Λούση

Λούση

Έφτιαχνε πίτες στο φούρνο. Από αυτές που ήξερε καλά να μαγειρεύει. Η Άννα μου ήξερε από τη γιαγιά της που ήταν Ηπειρώτισσα αυτήν την τέχνη. Πώς να ανοίγει το φύλλο, με τέχνη αξεπέραστη να το απλώνει και να βάζει τη γέμιση στο ταψί. Ύστερα, τελειώνοντας, να γίνεται κάτι πραγματικά πεντανόστιμο.
Μέναμε σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Παγκράτι. Απαίσιο, όπως γενικά ήταν όλη η περιοχή με τα γνωστά τερατουργήματα αθηναϊκής αρχιτεκτονικής. Στο σπίτι μέναμε μαζί με τη γάτα μας, τη Λούση, και με έναν παπαγάλο. Νομίζω πως αυτά τα δύο ζωντανά ομόρφαιναν το χώρο. Ο παπαγάλος, αν εξαιρέσουμε την ακατάσχετη πολυλογία του, ήταν ένα πολύχρωμο πουλί που ήθελε μόνο φαγητό και παρέα. Αντίθετα η Λούση χαιρόταν όταν την αφήναμε στην ησυχία της. Δεν ήθελε πολύ φαγητό και κατά τη διάρκεια της ημέρας που ήμασταν εγώ και η Άννα ξύπνιοι, αυτή κοιμόταν. Ξύπναγε το βράδυ, ψάχνοντας για φαγητό ή διέκοπτε τον ύπνο μας ανεβαίνοντας στο κρεβάτι.
Η Άννα, όταν δεν ασχολιόταν με τη μαγειρική, έφτιαχνε παζλ. Είχε γεμίσει ένα ολόκληρο δωμάτιο με κορνιζαρισμένα παζλ ή άλλα μισοτελειωμένα. Άλλα που τα είχε τελειώσει, περίμεναν απλά εμένα πότε θα τα πάω στο απέναντι μαγαζί με τις κορνίζες.

Ένα Σάββατο πρωί σηκώθηκα και είδα το κλουβί άδειο. Κάτι πράσινα φτερά βρίσκονταν μέσα και το πορτάκι του ήταν ανοικτό. Άρχισα να τριγυρνάω μέσα στο σπίτι για να τον βρω. Πουθενά όμως. Ύστερα βγήκα στο μπαλκόνι μπας και δω τίποτα. Δεν τολμούσα να πω τίποτα στην Άννα... Εν τω μεταξύ ήταν και η Λούση άφαντη.
Κατέβηκα με το ασανσέρ στην πιλοτή της πολυκατοικίας. Είδα τη Λούση να έχει στα σαγόνια της τον παπαγάλο και να τον κατασπαράσσει. Έστρεψα αλλού το βλέμμα μου για να μην βλέπω το αποτρόπαιο έγκλημα. Σε δέκα λεπτά είχαν μείνει μόνο πράσινα φτερά στο πλακόστρωτο και κόκκινες κηλίδες αίμα. Θυμήθηκα πως το βράδυ δεν είχα δεν είχα βάλει φαγητό στη Λούση και ότι είχα αφήσει κατά λάθος το πορτάκι του κλουβιού μισάνοικτο.
Άρχισα να νιώθω υπεύθυνος για αυτό το απαίσιο έγκλημα τής Λούση. Πώς θα το έλεγα στην Άννα; Την ώρα αυτή ή θα κοιμόταν ή θα έπινε καφέ ρίχνοντας μια ματιά στα υπέροχα παζλ της. Πήρα τη Λούση, που μόλις είχε τελειώσει το γεύμα της, αγκαλιά. Τρέμοντας κάλεσα το ασανσέρ. Μπήκα μέσα στο σπίτι. Ευτυχώς διαπίστωσα πως η Άννα ακόμα κοιμόταν. Της ξέπλυνα το στόμα που είχε ακόμα αίματα και την άφησα στο καθιστικό. Ύστερα μάζεψα τα πεσμένα φτερά από τα δάπεδο και από το κλουβί. Η Λούση με κοίταζε με απορία. Δεν είχε όρεξη για πολλά πολλά. Άλλωστε ήταν έτοιμη να την πάρει ο ύπνος ύστερα από ένα τέτοιο λουκούλειο γεύμα. Αφού τελείωσα όλες τις δουλειές, άφησα επίτηδες το πορτάκι του κλουβιού ορθάνοικτο. Άνοιξα και την μπαλκονόπορτα και πήγα σιγά σιγά δίπλα στη Άννα να ξαπλώσω. Ούτε γάτα ούτε ζημιά. Ξύπνησε ύστερα η Άννα όλο χαρά και μου είπε πως ο παπαγάλος επιτέλους απελευθερώθηκε.




Λούση
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: