Φίλιππος Ιωάννου (1800-1880) / Τρία επιγράμματα

Ο Φίλιππος Ιωάννου (1863)
Ο Φίλιππος Ιωάννου (1863)

 


1. «Λα­μπυρὶς ἐν λειμῶνι…» 

Λα­μπυρὶς ἐν λειμῶνι δι’ ὄρφνης νυκτὸς ἀμαυρὸν
φέγ­γος ἱεῖσα θέ­ρευς, κυ­διό­ω­σα μέ­γα,
ηὔδα τοῖ’ ὁρό­ω­σ’ εἰς οὐρανὸν ἀστε­ρό­ε­ντα·
«Χαί­ρε­τ’, ἀδελ­φοί μου, ἀστέ­ρες ὑψί­πο­λοι·
ἠνί­δ’ ὁμοί­ην ὔμμι λέ­λογ­χα φύ­σιν, σέ­λας ἔνδον
τί­κτου­σ’ εἰσαεὶ καὶ προ­χέ­ου­σ’ ἐπὶ γῆς·
ἀλλ’ ἄγε­θ’, ὑψηλῷ πορ­σύ­να­τε καὶ ἐμοὶ ἕδρην
ἐν πόλῳ, ὄφρ’ ἀστὴρ φαί­νω ἐν ὔμμι νέ­ος».

1. «Σε πε­ρι­βό­λι θε­ρι­νό…»

Σε πε­ρι­βό­λι θε­ρι­νό, μες στο πη­χτό σκο­τά­δι,
πυ­γο­λα­μπί­δα αχνο­βο­λεί και το ’χει πά­ρει απά­νω·
τον ένα­στρο ου­ρα­νό κοι­τά και τέ­τοια λό­για αρ­θρώ­νει:
«Σας χαι­ρε­τώ, τα αδέλ­φια μου, τα ου­ρα­νο­μή­κη αστέ­ρια·
δεί­τε, στη φύ­ση μοιά­ζου­με, γεν­νώ κι εγώ τη λάμ­ψη
και πά­ντα θα το κά­νω αυ­τό, τη γη μας θα φω­τί­ζω.
Εμπρός λοι­πόν, εκεί ψη­λά κρα­τή­στε μου μια θέ­ση
για­τί μια μέ­ρα νε­α­ρό κι εγώ θα γί­νω αστέ­ρι».




2. Εἰς μά­ντιν ἔρω­τος

Ξαν­θώ μευ ἔρα­ται γλυ­κυ­δερ­κής· τοῦ δ’ ἄρ’ ἔρω­τος
νη­μερτὲς τέκ­μωρ ἠδὲ βέ­βαιον ἔχω.
Χθὲς γὰρ ἐμεῦ λαύ­ρην πέ­λας ἰλυό­εσ­σαν ἰόντος
καὶ κα­το­λι­σθό­ντος, κεί­νη ἀπαὶ θυ­ρί­δος
οἴκου ἰδοῦσ’ ἐγέ­λασ­σε· φί­λ’ Εὐτύ­χι’, οὐ δο­κέω σοι
ὀξὺς κου­ρά­ων μά­ντις ἔρω­τος ἔμεν;

2. Ο μά­ντης του έρω­τα

Στη γλυ­κο­μά­τα αρέ­σω την Ξαν­θή και του έρω­τά της
αλάν­θα­στο τεκ­μή­ριο στα χέ­ρια μου κα­τέ­χω:
Κο­ντά της χθες κα­τέ­βαι­να σο­κά­κι λα­σπω­μέ­νο
και γλί­στρη­σα, τσα­κί­στη­κα, κι από το πα­ρα­θύ­ρι
εκεί­νη με εί­δε κι έσκα­σε στα γέ­λια. Φί­λε Ευ­τύ­χη,
ο πρώ­τος μά­ντης του έρω­τα, τι λες, εγώ δεν εί­μαι;




3. Εἰς δειλὸν πο­λε­μιστὴν

Ὁππό­θ’ ὑπὲρ κρατὸς λεύσ­σω λό­φον Οἰνο­πί­ω­νος
δεινὸν νευ­στά­ζοντ’ ἀργυ­ρέ­ης κό­ρυ­θος
καί οἱ ἄορ τα­νύ­η­κες ἀπ’ ὀσφύ­ος οὔδεϊ κῦρον,
αὐτὸν Ἄρην δο­κέω καρ­τε­ρό­χει­ρ’ ὁρά­αν.
Εἰδὲ βοή πο­τ’ ὄροι­το ἢ άγ­γε­λίη τις ἵκοι­το
ἐσσυ­μέ­νων δη­ΐ­ων, ἄγχι πα­ρι­στά­με­νος
γνοί­ης κεν πο­λύ­πορ­δον ἐόντα μιν οὐ πο­λί­πορ­θον·
χροιὴ δ’ οἱ πύ­ξου γί­γνε­ται ὠχρο­τέ­ρη.

3. Ο δει­λός πο­λε­μι­στής

Του Κρα­σο­πό­τη σαν κοι­τάς το φο­βε­ρό λο­φίο
επά­νω στην ολάρ­γυ­ρη την πε­ρι­κε­φα­λαία
και το σπα­θί το σου­βλε­ρό που λες τη γη πλη­γώ­νει,
τον Άρη τον πα­νί­σχυ­ρο θαρ­ρείς έχεις μπρο­στά σου.
Αν όμως ση­κω­θεί βουή κι αν έρ­θει το μα­ντά­το
ο εχθρός πως επι­τί­θε­ται, κά­τσε πιο κει και τή­ρα:
ο χώ­στης θα με­τα­τρα­πεί σ’ έναν με­γά­λο χέ­στη
κι η μού­ρη του πιο κί­τρι­νη κι απ’ το τυ­ρί θα γί­νει.

Ση­μειώ­σεις

1. Ο Φί­λιπ­πος Ιω­άν­νου (1800-1880) υπήρ­ξε Φι­λι­κός, Αγω­νι­στής της Επα­νά­στα­σης και αρ­γό­τε­ρα κα­θη­γη­τής στο Πα­νε­πι­στή­μιο των Αθη­νών, κα­θώς και δι­δά­σκα­λος του Όθω­να στο Μό­να­χο, ενώ διε­τέ­λε­σε αρ­κε­τές φο­ρές κο­σμή­το­ρας της Φι­λο­σο­φι­κής Σχο­λής του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών.
2. Τα επι­γράμ­μα­τα εί­ναι από βι­βλίο: Φι­λο­λο­γι­κά πά­ρερ­γα Φι­λίπ­που Ιω­άν­νου (β΄ έκδ., Αθή­ναι 1874), σ. 603, 607 και 609 αντί­στοι­χα.
3. Ο δει­λός πο­λε­μι­στής: Το όνο­μα Οι­νο­πί­ων (το απέ­δω­σα ως «Κρα­σο­πό­της», αλ­λά μπο­ρεί να ση­μαί­νει και εκεί­νον που έχει άφθο­νο κρα­σί) το γνω­ρί­ζου­με από την ελ­λη­νι­κή μυ­θο­λο­γία, ως ανα­φε­ρό­με­νο στον αρ­χαίο βα­σι­λιά της Χί­ου και γιο του θε­ού Διο­νύ­σου.

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: