«Η εκθαμβωτική ασυνέπεια της ύλης»: Ο Νίκος Καρούζος απέναντι στη φύση

Ο Νίκος Καρούζος
Ο Νίκος Καρούζος

Η ποί­η­ση του Νί­κου Κα­ρού­ζου έχει ανα­λυ­θεί και εγκω­μια­στεί για πολ­λούς λό­γους και για πολ­λές πτυ­χές της αλ­λά, απ’ όσο ξέ­ρω, όχι για κά­ποια εμ­μο­νή της με το φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Κι όμως, ο Κα­ρού­ζος, αν και άν­θρω­πος της πό­λης, σε πολ­λά ποι­ή­μα­τά του μοιά­ζει σα να βρί­σκε­ται σε μια συ­νε­χή οδοι­πο­ρία στην ύπαι­θρο. Οι στί­χοι του εί­ναι γε­μά­τοι ανα­φο­ρές και ει­κό­νες από τη φύ­ση που οφεί­λο­νται στην ανά­κλη­ση παι­δι­κών και νε­α­νι­κών βιω­μά­των του ή στις πε­ριο­ρι­σμέ­νες εκ­δρο­μές και τα­ξί­δια που εί­χε τη δυ­να­τό­τη­τα να κά­νει. Πώς όμως αντι­με­τω­πί­ζε­ται η φύ­ση στο έρ­γο του, και πως υπη­ρε­τεί την εσω­τε­ρι­κή οι­κο­νο­μία των εκρη­κτι­κών ποι­η­τι­κών του πραγ­μα­τώ­σε­ων;

Ταγ­μέ­νος στο αί­νιγ­μα της ύπαρ­ξης, ο Κα­ρού­ζος αφή­νε­ται ακό­ρε­στα, ει­δι­κά στις πρώ­τες συλ­λο­γές του, να τον στοι­χειώ­σουν οι δυ­νά­μεις και τα φαι­νό­με­να της φύ­σης. Μα­γεύ­ε­ται από τη βλά­στη­ση, τους ου­ρα­νούς, τα χρώ­μα­τα και τις ευω­δί­ες. «Ολού­θε φύ­ση, θε­ο­μη­το­ρι­κή παν­δαι­σία»1 ανα­φω­νεί έκ­θαμ­βος. Σα να θέ­λει να δο­κι­μά­σει την αντο­χή της αγω­νί­ας του μέ­σα στην ια­μα­τι­κή αθω­ό­τη­τα του φυ­σι­κού, πα­ρα­δί­νε­ται σε μια λυ­τρω­τι­κή κα­τα­βύ­θι­ση στο πε­ρι­βάλ­λον του. Γρά­φει για πα­ρά­δειγ­μα: «Έπε­φτε πρά­σι­νη βρο­χή στα ευω­δια­σμέ­να πεύ­κα / χώ­ρος βρεγ­μέ­νος – ένιω­θα / να μ’ εξα­γνί­ζει το αθώ­ον ου­ρά­νιο νε­ρό / γυρ­νού­σα στη γυά­λι­νη μο­να­ξιά των βρά­χων».2 Η ψυ­χή του ψά­χνει συ­νε­χώς να φω­λιά­σει στον χαρ­μό­συ­νο φυ­σι­κό κό­σμο: «ήμου­να μο­νά­χα κά­ποιο κλω­να­ρά­κι στη έξω αγριό­τη­τα».3 Τα δέ­ντρα και οι φυλ­λω­σιές τους εί­ναι οι εν­σαρ­κώ­σεις μιας θεί­ας κα­λο­σύ­νης. «Τα φύλ­λα των δέ­ντρων / η πιο αγα­πη­τή μου ει­κό­να της κτί­σε­ως»4 θα εξο­μο­λο­γη­θεί. Βλέ­πει τα που­λιά στον ου­ρα­νό και νοιώ­θει ένα «απε­ρί­γρα­πτο αί­σθη­μα συ­να­δελ­φώ­σε­ως με την πλά­ση».5 Βλέ­πει τα ζώα κι αι­σθά­νε­ται «τις θεί­ες ομοιώ­σεις».6 Στη φύ­ση η καρ­διά του φου­σκώ­νει «σαν πο­τα­μός απ’ το βου­νό που πα­λα­βώ­θη­κε με­τά την έξαλ­λη κα­ται­γί­δα».7

Όμως ο υμνη­τι­κός τό­νος του Κα­ρού­ζου προς τη φύ­ση μοιά­ζει να σκο­ντά­φτει συ­νε­χώς σε μια δυ­σφο­ρία που βα­σα­νι­στι­κά επω­ά­ζε­ται μέ­σα του. Μέ­σα στις δο­ξα­στι­κές πε­ρι­γρα­φές του ξε­πη­δούν πα­ρά­ται­ρες λέ­ξεις και χθό­νιες ει­κό­νες, λες και θέ­λει οπωσ­δή­πο­τε να κα­τα­στεί­λει το λυ­ρι­κό του ξέ­σπα­σμα. Η ευ­δαι­μο­νι­κή πρό­σλη­ψη του φυ­σι­κού κάλ­λους βρα­χυ­κυ­κλώ­νε­ται από την προ­ο­πτι­κή του τέ­λους. Για τον Κα­ρού­ζο, ο χρό­νος εί­ναι η αρ­ρώ­στια της ύλης, όπως επι­σή­μα­νε με ακρί­βεια ο Ευ­γέ­νιος Αρα­νί­τσης, 8 και γιαυ­τό η ομορ­φιά των πραγ­μά­των εί­ναι διά­στι­κτη από τις σκιές της αντί­στρο­φης μέ­τρη­σης, εί­ναι διαρ­κώς υπό­λο­γη στα «σαρ­κο­βό­ρα ει­κο­σι­τε­τρά­ω­ρα».9

Ας δού­με όμως λί­γο την ευ­ρύ­τε­ρη ει­κό­να. Ο Κα­ρού­ζος ξε­κι­νά­ει να γρά­φει στη με­τεμ­φυ­λια­κή δε­κα­ε­τία του 50, σε μια επο­χή ανα­συ­γκρό­τη­σης αλ­λά και συ­ντρι­πτι­κών δια­ψεύ­σε­ων. Στο πε­δίο της εγ­χώ­ριας ποί­η­σης κυ­ριαρ­χεί ακό­μα ο κα­νό­νας της Γε­νιάς του '30. Ωστό­σο, η πρώ­τη με­τα­πο­λε­μι­κή γε­νιά αρ­χί­ζει να δια­μορ­φώ­νει μια νέα φω­νή. Πρό­ω­ρα οξει­δω­μέ­νη από κα­τα­στρο­φές και ήτ­τες και πα­γι­δευ­μέ­νη σε οδυ­νη­ρά αδιέ­ξο­δα, εί­ναι αδύ­να­τον να συ­μπο­ρευ­θεί με τα προη­γού­με­να υπο­δείγ­μα­τα, με την στο­χα­στι­κή με­λαγ­χο­λία του Σε­φέ­ρη, τους ρεμ­βα­σμούς του Ελύ­τη ή τον ορ­μη­τι­κό ηδο­νι­σμό του Εμπει­ρί­κου. Η ανα­δί­φη­ση στις μυ­στι­κές συ­ντε­ταγ­μέ­νες της ελ­λη­νι­κής ιδιο­συ­στα­σί­ας δεν εί­ναι πια προ­τε­ραιό­τη­τα. Το βλέμ­μα αυ­τής της γε­νιάς προς την φύ­ση δεν με­τα­φρά­ζε­ται πλέ­ον σε αλ­λη­γο­ρί­ες του Πα­ρα­δεί­σου. Ο Κα­ρού­ζος λοι­πόν ανή­κει σε αυ­τούς τους ποι­η­τές που δεν ορα­μα­τί­ζο­νται πια την ανα­παρ­θέ­νευ­ση του σύ­μπα­ντος αλ­λά χαρ­το­γρα­φούν την απο­σύν­θε­σή του. «Κολ­λού­σα­με τη μύ­τη μας / στα χνω­τι­σμέ­να τζά­μια του φλε­γό­με­νου πα­ρά­δει­σου»10 γρά­φει κά­που και εί­ναι σα να μι­λά­ει για όλη τη γε­νιά του.

Ανα­πό­φευ­κτα, η φύ­ση θα προ­σεγ­γι­στεί από μια τέ­τοια αφε­τη­ρία. Ο Κα­ρού­ζος θα συν­θέ­τει ει­κό­νες-θραύ­σμα­τα όπου η ιε­ρό­τη­τα του φυ­σι­κού κό­σμου μο­νί­μως δια­βρώ­νε­ται από μια απελ­πι­σμέ­νη ανευ­λά­βεια. Τα στοι­χεία της φύ­σης άλ­λο­τε πε­ρι­γρά­φο­νται με μια εκ­στα­τι­κή ηδυ­πά­θεια κι άλ­λο­τε ηλε­κτρί­ζο­νται από την κα­τα­στρο­φι­κή μα­νία του χρό­νου. Μια με­γά­λη αντί­φα­ση ενορ­χη­στρώ­νει τα πά­ντα: το θαύ­μα του κό­σμου και η τρα­γι­κά πε­πε­ρα­σμέ­νη πα­ρου­σία μας μέ­σα σ’ αυ­τό. Ακό­μα και οι πιο υπο­βλη­τι­κές στιγ­μές αι­σθη­σια­κής κο­ρύ­φω­σης λο­γο­δο­τούν σε αυ­τήν τη αντι­νο­μία. Να πως βά­ζει τρι­κλο­πο­διά στον ίδιο του τον λυ­ρι­σμό ο ποι­η­τής: «Μια τρια­ντα­φυλ­λιά στο φεγ­γα­ρό­φω­το! / Τι φρί­κη, την τρώ­νε τα δευ­τε­ρό­λε­πτα!».11

Ο Κα­ρού­ζος δεί­χνει μια προ­τί­μη­ση για τα μι­κρά στοι­χεία τις χλω­ρί­δας, για τους πλη­βεί­ους του το­πί­ου. Γί­νε­ται ένα μα­ζί τους: «ήμου­να μο­νά­χα κά­ποιο κλω­να­ρά­κι στην έξω αγριό­τη­τα».12 Τα χορ­τα­ρά­κια, ο δυό­σμος, η ρί­γα­νη, το χα­μο­μή­λι, το για­σε­μί, τα τρια­ντά­φυλ­λα και τα φυλ­λώ­μα­τα των δέ­ντρων εί­ναι αυ­τά που ορί­ζουν το βλα­στι­κό βα­σί­λειο του Κα­ρού­ζου. Μέ­σω αυ­τών ει­σπράτ­τει τις νο­μο­τέ­λειες και τη δυ­να­μι­κή του κό­σμου. «Βλέ­πω μο­νά­χα τον ασί­γα­στο γυ­ρι­σμό της χλό­ης / τα τρο­με­ρά της ύλης πα­ρα­λη­ρή­μα­τα».13

Εκτός από την χλω­ρί­δα πρω­τα­γω­νι­στούν και τα που­λιά, ει­δι­κά τα αη­δό­νια, οι βρά­χοι, τα σύν­νε­φα, ο αέ­ρας και τα άστρα. Η ύλη δη­λα­δή του με­σο­γεια­κού το­πί­ου, που ει­δι­κά στην κα­λο­και­ρι­νή εκ­δο­χή της εί­ναι για τον Κα­ρού­ζο ένα ερ­γο­τά­ξιο ξέ­φρε­νης έντα­σης. Σα να δαι­μο­νί­ζε­ται κά­ποιες φο­ρές η φύ­ση από γε­νε­τή­σιες ερω­τι­κές δο­νή­σεις κι από έναν υπέρ­με­τρο κο­ρε­σμό της ύπαρ­ξης. Κο­ρε­σμό, που φτά­νει να κα­τα­λή­γει στο αντί­θε­τό του, στον θρί­αμ­βο του κε­νού. «Θη­ρά­μα­τα βο­ε­ρής απου­σί­ας τα πράγ­μα­τα, τσέ­πες από τί­πο­τα».14

Η δυ­σφο­ρία του Κα­ρού­ζου μέ­σα στη θνη­τό­τη­τα δεν εγ­γρά­φε­ται όμως ως μια μο­νό­χορ­δη απελ­πι­σία. Επι­στρα­τεύ­ει συ­χνά και το χιού­μορ προσ­δί­δο­ντας στα φυ­σι­κά στοι­χεία ιδιό­τη­τες του κοι­νω­νι­κού πε­ρι­θω­ρί­ου. Προ­σέξ­τε ει­κό­νες σαν τις πα­ρα­κά­τω:

Τις γο­ε­ρές να ξε­κοι­λιά­ζω γου­ρού­νες: τα έκ­φυ­λα σύ­γνε­φα15

Σύ­γνε­φα ξε­κου­τιά­ρι­κα δια­ση­μό­τη­τες της αι­θρί­ας16

Ρε­μά­λια τ’ ου­ρα­νού τ’ αστέ­ρια την περ­νούν κο­τσά­νι κά­θε βρά­δυ17

Οι με­ρο­κα­μα­τιά­ρη­δες οι άνε­μοι αλ­φα­διά­ζουν ορί­ζο­ντες18

Στα ανε­πρό­κο­πα βρά­χια της χα­μη­λό­φω­νης Ιου­δαί­ας19

Οι βρά­χοι της Ύδρας / αυ­τά τα ξε­ρο­σφύ­ρια του θε­ού20

Κο­ψί­δια της θά­λασ­σας τα κύ­μα­τα21

Δα­γκω­μα­τιές τα κύ­μα­τα μαι­νό­με­να (…) / απά­νω στα αγριάν­θρω­πα βρά­χια22

Αλη­τα­ρά­δες άνε­μοι που πνέ­ουν ερη­μια­σμέ­νοι23

Πιά­νο­ντας τον μπα­τί­ρη ου­ρα­νό από τα κέ­ρα­τα24

Με των άστρων το ρε­ζι­λί­κι25

Η δα­σύ­τρι­χη σε­λή­νη26

Φεγ­γά­ρι σαν ένα φά­σκε­λο της άγο­νης αιω­νιό­τη­τας27

Πα­ρα­πέ­μπο­ντας σε σκη­νές από­κλη­ρης ζω­ής, ο Κα­ρού­ζος βλέ­πει στην φύ­ση όχι μό­νο με­τα­φυ­σι­κές δια­φυ­γές προς το αό­ρα­το αλ­λά και την πλή­ρη κα­τά­φα­ση στον τρω­τό και απο­γυ­μνω­μέ­νο άν­θρω­πο. Ενερ­γο­ποιεί έτσι έναν βι­τα­λι­σμό με τον οποίο ανά­γει τα φυ­σι­κά στοι­χεία σε δρα­στι­κές, γε­μά­τες αιχ­μές κι ελατ­τώ­μα­τα, οντό­τη­τες που δεν επι­δέ­χο­νται ποι­η­τι­κές αβρό­τη­τες και λυ­ρι­κούς εξευ­με­νι­σμούς. Το βλέμ­μα του δεν εξευ­γε­νί­ζει τα πράγ­μα­τα. Δεν θέ­λει να τα στει­ρώ­σει κό­βο­ντας τους αδέ­νες της εσω­τε­ρι­κής τους δρι­μύ­τη­τας. Για­τί δεν εν­δια­φέ­ρε­ται να τα εξη­με­ρώ­σει κι έτσι συμ­βο­λι­κά να τα κα­τα­κτή­σει. Αν το δυ­τι­κό βλέμ­μα προς το το­πίο ιστο­ρι­κά τρο­φο­δο­τεί­ται από μια συ­γκα­λυμ­μέ­νη βού­λη­ση ελέγ­χου και κυ­ριαρ­χί­ας, ο μέ­χρι το με­δού­λι ακτή­μων Κα­ρού­ζος δια­χω­ρί­ζει τη θέ­ση του. «Δεν άφη­σα την ομορ­φιά της ύλης/…/ ναν τη ρου­φή­ξει η φι­λο­κτη­μο­σύ­νη»28 θα δη­λώ­σει. Πα­ρα­μέ­νει συ­νει­δη­τά «χω­ρίς απο­σκευ­ές και ει­σι­τή­ρια γιο­μά­τος απ’ την οι­κου­μέ­νη».29 Και λό­γω αυ­τής της γυ­μνό­τη­τας του από κά­θε δέ­σμευ­ση και ιδιο­τέ­λεια εί­ναι ικα­νός να αγκα­λιά­σει το «γάρ­γα­ρο πραγ­μα­τι­κό».30 Εί­ναι ικα­νός να ανε­βεί τις πιο από­κρη­μνες αντι­φά­σεις και να εφορ­μή­σει στην «ανι­διο­κτη­σία των ου­ρα­νών».31

Με αυ­τόν τον τρό­πο το­πο­θε­τεί­ται ενά­ντια σε μια κον­φορ­μι­στι­κή και τρυ­φη­λή φυ­σιο­λα­τρία. Ανα­φέ­ρε­ται απα­ξιω­τι­κά στους «άθλιους ευ­η­με­ρι­στές» που «νοι­κιά­ζουν έναν ήλιο κρε­τί­νο στα νη­σά­κια τους».32 Η φύ­ση για τον Κα­ρού­ζο δεν προ­ο­ρί­ζε­ται για απλή τέρ­ψη. Γε­μά­τη πρω­τό­γο­νη μα­νία και άφα­τη σιω­πή, εί­ναι κυ­ρί­ως ένα μέ­σο διά­θλα­σης και δια­σκορ­πι­σμού της ύπαρ­ξης στον κό­σμο. Κι αυ­τή η διά­θλα­ση του εαυ­τού δεν μπο­ρεί να γί­νει μέ­σα από μια ανώ­δυ­νη κα­λαι­σθη­σία αλ­λά από μια γε­μά­τη ρωγ­μές αντί­λη­ψη της φύ­σης. «Ει­ν' αδύ­να­το να κο­ροϊ­δέ­ψου­με τη ρη­μαγ­μέ­νη φύ­ση» θα ισχυ­ρι­στεί στο υπέ­ρο­χο ποί­η­μα του για τον Πα­πα­δια­μά­ντη.33 Δεν εί­ναι σα­φές το πως εν­νο­εί την κο­ροϊ­δία αλ­λά σί­γου­ρα αντι­λαμ­βά­νε­ται έναν υπο­βι­βα­σμό της φύ­σης όταν αυ­τή γί­νε­ται μια αρέ­να βου­λι­μι­κής ψυ­χα­γω­γί­ας κι αι­σθη­τι­κής από­λαυ­σης για τον σύγ­χρο­νο άν­θρω­πο.

Αυ­τή η ρι­ζι­κή έν­στα­ση του Κα­ρού­ζου ίσως γί­νει πιο κα­τα­νοη­τή σε ένα πιο ει­δι­κό πλαί­σιο. Στο ποι­η­τι­κό του σύ­μπαν ξε­χω­ρι­στή θέ­ση κα­τέ­χει ο ήλιος. «Γεν­νιέ­ται ο άν­θρω­πος κι ο ήλιος γί­νε­τ’ αμέ­σως πά­θος»,34 θα γρά­ψει. Τα το­πία στα ποι­ή­μα­τα του φλέ­γο­νται από την πα­ρου­σία του ήλιου. Τα νέ­φη, οι αστρα­πές κι οι κα­ται­γί­δες εμ­φα­νί­ζο­νται πά­ντα σαν έκ­πα­γλα και συ­ντα­ρα­κτι­κά φαι­νό­με­να που όμως απο­τε­λούν πε­ρι­στα­σια­κά μό­νο δια­λείμ­μα­τα στην από­λυ­τη ηγε­μο­νία του ήλιου. Στις πρώ­τες συλ­λο­γές του υπε­ρι­σχύ­ει ακό­μα η κα­λο­σύ­νη του με­γά­λου φω­το­δό­τη που προ­σφέ­ρε­ται στορ­γι­κά στη φύ­ση: «κι ο ήλιος με φύλ­λα και αθώα έντο­μα / τον ηχη­ρό Πα­ρά­δει­σο στ’ αμί­λη­τα νε­ρά μοι­ρά­ζει».35 Εν­δει­κτι­κά ο ήλιος χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται χλο­ε­ρός, ευ­γε­νής, ακα­τά­λυ­τος, χρυ­σο­ποί­κιλ­τος, λυ­χνο­στά­της, πα­τρί­δα με­γά­λη, αλή­της χρυ­σα­φέ­νιος.

Στα­δια­κά όμως, ήδη από την Έλα­φο των Άστρων, ο ήλιος απο­κτά κά­τι δυ­σοί­ω­νο και απει­λη­τι­κό. Πλη­θαί­νουν οι αρ­νη­τι­κοί προσ­διο­ρι­σμοί:

Ο ήλιος επου­ρά­νιος / φω­σφο­ρί­ζο­ντας πλα­ταί­νει σαν εκτό­πλα­σμα36

Κι ο ήλιος να ‘ναι πά­ντα το κέ­ντρο της απο­τυ­χί­ας37

Κι ο ήλιος κά­θε μέ­ρα έρ­χε­ται / μ’ ένα πα­λιό όπλο και πολ­λές σφαί­ρες38

Κά­πο­τε ο ήλιος θα ‘χει γί­νει πα­λιο­σί­δε­ρα / νά­νος ασπρου­λιά­ρι­κος39

Κι ο ήλιος εί­ναι ένα σπα­θί ζε­μα­τι­σμέ­νο40

Προ­βάλ­λει σώ­ος ο μουγ­γός ο ήλιος ο μα­χαι­ρο­βγάλ­της41

Κυ­νη­γό­σκυ­λο ει­ν’ ο ήλιος και μα­κε­λειό από υδρο­γό­νο42

Να κι ο τρι­σά­θλιος ήλιος! Μια χλε­μπό­να / στ’ ου­ρα­νού το κα­τε­στη­μέ­νο43

Ήλιος σκε­λε­τω­μέ­νος, οξύ­θυ­μος, άπλη­στος, κρε­τί­νος, αόμ­μα­τος πε­ρι­γε­λα­στής, τρα­πε­ζί­της του πυ­ρός. Αυ­τός ο ανυ­πό­λη­πτος ήλιος του Κα­ρού­ζου έχει απο­γυ­μνω­θεί από κά­θε ρο­μα­ντι­κό μυ­στι­κι­σμό. Δεν εξα­γνί­ζει, δεν κα­ταυ­γά­ζει το «αγ­γε­λι­κό και μαύ­ρο φως» του Σε­φέ­ρη, δεν εί­ναι ο δι­συ­πό­στα­τος sol niger των αλ­χη­μι­στών, ού­τε ο νοη­τός το­πο­τη­ρη­τής μιας με­τα­φυ­σι­κής δι­καιο­σύ­νης. Με έναν βέ­βη­λο και σπα­ρα­κτι­κό σαρ­κα­σμό, αντά­ξιο του Κα­ρυω­τά­κη, ο Κα­ρού­ζος ζη­τά να απο­κα­θη­λώ­σει τον ήλιο και να τον κα­τε­βά­σει στο επί­πε­δο μιας υλι­κής ή αν­θρώ­πι­νης ευ­τέ­λειας. Για­τί ο ήλιος, ως με­τρο­νό­μος του γή­ι­νου χρό­νου και ρυθ­μι­στής της ζω­ής, συμ­βο­λί­ζει την από­λυ­τη εξου­σία επί των όντων. Εξου­σία η οποία επι­τρέ­πει τη ζωή και μα­ζί επι­βά­λει την τι­μω­ρία του θα­νά­του. Ο ποι­η­τής αι­σθά­νε­ται πα­ντού και κά­θε στιγ­μή αυ­τόν τον αδυ­σώ­πη­το νό­μο, απέ­να­ντι στον οποίο αγα­να­κτεί κι ενα­ντιώ­νε­ται. Και τον οποίο, στο πρό­σω­πο του ήλιου, θέ­λει απο­νε­νοη­μέ­να να τον πλή­ξει ή έστω να τον δια­σύ­ρει.

Η εξέ­γερ­σή του αυ­τή αφο­ρά ταυ­τό­χρο­να και την ποι­η­τι­κή έκ­φρα­ση. Αν κι έκ­θαμ­βος μπρο­στά στη φύ­ση, ο Κα­ρού­ζος ασφυ­κτιά στους τρό­πους μιας κα­λο­σι­δε­ρω­μέ­νης ποι­η­τι­κής συ­γκί­νη­σης. Δεν βο­λεύ­ε­ται στις με­λω­δι­κές εξε­ρευ­νή­σεις του φυ­σι­κού μυ­στη­ρί­ου, στο «με­τα­φυ­σι­κό βε­λού­δο» όπως λέ­ει, του αι­νίγ­μα­τος.44 Βά­ζει πει­σμα­τι­κά πα­γί­δες στην ωραιο­λο­γία. Με στί­χους που ζε­μα­τά­νε και χλευά­ζουν θέ­λει να τσα­λα­κώ­σει τη συ­γκί­νη­σή του και να την κά­νει καύ­σι­μο για την ανταρ­σία απέ­να­ντι στο πα­ρά­λο­γο του θα­νά­του. Και πα­ράλ­λη­λα προ­σπα­θεί να τσα­λα­κώ­σει έναν ευ­σε­βι­σμό απέ­να­ντι στο με­σο­γεια­κό φως, απέ­να­ντι σε έναν ποι­η­τι­κό ηλιο­τρο­πι­σμό που δια­πό­τι­ζε για δε­κα­ε­τί­ες το καλ­λι­τε­χνι­κό και φι­λο­λο­γι­κό κα­τε­στη­μέ­νο. Σί­γου­ρα θα σκαν­δά­λι­ζε πολ­λούς ομό­τε­χνούς του όταν έγρα­φε: «Ο βα­θύ­τε­ρος άν­θρω­πος απο­στρέ­φε­ται τον ήλιο - το θλι­βε­ρό αε­ρο­πλά­νο του φω­τός».45

Μια αντί­στοι­χη στά­ση επι­φυ­λάσ­σε­ται και στο βί­ω­μα της Άνοι­ξης, σε «αυ­τό το ξαφ­νι­κό με­λά­νια­σμα του έα­ρος».46 Από τις τέσ­σε­ρεις επο­χές εί­ναι αυ­τή που ο Κα­ρού­ζος πιο συ­χνά επι­κα­λεί­ται στο έρ­γο του. Το ψυ­χι­κό τά­νυ­σμα που προ­κα­λεί η Άνοι­ξη ωθεί την ύπαρ­ξη στον υπερ­θε­τι­κό βαθ­μό της και με αυ­τόν τον τρό­πο κα­θι­στά και πιο εμ­φα­τι­κή την ρι­ζι­κή της αντί­φα­ση. Ανα­πό­φευ­κτα λοι­πόν, στην ποί­η­ση του Κα­ρού­ζου οι λέ­ξεις Έαρ και Άνοι­ξη εί­ναι επα­νει­λημ­μέ­να ναρ­κο­θε­τη­μέ­νες. Όσο βα­θιά και αν ει­σπράτ­τει την άγρια διέ­γερ­ση της Άνοι­ξης, την «επι­κίν­δυ­νη υπε­ραι­μία του έα­ρος»,47 η ανα­μέ­τρη­ση μα­ζί της δεν μπο­ρεί να τε­λε­σφο­ρή­σει σε λυ­ρι­κές απο­δό­σεις: «το έαρ εί­ναι άλυ­το».48 Στέ­κε­ται συ­νε­παρ­μέ­νος αλ­λά και δι­στα­κτι­κός μπρο­στά στον βιο­λο­γι­κό πα­ρο­ξυ­σμό της φύ­σης. «Χά­ζευα μό­νος μου τη με­γά­λη χα­ρα­κιά του έα­ρος»49 θα γρά­ψει δη­λώ­νο­ντας πε­ρι­παι­κτι­κά (με το επα­να­λαμ­βα­νό­με­νο «χα») την απο­στα­σιο­ποί­η­ση του. Για­τί ο Κα­ρού­ζος, μο­νί­μως αντι­μέ­τω­πος με το τε­λι­κό χα­ντά­κω­μα της ύπαρ­ξης, δεν βρί­σκει πα­ρη­γο­ριά στην επο­χια­κή ανα­γέν­νη­ση του αγα­πη­μέ­νου του φυ­τι­κού κό­σμου. Η ασυ­γκρά­τη­τη ακ­μαιό­τη­τα της εα­ρι­νής φύ­σης εί­ναι σαν να πε­ρι­γε­λά το δι­κό του πε­πρω­μέ­νο. Όσο πιο πα­ρά­φο­ρη αυ­τή η ανα­γέν­νη­ση, τό­σο πιο εξω­φρε­νι­κή εί­ναι. Κοι­τώ­ντας την κα­τά­μα­τα θα απο­φαν­θεί: «ευ­γε­νής βρυ­κό­λα­κας, η Άνοι­ξη»,50 «μη­δε­νί­στρια η Άνοι­ξη»,51 «μπλό­φα χο­ντρή η Άνοι­ξη»52 κι «ανύ­παρ­χτο που­γκί».53 Ενώ αλ­λού ση­μειώ­νει: «σαν κου­τό τρα­γού­δι νιώ­θω την Άνοι­ξη στα πιο πι­κρά δευ­τε­ρό­λε­πτα».54

Η πι­κρή γεύ­ση που αφή­νει στον ποι­η­τή ο εα­ρι­νός ξε­ση­κω­μός αν και μοιά­ζει ομό­κε­ντρη με την χαρ­μο­λύ­πη της Με­γα­λο­βδο­μά­δας δεν ταυ­τί­ζε­ται μα­ζί της. Για τον Κα­ρού­ζο, αντί­βα­ρο στο πε­πε­ρα­σμέ­νο της ζω­ής δεν υπάρ­χει. Στην ποι­η­τι­κή πο­ρεία του εν­δί­δει όλο και λι­γό­τε­ρο σε με­τα­φυ­σι­κούς κα­τευ­να­σμούς και στην πα­ρα­μυ­θία της Ανά­στα­σης· για αυ­τόν μες στη βα­θιά κραι­πά­λη της Άνοι­ξης θάλ­λει ακά­θε­κτο το μη­δέν.55 Αντι­λαμ­βά­νε­ται έτσι την ανοι­ξιά­τι­κη φύ­ση σπα­ρα­κτι­κά απο­γυ­μνω­μέ­νη από ελ­πι­δο­φό­ρα μη­νύ­μα­τα. Την βλέ­πει ως μια αυ­θύ­παρ­κτη δυ­να­μι­κή που δεν λο­γο­δο­τεί σε αν­θρώ­πι­νες επι­διώ­ξεις και αφη­γή­μα­τα και που η ομορ­φιά της στρί­βει βα­σα­νι­στι­κά ένα μα­χαί­ρι στην με­γά­λη πλη­γή της θνη­τό­τη­τας.

Τι εί­δους λοι­πόν φύ­ση φι­λο­τε­χνεί­ται στην κα­ρου­ζι­κή ποί­η­ση; Το βέ­βαιο εί­ναι ότι δεν πρό­κει­ται για μια φύ­ση η οποία μας υπο­δέ­χε­ται ευ­προ­σή­γο­ρα και κα­θη­συ­χα­στι­κά. Δεν εί­ναι πα­θη­τι­κός πα­ρα­λή­πτης των επι­θυ­μιών και αι­σθη­τι­κών προσ­δο­κιών του αν­θρώ­που. Ού­τε εί­ναι μια φύ­ση θε­ρα­πευ­τι­κή κι απο­λυ­μα­ντι­κή που κα­τα­πρα­ΰ­νει τα τραύ­μα­τα και τις βα­θιές αντι­νο­μί­ες της Προ­ό­δου. Ο Κα­ρού­ζος ακρο­ά­ζε­ται μια φύ­ση άσω­τη, γρι­φώ­δη και επαμ­φο­τε­ρί­ζου­σα, που πάλ­λε­ται σπα­σμω­δι­κά και ακα­τά­βλη­τα και γί­νε­ται έτσι ηχείο των πιο ακραί­ων ψυ­χι­κών δια­κυ­μάν­σε­ων. «Βλέ­πεις την άσπι­λη κι ατρέ­μι­στη σι­γή / σε γά­μο στυ­γε­ρό με τα ουρ­λιά­σμα­τα».56 Εί­ναι τρυ­φε­ρή και αδυ­σώ­πη­τη, γα­λή­νια και φρε­νι­τιώ­δης, βου­βή και εκ­κω­φα­ντι­κή, σαν ένα διαρ­κώς συ­σπει­ρω­μέ­νο ελα­τή­ριο έτοι­μο να απο­δε­σμεύ­σει με ανε­ξέ­λεγ­κτο τρό­πο την ενέρ­γειά του. Όμως αυ­τή η αστα­θής και κυ­κλο­θυ­μι­κή φύ­ση έχει κά­τι το βα­θιά ευά­λω­το που ο Κα­ρού­ζος μπο­ρού­σε όχι μό­νο σπλα­χνι­κά να το νιώ­σει αλ­λά και να το εξυ­ψώ­σει στην ποί­η­σή του.

Ζώ­ντας συ­νε­χώς σε έναν οντο­λο­γι­κό σει­σμό, ο Κα­ρού­ζος ήταν κα­τα­δι­κα­σμέ­νος να χά­νει διαρ­κώς το έδα­φος κά­τω από τα πό­δια του. Το αί­σθη­μα του αφό­ρη­του που τον κα­τέ­κλυ­ζε έκα­νε με κά­ποιον τρό­πο την μα­τιά του να φτά­νει βα­θιά στον κρυ­φό βρα­σμό της ύλης. Ακό­μα και όταν κά­πο­τε δο­κί­μα­ζε το στα­σί­δι της Πί­στης δυ­σκο­λευό­ταν να δε­χτεί την αυ­τα­πά­τη μιας κα­λο­κουρ­δι­σμέ­νης πλά­σης, υπο­τε­λούς στον άν­θρω­πο. Χω­ρίς να απο­μα­γεύ­ει τη φύ­ση από τα μυ­στή­ρια και τις αρ­χέ­γο­νες δυ­νά­μεις της, την βλέ­πει ταυ­τό­χρο­να σαν κά­τι εξαρ­χής τραυ­μα­τι­σμέ­νο και ξε­χαρ­βα­λω­μέ­νο. Λέ­ει κά­που: «Την κοι­τώ αδεια­σμέ­νη. Σαν πλα­τειά μη­τέ­ρα που έπε­σε στη σκά­λα κα­τρα­κυ­λώ­ντας».57

Εδώ πρέ­πει λί­γο να στα­θού­με. Για­τί ο Κα­ρού­ζος επι­μέ­νει σε μια φύ­ση κα­τα­στα­τι­κά ρη­μαγ­μέ­νη; Για­τί την βλέ­πει σαν μια μη­τέ­ρα που κα­τρα­κύ­λη­σε από την σκά­λα; Μό­νο για­τί προ­βάλ­λει σ’ αυ­τήν τη δι­κή του συ­ντρι­βή; Μό­νο για­τί απορ­ρί­πτει τον ιδε­α­σμό μιας εδε­μι­κής φύ­σης που ερ­γα­λειο­ποιεί­ται ως άλ­λο­θι κι αντι­πε­ρι­σπα­σμός στον ζό­φο της Ιστο­ρί­ας και της αν­θρώ­πι­νης θη­ριω­δί­ας; Ισχύ­ουν αυ­τά αλ­λά και κά­τι ακό­μα. Ο Κα­ρού­ζος με το οξύ του έν­στι­κτο κα­τα­λά­βαι­νε ότι μό­νο μια φάλ­τσα και πά­σχου­σα φύ­ση, μό­νο μια φύ­ση κα­τε­βα­σμέ­νη από τα με­τα­φυ­σι­κά κι αι­σθη­τι­κά ει­κο­νο­στά­σια μπο­ρεί να εί­ναι ενερ­γή και αυ­τε­ξού­σια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που δεν της αρ­μό­ζει η αν­θρώ­πι­νη κα­τα­δυ­νά­στευ­ση.

Σε αυ­τήν την παλ­λό­με­νη, γε­μά­τη κα­κου­χί­ες και ανα­κο­λου­θί­ες φύ­ση πι­στεύ­ει ο Κα­ρού­ζος. Φύ­ση φτιαγ­μέ­νη από την «εκ­θαμ­βω­τι­κή ασυ­νέ­πεια της ύλης»,58 εκτυ­φλω­τι­κή και κα­τα­χθό­νια μα­ζί. Για να την κα­τα­νο­ή­σου­με πρέ­πει να ξε­θο­λώ­σου­με το βλέμ­μα μας από την κοι­νο­το­πία των ωραιο­ποι­ή­σε­ων. Για να πο­ρευ­τού­με μα­ζί της πρέ­πει να φτά­σου­με «σ’ εκεί­νη την εκ­στα­σια­κή δό­μη­ση της υπάρ­ξε­ως, που συγ­χω­νεύ­ει υπο­κεί­με­νο και αντι­κεί­με­νο (…) και συ­γκλύ­ζει τον άν­θρω­πο μ’ όλα τα πά­ντα».59 Να αφε­θού­με στην «άγρια σκέ­ψη», που δεν εν­δια­φέ­ρε­ται να υπο­τά­ξει τον κό­σμο σε μο­νο­σή­μα­ντες τα­ξι­νο­μή­σεις, που επι­τρέ­πει την αλ­λη­λο­σύν­δε­ση όλων των πραγ­μά­των και υπάρ­ξε­ων και την αέ­ναη νοη­μα­τι­κή τους ανα­βά­πτι­ση. Μια τέ­τοια μέ­θε­ξη με το φυ­σι­κό εν­νο­εί ο Κα­ρού­ζος γρά­φο­ντας: «Ίσως να φτε­ρου­γί­σει κα­τά την έκ­στα­ση ο Sapiens Sapiens / να πνί­ξει στου μυα­λού το αί­μα τις που­τά­νες Κα­τη­γο­ρί­ες / να κά­νει πρά­ξη την όρα­ση / τα χέ­ρια να χω­ρέ­σουν στον αέ­ρα».60

Έτσι λοι­πόν, ο ποι­η­τής Κα­ρού­ζος, προ­σπερ­νώ­ντας σθε­να­ρά κά­θε εί­δους κα­τα­να­γκα­σμούς και φίλ­τρα της νό­η­σης, αξιώ­θη­κε να βυ­θι­στεί συ­γκλο­νι­σμέ­νος στο μάγ­μα του φυ­σι­κού κό­σμου. Δη­λώ­νο­ντας «στην ύλη ει­σχώ­ρη­σα ουρ­λιά­ζο­ντας»61 κι «ανελ­λι­πώς εκ­κλη­σιά­ζο­μαι στην απε­ρα­ντο­σύ­νη»62 εί­ναι σαν να συ­νο­ψί­ζει την σφο­δρή ποι­η­τι­κή του επα­φή με τα φυ­σι­κά φαι­νό­με­να η οποία δεν εξα­ντλεί­ται στη συ­γκο­μι­δή αι­σθη­τι­κών συ­γκι­νή­σε­ων. Κι αυ­τήν την εμ­βύ­θι­σή του στη φύ­ση την κα­τορ­θώ­νει επει­δή κα­τα­βάλ­λει για τί­μη­μα την ανυ­πο­χώ­ρη­τη αγω­νία του και την θυ­σια­στή­ρια εσω­τε­ρι­κή του πυ­ρά­κτω­ση.

Με τον τρό­πο ενός σα­μά­νου, βιώ­νει εκ­στα­τι­κά τις τα­λα­ντώ­σεις της ύπαρ­ξης του, τα­νυ­σμέ­νος στην ολό­τη­τα της φύ­σης. «Εγκα­τα­λεί­που­με ως ένα ση­μείο το ζώο» θα γρά­ψει. «Μα όμως το αί­νιγ­μα ολο­έ­να πα­φλά­ζει στην καρ­διά μας».63

1. Ν.Κα­ρού­ζος, «Η συ­νή­χη­ση του δέ­ντρου», περ. Και­νού­ρια Επο­χή 1965
2. Ποι­ή­μα­τα, 1961, «Χα­ρά της αό­ρα­της χα­ραυ­γής»
3. Ο ζή­λος του μη-σχε­τι­κού με πα­ρο­ρά­μα­τα,1980, «Κυ­ρια­κές αυ­ξη­μέ­νες»
4. Εί­κο­σι ποι­ή­μα­τα, 1955, «Τα φύλ­λα των δέ­ντρων»
5. Ποι­ή­μα­τα, 1961, «Χα­ρά της αό­ρα­της χα­ραυ­γής»
6. Ο υπνό­σακ­κος, 1964, «Με­τέ­ω­ρος ή τα σώ­μα­τα στη ζού­γκλα»
7. Δυ­να­τό­τη­τες και χρή­ση της ομι­λί­ας, 1979, «Τον ύπνο κα­τα­σκευά­ζο­ντας απά­νω στα βλέ­φα­ρα»
8. Ευ­γέ­νιος Αρα­νί­τσης, «Το αί­νιγ­μα της αγά­πης και η αγά­πη για τα αι­νίγ­μα­τα», στο Για τον Νί­κο Κα­ρού­ζο, Ίκα­ρος, 1996, σ 85.
9. «Προς τα δά­ση της Μπου­κο­βί­νας» στη συλ­λο­γή Οι­δί­πους τυ­ραν­νού­με­νος και άλ­λα ποι­ή­μα­τα, Ίκα­ρος, 2014
10. Ο ζή­λος του μη-σχε­τι­κού με πα­ρο­ρά­μα­τα, 1980, «Το γε­γο­νός της πτή­σε­ως»
11. Λευ­κο­πλά­στης για μι­κρές και με­γά­λες αντι­νο­μί­ες, 1971, «Ρω­μαϊ­κή οπτα­σία»
12. Ο ζή­λος του μη-σχε­τι­κού με πα­ρο­ρά­μα­τα, 1980, «Κυ­ρια­κές αυ­ξη­μέ­νες»
13. Λευ­κο­πλά­στης για μι­κρές και με­γά­λες αντι­νο­μί­ες, 1971, «Μια δο­ξα­σία κ’ η ζωή ολά­κε­ρη νο­μί­ζω»
14. Ο ζή­λος του μη-σχε­τι­κού με πα­ρο­ρά­μα­τα, 1980, «Η βια­στι­κή διάρ­κεια του πνεύ­μα­τος»
15. Δυ­να­τό­τη­τες και χρή­ση της ομι­λί­ας, 1979, «Ανα­φέ­ρο­μαι στα λε­γό­με­να ύψη»
16. Φα­ρέ­τριον, 1981, «Πως να ονο­μά­σω αυ­τό το γρά­ψι­μο»
17. Στο ίδιο, «Ημι­κί­ο­νες τη νύ­χτα»
18. Ο ζή­λος του μη-σχε­τι­κού με πα­ρο­ρά­μα­τα, 1980, «Lahout»
19. Στο ίδιο, «Παυ­σί­πο­νον»
20. Πεν­θή­μα­τα, 1969, «Οι βρά­χοι της Ύδρας»
21. Δυ­να­τό­τη­τες και χρή­ση της ομι­λί­ας, 1979, «Φεγ­γα­ρό­σκο­νη φερ­μέ­νη απ’ την Καλ­κού­τα»
22. Ο ζή­λος του μη-σχε­τι­κού με πα­ρο­ρά­μα­τα, 1980, «Η βια­στι­κή διάρ­κεια του πνεύ­μα­τος»
23. Ευ­ρέ­σεις από κυα­νό κο­βάλ­τιο, 1991, «Δρά­ση φα­ντα­σί­ας»
24. Δυ­να­τό­τη­τες και χρή­ση της ομι­λί­ας, 1979, «Ανα­φέ­ρο­μαι στα λε­γό­με­να ύψη»
25. Ο ζή­λος του μη-σχε­τι­κού με πα­ρο­ρά­μα­τα, 1980, «Το γε­γο­νός της πτή­σε­ως»
26. Ανα­μνη­στι­κή λή­θη, 1982, «Χαρ­μό­συ­νο λά­βδα­νο»
27. Στο ίδιο, «Η πρώ­ι­μη κό­λα­ση της Εύ­ας Μπρά­ουν»
28. Ο ζή­λος του μη-σχε­τι­κού με πα­ρο­ρά­μα­τα, 1980, «Από λί­γα ρή­μα­τα του Σκια­θί­τη»
29. Συ­ντή­ρη­ση ανελ­κυ­στή­ρων, 1986, «(Χει­ρό­γρα­φο πα­ραί­νε­σης)»
30. Φα­ρέ­τριον, 1981, «Ελευ­θε­ρία και ποί­η­μα»
31. Ν.Κα­ρού­ζος, «Η αγω­νία της εξό­δου», πε­ριο­δι­κό ΕΥ­ΘΥ­ΝΗ, 1964
32. Φα­ρέ­τριον, 1981, «Βα­βυ­λών η με­γά­λη»
33. Χορ­τα­ρια­σμέ­να χά­σμα­τα, 1974, «Ο ακέ­ραιος κυρ-Αλέ­ξαν­δρος»
34. Η έλα­φος των άστρων, 1962, «Ο ποι­η­τής έχει ένα βέ­βαιο δρό­μο»
35. Στο ίδιο, «Του Ιω­άν­νη Σε­βα­στια­νού Μπαχ ανω­φέ­ρεια»
36. Στο ίδιο, «Στη Λίν­δο»
37. Λευ­κο­πλά­στης για μι­κρές και με­γά­λες αντι­νο­μί­ες, 1971, «Η άπο­ψη της ηρε­μί­ας»
38. Η έλα­φος των άστρων, 1962, «Η χα­ρά»
39. Ανα­μνη­στι­κή λή­θη, 1982, «Ηχή­μα­τα του νευ­ρι­κού συ­στή­μα­τος»
40. Πεν­θή­μα­τα, 1969, «Ότι ανέ­βη θά­να­τος δια των θυ­ρί­δων»
41. Ο ζή­λος του μη-σχε­τι­κού με πα­ρο­ρά­μα­τα, 1980, «Θά­λασ­σα: η αρ­χαιό­τη­τα της γε­ω­γρα­φί­ας»
42. Στο ίδιο, «Ταυ­το­φω­νία»
43. Νε­ο­λι­θι­κή νυ­χτω­δία στην Κρο­στάν­δη, 1987
44. Ανα­μνη­στι­κή λή­θη, 1982, «Νω­θρο­κάρ­διο ποί­η­μα»
45. Στο ίδιο, «Ηλιο­φο­βία»
46. Συ­ντή­ρη­ση ανελ­κυ­στή­ρων, 1986, «Ησυ­χία: Νο­σο­κο­μεί­ον»
47. Ο ζή­λος του μη-σχε­τι­κού με πα­ρο­ρά­μα­τα, 1980, «Από λί­γα ρή­μα­τα του Σκια­θί­τη»
48. Λευ­κο­πλά­στης για μι­κρές και με­γά­λες αντι­νο­μί­ες, 1971, «Ρω­μαϊ­κή οπτα­σία»
49. Ανα­μνη­στι­κή λή­θη, 1982, «Στο ασή­μι»
50. Λευ­κο­πλά­στης για μι­κρές και με­γά­λες αντι­νο­μί­ες, 1971, «Χει­ρό­γρα­φο δί­χως ανα­γνώ­στη»
51. Αντι­σει­σμι­κός τά­φος, 1984, «Σε χα­σα­πό­χαρ­το»
52. Ο ζή­λος του μη-σχε­τι­κού με πα­ρο­ρά­μα­τα, 1980, «Lahout»
53. Στο ίδιο
54. Ο υπνό­σακ­κος, 1964, «Με­τέ­ω­ρος ή τα σώ­μα­τα στη ζού­γκλα»
55. Δες ποί­η­μα «Βαθ­μός ψυ­χής» στα Πεν­θή­μα­τα
56. Ο ζή­λος του μη-σχε­τι­κού με πα­ρο­ρά­μα­τα, 1980, «Θά­λασ­σα: η αρ­χαιό­τη­τα της γε­ω­γρα­φί­ας»
57. Ν. Κα­ρού­ζος, «Η συ­νή­χη­ση του δέ­ντρου», περ. Και­νού­ρια Επο­χή, 1965
58. Συ­ντή­ρη­ση ανελ­κυ­στή­ρων, 1986, «Μυ­χιο­θή­κη»
59. Ν. Κα­ρού­ζος, «Η συ­νή­χη­ση του δέ­ντρου», περ. Και­νού­ρια Επο­χή, 1965
60. Φα­ρέ­τριον, 1981, «Εί­χα βα­θύ­τα­τες επι­γνώ­σεις»
61. Ο ζή­λος του μη-σχε­τι­κού με πα­ρο­ρά­μα­τα, 1980, «Στην ύλη ει­σχώ­ρη­σα ουρ­λιά­ζο­ντας»
62. Φα­ρέ­τριον, 1981, «Πο­λυ­σέ­λι­δο δά­σος»
63. Ανα­μνη­στι­κή λή­θη, 1982, «Φι­λο­σο­φώ­ντας»

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: