Από το πάθος στην κάθαρση

Μαρία-Δέσποινα Ράμμου, «Το άλογο του Ρούζβελτ», εκδ. Θερμαϊκός 2023

Από το πάθος στην κάθαρση

Πρόκειται για δυο ψυχογραφικές νουβέλες όπου η ύβρις της αλαζονείας, ο εγωκεντρισμός και η οργή των ηρώων που θολώνει τη διαύγεια του νου, θα τους οδηγήσουν στο έγκλημα και στην τιμωρία. Αλλά και στην απόλυτη μοναξιά, την μεταμέλεια, την επώδυνη αυτογνωσία, την εξιλέωση και την συγχώρεση.

Η Μαρία Ράμμου μέσα από την αριστοτεχνική γραφή της, το εξειδικευμένο λεξιλόγιο και το φαντασιακό στοιχείο φέρνει στο προσκήνιο διαχρονικά φαινόμενα και ανθρώπινα πάθη που πηγάζουν από την απληστία, την αλαζονεία, αλλά και από τη μοναξιά/ ψυχική ερήμωση και τον αβάσταχτο πόνο της απώλειας που οδηγεί σε ακραίες συμπεριφορές. Στο τέλος η συγχώρεση θα έρθει σαν από μηχανής θεός και θα οδηγήσει τους κεντρικούς ήρωες στην εξιλέωση/κάθαρση.

Στην πρώτη νουβέλα «Το άλογο του Ρούζβελτ», που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο βασικός ήρωας είναι ο Φρύνιχος Αλαφούζος, ο επονομαζόμενος Ρούσβελτ, ένας από τους τέσσερις αδελφούς της μεγάλης οικογένειας καπνεμπόρων και γαιοκτημόνων. Και οι τέσσερις έζησαν μια ζωή μυθιστορηματική, αλλά δυστυχώς είχαν άδοξο και τραγικό τέλος.
Στο επίκεντρο όμως τίθεται το άλογο του Ρούζβελτ, το ανθρωπόμορφο άλογο και ο καλύτερος φίλος του Φρύνιχου. Το άλογο, ο Φαίδων Ζεμπέλιο, είναι ο μοναδικός/αληθινός φίλος του Φρύνιχου – Ρούζβελτ, που όμως κατακυριευμένος από τη δύναμη της οργής, θα τον βασανίσει και θα τον σκοτώσει με μαρτυρικό τρόπο.
Η φωνή του ανθρωπόμορφου αλόγου είναι αυτή που θα μιλήσει από το πλυσταριό της έπαυλης τρεις δεκαετίες αργότερα στον διπλωμάτη/αφηγητή,

«Ποιος είσαι;»…. «Εκεί που έθαψαν τη στάχτη μου φύτρωσε ένα φυτό… Δεν ήμουν ακόμα έτοιμος να πεθάνω».

Ο Φρύνιχος/ Ρούσβελτ ένα άτομο εγωπαθές, αλαζονικό, άπληστο και δραματικά μόνο. Όταν ότι περισσότερο αγαπούσε, η κόρη του η Μυρτώ, αρρώστησε έχασε το έδαφος από τα πόδια του. «Κομπογιαννίτη, άσχετε. Η Μυρτώ χαίρει άκρας υγείας. Μια λοίμωξη θάναι..», είπε και απέλυσε τον οικογενειακό γιατρό. Όμως η τεκμηρίωση της διάγνωσης άρχισε να τον οδηγεί στην παραφροσύνη. Φαινόταν σκληρός αλλά η ψυχή του ήταν ευάλωτη. Η απώλεια της κόρης του ήταν καταλυτική. Άρχισε γι’ αυτόν η αντίστροφη μέτρηση που τον οδήγησε σε πλήρη διασάλευση της ψυχικής του ισορροπίας. Με το άλογό του είχαν μια σχέση πιο δυνατή κι αληθινή από τις ανθρώπινες. Ο χαρακτήρας του Φρύνιχου και η μετάλλαξή του μετά την απώλεια την μετέτρεψαν σε μια φουρτουνιασμένη σχέση αφέντη/υπηρέτη που θα τον οδηγήσει σ’ ένα ξέσπασμα οργής στην μαρτυρική εξόντωση του αλόγου. Μετά την τραγική δολοφονία του αλόγου, ο αδελφός τον διώχνει από την έπαυλη, όπου δεν θα επιστρέψει ποτέ.

«Τσακίσου και πάνε στην Κωνσταντινούπολη σήμερα κι όλα», θα του πουν.

Ο αφηγητής με την καθοδήγηση του ανθρωπόμορφου αλόγου θα αναζητήσει και θα βρει την πολύτιμη σέλα του αλόγου, το ένδοξο παρελθόν του με τη γενιά των Αλαφούζων. « Τι είναι αυτό που ορίζει τη μοίρα μας;», θα μονολογήσει. Θα δει το πορτραίτο του Ρούσβελτ, «θα νιώσει να τον καίει το βλέμμα του, ευθυτενές κι εμπρηστικό. Ζητούσε τη λύτρωση». Αποφασίζει να τον βρει και να του παραδώσει την πολύτιμη σέλα.

«Τι ψάχνετε», «Τον Φρύνιχο Αλαφούζο», «Χα χάχα, μάλλον δεν είστε συγγενής, αλλιώς θα ξέρατε ότι βρίσκετε στο ψυχιατρείο. Στην είσοδο ξεχώριζε πάνω σε μαρμάρινη ανισόπεδη πλάκα η επιγραφή: ‘’Ψυχής Ιατρείο’’…
«Ποιος είναι; Ο δεύτερος αριστερά. Έχει τις αισθήσεις του; Βρίσκεται σε άγρυπνο κώμα. Τα προβλήματα ξεκίνησαν από την αρχή, όταν τον ρώτησαν για το όνομά του. ‘’Ρούζβελτ, έτσι με βάφτισαν’’ είπε. Κραύγαζε απ’ την ώρα του πρωινού πως τον λένε Ρούζβελτ κι οι τρόφιμοι τον κορόιδευαν ή τον χτυπούσαν. Μια νύχτα ξύπνησα φοβισμένη. Βγήκα στον κεντρικό θάλαμο και τον είδα γυμνό να τρέμει σύγκορμος από σπασμούς. Είχε παραισθήσεις.
«Ρούζβελτ!, φώναξα, Τα μάτια του άνοιξαν και ξαναέκλεισαν.
Το όνομά μου είναι Φρύνιχος. Είμαι αγρότης, Έχω γελάδια στο Πέραν.
Ο Ρούζβελτ είχε πάθει αμνησία ή η κατάστασή του τον οδηγούσε στο να απεκδυθεί την ξακουστή αλαζονεία του. Στο όνομα της Μυρτούς, θυμήθηκε: ‘’Μυρτώ μου, κόρη μου’’
‘’Ποιος είσαι; Πως γνωρίζεις για μένα και τον Φαίδωνα; ….’’
Εξομολογήθηκε, βγάζει βρυχηθμό η ψυχή του, τα δάκρυά του βρέχουν το πληγωμένο του πρόσωπο…. Όταν του έβαλα τη σέλα πάνω στο σεντόνι, ακούμπησε πάνω στα ρουμπίνια με ευλάβεια.
‘’ Τριάντα χρόνια μιλώ στο Φαίδωνα, μόνος, φυλακισμένος στους τέσσερις τοίχους της τιμωρίας, της ύβρεως μου…. Ξωκλήσι οι επικλήσεις μου…Πλήρωσα ακριβά το έγκλημά μου’’

Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια.
Όταν ο αφηγητής επέστρεψε στην έπαυλη…. «Επικρατούσε μια ενοχλητική στ’ αφτιά και στη συνείδησή του σιωπή. Από το πλυσταριό δεν ακουγόταν τίποτε. Κατευθύνθηκε γρήγορα προς την πύλη κι έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω.

Στη δεύτερη ψυχογραφική νουβέλα με τίτλο: «το προικοσύμφωνο που πάγωσε στη λίμνη», Ήρωας είναι το φάντασμα του νεαρού Μάρκου Δερβεστή που έδωσε τέλος στη ζωή του, με τον πνιγμό του στη λίμνη, λόγω του ανεκπλήρωτου έρωτά του.
Οι κεντρικοί ήρωες είναι δυο άνδρες που η έχθρα χωρίζει τις φαμίλιες τους. Όμως ο αβάσταχτος πόνος της απώλειας – καθώς κι οι δυο θα θρηνήσουν τους γιους τους και η ψυχική ερήμωση θα τους ενώσουν. Ο Βρυούλης είναι αλαζόνας, εγωπαθής και άπληστος. Η οικογένειά του πατριαρχική. Με τον Δερβεστή δεν έχει καλή σχέση, τον υποτιμά, δεν συναίνει στον έρωτα της κόρης του Βαίτσας με τον Μάρκο, τον γιο του Δερβεστή. Υπάρχει διαμάχη μεταξύ της γενιάς των Δερβεστήδων με αυτή των Βρυούληδων, που οι ρίζες της είναι πολύ βαθιές.
Ο Βρυούλης είναι «πατέρας/αφέντης», θέλει ο Γιώργης ο γιός του να γίνει γουνέμπορος όπως κι ο ίδιος. Ο Γιώργης, μια μέρα πριν την αυτοκτονία του, τηλεφώνησε στον πατέρα του:

«Πατέρα κέρδισες. Θα δουλέψω για τη γούνα». Έκοψε τη μακριά/σγουρή/κορακίσια κοτσίδα του και την άλλη μέρα αυτοκτόνησε στον αυλόγυρο του στρατοπέδου βάζοντας το τουφέκι στο στόμα του.
«Ο Βρίζας μετά το χαμό του γιού του περιφερόταν σα σκιάχτρο στην πόλη. Βρήκε αποκούμπι στο μαγαζί της γούνας και θησαύρισε ακόμα παραπάνω»

Ήρωας είναι το φάντασμα του νεαρού Μάρκου Δερβεστή που έδωσε τέλος στη ζωή του, με τον πνιγμό του στη λίμνη, λόγω του ανεκπλήρωτου έρωτά του.
Ο Μάρκος Δερβεστής αγαπάει τη Βαίτσα, την κόρη του Βρυούλη. Είναι τρελός γι’ αυτήν. Όμως ο Βρυούλης δεν τον εγκρίνει.

«Είναι αλήθεια πως από τότε που ο μακαρίτης ο παππούς οδήγησε στη χρεοκοπία την επιχείρηση με τη γούνα και ασχοληθήκαμε με τα ψάρια μας βλέπουν κατώτερους», λέει ο Μάρκος. ‘Όμως « Την αγαπώ τόσο πολύ, που μου έρχεται να βγάλω την καρδιά μου απ’ το στόμα και να την παραδώσω στους πολυτελείς ασημένιους δίσκους του πατέρα της», λέει. Όταν τον πληροφορούν ότι οι Βρυούληδες φεύγουν στην Αμερική πνίγεται στη λίμνη.

‘’Αλαφροΐσκιωτε καλέ/ για πες απόψε τι δες/ νύχτα γιομάτη θάματα/ νύχτα σπαρμένη μάγια’’ θα τον ακούσουν να προφέρει καθώς πεθαίνει.

Δυο πατεράδες βιώνουν την οδύνη της απώλειας.
Ο Βρυούλης αναλογίζεται τα εγκλήματά του. Η συμπεριφορά του οδήγησε τα δυο παλληκάρια στην αυτοχειρία. Μετανοιωμένος θα πει:

«’Όλοι θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει κάτι καλύτερα. Γι ’αυτό παραμένουμε ζωντανοί. Για να διορθώσουμε τα λάθη μας. Λάθη ολέθρια/που γέννησαν νέκρα».

Ο Βρυούλης θέλει να στείλει ένα μήνυμα ηχηρό στον αναγνώστη. Και τα πιο δύσκολα συναισθήματα έχουν θέση στη ζωή των άλλων. Δεν τα προσπερνά, δεν τα κουκουλώνει. Το πένθος, η οδύνη της απώλειας αντί να είναι αιτία εγκλεισμού και απομόνωσης αποτελεί την απαρχή μιας δύσκολης σχέσης. Της σχέσης με τον πατέρα του παιδιού που οδήγησε στην αυτοχειρία. Μια σχέση φιλίας παράταιρης, παράξενης και παρεξηγημένης από το στενό μικροκοινωνικό περιβάλλον της ελληνικής επαρχίας, το ποτισμένο με συντηρητισμό, κουτσομπολιό και υποκρισία.

«Στέρεψες από φίλους; Θες να φανείς στους Καστοριανούς μεταμελημένος και αθώος;», θα του πει ο Ανδρέας Δερβεστής.
«Έσφαλα, θέλω να επανορθώσω. Ζητάω ειλικρινά συγγνώμη».
«Τώρα Βρίζα είναι αργά», θα πει ο Ανδρέας …, αλλά θα γίνουν φίλοι. Η μικροκοινωνία της επαρχίας θα ενοχληθεί και θα αντιδράσει.

Ο Βρυούλης θα ξεψυχήσει στα χέρια του Αντώνη λυτρωμένος. Ελάχιστοι τον συνόδευσαν στην κηδεία του. ‘’Ήταν καχύποπτοι/ Μικροπρεπείς/ Λιποτάκτες/Τιμωροί/ Η κοινωνία ξέρει μονάχα να τιμωρεί/ Όχι να συγχωρεί’’.
Η συγγραφέας ενέθεσε αριστοτεχνικά το φαντασιακό στοιχείο. Εκθέτει σκόπιμα μεταφυσικά, έξω από κάθε νόρμα τις σχέσεις μεταξύ των ηρώων προκαλώντας τον αναγνώστη σε μια σκοτεινή, αλλά ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πλεύση μέσα στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής.

«Ποιος καθορίζει τη μοίρα;», αναρωτιέται ο αφηγητής / διπλωμάτης στην πρώτη νουβέλα. Ο Ηράκλειτος είπε πως ο χαρακτήρας των ανθρώπων δημιουργεί τη μοίρα τους. Πεπρωμένο είναι το ταξίδι και μοίρα όλα τα επιτεύγματα, τα δημιουργήματα και οι επιλογές μας. Η δημιουργία στήνεται μέσα στην ύπαρξη. Αυτό που φαίνεται είναι το αποτέλεσμα.
Οι ήρωες κατακλύζονται από τα ανθρώπινα πάθη: αλαζονεία, εγωπάθεια, απληστία, οργή.
Αυτά τα πάθη που εντάσσονται στα θανάσιμα αμαρτήματα τους οδηγούν στη μοναξιά και την κοινωνική απομόνωση.
«Τους μεν κενούς ασκούς η πνοή διίστησι, τους δ’ ανόητους, το οίημα» ( Σωκράτης). Τα άδεια σακιά τα φουσκώνει ο αέρας και τους ανόητους η έπαρση. Και ο Ηράκλειτος είπε πως η έπαρση είναι εμπόδιο της προκοπής.
Ένας αλαζόνας συμπεριφέρεται σαν να είναι ανώτερος από τους άλλους, πιο σημαντικός και συνηθίζει να υποτιμά τους άλλους. Παράλληλα, ωστόσο, ο υπερόπτης λαχταρά να τον θαυμάζουν, να τον σέβονται για τις ιδιαίτερες ποιότητές τους και για τα κατορθώματά του. Η αλαζονεία δηλώνει μια επιθυμία κυριαρχίας και υπερβολικής αυτοπεποίθησης.
Η αλαζονεία γενικά εξυπηρετεί ως μηχανισμός κάλυψης της ανασφάλειας και της έλλειψης αυτοπεποίθησης. Είναι ένα χαρακτηριστικό της προσωπικότητας που χτίζεται από την παιδική ηλικία. Αν και ο καθένας μπορεί να φερθεί υπεροπτικά σε κάποια στιγμή της ζωής του, το πιθανότερο είναι να αποτελεί σταθερό μοτίβο στη ζωή κάποιου.
Ο Ηράκλειτος ανέφερε ότι «είναι προτιμότερο να σβήνεις την υπεροψία παρά την πυρκαγιά». Και ο Αισχύλος στους Πέρσες είπε: «Η αλαζονεία σε πλήρη άνθηση παράγει έναν καρπό που ο θερισμός του είναι γεμάτος κλάμα».
Η αλαζονεία λειτουργεί ως μηχανισμός άμυνας. Είναι ένας τρόπος προστασίας από την έλλειψη αυτοεκτίμησης και αυταξίας. Είναι ένας τρόπος απόκρυψης της ανασφάλειας.
Ο αλαζόνας απορρίπτει τους άλλους πριν προλάβουν να τον απορρίψουν.

« Ο εγωισμός είναι ένα ζευγάρι ξυλοπόδαρα, που κάνουν τον άνθρωπο ψηλό, χωρίς να τον κάνουν μεγάλο», έγραψε ο Μέγας Βασίλειος. Οδηγεί συχνά σε νευρώσεις γιατί δημιουργεί δυσθυμία και θλίψη. Έτσι, δυσκολεύει τις σχέσεις και τη ζωή, θέτει εμπόδια και οδηγεί σε ματαιώσεις και ήττες. Όταν δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από το εγώ μας, η εικόνα που έχουμε κατασκευάσει για μας τους ίδιους, γίνεται φυλακή. Προσπαθώντας να διαχωρίσουμε το «είμαι» από το «φαίνομαι», καταφέρνοντας να αποβάλλουμε ένα μέρος του εγωισμού μας, τα πάντα μπορούν να γίνουν ευκολότερα.
Μήπως τελικά, εγωιστής είναι εκείνος που προβάλει την ατσαλάκωτη βιτρίνα του στον κοινωνικό του περίγυρο, αποζητώντας και ζώντας για την αποδοχή του; Για να το πετύχει κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες να κρύψει οτιδήποτε τρωτό ή λανθασμένο θα τον γκρεμίσει από το βάθρο του. Ο φόβος θα τσαλακώσει την εικόνα του, θα τον οδηγήσει σε αδυναμία συναισθηματικής έκφρασης, με αποτέλεσμα τη μοναξιά. Ακριβώς γιατί δεν είναι αληθινός. Ο αληθινός άνθρωπος έχει το δικαίωμα στο λάθος, στο ρίσκο. Ο αληθινός άνθρωπος δεν είναι θωρακισμένος, είναι ευάλωτος, είναι αντιφατικός, είναι ελεύθερος. Το λάθος οδηγεί στη γνώση και στην αυτογνωσία. «Ρίσκο» σημαίνει αγώνας και αγώνας είναι ελπίδα στη ζωή. Πρέπει να ακούμε προσεκτικά ο ένας τον άλλον, να επικοινωνούμε με ενσυναίσθηση, να αποδεχόμαστε, να μοιραζόμαστε, να προσφέρουμε.
Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι και η απληστία. Η λέξη παράγεται από το στερητικό «α» και το «πληστός» που σημαίνει πλήρης – γεμάτος. Άπληστος, επομένως, είναι ο πλεονέκτης, ο ακόρεστος, ο ανεκπλήρωτος από την επιθυμία. Κατά τη μυθολογία, η έναρξη της απληστίας εμφανίζεται με τα παιδιά του βγαλμένου από τη θάλασσα Πρωτέα. Ο Πρωτέας, που θεωρείτο μονογενής και περιγράφεται με φύκια και ανάμεσα σε φώκιες, ανάλογα με τις επιθυμίες του γινόταν τα πάντα. Απέκτησε με κάποιες ασαφείς νύμφες και θεές, διάφορα παιδιά. Δυο του γιοί, ο Πολύγονος και ο Τηλέγονος ήταν άπληστοι, καταλήγοντας τελικά ληστές, τους οποίους σκότωσε ο Ηρακλής. Και ο Πρωτέας το αποδέχτηκε αυτό, φθάνοντας στο σημείο να αποκαθάρει από το φόνο το φονιά τους. Ο μύθος αυτός δείχνει μέσα από μια βιολογική θα τη χαρακτηρίζαμε σκοπιά, την έναρξη και την αντιμετώπιση του πρώτου φαινόμενου της απληστίας. Αλλά και ο μύθος της Εύας με την αποδοχή του απαγορευμένου καρπού, στο ίδιο παραπέμπει από άλλο δρόμο.

« Τρεις δυνάμεις κινούν τον κόσμο», είπε κάποτε ο Αϊνστάιν. «Η ανοησία, ο φόβος και η απληστία».

Αυτά τα πάθη θα οδηγήσουν τους ήρωες στη μοναξιά και στην ερήμωση της ψυχής τους.

Σαν μοναξιά ορίζεται η ασυμφωνία μεταξύ των προτιμότερων και των πραγματικών επιπέδων κοινωνικής επαφής ενός ατόμου. Η κοινωνική απομόνωση θεωρείται σαν μια αντικειμενική κατάσταση ελάχιστης κοινωνικής επαφής με άλλα άτομα. Η κοινωνική απομόνωση επιδεινώνει το άγχος, την κατάθλιψη, τις αυτοκτονικές σκέψεις. Και ταυτόχρονα είναι αιτία άγχους, κατάθλιψης, αυτοκτονικού ιδεασμού. Ενοχοποιείται για την πρόκληση ψυχικών διαταραχών όπως για την άνοια και την νόσο του Alzheimer. Οι κοινωνικά απομονωμένοι έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, δεν έχουν και δεν θέλουν να έχουν αλληλεπίδραση με άλλους και υποφέρουν από συναισθηματική απομόνωση: αδυναμία/απροθυμία συναισθηματικού μοιράσματος.
Ο Σενέκας πίστευε ότι η οργή συνιστά μια παροδική τρέλα και ότι ακόμα και αν είναι δικαιολογημένη, ποτέ δεν θα πρέπει να λειτουργούμε βάσει αυτής επειδή, μολονότι «άλλα πάθη επηρεάζουν την κρίση μας, η οργή επηρεάζει τη λογική μας. Ενώ τα πρώτα δουλεύουν σιωπηλά και επιτίθενται με ήρεμο τρόπο, το μυαλό των ανθρώπων βυθίζεται απότομα στην οργή. Η έντασή της σε καμία περίπτωση δεν ρυθμίζεται από την προέλευσή της, κι αυτό γιατί εξακοντίζεται αμέσως στο ζενίθ, ξεκινώντας με την πιο απλή αφορμή. «Χόλος νόου αδάνει» Ο θυμός φουσκώνει το μυαλό αναφέρει ο Όμηρος στην Ιλιάδα.
Ο Επίκτητος καθοδηγούσε τους μαθητές ως εξής: «Να θυμάστε ότι εμείς οι ίδιοι είμαστε που βασανίζουμε και βάζουμε εμπόδια στον εαυτό μας – δηλαδή οι απόψεις μας. Επί παραδείγματι, τι σημαίνει “προσβλήθηκα”; Αν σταθείς δίπλα σε μια πέτρα και την προσβάλλεις, τι θα έχεις καταφέρει; Αν κάποιος απαντήσει σε μια προσβολή όπως η πέτρα, τι θα έχει κερδίσει αυτός που τον πρόσβαλε;»

Και στα δυο ψυχογραφήματα οι ήρωες εγκλημάτησαν και τιμωρήθηκαν.

« Δεν θα τιμωρηθείς για τον θυμό σου αλλά από τον θυμό σου» είπε ο Βούδας. Ο Ευριπίδης αναφέρει: «Όταν δεις κάποιον που έχει μεγάλη έπαρση για τον πλούτο και την λαμπρή του καταγωγή, περίμενε πως γρήγορα θα τιμωρηθεί». Και ο Σεφέρης συμπληρώνει: «Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες». Στο ποίημα ‘’Βήματα’’ ο Καβάφης γράφει για τις Ερινύες:

«Γιατί άκουσαν μια απαίσια βοή, θανάσιμη βοή την σκάλα ν’ ανεβαίνει / γιατί κατάλαβαν τι είδους βοή είναι τούτη/ τάνοιωσαν πια τα βήματα των Ερινυών».

Επιπλέον κομβικά σημεία είναι η οδύνη της απώλειας και στο τέλος η λύτρωση/συγχώρεση.
Σαν πένθος/ απώλεια αναφέρεται αυτό που βιώνει κάποιος όταν δεν μπορεί να έχει πια κάποιον ή κάτι που σήμαινε γι’ αυτόν πολλά.
Κατά πόσο αντέχουμε να μπούμε έστω για λίγο στη θέση αυτού που πενθεί, έστω από τη θέση του παρατηρητή, του αναγνώστη. Να κουβαλήσουμε έστω για λίγο τον πόνο του, τον θυμό του, την απόγνωσή του, τη θλίψη, την αβάσταχτη μοναξιά που αισθάνεται.
«Τώρα που ζω με τον εαυτό μου βαθιά κι απόλυτα, θέλω να μάθω ο ίδιος ποιος υπήρξα, τι σκέφτηκα, πως έζησα και τι είναι αυτό που συνθέτει την μελλοντική μου απουσία», έγραψε ο Χατζιδάκις για την απώλεια.
Στο τέλος θα έρθουν η μεταμέλεια, η εξιλέωση/κάθαρση και η συγχώρεση.
Η συγχώρεση είναι ανώτερη από την τιμωρία, είπε ο Ηράκλειτος.
Συγχωρώ: αφήνω πίσω αυτό που με έβλαψε. Συγχωρώ για να μπορέσω να απελευθερωθώ από τα τραύματα του παρελθόντος, να επουλώσω πληγές, να κλείσω καταστάσεις που εκκρεμούν. Συγχωρώ για να αποκτήσω την δική μου ψυχική ηρεμία.
Η συγχώρεση είναι υπόθεση που απαιτεί χρόνο. Συν-χωρώ σημαίνει δίνω χώρο σε μια κατάσταση που με τραυμάτισε. Αν δεν συγχωρέσεις αφήνεις μια πληγή ανοιχτή που προκαλεί πόνο. Υποφέρουν περισσότερο εκείνοι που δεν μπορούν να συγχωρέσουν. «Η ικανότητα της συγχώρεσης είναι προσόν του δυνατού. Οι αδύναμοι ποτέ δεν συγχωρούν», είπε ο Γκάντι. Και ο Καζαντζάκης συμπληρώνει:

«Δεν τον φοβάμαι το Θεό. Αυτός καταλαβαίνει και συγχωρεί. Τους ανθρώπους φοβάμαι. Αυτοί δεν καταλαβαίνουν και δεν συγχωρούν».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: