Αυτοβιογραφικός λόγος και γυναικεία προλεταριακή γραφή στις αρχές του 20ού αιώνα

Μαργκερίτ Οντού, «Marie-Claire», μτφρ. Μαρία Γυπαράκη, Librofilo 2023

Η Marguerite Audoux (1910)
Η Marguerite Audoux (1910)



Το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Marie-Claire της Marguerite Audoux, στο οποίο η συγγραφέας διηγείται με ζωντάνια, αυθορμητισμό και καθαρό ύφος ένα μέρος της παιδικής και εφηβικής της ηλικίας, λαμβάνει το έβδομο βραβείο Femina –το επονομαζόμενο την εποχή εκείνη Goncourt των Κυριών– το 1910, διακρινόμενο έτσι μεταξύ της ισχνής γυναικείας λογοτεχνίας των απαρχών του 20ου αιώνα. Μετά την πρώτη δημοσίευσή του, σε εκατό χιλιάδες και πλέον αντίτυπα, την οποία προλογίζει με ενθουσιασμό ο ανυπότακτος και ιδιοφυής μυθιστοριογράφος της Μπελ Επόκ, Οκτάβ Μιρμπό, το βιβλίο συνεχίζει να επανεκδίδεται μέχρι και σήμερα λόγω της μεγάλης δημοτικότητας αλλά και ιδιαιτερότητάς του. Το κεντρικό θέμα του βιβλίου το αποτελούν οι θλιβερές αναμνήσεις μιας φτωχής, ορφανής κοπέλας που σε ηλικία πέντε ετών εγκαταλείπεται σε μοναστήρι για να καταλήξει τσοπανοπούλα σε ένα αγρόκτημα της Σολόνης. Στο ίδιο αγρόκτημα, λίγα χρόνια αργότερα και μέχρι την ενηλικίωσή της καταλήγει βοηθός ραψίματος ασπρορούχων της νέας, αστής πλέον, κυρίας του σπιτικού. Στη λιτή αφήγηση της ταπεινής και παράλληλα σκληρής και μίζερης ζωής της,[1] ανιχνεύεται ένας υποκειμενικός, ωμός ρεαλισμός, του οποίου οι λανθάνουσες νατουραλιστικές προεκτάσεις υποβόσκουν. Η Οντού, μια σύγχρονη εργάτρια, μία ράφτρα χωρίς ιδιαίτερη λογοτεχνική παιδεία, επιλέγει μια φεμινιστική, μινιμαλιστική γραφή που αποτυπώνει με ενάργεια την τραγική αυθεντικότητα των βιωμάτων της μέσα σε ένα μοντερνιστικό, αλλά ακατάτακτο λογοτεχνικό πλαίσιο. Χάρη στη στιλιστική οικονομία, την εκφραστική απλότητα και την αφοπλιστική ειλικρίνεια της συγγραφέως, ο αναγνώστης παρακολουθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις φωτογραφικές περιγραφές εξωτερικών και εσωτερικών χώρων, τις λεπτομερείς αφηγήσεις σημαντικών περιστατικών, καθόλα ενδεικτικών της συναισθηματικής ένδειας που την περιέβαλλε στην καθημερινότητά της με κάποιες σπάνιες εξαιρέσεις αγαπημένων προσώπων, των οποίων η γλυκύτητα και η καλοσύνη χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη της.

Ποια είναι όμως η Μαργκερίτ Οντού, το πρώτο μυθιστόρημα της οποίας η Μαρία Γυπαράκη μετέφρασε πρόσφατα και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Librofilo; Την απάντηση μας δίνει ο Μπερνάρ-Μαρί Γκαρό σε ένα σύντομο, σαφέστατο και πολύ περιεκτικό εισαγωγικό σημείωμα προκειμένου και ο πιο ανυποψίαστος αναγνώστης να αντιληφθεί επαρκώς την ιδιαιτερότητα της ιστορίας που θα ακολουθήσει σε συνάρτηση με τη χρονική περίοδο στην οποία εκτυλίσσεται η τόσο ιδιαίτερη μυθιστορηματική πλοκή του. Η άρτια απόδοση του γαλλικού κειμένου στην ελληνική γλώσσα από μια έμπειρη μεταφράστρια συνοδεύεται από το εξαιρετικά διεισδυτικό βλέμμα της Μαρίνας Μαροπούλου και την κριτική, από κοινωνιολογική άποψη, ματιά της στο επίμετρο του μικρού και κομψού αυτού βιβλίου.[2]
Η σαρανταεπτάχρονη Μαργκερίτ Οντού γίνεται μυθιστοριογράφος, σχεδόν από τύχη, μετά τη γνωριμία της με τον συγγραφέα και κριτικό Σαρλ-Λουί Φιλίπ όταν ο τελευταίος διάβασε το χειρόγραφο που η συγγραφέας κρατούσε κρυμμένο σε ένα συρτάρι της ραπτομηχανής της. Γραμμένο στο μεταίχμιο μεταξύ παράδοσης και νεωτερικότητας, το κείμενο αυτό αποκαλύπτει με εξομολογητικό και ποιητικό τόνο την ασυνήθιστη ζωή μιας σύγχρονης βιοπαλαίστριας και τυχαίνει μεγάλης αποδοχής από το γαλλικό αναγνωστικό κοινό της εποχής. Με σαφήνεια αλλά και αφαιρετικό συναισθηματισμό, η συγγραφέας αποκαλύπτει σημαντικές πτυχές των παιδικών και εφηβικών της χρόνων προσελκύοντας την περιέργεια εκείνων που τη διαβάζουν –γυναίκες πρωτίστως αλλά και άνδρες– για την εξέλιξη της μοίρας της. Αναμφισβήτητα, μέσα από το γυναικείο παρατηρητικό βλέμμα της, η Οντού προσφέρει μια νέα μορφή λογοτεχνικής απόλαυσης στις σύγχρονές της γυναίκες οι οποίες διαβάζουν ένα δυνατό κοινωνικό μυθιστόρημα, αντιπροσωπευτικό της ζωής των φτωχών και περιθωριακών ανθρώπων. Όμως, παρά τη θεματική ροπή προς τον νατουραλισμό, οι υποκειμενικές, λιτές και ωμές, αποκαλύψεις της συγγραφέως αποφεύγουν την αυστηρή κοινωνική κριτική, ενώ ευνοούν τις επιλεκτικές ανακλήσεις της αυτοβιογραφικής μνήμης συνθέτοντας τον αθώο, τρυφερό και συγκινητικό μικρόκοσμο της ηρωίδας. Από την άλλη, χωρίς να υπακούει σε συγκεκριμένες φιλολογικές προδιαγραφές, ο εξομολογητικός λόγος της Οντού που αποκαλύπτει μια δυναμική εσωτερική φωνή, την οδηγεί στην πνευματική ωριμότητα και τη βοηθά να κερδίσει ίδια προσωπική συγγραφική υπόσταση. Με άλλα λόγια, η συγγραφέας ενηλικιώνεται και αυτό-προσδιορίζεται μέσα από την πράξη της συγγραφής, καθώς η αυτοβιογραφική εξιστόρηση των διαφόρων συμβάντων της ζωής της τη φέρνει αντιμέτωπη με περισσότερο ή λιγότερο τραυματικές αναμνήσεις. Σε αυτόν τον «μηχανισμό» της ανιχνεύεται και ένα είδος άτυπης ψυχοθεραπευτικής εμπειρίας. Έτσι θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε την πράξη της συγγραφής ως μια δεύτερη ανάγνωση της παιδικής και εφηβικής της ηλικίας, η ερμηνεία της οποίας συμπληρώνει ως έναν βαθμό τα κενά της πρώτης, δηλαδή της ίδιας της ζωής της, καταφεύγοντας σε πρωτότυπα λογοτεχνικά σχήματα και τεχνάσματα ανακάλυψης και ερμηνείας του περιβάλλοντος κόσμου. Προικισμένη με μια υλική και ηθική απλότητα,[3] η συγγραφέας αποπειράται να επεξεργαστεί και να περάσει από τα φίλτρα αυτά όλα όσα έχει βιώσει: καταφέρνει σταδιακά να συνειδητοποιήσει όλα όσα προκάλεσε η απώλεια της μητέρας της, η εγκατάλειψη από τον πατέρα της, ο προσωρινός ή και μόνιμος αποχωρισμός από αγαπημένα της πρόσωπα. Χαριστική βολή αλλά και αφύπνιση της ενήλικης αγωνιστικότητας της υπήρξε ο σκληρός και οριστικός αποχωρισμός από την αδελφή της στην τελευταία σκηνή του μυθιστορήματος. Η εκφραστική λιτότητα που χρησιμοποιεί για να αποτυπώσει την αυτοβιογραφική μνήμη σκιαγραφεί μια αυστηρή αλλά και ταλαίπωρη υποκειμενική (συγγραφικές επιλογές) πραγματικότητα από την οποία συχνά απουσιάζουν οι ρητές απεικονίσεις έντονων, θλιβερών και επώδυνων βιωματικών καταστάσεων. Υπαινικτική, υπόρρητη ή άρρητη η εκδήλωση των συναισθημάτων της ηρωίδας προκαλεί και προσκαλεί την ενεργή συμμετοχή του αναγνώστη, ο οποίος καλείται να νοιώσει τις ποικίλες αντιδράσεις των αισθήσεών της, της όρασης, της ακοής, της αφής, της όσφρησης και της γεύσης που εμπλουτίζουν δυναμικά και αρμονικά την απλή, υπαινικτική και συνάμα ευαίσθητη αφήγηση. Το συγγραφικό υποκείμενο διαμεσολαβεί στο αναγνωστικό κοινό με τη βοήθεια μιας εντυπωσιακής γυναικείας ενόρασης την εν πολλοίς οδυνηρή και τραγική αυτοβιογραφική μνήμη, ενώ ελάχιστες και θραυσματικές εμφανίζονται οι νοσταλγικές αναφορές σε παρηγορητικές παρελθοντικές φιγούρες. Η φεμινιστική γραφή του μυθιστορήματος προκρίνει συχνά τη σωματική μνήμη, η οποία επικεντρώνεται με στιλιστική οικονομία και συναισθηματική αφαιρετικότητα σε μια εγκόσμια καταθλιπτική υλικότητα. Καθώς η αυτοβιογραφική γυναικεία φωνή της Οντού ορθώνεται με μινιμαλιστική καθαρότητα και σταδιακά αυξανόμενο δυναμισμό δεν αποκτά μόνο μία ισχυρή έμφυλη διάσταση, η οποία την οδηγεί στην αυτό-συνειδητοποίηση, τόσο της προσωπικότητάς της ως ξεχωριστής οντότητας όσο και της παράξενης μοίρας της, αλλά και στην κατοχύρωση μιας προλεταριακής γραφής. Η νεαρή ηρωίδα εργάζεται από πολύ μικρή ηλικία και συναναστρέφεται με διαφορετικά αφεντικά με τα οποία υπάρχει μία σχέση αναπόφευκτης εξάρτησης. Η δύσκολη διαχείριση αυτών των σχέσεων και, κατά συνέπεια, των συναισθημάτων που καλλιεργούνται, εκδηλώνονται ή αποσιωπώνται, μας μεταφέρει με τρόπο, σχεδόν κινηματογραφικό, στη ζοφερή ατμόσφαιρα διαβίωσης των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων, όπου η απλήρωτη παιδική εργασία ανθεί εις βάρος της βασικής εκπαίδευσης, της ευρύτερης σωματικής, πνευματικής και ψυχικής διάπλασης των παιδιών και βέβαια του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ο Οκτάβ Μιρμπό


Θα κλείσω τη σύντομη αυτή παρουσίαση της γοητευτικής, μαχητικής και δυναμικά αυτό-προσδιοριζόμενης Marie-Claire των αρχών του 20ού αιώνα με την τόσο εύγλωττη προτροπή του Οκτάβ Μιρμπό στον πρόλογο της πρωτότυπης έκδοσης (αναδημοσιεύεται και στην παρούσα έκδοση) του μυθιστορήματος, ο οποίος εξήρε τη φλογερή φαντασία, την ανεπτυγμένη ευαισθησία και την έμφυτη αίσθηση της γλώσσας της Οντού. «Διαβάστε το Marie-Claire... Και αφού το έχετε διαβάσει ―χωρίς να θέλω να θίξω κανέναν, ας αναρωτηθείτε ποιος από τους συγγραφείς μας (και μιλάω για τους πλέον διακεκριμένους), θα μπορούσε να γράψει ένα τέτοιο βιβλίο, με αυτήν την άψογη οικονομία, αυτήν την καθαρότητα και αυτό το λαμπερό μεγαλείο».


[1] Joanna Zurowska, «Marguerite Audoux, le roman des misérables», Acta Universitatis Lodziensis, Folia Litteraria Romanica 3, 2004, σ. 117-127.
[2] Marguerite Audoux, Marie-Claire, μτφρ. Μαρία Γυπαράκη, εισαγωγικό σημείωμα Bernard-Marie Garreau, επίμετρο Μαρίνα Μαροπούλου, εκδόσεις Librofilo, Αθήνα 2023.
[3] Maria Chiara Gnocchi, «Vers une pratique “primaire” de l’écriture. La simplicité, valeur littéraire dans les premières décennies du XXe siècle» στο Publije e-revue de critique littéraire, τχ. 3, Patricia Eichel-Lojkine, Nathalie Prince (επιμ.), La simplicité, une notion complexe, Le Mans Université, 2013.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: