Τελωνείο

________
Α Π Ε Ι Ρ Ο Σ    Χ Ω Ρ Α

________


Η Σολμάζ Σαρίφ (Solmaz Sharif, 1983) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από Ιρανούς γονείς. Το Τελωνείο (Customs, Graywolf Press, 2022) είναι το δεύτερο βιβλίο της. Διδάσκει αγγλική λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ στην Καλιφόρνια.
Το Τελωνείο είναι ένα έργο που στοχάζεται το πώς η λογοτεχνία ταξιδεύει, με τι όρους, τι διασχίζει τα σύνορα και τι χάνεται, παράλληλα με τη διαδρομή του ατόμου που τη γράφει. Είναι για τα κομμάτια που αφήνεις πίσω όταν διασχίζεις το συνοριακό έλεγχο, και για την μετέπειτα αναζήτησή τους. Για την εξορία, τη θεσμοποίηση και το μόνιμο «ειδάλλως» που συνοδεύει την είσοδο σε μια χώρα όπως οι ΗΠΑ.

Τελωνείο

            ΙΙΙ

Έχει το δικό σου τοπίο;
— Ναι
Διότι το δικό μου έχει τοπίο.
—Είναι ένα μονοπάτι από μικρές και κοφτερές πέτρες και είναι διάσπαρτο από κυπαρίσσια.
Και υπάρχουν άλλα μονοπάτια στην υπόληψή σου;
—Ένα για την καθεμιά μας.
Και χαιρετάς;
—Δεν θα ξαναϊδωθούμε ποτέ.
Και έχεις επίγνωση του χαιρετισμού;

Ένα Ειδάλλως

Κατηφορικά από ένα διυλιστήριο Βρετανικού Πετρελαίου, η μητέρα μου αφαιρεί τα βιβλία που διατάχτηκε να αφαιρέσει από τη σχολική βιβλιοθήκη. Ρώσους, κυρίως. Η Μητέρα του Γκόρκι αναμεσά τους. Ο Σάχης έρχεται να περιοδεύσει το σχολείο. Είναι χειμώνας.

Στο κρύο, τα κορίτσια στοιβάζοντας σε σειρές μπροστά από το κεντρικό κτήριο και περιμένουν για τη μοτοπορεία του. Πλισέ φούστες και κάλτσες μέχρι τα γόνατα.

Τουρτουρίζοντας στον διυλισμένο αέρα.

Χαιρετίστε, κορίτσια, λέει η δασκάλα.

Η μητέρα μου, χαιρετάει.

Αλλιώς:
Ο μούστος από κολλημένες
σπονδυλικές στήλες και ασημόψαρα, μεταλλικά
ράφια, η μητέρα μου

φτάνοντας πατώντας στις άκρες των δακτύλων της
να κατεβάσει τον Γκόρκι
για παράδειγμα,
γεμίζοντας τα χέρια της
με στοίβες βιβλίων.
Οι Ντίκενς μπορούσαν να μείνουν.
Καταλαβαίνεις.

Και ο αέρας είναι σημαντικό να σημειωθεί
για το τι κάνει
στα ροζ.

Πνευμόνια, βρογχιόλια —
μια ζωή φλεγμονών.
Χαιρετίστε, κορίτσια, λέει η δασκάλα
στην ξεπαγιασμένη
Και σιδερωμένη σειρά τους.

Και αυτό που έκανε ήταν να χαιρετίσει.
Και αν νοιαζόταν

να δει
στο νου των εφήβων κοριτσιών,
αυτός ο Βασιλιάς
θα είχε δει τότε

Τα τουφέκια που τον σημαδεύανε.

Όταν ήμουν μικρό παιδί,
νομίζω γύρω στα πέντε η έξι, η μεγαλοπρέπεια
δεν με είχε αγγίξει — σήκωσε

τις άκρες του φορέματός της διασχίζοντας
το χολ μου. Ένα σετ πολύχρωμων μαγνητών
αποτελούσαν ένα ανολοκλήρωτο αλφάβητο.

Η Γκουζ στο μαυροπίνακα
στα πόδια μου, δίχως κιμωλία. Κάποια
την άφησε εκεί και έκλεισε την πόρτα

να απαντήσει το τηλέφωνο.
Τα νέα
Ήρθαν, θαυμάσια

Κάποια ούρλιαξε, Όχι —

Τα νέα ήταν η μεγαλοπρέπεια.

Με ακόμα έναν άλλον τρόπο:
Γαμιούνται οι Βρετανοί
Οι Σοβιετικοί.
Ο Σάχης και ο ενάρετος

αέρας της ζωής της.
Και ευλογημένα να είναι τα πνευμόνια
τα ευαίσθητα βρογχιόλια,

το χρυσοποίκιλτο κέντημα της πεπερασμένης υγείας,
και το τραγούδι της
στην αρχή του κρεβατιού μου,
πάνω από το νεροχύτη,

στο εστιατόριο της Ιστανμπούλ όπου ένας μικρός σερβιτόρος
αφήνει το δίσκο του και κλαίει
στο μανίκι του.

Όταν ήμουν μικρό παιδί,
νομίζω, γύρω στα πέντε ή έξι, πρέπει να είχα
ακούσει κάτι, κάποια κασέτα να

διαλύεται στο κασετόφωνο του αυτοκινήτου,
νότες τραβηγμένες, τραγούδι
που έσβηνε, στη μπροστινή θέση,

οι γονείς μου, κάμποση ταινία κουβαριασμένη
με ένα στυλό και φαγωμένη τόσο
σαν μαρμαρυγίες στο κασετόφωνο του αυτοκινήτου όπως το φλας

κλίκαρε την ησυχία του, και τα κλειδιά
κλικάρανε με την πλατιά και τελική στροφή —
τραγούδι που ήταν, είμαι σίγουρη,

ένα αρχαίο ποίημα τραγουδισμένο και γεμάτο
κυπαρίσσια, το ανάστημά τους
ανεμοφράχτης για ό,τι πρέπει να μεγαλώσει.

Κατηφορίζοντας, περπάτησα τους φαρδιούς διαδρόμους
ενός μεγάλου κληροδοτήματος.

Δεν είχε σημασία αν το έκανα η όχι
Άλλαζε μόνο εμένα, η πράξη

Κατέληγε σε μια κλείδα
Έπειτα στην επόμενη, αυτός ο συμβιβασμός.

Κατέληγε σε μια συχνότητα
Και σε μια άλλη, αφήνοντας με έναν τσαλακωμένο ήχο.

Θα έκαιγε τις άκρες των δαχτύλων σου
Να διασχίσεις την απόσταση του διαδρόμου

σέρνοντάς τα κατά μήκος των τοίχων με ταπετσαρία γρασιδιού
όπου σε τιμωρούσαν

επειδή δεν
ήθελες αρκετά. Για να μη θέλεις

να είσαι μη εμπόλεμη
θέτοντας τους όρους

της εμπόλεμης κατάστασης.
Τα τσακισμένα

ράφια, τα ανεπαίσθητα τρεμάμενα
στυλό στις κασετίνες τους

Ό,τι δόθηκε εκεί
μπορούσε να παρθεί, και
ήσυχα, σου υπενθυμίστηκε αυτό.
Σου υπενθυμίστηκε πως όλα

ήταν ιδιοκτησία της Δύσης.
Η ακαταστασία της φωλιάς ενός κορακιού

φτιαγμένη πίσω από τη μεγάλη προτομή ενός δωρητή
έπειτα εξαφανισμένη

Η ακαταστασία από κουτσουλιές στα σκαλοπάτια
έπειτα εξαφανισμένη. Όλα αποσυνδεδεμένη και τριμμένη

ευαισθησία. Αυτό ήταν.
Αυτό το πουθενά.

Το σχολείο της μνησικακίας μου άρχισε.

Τι ήθελα να πω:
το πράγμα σκοτωμένο: μικρό
δασύτριχο πλάσμα σκυμμένο
και γλείφοντας ώσπου να αστράφτουν

τα οπίσθιά του ήρεμα
κουλουριασμένο βρέθηκε στο πίσω μέρος
της βουβής καρδιάς μου. Όταν πήγα

βρήκα ένα τίποτα.
Πέθανε εκεί: επιθυμία.
Όλα φαντασίωση
της επιστροφής.

Το καραβάνι έφυγε, οι φλόγες σιγοκαίνε.
Οι νύχτες
ήταν μεγαλύτερες

με σένα μέσα τους.
Ιδιωτικό ηλιοστάσιο.
Ένας που ξάπλωσε πίσω,

αρχοντικά,
τα χέρια πίσω από το κεφάλι του,
απλωμένοι αγκώνες

να περιμένει για το τι
θα γίνει
σε αυτόν.

Ένας που είπε το ποίημα ήταν
άδικο.
Δεν ήταν.

Ένας που έπρεπε να καταστρέψω.
Ένας να εξευτελίσω.
Ένας στην πόρτα του οποίου

χτύπησα, ακόμα χτυπάω
για να με βάλουν μέσα, αγαπημένος.
Αυτό είναι το πιο παλιό ποίημα

ο παλιός ποιητής είπε,
έξω από την πόρτα του αγαπημένου
να ζητάς να σε αφήσουν να μπεις—

Δελεαστική ειδάλλως ζωή.
Ζωή δίχως ανταλλακτική αξία.

Ζωή όπου ό,τι είναι
είναι. Απλά.

Πέρα κάτω στο βάθος του λαιμού.
Ήχος ρίζας.

Αυτανταποκρινόμενος.
Απαντώντας στο νιαούρισμα

σε κεκλεισμένες θύρες.
Τι μας περιμένει στην άλλη άκρη
του αλφαβήτου,
ορνιθοσκαλίσματα

οδοντωτά, όλα σφαγμένα,
όλα ολάκερα,

κόκκινα με ουρλιαχτά,
δεν ξέρω.

Η επίγνωση είναι το πιο ανιαρό πράγμα όλων.

Κάποιος ποστάρει μια εικόνα του τάφου του Ποιητή
και θέλω να πω,
Αυτή είναι η πόλη μου

Αλλά μένω με το ψέμα του μου.
Είπα ότι είπα και έμεινα
λέγοντας

αυτό που ήρθα να πω

καιρό αφότου φύγαν οι άνθρωποι.
Μια ποιήτρια ως μια καθορισμένη θέση

οι περισσότεροι δεν αντέχουν να είναι σε αυτήν
για πολύ.

Κάποιος βγάζει μια φωτογραφία και προχωράει.
Κάποιος παρέχει μια σορό για αυτό το μέγα τείχος.
Ίσως να μην έπρεπε να σε είχα πάρει εκεί,
είπε για το ταξίδι μας
στο σπίτι της παιδικής της ηλικίας.
Για χρόνια έγραφα για τα αυλάκια

αφημένα από τα τανκς
που στριφογύριζαν στους δρόμους της
σαν μηνύματα μπράιγ από τους μάρτυρες,

το οποίο σήμαινε πως το έχασα
στην ολότητά του,
το μόνο
αυτό:

το πρόσωπο της μητέρας μου
γυρισμένο προς
το παράθυρο της συνοδηγού,

Απλά να κοιτάει.
Τι αφήσατε πίσω;
Απαντήσαμε:

Μια πισίνα
τριγυρισμένη

με αειθαλή,
βελόνες πέφταν

στο νερό,
ο βυθός της

σε χρώμα γαλακτώδη
νεφρίτη. Ένα αμάξι

στο διάδρομο
Μια μητέρα.

Μια άλλη μητέρα.
Ένα κοκατίλ

στο διάδρομο
σκούζει

δίπλα στις πλαστικές
σαγιονάρες.

Γυαλί
μετά από λοξότμητο γυαλί.

Μυστικό
μετά από λοξότμητο μυστικό

Γράμματα
Από έναν πρώτο

έρωτα
τώρα νεκρό.

Σκοτωμένο.
Θέλαμε

να ερωτηθούμε
για αυτά.

Να μιλήσουμε για αυτά
ήταν να ζήσουμε

ξανά. Περάσαμε
μεγάλο μέρος των ζωών μας

με το να φανταζόμαστε.
Ήμασταν μάλλον

και μάλλον,
ξύνοντας την απαλή

βρύα
από

τους τάφους
των πρώιμών μας

περιεργιών.

Καλοκαίρι. Έγινε ο θέρος.
Το τελευταίο πέτρινο φρούτο

καθαρίστηκε από το κουκούτσι του, μπήκε στο βάζο,
λερώνοντας το τελευταίο λευκό πουκάμισο—

Σειρές από κυπαρίσσια
Λιοσπιλωμένοι

φράχτες.
Ξερολιθιά στέρεη και ατόφια.

Η αθέατη πόλη
και η πόλη μόλις

πέρα. Η ηχώ

ωσάν εντός
πετρόχτιστου θαλάμου.

Ένιωσα πως κάθε κόσμος
ήταν ένα μονοπάτι σπαρμένο κυπαρίσσια

και κάθε μονοπάτι είχε
μια από μας, χωρίς πράγματα

και ξύπνιες, φέρνοντας άνεμο
στο διάβα μας με βήματα ηχηρά.

Ένιωθα πως οδηγούμασταν
να συναντηθούμε κάπου.

Προσπάθησα να πω πως ήταν νεκρό, το τραγούδι,
αλλά τότε ήρθε, η μητέρα μου να τραγουδά
για κυπαρίσσια—

Προσπάθησα να αφήσω την κυριολεξία
αλλά πλάκωσε μοναξιά—

Προσπάθησα να αφήσω την επιθυμία,
αλλά έξυνε την πόρτα, χτυπούσε
το άδειο της μπολ πάνω στο πάτωμα—

Προσπάθησα να μην απαντήσω,
όμως ο λαμπτήρας έλαμψε—

Και είδα πως το κεφάλι είχε σκύψει πάνω από
ένα βιβλίο και δεν μπορούσα να δω
κάτω από μια και μόνη κίτρινη λάμπα

μέσα από το παράθυρο του δειλινού

μιας ηλικίας μη δικής μου
ήταν της μητέρας μου
ξαναμμένη σκέψη

μαθαίνοντας να λαδώνει ένα τουφέκι.
Η αστρολόγος ρωτάει αν έχω κάνει
Την προγονική δουλειά διότι

Είναι δύσκολο να πεις
, λέει,
τι σου είναι γραφτό—έχει πολυκοσμία
εδώ. Νιώθει,

θαρρώ,

να αγωνιά να φύγει.
Φαίνεται να το θαρρεί ακόμα

πιθανό, το αμόλυντο,
σαν να ήταν κάποτε εγώ

να της μιλάω
ή κάποτε αυτή—

Και αν όταν πρώτα
εμφανίστηκαν, δεν ξέρω, μου έρχεται στη μνήμη
ένα κλαδί

κυπαρισσίας κρεμάμενο
σήμαινε θανατικό.
Φάνηκε πως ίσως να έκανε πίσω
από τη μπόχα—

Είναι πάρα πολλοί και είναι δύσκολο
να πεις τι είναι για σένα
μέσα στο θόρυβο.

Δεν ρώτησα αν ο φυλακισμένος
με το ακονισμένο χερούλι κουταλιού
στον καρπό

ήρθε, λέγοντας, Πες τη μάνα μου—
ή τη μάνα

Που αλατίζει ένα φαγητό που δεν θα δοκιμάσει.
Σε μια πύλη, φάνηκε πως

οι αξιωματικοί ξέραν ότι ερχόμουν.
οι ερωτήσεις τους κομμένες και ραμμένες.

Σε μια πύλη ρωτήθηκα το όνομα του πατέρα μου,

του πατέρα του πατέρα μου,
Κάτω από έναν τρεμάμενο λαμπτήρα,

και αν γράφω
θεατρικά.

Σε μια πύλη, ένα άντρας
πουλάει γλαδιόλες

τυλιγμένες σε πλαστικό
σε ένα μαύρο κουβά.

Ένας πουλά αρμαθιές.
Ένας πουλά νερό.

Σε μια πύλη, οι άντρες μαζεύτηκαν να συζητήσουν
το χτίσιμο

μιας παιδικής χαράς
πάνω σε ανώνυμους τάφους.

Σε μια πύλη, παρατήρησα ένα χέρι
κρεμασμένο να λέει,

Έλα.
Νόμιζα πως ήταν η απώλεια—

γλώσσα, η μικρή της
διάμετρος—

όταν είναι ένας χαιρετισμός,
Ένας τρόπος.

Σε μια πύλη, η μητέρα μου χαιρετά.

Αρκετά, είπα.
Συνωμότησα.
Τα πρωινά, έγραψα.

Στον ύπνο μου, έγραψα
με πιο φανταχτερά, πιο ραφιναρισμένα μελάνια.
Και στο γράψιμό μου, άρχισα να γράψω για κυπαρισσίες.

Και για μικρές και κοφτερές πέτρες.
Και εγώ, στο μονοπάτι αυτό, μια ξύλινη λαβή στο χέρι μου, και μια λεπίδα στο τέλος της.
Και πέρα, ο ανεμοφράχτης, το αθέατο.

Ήξερα όχι το ποίημα, μόνο τον καιρό.
Ήξερα όχι το άκουσμα, μόνο αυτό το τοπίο, το ένα του καθαρό κανάλι.

Το μέταλλο στα δόντια μου έπιασε τη συχνότητά του.
Τα ρινίσματα σιδήρου στο αίμα μου με τράβηξαν προς αυτό το ειδάλλως.
Και έτσι σε αυτό το μονοπάτι
χωρίς προφανή συντροφιά,

Αφέθηκα, όπως αφέθηκε αυτή,
αρματωμένη, αργότερα απ’ ότι θα

ήθελα, να ακολουθήσω
τη μουσική δική μου

και όχι, αλλά μητρογραμμικά,

και στον αμνιακό σάκο
του ήχου
φτάνοντας όπου το άκουσμα

τελειώνει και ο νους εξάπτεται,
σε αυτή τη θαμπή κόκκινη λάμψη,

καθαρίζω τη λεπίδα μου
χτυπάω την πόρτα

περνάω μέσα από εδώ έτσι ώστε

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: