«Η εκθαμβωτική ασυνέπεια της ύλης»: Ο Νίκος Καρούζος απέναντι στη φύση

Ο Νίκος Καρούζος
Ο Νίκος Καρούζος

Η ποίηση του Νίκου Καρούζου έχει αναλυθεί και εγκωμιαστεί για πολλούς λόγους και για πολλές πτυχές της αλλά, απ’ όσο ξέρω, όχι για κάποια εμμονή της με το φυσικό περιβάλλον. Κι όμως, ο Καρούζος, αν και άνθρωπος της πόλης, σε πολλά ποιήματά του μοιάζει σα να βρίσκεται σε μια συνεχή οδοιπορία στην ύπαιθρο. Οι στίχοι του είναι γεμάτοι αναφορές και εικόνες από τη φύση που οφείλονται στην ανάκληση παιδικών και νεανικών βιωμάτων του ή στις περιορισμένες εκδρομές και ταξίδια που είχε τη δυνατότητα να κάνει. Πώς όμως αντιμετωπίζεται η φύση στο έργο του, και πως υπηρετεί την εσωτερική οικονομία των εκρηκτικών ποιητικών του πραγματώσεων;

Ταγμένος στο αίνιγμα της ύπαρξης, ο Καρούζος αφήνεται ακόρεστα, ειδικά στις πρώτες συλλογές του, να τον στοιχειώσουν οι δυνάμεις και τα φαινόμενα της φύσης. Μαγεύεται από τη βλάστηση, τους ουρανούς, τα χρώματα και τις ευωδίες. «Ολούθε φύση, θεομητορική πανδαισία»1 αναφωνεί έκθαμβος. Σα να θέλει να δοκιμάσει την αντοχή της αγωνίας του μέσα στην ιαματική αθωότητα του φυσικού, παραδίνεται σε μια λυτρωτική καταβύθιση στο περιβάλλον του. Γράφει για παράδειγμα: «Έπεφτε πράσινη βροχή στα ευωδιασμένα πεύκα / χώρος βρεγμένος – ένιωθα / να μ’ εξαγνίζει το αθώον ουράνιο νερό / γυρνούσα στη γυάλινη μοναξιά των βράχων».2 Η ψυχή του ψάχνει συνεχώς να φωλιάσει στον χαρμόσυνο φυσικό κόσμο: «ήμουνα μονάχα κάποιο κλωναράκι στη έξω αγριότητα».3 Τα δέντρα και οι φυλλωσιές τους είναι οι ενσαρκώσεις μιας θείας καλοσύνης. «Τα φύλλα των δέντρων / η πιο αγαπητή μου εικόνα της κτίσεως»4 θα εξομολογηθεί. Βλέπει τα πουλιά στον ουρανό και νοιώθει ένα «απερίγραπτο αίσθημα συναδελφώσεως με την πλάση».5 Βλέπει τα ζώα κι αισθάνεται «τις θείες ομοιώσεις».6 Στη φύση η καρδιά του φουσκώνει «σαν ποταμός απ’ το βουνό που παλαβώθηκε μετά την έξαλλη καταιγίδα».7

Όμως ο υμνητικός τόνος του Καρούζου προς τη φύση μοιάζει να σκοντάφτει συνεχώς σε μια δυσφορία που βασανιστικά επωάζεται μέσα του. Μέσα στις δοξαστικές περιγραφές του ξεπηδούν παράταιρες λέξεις και χθόνιες εικόνες, λες και θέλει οπωσδήποτε να καταστείλει το λυρικό του ξέσπασμα. Η ευδαιμονική πρόσληψη του φυσικού κάλλους βραχυκυκλώνεται από την προοπτική του τέλους. Για τον Καρούζο, ο χρόνος είναι η αρρώστια της ύλης, όπως επισήμανε με ακρίβεια ο Ευγένιος Αρανίτσης, 8 και γιαυτό η ομορφιά των πραγμάτων είναι διάστικτη από τις σκιές της αντίστροφης μέτρησης, είναι διαρκώς υπόλογη στα «σαρκοβόρα εικοσιτετράωρα».9

Ας δούμε όμως λίγο την ευρύτερη εικόνα. Ο Καρούζος ξεκινάει να γράφει στη μετεμφυλιακή δεκαετία του 50, σε μια εποχή ανασυγκρότησης αλλά και συντριπτικών διαψεύσεων. Στο πεδίο της εγχώριας ποίησης κυριαρχεί ακόμα ο κανόνας της Γενιάς του '30. Ωστόσο, η πρώτη μεταπολεμική γενιά αρχίζει να διαμορφώνει μια νέα φωνή. Πρόωρα οξειδωμένη από καταστροφές και ήττες και παγιδευμένη σε οδυνηρά αδιέξοδα, είναι αδύνατον να συμπορευθεί με τα προηγούμενα υποδείγματα, με την στοχαστική μελαγχολία του Σεφέρη, τους ρεμβασμούς του Ελύτη ή τον ορμητικό ηδονισμό του Εμπειρίκου. Η αναδίφηση στις μυστικές συντεταγμένες της ελληνικής ιδιοσυστασίας δεν είναι πια προτεραιότητα. Το βλέμμα αυτής της γενιάς προς την φύση δεν μεταφράζεται πλέον σε αλληγορίες του Παραδείσου. Ο Καρούζος λοιπόν ανήκει σε αυτούς τους ποιητές που δεν οραματίζονται πια την αναπαρθένευση του σύμπαντος αλλά χαρτογραφούν την αποσύνθεσή του. «Κολλούσαμε τη μύτη μας / στα χνωτισμένα τζάμια του φλεγόμενου παράδεισου»10 γράφει κάπου και είναι σα να μιλάει για όλη τη γενιά του.

Αναπόφευκτα, η φύση θα προσεγγιστεί από μια τέτοια αφετηρία. Ο Καρούζος θα συνθέτει εικόνες-θραύσματα όπου η ιερότητα του φυσικού κόσμου μονίμως διαβρώνεται από μια απελπισμένη ανευλάβεια. Τα στοιχεία της φύσης άλλοτε περιγράφονται με μια εκστατική ηδυπάθεια κι άλλοτε ηλεκτρίζονται από την καταστροφική μανία του χρόνου. Μια μεγάλη αντίφαση ενορχηστρώνει τα πάντα: το θαύμα του κόσμου και η τραγικά πεπερασμένη παρουσία μας μέσα σ’ αυτό. Ακόμα και οι πιο υποβλητικές στιγμές αισθησιακής κορύφωσης λογοδοτούν σε αυτήν τη αντινομία. Να πως βάζει τρικλοποδιά στον ίδιο του τον λυρισμό ο ποιητής: «Μια τριανταφυλλιά στο φεγγαρόφωτο! / Τι φρίκη, την τρώνε τα δευτερόλεπτα!».11

Ο Καρούζος δείχνει μια προτίμηση για τα μικρά στοιχεία τις χλωρίδας, για τους πληβείους του τοπίου. Γίνεται ένα μαζί τους: «ήμουνα μονάχα κάποιο κλωναράκι στην έξω αγριότητα».12 Τα χορταράκια, ο δυόσμος, η ρίγανη, το χαμομήλι, το γιασεμί, τα τριαντάφυλλα και τα φυλλώματα των δέντρων είναι αυτά που ορίζουν το βλαστικό βασίλειο του Καρούζου. Μέσω αυτών εισπράττει τις νομοτέλειες και τη δυναμική του κόσμου. «Βλέπω μονάχα τον ασίγαστο γυρισμό της χλόης / τα τρομερά της ύλης παραληρήματα».13

Εκτός από την χλωρίδα πρωταγωνιστούν και τα πουλιά, ειδικά τα αηδόνια, οι βράχοι, τα σύννεφα, ο αέρας και τα άστρα. Η ύλη δηλαδή του μεσογειακού τοπίου, που ειδικά στην καλοκαιρινή εκδοχή της είναι για τον Καρούζο ένα εργοτάξιο ξέφρενης έντασης. Σα να δαιμονίζεται κάποιες φορές η φύση από γενετήσιες ερωτικές δονήσεις κι από έναν υπέρμετρο κορεσμό της ύπαρξης. Κορεσμό, που φτάνει να καταλήγει στο αντίθετό του, στον θρίαμβο του κενού. «Θηράματα βοερής απουσίας τα πράγματα, τσέπες από τίποτα».14

Η δυσφορία του Καρούζου μέσα στη θνητότητα δεν εγγράφεται όμως ως μια μονόχορδη απελπισία. Επιστρατεύει συχνά και το χιούμορ προσδίδοντας στα φυσικά στοιχεία ιδιότητες του κοινωνικού περιθωρίου. Προσέξτε εικόνες σαν τις παρακάτω:

Τις γοερές να ξεκοιλιάζω γουρούνες: τα έκφυλα σύγνεφα15

Σύγνεφα ξεκουτιάρικα διασημότητες της αιθρίας16

Ρεμάλια τ’ ουρανού τ’ αστέρια την περνούν κοτσάνι κάθε βράδυ17

Οι μεροκαματιάρηδες οι άνεμοι αλφαδιάζουν ορίζοντες18

Στα ανεπρόκοπα βράχια της χαμηλόφωνης Ιουδαίας19

Οι βράχοι της Ύδρας / αυτά τα ξεροσφύρια του θεού20

Κοψίδια της θάλασσας τα κύματα21

Δαγκωματιές τα κύματα μαινόμενα (…) / απάνω στα αγριάνθρωπα βράχια22

Αληταράδες άνεμοι που πνέουν ερημιασμένοι23

Πιάνοντας τον μπατίρη ουρανό από τα κέρατα24

Με των άστρων το ρεζιλίκι25

Η δασύτριχη σελήνη26

Φεγγάρι σαν ένα φάσκελο της άγονης αιωνιότητας27

Παραπέμποντας σε σκηνές απόκληρης ζωής, ο Καρούζος βλέπει στην φύση όχι μόνο μεταφυσικές διαφυγές προς το αόρατο αλλά και την πλήρη κατάφαση στον τρωτό και απογυμνωμένο άνθρωπο. Ενεργοποιεί έτσι έναν βιταλισμό με τον οποίο ανάγει τα φυσικά στοιχεία σε δραστικές, γεμάτες αιχμές κι ελαττώματα, οντότητες που δεν επιδέχονται ποιητικές αβρότητες και λυρικούς εξευμενισμούς. Το βλέμμα του δεν εξευγενίζει τα πράγματα. Δεν θέλει να τα στειρώσει κόβοντας τους αδένες της εσωτερικής τους δριμύτητας. Γιατί δεν ενδιαφέρεται να τα εξημερώσει κι έτσι συμβολικά να τα κατακτήσει. Αν το δυτικό βλέμμα προς το τοπίο ιστορικά τροφοδοτείται από μια συγκαλυμμένη βούληση ελέγχου και κυριαρχίας, ο μέχρι το μεδούλι ακτήμων Καρούζος διαχωρίζει τη θέση του. «Δεν άφησα την ομορφιά της ύλης/…/ ναν τη ρουφήξει η φιλοκτημοσύνη»28 θα δηλώσει. Παραμένει συνειδητά «χωρίς αποσκευές και εισιτήρια γιομάτος απ’ την οικουμένη».29 Και λόγω αυτής της γυμνότητας του από κάθε δέσμευση και ιδιοτέλεια είναι ικανός να αγκαλιάσει το «γάργαρο πραγματικό».30 Είναι ικανός να ανεβεί τις πιο απόκρημνες αντιφάσεις και να εφορμήσει στην «ανιδιοκτησία των ουρανών».31

Με αυτόν τον τρόπο τοποθετείται ενάντια σε μια κονφορμιστική και τρυφηλή φυσιολατρία. Αναφέρεται απαξιωτικά στους «άθλιους ευημεριστές» που «νοικιάζουν έναν ήλιο κρετίνο στα νησάκια τους».32 Η φύση για τον Καρούζο δεν προορίζεται για απλή τέρψη. Γεμάτη πρωτόγονη μανία και άφατη σιωπή, είναι κυρίως ένα μέσο διάθλασης και διασκορπισμού της ύπαρξης στον κόσμο. Κι αυτή η διάθλαση του εαυτού δεν μπορεί να γίνει μέσα από μια ανώδυνη καλαισθησία αλλά από μια γεμάτη ρωγμές αντίληψη της φύσης. «Ειν' αδύνατο να κοροϊδέψουμε τη ρημαγμένη φύση» θα ισχυριστεί στο υπέροχο ποίημα του για τον Παπαδιαμάντη.33 Δεν είναι σαφές το πως εννοεί την κοροϊδία αλλά σίγουρα αντιλαμβάνεται έναν υποβιβασμό της φύσης όταν αυτή γίνεται μια αρένα βουλιμικής ψυχαγωγίας κι αισθητικής απόλαυσης για τον σύγχρονο άνθρωπο.

Αυτή η ριζική ένσταση του Καρούζου ίσως γίνει πιο κατανοητή σε ένα πιο ειδικό πλαίσιο. Στο ποιητικό του σύμπαν ξεχωριστή θέση κατέχει ο ήλιος. «Γεννιέται ο άνθρωπος κι ο ήλιος γίνετ’ αμέσως πάθος»,34 θα γράψει. Τα τοπία στα ποιήματα του φλέγονται από την παρουσία του ήλιου. Τα νέφη, οι αστραπές κι οι καταιγίδες εμφανίζονται πάντα σαν έκπαγλα και συνταρακτικά φαινόμενα που όμως αποτελούν περιστασιακά μόνο διαλείμματα στην απόλυτη ηγεμονία του ήλιου. Στις πρώτες συλλογές του υπερισχύει ακόμα η καλοσύνη του μεγάλου φωτοδότη που προσφέρεται στοργικά στη φύση: «κι ο ήλιος με φύλλα και αθώα έντομα / τον ηχηρό Παράδεισο στ’ αμίλητα νερά μοιράζει».35 Ενδεικτικά ο ήλιος χαρακτηρίζεται χλοερός, ευγενής, ακατάλυτος, χρυσοποίκιλτος, λυχνοστάτης, πατρίδα μεγάλη, αλήτης χρυσαφένιος.

Σταδιακά όμως, ήδη από την Έλαφο των Άστρων, ο ήλιος αποκτά κάτι δυσοίωνο και απειλητικό. Πληθαίνουν οι αρνητικοί προσδιορισμοί:

Ο ήλιος επουράνιος / φωσφορίζοντας πλαταίνει σαν εκτόπλασμα36

Κι ο ήλιος να ‘ναι πάντα το κέντρο της αποτυχίας37

Κι ο ήλιος κάθε μέρα έρχεται / μ’ ένα παλιό όπλο και πολλές σφαίρες38

Κάποτε ο ήλιος θα ‘χει γίνει παλιοσίδερα / νάνος ασπρουλιάρικος39

Κι ο ήλιος είναι ένα σπαθί ζεματισμένο40

Προβάλλει σώος ο μουγγός ο ήλιος ο μαχαιροβγάλτης41

Κυνηγόσκυλο ειν’ ο ήλιος και μακελειό από υδρογόνο42

Να κι ο τρισάθλιος ήλιος! Μια χλεμπόνα / στ’ ουρανού το κατεστημένο43

Ήλιος σκελετωμένος, οξύθυμος, άπληστος, κρετίνος, αόμματος περιγελαστής, τραπεζίτης του πυρός. Αυτός ο ανυπόληπτος ήλιος του Καρούζου έχει απογυμνωθεί από κάθε ρομαντικό μυστικισμό. Δεν εξαγνίζει, δεν καταυγάζει το «αγγελικό και μαύρο φως» του Σεφέρη, δεν είναι ο δισυπόστατος sol niger των αλχημιστών, ούτε ο νοητός τοποτηρητής μιας μεταφυσικής δικαιοσύνης. Με έναν βέβηλο και σπαρακτικό σαρκασμό, αντάξιο του Καρυωτάκη, ο Καρούζος ζητά να αποκαθηλώσει τον ήλιο και να τον κατεβάσει στο επίπεδο μιας υλικής ή ανθρώπινης ευτέλειας. Γιατί ο ήλιος, ως μετρονόμος του γήινου χρόνου και ρυθμιστής της ζωής, συμβολίζει την απόλυτη εξουσία επί των όντων. Εξουσία η οποία επιτρέπει τη ζωή και μαζί επιβάλει την τιμωρία του θανάτου. Ο ποιητής αισθάνεται παντού και κάθε στιγμή αυτόν τον αδυσώπητο νόμο, απέναντι στον οποίο αγανακτεί κι εναντιώνεται. Και τον οποίο, στο πρόσωπο του ήλιου, θέλει απονενοημένα να τον πλήξει ή έστω να τον διασύρει.

Η εξέγερσή του αυτή αφορά ταυτόχρονα και την ποιητική έκφραση. Αν κι έκθαμβος μπροστά στη φύση, ο Καρούζος ασφυκτιά στους τρόπους μιας καλοσιδερωμένης ποιητικής συγκίνησης. Δεν βολεύεται στις μελωδικές εξερευνήσεις του φυσικού μυστηρίου, στο «μεταφυσικό βελούδο» όπως λέει, του αινίγματος.44 Βάζει πεισματικά παγίδες στην ωραιολογία. Με στίχους που ζεματάνε και χλευάζουν θέλει να τσαλακώσει τη συγκίνησή του και να την κάνει καύσιμο για την ανταρσία απέναντι στο παράλογο του θανάτου. Και παράλληλα προσπαθεί να τσαλακώσει έναν ευσεβισμό απέναντι στο μεσογειακό φως, απέναντι σε έναν ποιητικό ηλιοτροπισμό που διαπότιζε για δεκαετίες το καλλιτεχνικό και φιλολογικό κατεστημένο. Σίγουρα θα σκανδάλιζε πολλούς ομότεχνούς του όταν έγραφε: «Ο βαθύτερος άνθρωπος αποστρέφεται τον ήλιο - το θλιβερό αεροπλάνο του φωτός».45

Μια αντίστοιχη στάση επιφυλάσσεται και στο βίωμα της Άνοιξης, σε «αυτό το ξαφνικό μελάνιασμα του έαρος».46 Από τις τέσσερεις εποχές είναι αυτή που ο Καρούζος πιο συχνά επικαλείται στο έργο του. Το ψυχικό τάνυσμα που προκαλεί η Άνοιξη ωθεί την ύπαρξη στον υπερθετικό βαθμό της και με αυτόν τον τρόπο καθιστά και πιο εμφατική την ριζική της αντίφαση. Αναπόφευκτα λοιπόν, στην ποίηση του Καρούζου οι λέξεις Έαρ και Άνοιξη είναι επανειλημμένα ναρκοθετημένες. Όσο βαθιά και αν εισπράττει την άγρια διέγερση της Άνοιξης, την «επικίνδυνη υπεραιμία του έαρος»,47 η αναμέτρηση μαζί της δεν μπορεί να τελεσφορήσει σε λυρικές αποδόσεις: «το έαρ είναι άλυτο».48 Στέκεται συνεπαρμένος αλλά και διστακτικός μπροστά στον βιολογικό παροξυσμό της φύσης. «Χάζευα μόνος μου τη μεγάλη χαρακιά του έαρος»49 θα γράψει δηλώνοντας περιπαικτικά (με το επαναλαμβανόμενο «χα») την αποστασιοποίηση του. Γιατί ο Καρούζος, μονίμως αντιμέτωπος με το τελικό χαντάκωμα της ύπαρξης, δεν βρίσκει παρηγοριά στην εποχιακή αναγέννηση του αγαπημένου του φυτικού κόσμου. Η ασυγκράτητη ακμαιότητα της εαρινής φύσης είναι σαν να περιγελά το δικό του πεπρωμένο. Όσο πιο παράφορη αυτή η αναγέννηση, τόσο πιο εξωφρενική είναι. Κοιτώντας την κατάματα θα αποφανθεί: «ευγενής βρυκόλακας, η Άνοιξη»,50 «μηδενίστρια η Άνοιξη»,51 «μπλόφα χοντρή η Άνοιξη»52 κι «ανύπαρχτο πουγκί».53 Ενώ αλλού σημειώνει: «σαν κουτό τραγούδι νιώθω την Άνοιξη στα πιο πικρά δευτερόλεπτα».54

Η πικρή γεύση που αφήνει στον ποιητή ο εαρινός ξεσηκωμός αν και μοιάζει ομόκεντρη με την χαρμολύπη της Μεγαλοβδομάδας δεν ταυτίζεται μαζί της. Για τον Καρούζο, αντίβαρο στο πεπερασμένο της ζωής δεν υπάρχει. Στην ποιητική πορεία του ενδίδει όλο και λιγότερο σε μεταφυσικούς κατευνασμούς και στην παραμυθία της Ανάστασης· για αυτόν μες στη βαθιά κραιπάλη της Άνοιξης θάλλει ακάθεκτο το μηδέν.55 Αντιλαμβάνεται έτσι την ανοιξιάτικη φύση σπαρακτικά απογυμνωμένη από ελπιδοφόρα μηνύματα. Την βλέπει ως μια αυθύπαρκτη δυναμική που δεν λογοδοτεί σε ανθρώπινες επιδιώξεις και αφηγήματα και που η ομορφιά της στρίβει βασανιστικά ένα μαχαίρι στην μεγάλη πληγή της θνητότητας.

Τι είδους λοιπόν φύση φιλοτεχνείται στην καρουζική ποίηση; Το βέβαιο είναι ότι δεν πρόκειται για μια φύση η οποία μας υποδέχεται ευπροσήγορα και καθησυχαστικά. Δεν είναι παθητικός παραλήπτης των επιθυμιών και αισθητικών προσδοκιών του ανθρώπου. Ούτε είναι μια φύση θεραπευτική κι απολυμαντική που καταπραΰνει τα τραύματα και τις βαθιές αντινομίες της Προόδου. Ο Καρούζος ακροάζεται μια φύση άσωτη, γριφώδη και επαμφοτερίζουσα, που πάλλεται σπασμωδικά και ακατάβλητα και γίνεται έτσι ηχείο των πιο ακραίων ψυχικών διακυμάνσεων. «Βλέπεις την άσπιλη κι ατρέμιστη σιγή / σε γάμο στυγερό με τα ουρλιάσματα».56 Είναι τρυφερή και αδυσώπητη, γαλήνια και φρενιτιώδης, βουβή και εκκωφαντική, σαν ένα διαρκώς συσπειρωμένο ελατήριο έτοιμο να αποδεσμεύσει με ανεξέλεγκτο τρόπο την ενέργειά του. Όμως αυτή η ασταθής και κυκλοθυμική φύση έχει κάτι το βαθιά ευάλωτο που ο Καρούζος μπορούσε όχι μόνο σπλαχνικά να το νιώσει αλλά και να το εξυψώσει στην ποίησή του.

Ζώντας συνεχώς σε έναν οντολογικό σεισμό, ο Καρούζος ήταν καταδικασμένος να χάνει διαρκώς το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Το αίσθημα του αφόρητου που τον κατέκλυζε έκανε με κάποιον τρόπο την ματιά του να φτάνει βαθιά στον κρυφό βρασμό της ύλης. Ακόμα και όταν κάποτε δοκίμαζε το στασίδι της Πίστης δυσκολευόταν να δεχτεί την αυταπάτη μιας καλοκουρδισμένης πλάσης, υποτελούς στον άνθρωπο. Χωρίς να απομαγεύει τη φύση από τα μυστήρια και τις αρχέγονες δυνάμεις της, την βλέπει ταυτόχρονα σαν κάτι εξαρχής τραυματισμένο και ξεχαρβαλωμένο. Λέει κάπου: «Την κοιτώ αδειασμένη. Σαν πλατειά μητέρα που έπεσε στη σκάλα κατρακυλώντας».57

Εδώ πρέπει λίγο να σταθούμε. Γιατί ο Καρούζος επιμένει σε μια φύση καταστατικά ρημαγμένη; Γιατί την βλέπει σαν μια μητέρα που κατρακύλησε από την σκάλα; Μόνο γιατί προβάλλει σ’ αυτήν τη δική του συντριβή; Μόνο γιατί απορρίπτει τον ιδεασμό μιας εδεμικής φύσης που εργαλειοποιείται ως άλλοθι κι αντιπερισπασμός στον ζόφο της Ιστορίας και της ανθρώπινης θηριωδίας; Ισχύουν αυτά αλλά και κάτι ακόμα. Ο Καρούζος με το οξύ του ένστικτο καταλάβαινε ότι μόνο μια φάλτσα και πάσχουσα φύση, μόνο μια φύση κατεβασμένη από τα μεταφυσικά κι αισθητικά εικονοστάσια μπορεί να είναι ενεργή και αυτεξούσια πραγματικότητα που δεν της αρμόζει η ανθρώπινη καταδυνάστευση.

Σε αυτήν την παλλόμενη, γεμάτη κακουχίες και ανακολουθίες φύση πιστεύει ο Καρούζος. Φύση φτιαγμένη από την «εκθαμβωτική ασυνέπεια της ύλης»,58 εκτυφλωτική και καταχθόνια μαζί. Για να την κατανοήσουμε πρέπει να ξεθολώσουμε το βλέμμα μας από την κοινοτοπία των ωραιοποιήσεων. Για να πορευτούμε μαζί της πρέπει να φτάσουμε «σ’ εκείνη την εκστασιακή δόμηση της υπάρξεως, που συγχωνεύει υποκείμενο και αντικείμενο (…) και συγκλύζει τον άνθρωπο μ’ όλα τα πάντα».59 Να αφεθούμε στην «άγρια σκέψη», που δεν ενδιαφέρεται να υποτάξει τον κόσμο σε μονοσήμαντες ταξινομήσεις, που επιτρέπει την αλληλοσύνδεση όλων των πραγμάτων και υπάρξεων και την αέναη νοηματική τους αναβάπτιση. Μια τέτοια μέθεξη με το φυσικό εννοεί ο Καρούζος γράφοντας: «Ίσως να φτερουγίσει κατά την έκσταση ο Sapiens Sapiens / να πνίξει στου μυαλού το αίμα τις πουτάνες Κατηγορίες / να κάνει πράξη την όραση / τα χέρια να χωρέσουν στον αέρα».60

Έτσι λοιπόν, ο ποιητής Καρούζος, προσπερνώντας σθεναρά κάθε είδους καταναγκασμούς και φίλτρα της νόησης, αξιώθηκε να βυθιστεί συγκλονισμένος στο μάγμα του φυσικού κόσμου. Δηλώνοντας «στην ύλη εισχώρησα ουρλιάζοντας»61 κι «ανελλιπώς εκκλησιάζομαι στην απεραντοσύνη»62 είναι σαν να συνοψίζει την σφοδρή ποιητική του επαφή με τα φυσικά φαινόμενα η οποία δεν εξαντλείται στη συγκομιδή αισθητικών συγκινήσεων. Κι αυτήν την εμβύθισή του στη φύση την κατορθώνει επειδή καταβάλλει για τίμημα την ανυποχώρητη αγωνία του και την θυσιαστήρια εσωτερική του πυράκτωση.

Με τον τρόπο ενός σαμάνου, βιώνει εκστατικά τις ταλαντώσεις της ύπαρξης του, τανυσμένος στην ολότητα της φύσης. «Εγκαταλείπουμε ως ένα σημείο το ζώο» θα γράψει. «Μα όμως το αίνιγμα ολοένα παφλάζει στην καρδιά μας».63

1. Ν.Καρούζος, «Η συνήχηση του δέντρου», περ. Καινούρια Εποχή 1965
2. Ποιήματα, 1961, «Χαρά της αόρατης χαραυγής»
3. Ο ζήλος του μη-σχετικού με παροράματα,1980, «Κυριακές αυξημένες»
4. Είκοσι ποιήματα, 1955, «Τα φύλλα των δέντρων»
5. Ποιήματα, 1961, «Χαρά της αόρατης χαραυγής»
6. Ο υπνόσακκος, 1964, «Μετέωρος ή τα σώματα στη ζούγκλα»
7. Δυνατότητες και χρήση της ομιλίας, 1979, «Τον ύπνο κατασκευάζοντας απάνω στα βλέφαρα»
8. Ευγένιος Αρανίτσης, «Το αίνιγμα της αγάπης και η αγάπη για τα αινίγματα», στο Για τον Νίκο Καρούζο, Ίκαρος, 1996, σ 85.
9. «Προς τα δάση της Μπουκοβίνας» στη συλλογή Οιδίπους τυραννούμενος και άλλα ποιήματα, Ίκαρος, 2014
10. Ο ζήλος του μη-σχετικού με παροράματα, 1980, «Το γεγονός της πτήσεως»
11. Λευκοπλάστης για μικρές και μεγάλες αντινομίες, 1971, «Ρωμαϊκή οπτασία»
12. Ο ζήλος του μη-σχετικού με παροράματα, 1980, «Κυριακές αυξημένες»
13. Λευκοπλάστης για μικρές και μεγάλες αντινομίες, 1971, «Μια δοξασία κ’ η ζωή ολάκερη νομίζω»
14. Ο ζήλος του μη-σχετικού με παροράματα, 1980, «Η βιαστική διάρκεια του πνεύματος»
15. Δυνατότητες και χρήση της ομιλίας, 1979, «Αναφέρομαι στα λεγόμενα ύψη»
16. Φαρέτριον, 1981, «Πως να ονομάσω αυτό το γράψιμο»
17. Στο ίδιο, «Ημικίονες τη νύχτα»
18. Ο ζήλος του μη-σχετικού με παροράματα, 1980, «Lahout»
19. Στο ίδιο, «Παυσίπονον»
20. Πενθήματα, 1969, «Οι βράχοι της Ύδρας»
21. Δυνατότητες και χρήση της ομιλίας, 1979, «Φεγγαρόσκονη φερμένη απ’ την Καλκούτα»
22. Ο ζήλος του μη-σχετικού με παροράματα, 1980, «Η βιαστική διάρκεια του πνεύματος»
23. Ευρέσεις από κυανό κοβάλτιο, 1991, «Δράση φαντασίας»
24. Δυνατότητες και χρήση της ομιλίας, 1979, «Αναφέρομαι στα λεγόμενα ύψη»
25. Ο ζήλος του μη-σχετικού με παροράματα, 1980, «Το γεγονός της πτήσεως»
26. Αναμνηστική λήθη, 1982, «Χαρμόσυνο λάβδανο»
27. Στο ίδιο, «Η πρώιμη κόλαση της Εύας Μπράουν»
28. Ο ζήλος του μη-σχετικού με παροράματα, 1980, «Από λίγα ρήματα του Σκιαθίτη»
29. Συντήρηση ανελκυστήρων, 1986, «(Χειρόγραφο παραίνεσης)»
30. Φαρέτριον, 1981, «Ελευθερία και ποίημα»
31. Ν.Καρούζος, «Η αγωνία της εξόδου», περιοδικό ΕΥΘΥΝΗ, 1964
32. Φαρέτριον, 1981, «Βαβυλών η μεγάλη»
33. Χορταριασμένα χάσματα, 1974, «Ο ακέραιος κυρ-Αλέξανδρος»
34. Η έλαφος των άστρων, 1962, «Ο ποιητής έχει ένα βέβαιο δρόμο»
35. Στο ίδιο, «Του Ιωάννη Σεβαστιανού Μπαχ ανωφέρεια»
36. Στο ίδιο, «Στη Λίνδο»
37. Λευκοπλάστης για μικρές και μεγάλες αντινομίες, 1971, «Η άποψη της ηρεμίας»
38. Η έλαφος των άστρων, 1962, «Η χαρά»
39. Αναμνηστική λήθη, 1982, «Ηχήματα του νευρικού συστήματος»
40. Πενθήματα, 1969, «Ότι ανέβη θάνατος δια των θυρίδων»
41. Ο ζήλος του μη-σχετικού με παροράματα, 1980, «Θάλασσα: η αρχαιότητα της γεωγραφίας»
42. Στο ίδιο, «Ταυτοφωνία»
43. Νεολιθική νυχτωδία στην Κροστάνδη, 1987
44. Αναμνηστική λήθη, 1982, «Νωθροκάρδιο ποίημα»
45. Στο ίδιο, «Ηλιοφοβία»
46. Συντήρηση ανελκυστήρων, 1986, «Ησυχία: Νοσοκομείον»
47. Ο ζήλος του μη-σχετικού με παροράματα, 1980, «Από λίγα ρήματα του Σκιαθίτη»
48. Λευκοπλάστης για μικρές και μεγάλες αντινομίες, 1971, «Ρωμαϊκή οπτασία»
49. Αναμνηστική λήθη, 1982, «Στο ασήμι»
50. Λευκοπλάστης για μικρές και μεγάλες αντινομίες, 1971, «Χειρόγραφο δίχως αναγνώστη»
51. Αντισεισμικός τάφος, 1984, «Σε χασαπόχαρτο»
52. Ο ζήλος του μη-σχετικού με παροράματα, 1980, «Lahout»
53. Στο ίδιο
54. Ο υπνόσακκος, 1964, «Μετέωρος ή τα σώματα στη ζούγκλα»
55. Δες ποίημα «Βαθμός ψυχής» στα Πενθήματα
56. Ο ζήλος του μη-σχετικού με παροράματα, 1980, «Θάλασσα: η αρχαιότητα της γεωγραφίας»
57. Ν. Καρούζος, «Η συνήχηση του δέντρου», περ. Καινούρια Εποχή, 1965
58. Συντήρηση ανελκυστήρων, 1986, «Μυχιοθήκη»
59. Ν. Καρούζος, «Η συνήχηση του δέντρου», περ. Καινούρια Εποχή, 1965
60. Φαρέτριον, 1981, «Είχα βαθύτατες επιγνώσεις»
61. Ο ζήλος του μη-σχετικού με παροράματα, 1980, «Στην ύλη εισχώρησα ουρλιάζοντας»
62. Φαρέτριον, 1981, «Πολυσέλιδο δάσος»
63. Αναμνηστική λήθη, 1982, «Φιλοσοφώντας»

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: