ήπιες το νερό της λησμονιάς».

Γίνε για μένα μάρτυρας των στεναγμών
και των λυγμών μου, χελιδόνα.
Και δίδαξέ τον να φροντίζει πάντα
για τη δική του τη ζεστή φωλιά.
Όταν το κρύο φύγει και τα χιόνια λιώσουν
οδήγησε τον άντρα μου στο σπίτι του.



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Για τον Φίλιππο Ιωάννου (1800-1880) βλ. τις μεταφράσεις μου σε τρία επιγράμματά του στον Χάρτη # 46 (Οκτώβριος 2022), σημ. 1.

2. Τα «Ωδάρια ανακρεόντεια» του λογίου είναι συγκεντρωμένα στο βιβλίο: Φιλολογικά πάρεργα Φιλίππου Ιωάννου (β΄ έκδ., Αθήναι 1874), σ. 534-539. Σύμφωνα με την παράδοση, τα κοσμικά «ανακρεόντεια» ποιήματα υμνούν τη χαρά της ζωής, με έμφαση στον έρωτα και την ξέγνοιαστη οινοποσία.

3. Για το β΄: «Τα μάτια της; Θεάς θυμίζουν | σε στίχο μέσα ομηρικό». Κατά λέξη μεταφράζεται: «Ο Όμηρος αν έβλεπε τα μάτια της της θα την ονόμαζε ‘μεγαλομάτα’». Το «μεγαλομάτα» αντιστοιχεί στο «βοῶπιν» του πρωτότυπου. Παρότι στην Ιλιάδα το επίθετο χαρακτηρίζει τρεις φορές τα μεγάλα μάτια θνητών γυναικών (Γ 144, Η 10, Σ 40), απαντά σαφώς συχνότερα ως γνώρισμα της εξωτερικής εμφάνισης της θεάς Ήρας (Α 551 για πρώτη φορά). Γι’ αυτό επέλεξα μία περισσότερο «κατά νόημα» μετάφραση, σκεπτόμενος ότι ο ποιητής υπονοεί το «θεϊκό» κάλλος της κοπέλας.

4. Για το ε΄: Η Πρόκνη, η Φιλομήλα («χελιδόνα» στο ποίημα) και ο Τηρέας μπλέχτηκαν σε μία υπόθεση βιασμού και φόνου. Οι θεοί τους μεταμόρφωσαν σε πουλιά, την Πρόκνη στο καλλικέλαδο αηδόνι, τη Φιλομήλα στο αποδημητικό χελιδόνι και τον Τηρέα στον ανήσυχο τσαλαπετεινό.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: